Ο τσαντάκιας και η Ερατώ

Ο τσαντάκιας και η Ερατώ
Τσαντάκιας χαρακτηρίζεται σήμερα ο μικροκακοποιός εκείνος που αρπάζει τσάντες από ανυποψίαστες γυναίκες και εξαφανίζεται τρέχοντας, πολλές φορές ενεργούν κατά ζευγάρια, καβαλώντας μηχανάκι που κάνει την διαφυγή ευκολότερη. Δεν είχε πάντα αυτήν την έννοια ο χαρακτηρισμός αυτός. Κάποια εποχή σήμαινε μια τάξη επαγγελματιών που κρατώντας στο χέρι τον χαρτοφύλακα κυνηγούσε το μεροκάματο, ήταν η συμπαθής κατηγορία των πλασιέ που συσταινόντουσαν ως εμπορικοί αντιπρόσωποι, για να έχουν ένα βαρύγδουπο τίτλο, κάτι ανάλογο με ιατρικούς επισκέπτες. Ο χαρτοφύλακας αυτός ήταν πάντα μαύρος, όμοιος με εκείνον που λάνσαρε πρώτος ο βρετανός υπερπράκτορας, ο θρυλικός 007 και που σήμερα ακόμα τον κρατούνε στο χέρι οι κληρικοί μεταφέροντας τα άμφια τους. Με τσαντάκηδες έχει να κάνει η παρακάτω νουβέλα, ξεκίνησε με σκοπό να έχει ευχάριστο τέλος, ικανοποιώντας το παράπονο ενός εκλεκτού φίλου που παραπονέθηκε πως όλες οι ιστορίες μου τελειώνουν θλιβερά. Με προκάλεσε να γράψω κάτι που μην περιλαμβάνει παπάδες και μοναστήρια και το τόλμησα. Εγώ το διασκέδασα, το αφιερώνω στον Ανδρέα και ελπίζω να το χαρούν και οι αναγνώστες του Πυθαγόρα.   

Μέρος Α΄. Η ευκαιρία

Ο μονότονος ήχος ενός τραίνου που ταξιδεύει είναι το καλλίτερο νανούρισμα, ειδικά όταν το ταξίδι είναι νυχτερινό. Σε αυτό το βαγόνι που ταξίδευε ο Χρόνης Βαγγερέλος, επικρατούσε το νανούρισμα, αλλά εκείνος δεν κοιμόταν. Προσπάθησε να κλείσει τα μάτια του, αλλά άδικος κόπος. Κοιτούσε την βαλίτζα στο απέναντι κάθισμα και το μυαλό του έτρεχε. Πρώτη φορά στην ζωή του έπαιρνε άδεια.
Βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ο Χρόνης είναι ένας νέος γύρω στα 26, δουλεύει σε ένα συνοικιακό κατάστημα με οικιακό εξοπλισμό. Στον ίδιο εργοδότη βρίσκεται από μικρό παιδί, όταν ήρθε από την Κεφαλονιά συνοδεύοντας την χήρα μάνα του στο Λοιμωδών, εκεί που άφησε την τελευταία της πνοή. Τότε παρακαλούσε τον Γιατρό να κάνει καλά την μάνα του επειδή δεν είχε χρήματα για την κηδεία και είχε την τύχη να πέσει σε φιλάνθρωπο γιατρό και να είναι τόσο φιλεύσπλαχνος που ανέλαβε και όλα τα έξοδα και ακόμα τον οδήγησε στον φίλο του τον Ανδρέα Λυκούδη που τον προσέλαβε παραγιό στο μαγαζί του, προσφέροντας του διατροφή και στέγη. Από τα δεκατέσσερα του χρόνια πλάι στον Λυκούδη έμαθε να επιβιώνει. Φιλότιμος και ευγνώμων προς τον ευεργέτη του, αρνήθηκε όσες φορές του προσφέρανε δουλειά από τα γειτονικά καταστήματα.  Εξαιρετικά έξυπνος με αντίληψη και ετοιμολογία που λίγοι διέθεταν, ότι έβλεπαν τα μάτια του το κάμανε τα χέρια του. Καθ’ όλη την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του τον χαρτζιλίκωνε ο εργοδότης του και μετά την απόλυση του τον προσέλαβε αμέσως επειδή γνώριζε ακριβώς όλα του τα χαρίσματα.  Ο καημός και των δύο ήταν κοινός, τα χρήματα που έπαιρνε και οι προοπτικές μέσα στο κατάστημα δεν ήταν ανάλογες με τις ικανότητες του. Δεν μπορούσε να του δώσει παραπάνω μισθό ο Λυκούδης και δεν τον ζητούσε ο Χρόνης. Πρότεινε κάποιες φορές να τον βοηθήσει με τις γνωριμίες του να μπεί σε καμιά εταιρία από αυτές που συνεργάζονταν ως πωλητής και ο Χρόνης απαντούσε «Δεν γίνομαι τσαντάκιας». Ασφυκτιούσε αλλά περίμενε, ήταν σίγουρος για την τύχη του, όπως του φανέρωσε στη ζωή τον γιατρό πρώτα και τον Λυκούδη μετά, θα φανέρωνε και κάτι άλλο που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Ταξίδευε με το νυχτερινό τραίνο, τελικός προορισμός η διεθνής έκθεση του Σεπτεμβρίου. Είναι εκείνη η εποχή που η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλες δόξες. Φεστιβάλ τραγουδιού και κινηματογράφου, αλλά και φεστιβάλ πολιτικών. Την πρώτη Κυριακή ο Πρωθυπουργός κάνει τα εγκαίνια και ακολουθούν κατά τάξη όλοι οι υπόλοιποι. Στο περιθώριο της εκθέσεως γίνονται γνωριμίες κλίνονται δουλειές και παρουσιάζονται ευκαιρίες για σταδιοδρομίες. Αυτά έχει κατά νου ο Χρόνης και βλέπει την βαλίτζα του και προσπαθεί να κοιμηθεί, αλλά ο ύπνος δεν έρχεται. Καταστρώνει σχέδια, πρώτη δουλειά να βρει ένα ξενοδοχείο να αφήσει την βαλίτζα του, να πάρει πρωινό και μετά θα πάει στην έκθεση και ότι προκύψει, έχει μια ολόκληρη εβδομάδα άδεια, όχι πως θα υπάρξει πρόβλημα αν την παρατείνει αλλά το φιλότιμο του δεν δέχεται να είναι στο κατάστημα ο κυρ Ανδρέας μονάχος, κι ας είχε άλλα τρία άτομα προσωπικό. Ξημερώματα το τραίνο έφτασε και ο Χρόνης με την βαλίτζα στο χέρι άρχισε να ψάχνει για ξενοδοχείο. Στο πρώτο που μπήκε απέναντι από τον σταθμό πήρε την πρώτη κρυάδα, «Άδικα ψάχνεις νεαρέ μου, αυτήν την εποχή δεν υπάρχει τίποτα». Δεν το έβαλε κάτω πήγε σε δεύτερο σε τρίτο σε τέταρτο και άρχισε να απογοητεύεται, «-Αν δεν βρω και στο επόμενο θα γυρίσω στην Αθήνα με το βραδινό τραίνο» σκέφτηκε. Πράγματι ούτε στο πέμπτο δεν βρήκε δωμάτιο, με την βαλίτζα στο χέρι ξεκίνησε για την έκθεση με σκοπό να περάσει η μέρα και να επιστρέψει στην βάση του. Στην είσοδο έπρεπε να κόψει εισιτήριο, καμιά σαρανταριά άτομα περίμεναν στην ουρά να ανοίξει το ταμείο, μπροστά από αυτόν ήταν ένας τσαντάκιας με τον οποίο προσπάθησε να πιάσει κουβέντα:
-Καλημέρα.
-Καλημέρα.
-Τι ώρα θα ανοίξει το ταμείο; Ρώτησε ο Χρόνης
-Κανονικά στις οκτώ, αλλά εδώ είναι Ελλάδα. Συνάδελφος είσαι;
-Δεν είμαι τσαντάκιας εγώ, απήντησε ελαφρά θιγμένος, εγώ ήρθα για ενημέρωση.
-Συγνώμη κρατάς μεγαλύτερη τσάντα από την δικιά μου, γι αυτό ρώτησα, λέγομαι Μπάμπης Γιαουρτάς.
-Εγώ συγνώμη για την αγένεια μου, δεν ήθελα να σε προσβάλω, αλλά ταξίδευα όλη νύχτα και δεν βρήκα ξενοδοχείο και θα υποχρεωθώ να ξαναταξιδέψω  νύχτα, γι αυτό και κρατώ την τσάντα δεν ξέρω που να την αφήσω.
-Παρακάτω έχω παρκάρει το αυτοκίνητο μου, αν θέλεις την αφήνεις εκεί, βλέπουμε μαζί την έκθεση και γυρνώντας σε πάω μέχρι τον σταθμό και φεύγεις, πως είπες το όνομα σου;
-Χρόνης λέγομαι, Χρόνης Βαγγερέλος, θα ήμουν ευγνώμων αν το έκανες.
-Πάμε, τώρα αμέσως.
Οι δυο μαζί περπάτησαν λίγα τετράγωνα παρακάτω που είχε αφήσει αραγμένο το αυτοκίνητο ο Μπάμπης, μια κλούβα FIAT 238. Περίμενε μια έκπληξη τον Χρόνη, όταν άνοιξε την πόρτα να βάλει την βαλίτζα του. Η κλούβα ήταν διαρρυθμισμένη με ράφια στις τρείς πλευρές, ενώ στη μέση της καρότσας υπήρχε στρωμένος ένας υπνόσακος.
-Βλέπεις Χρόνη, ούτε εγώ έχω ξενοδοχείο, είπε ο Μπάμπης, αλλά δεν θα φύγω θα κάνω το πρόγραμμα μου.
-Ποιο είναι το πρόγραμμα σου; Απόρησε ο Χρόνης.
-Πάμε να ποιούμε καφέ και θα σου εξηγήσω.
Όντως ξεκίνησαν για καφέ αλλά μπήκαν σε ένα γαλατάδικο φάγανε την περίφημη μπουγάτσα και εκεί ο Μπάμπης εξήγησε πως ήρθε στην Θεσσαλονίκη ψάχνοντας πελάτες, δούλευε για λογαριασμό του πεθερού του. Αυτός είχε μια βιοτεχνία παραγωγής μπρικιών αλουμινίου και ταψιών στο Ρουφ, διέθετε δυο πρέσες και χυτήριο που κατά καιρούς έφτιαχνε φωτιστικά καρέκλες και τραπέζια. Φόρτωνε το αυτοκίνητο και έβγαινε στην Αθήνα και την Επαρχία μέχρι ξεπουλήσει και γύρναγε να δώσει λογαριασμό και να ξαναφορτώσει. Το μεροκάματο ήταν ικανοποιητικό αλλά οι προοπτικές μικρές, καθώς χάνουμε συνέχεια έδαφος από το ανοξείδωτο σκεύος. Ο Χρόνης ομολόγησε πως ήρθε χωρίς ιδιαίτερο λόγο, απλά είχε άδεια και χρόνο για χάσιμο δεν ήταν και δεν ήθελε να γίνει τσαντάκιας, του αρκούσε το μεροκάματο του, έστω κι ας ήταν μικρό, μικρό μεν αλλά σίγουρο. Ο Μπάμπης αντέδρασε λέγοντας πως, άνθρωπος νέος δίχως σχέδια και φιλοδοξία είναι καταδικασμένος να ζήσει και να πεθάνει στην αφάνεια. Πρότεινε ακόμα αν θέλει να τον επακολουθήσει εκείνη την ημέρα να δει πως κινούνται οι τσαντάκηδες και μετά να τους καταδικάσει, ο Χρόνης δέχθηκε και ξεκίνησαν για την έκθεση.
Μικρή η ουρά στο ταμείο κόψανε εισιτήρια γρήγορα και πέρασαν την πύλη της εκθέσεως. Ο Χρόνης πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο θέαμα, μεγάλα αγροτικά μηχανήματα και αυτοκίνητα  παρατεταγμένα στις αυλές. Ένας ψιλός πύργος του Ο.Τ.Ε. που γύριζε, κεραίες δορυφορικές που έβλεπε μόνο στο σινεμά τις έβλεπε τώρα από κοντά. Πλήθος από καντίνες που σερβίρανε μαύρη μπίρα στο ποτήρι και λουκάνικο Φραγκφούρτης από το πρωί μέχρι το βράδυ, ακόμα περίπτερα που μοίραζαν δωρεάν τσιγάρα ένα-ένα τη φορά και παιδιά στημένα εδώ και εκεί μοιράζανε διαφημιστικά φυλλάδια. Ο Μπάμπης τον επανέφερε στην τάξη:
-Ξύπνα ακόμη δεν είδες τίποτα, όταν περάσουμε στα περίπτερα θα τρελαθείς.
Συνήλθε ο Χρόνης και στρεφόμενος προς τον Μπάμπη ψιθύρισε
-Τυχερός είμαι που σε βρήκα μπροστά μου, ας είσαι και τσαντάκιας που πάμε;
-Ακολούθα και όπου μας βγάλει έχουμε χρόνο μέχρι τις οκτώ το βράδυ.
Πέρασαν από πολλά περίπτερα ώσπου να εντοπίσουν εκείνο το κτήριο που ενδιέφερε και τους δύο. Η πινακίδα έγραφε οικιακός εξοπλισμός, μόλις το διαβάσανε μπήκαν μέσα. Ήταν μια μεγάλη αίθουσα χωρισμένη σε τμήματα μικρά και μεγάλα ανάλογα με τον εκθέτη, το κάθε τμήμα από αυτά το λέγανε περίπτερο, περάσανε μπροστά από κάμποσα για να καταλήξουν σε ένα γωνιακό μεγάλο περίπτερο με μαγειρικά σκεύη και νεροχύτες, όλα φτιαγμένα από ανοξείδωτο, «-Εδώ είμαστε» είπε ο Μπάμπης «-Για να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε». Ανέβηκαν τον αναβαθμό και βρέθηκαν μέσα στο χώρο της εταιρίας «Κώνος». Αμέσως τους πλησίασε χαμογελώντας μια κοπέλα φορτωμένη με διαφημιστικά φυλλάδια,  «-Καλημέρα σας καλώς ορίσατε, τι μπορώ να κάνω για εσάς». Ο Μπάμπης απήντησε πως ζητούν τον υπεύθυνο του περιπτέρου για να μιλήσουν για ενδεχόμενη συνεργασία. Η κοπέλα τους πέρασε πίσω από ένα χώρισμα που βρισκόντουσαν τρία γραφεία. Ένα μεγάλο στην αρχή και δύο μικρά στο βάθος, στο ένα από τα μικρά καθότανε ένας άνδρας γύρω στα 55-60 χρονών, φορούσε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και ξεχώριζε η κοιλίτσα του, είχε στα χέρια του έναν κατάλογο και τον μελετούσε, υπογραμμίζοντας ή διαγράφοντας  με ένα μολύβι, το άλλο ήταν άδειο, το μπροστινό γραφείο ήταν γεμάτο από φακέλους και χαρτιά, εκεί καθόταν ένας νεώτερος άνδρας με γραβάτα, αυτός τους υποδέχθηκε:
-Παρακαλώ καθίστε, είμαι ο Νίκος Βέρος, πως μπορώ να φανώ χρήσιμος;
Έκατσαν απέναντι του, ο Χρόνης ήταν αμίλητος ενώ ο Μπάμπης πήρε αμέσως τον λόγο και εξήγησε πως διαθέτει πρέσες και καλούπιά για αλουμίνια και ενδιαφέρεται για την παραγωγή και σε ανοξείδωτο και αναζητά πρώτη ύλη, πως ακόμα διαθέτει δίκτυο πελατών σε Αθήνα και επαρχία για να προωθήσει την παραγωγή. Ο Βέρος άκουγε με προσοχή ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε, όταν ο Μπάμπης σταμάτησε να μιλά, τον κοίταξε διερευνητικά στα μάτια, (αυτήν την ματιά την είδε ο Χρόνης και δυσανασχέτησε), και αντιπρότεινε.
-Αφού υπάρχει το δίκτυο και οι πελάτες, σου δίνουμε εμείς το εμπόρευμα έτοιμο και δουλεύεις για την εταιρία μας.
-Δηλαδή θα είμαι αντιπρόσωπος της εταιρίας;
-Ακριβώς με την τσαντούλα σου θα γυρνάς και θα παίρνεις παραγγελίες και εισπράξεις, όλα τ’ άλλα άστα σε μας.
-Η προμήθεια μου πόση θα είναι; Ρώτησε με ενδιαφέρον ο Μπάμπης
-Αυτό θα εξαρτηθεί από την δυναμικότητα σου, ανάλογα με τους στόχους που θα θέτουμε κάθε φορά.
-Θα υπάρχει βασικός μισθός και προμήθεια; Έψαχνε για επιβεβαίωση ο Μπάμπης.
-Ασφαλώς θα υπάρχει, αφού θα είσαι στην ουσία μέλος του προσωπικού της εταιρίας.
-Με ενδιαφέρει η περίπτωση, κατέληξε ο Μπάμπης, -Πότε θα μπορέσουμε να πούμε λεπτομέρειες;
-Οπωσδήποτε πριν κλείσει η έκθεση, δηλαδή μέσα στην εβδομάδα είπε ο Βέρος και στράφηκε προς τον Χρόνη: -Εσάς πως μπορώ να εξυπηρετήσω;
Ο Χρόνης τον κοίταξε με αυθάδεια στα μάτια:
-Τι μου δίνεται για να σας προσφέρω την συνεργασία μου; Μπορώ και πουλάω οτιδήποτε σε οποιονδήποτε.
-Αστειεύεσαι νεαρέ μου, δεν σε χρειαζόμαστε.
-Εσείς χάνεται, συνέχισε ο Χρόνης στο ίδιο ύφος και σηκώθηκε, -Πάμε Μπάμπη.
Σηκωθήκανε να φύγουν, πέρασαν το χώρισμα βρεθήκανε πάλι στη σάλα του περιπτέρου κατέβηκαν τον αναβαθμό για να συνεχίσουν την περιπλάνηση τους, πριν απομακρυνθούν τρία τέσσερα περίπτερα, τους πρόλαβε η χαμογελαστή κοπέλα λέγοντας να περάσουν και οι δύο το απόγευμα από το περίπτερο, το αφεντικό ο κύριος Κώνος θέλει να μιλήσει και στους δύο.
Τα περίπτερα κλείνανε για μεσημέρι στις μιάμιση και ξανανοίγανε στις πέντε, προτίμησαν οι δύο νέοι να κάτσουν σε μια καντίνα παρά να βγούν έξω και να ξαναπληρώσουν στην είσοδο, εκεί θα είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν καλλίτερα. Ο Μπάμπης πρότεινε να μην φύγει ο Χρόνης αλλά να στριμωχτεί όπως μπορεί στο κάθισμα της κλούβας και την άλλη μέρα να ταξιδεύει με ηρεμία. Ο Χρόνης δέχθηκε με κρύα καρδιά αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Απολογήθηκε για την αναίδεια του, τον είχε θυμώσει η υπεροψία του Βέρου, έκανε το αφεντικό χωρίς να είναι. Ήπιαν από δυο μπίρες και άρχισαν να φέρνουν βόλτα στις αυλές της εκθέσεως κοιτάζοντας τα εκτιθέμενα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια. Είχε ο Χρόνης σκοπό να αλλάξει εκείνο που διέθετε, το ανέβαλε συνέχεια επειδή τα οικονομικά του δεν το επιτρέπανε. Πέρασε η ώρα και ο Μπάμπης βιαζότανε να πάει στον «Κώνο», αντίθετα ο Χρόνης του έλεγε να καθυστερήσουν όσο περισσότερο μπορούν, να μην τους περάσουν για λιγούρηδες, περίπου στις έξι, πέρασαν στο γνωστό περίπτερο, από μακριά τους είδε η κοπέλα και τους έγνεψε «ελάτε», εκείνοι πλησίασαν και ανέβηκαν τον αναβαθμό δεύτερη φορά, τους πέρασε η κοπέλα από πίσω. Στο ίδιο μικρό  γραφείο καθόταν το ίδιο πρόσωπο που είδαν το πρωί, στο διπλανό καθόταν ένας νέος στην δική τους ηλικία, το μεγάλο γραφείο ήταν άδειο. Όταν τους είδε σηκώθηκε λέγοντας, «-Πάρτε από μια καρέκλα και ελάτε κοντά, είμαι ο Ηλίας Κώνος και αυτός ο γιός μου ο Μάκης» πήραν από μια καρέκλα, αυτές που κάθισαν το πρωί και πλησίασαν, χαιρέτισαν το Κώνο και το γιό του και κάθισαν περιμένοντας.
-Οι μεγάλες δουλειές δεν κλείνονται στα γραφεία, συνήθως κλείνονται στις ταβέρνες ή στα μπουζούκια, που μένετε;
Οι δύο νέοι κοιταχτήκαν μεταξύ τους και πριν προλάβουν να πουν τίποτα ο Κώνος συνέχισε.
-Κατάλαβα δεν βρήκατε ξενοδοχείο και θα φύγετε, όμως εγώ θα σας βρώ ξενοδοχείο τώρα, επειδή η κουβέντα μας δεν εξαντλείται σε μια και δύο μέρες, αν μπορείτε ξεχάστε την πρωινή κουβέντα με τον Βέρο, θα μιλάτε με μένα.
-Ναι; Πήρε τον λόγο ο Χρόνης, -Τι άλλαξε;
-Ο Βέρος είναι υπάλληλος με προσδιορισμένες εξουσίες εγώ είμαι το αφεντικό, θέλετε να συνεχίσω ή να τελειώσω εδώ;
-Συνεχίστε, μίλησε ο Μπάμπης
-Θέλετε να συνεταιριστούμε;
-Τι; Πως; Είπαν, μ’ ένα στόμα
-Σας προσφέρω μια μοναδική ευκαιρία, αν θέλετε να την συζητήσουμε μεθαύριο Τρίτη θα φάμε μαζί στο ξενοδοχείο, αν δεν θέλετε φεύγετε τώρα και δεν τρέχει τίποτα.
-Γιατί μας το προτείνετε; Ρώτησε ο Χρόνης
-Γιατί εσύ έχεις περισσή αυθάδεια που κάποτε είναι χρήσιμη, και ο φίλος σου που είναι αφεντικό θέλει να γίνει υπάλληλος, αυτά τα χαρακτηριστικά με γοητεύσανε, λοιπόν θα τα ξαναπούμε ή όχι; Δεν έχω άλλο χρόνο για σήμερα.
-Ασφαλώς, Εγώ τουλάχιστον θα είμαι, είπε ο Μπάμπης
-Θα είστε και οι δύο ή κανένας.
-Θα είμαστε και δύο συμπλήρωσε, ο Χρόνης -Και ότι βρέξει ας κατεβάσει
Ο Κώνος στράφηκε στον γιό του που αμίλητος έβλεπε τόση ώρα και του παρήγγειλε:
-Μάκη φρόντισε τα παιδιά στο ξενοδοχείο να έχουν ότι χρειάζονται, εγώ φεύγω τώρα, χαιρέτισε τους νέους και έφυγε. Οι δύο κοιτάξανε προς το μέρος του Μάκη, εκείνος πλησίασε κοντά τους.
-Θα πρέπει να γίνουμε φίλοι αφού θα συνεργαζόμαστε, θα πάμε στο ξενοδοχείο να βολευτείτε τώρα και το βράδυ θα έχουμε έξοδο. Φύγανε μαζί από την έκθεση χωριστήκαν στην έξοδο για σμίξουνε ξανά στο πολυτελές ξενοδοχείο Μακεδονία. Όταν έφτασε η κλούβα στο συγκρότημα ο Μάκης τους περίμενε στην είσοδο, ανέβηκε και αυτός μαζί τους για να τους επιτρέψει το προσωπικό την στάθμευση στο χώρο του ξενοδοχείου. Μετά πέρασαν από την ρεσεψιόν πήραν το κλειδί του διαμερίσματος τους στον δέκατοτέταρτο όροφο, ένα σαλονάκι και ένα μπαλκόνι ένωνε τα δύο δωμάτια που κατέλυσαν οι μόλις μια ημέρας φίλοι. Μόλις εγκαταστάθηκαν τους άφησε ο Μάκης δίνοντας ραντεβού για την βραδινή έξοδο στις δέκα, αυτοί κατάκοποι πέσανε στα κρεβάτια τους.
Το παρατεταμένο κουδούνισμα του τηλεφώνου ξύπνησε πρώτα τον Μπάμπη ο οποίος σκούντησε τον Χρόνη για να ξυπνήσει. Στο τηλέφωνο ήταν ο Μάκης από την ρεσεψιόν, υπενθυμίζοντας την έξοδο για την οποία δεν είχαν καθόλου όρεξη και οι δύο, ντύθηκαν όμως και κατέβηκαν. Στο σαλόνι τους περίμενε ο Μάκης με συντροφιά τρία κορίτσια, ο Μπάμπης πλησίασε κοντά και του είπε πως είναι παντρεμένος και δεν έχει όρεξη για περιπέτειες, ενώ ακολουθούσε ο Χρόνης λέγοντας πως τον βασανίζει πονοκέφαλος από τις μεσημεριανές μπίρες και δεν έχει όρεξη για απόψε, ο Μάκης χωρίς καθόλου να χάσει καιρό άλλαξε το πρόγραμμα προτείνοντας το δείπνο να γίνει στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, έδιωξε τα κορίτσια και κατευθύνθηκαν στο εστιατόριο. Τρώγοντας τους εξήγησε το σχέδιο του πατέρα του, δηλαδή, πως ήθελε να επενδύσει χρήματα και σε άλλους τομείς εκτός από αυτούς που δραστηριοποιούτανε και ο συνεταιρισμός θα γινότανε με αυτόν και με έδρα την Αθήνα, το περιεχόμενο και οι δραστηριότητες της εταιρίας θα καθορίζονταν στην συνάντηση της Τρίτης με τον πατέρα του.
Ο Χρόνης ήταν σίγουρος πως η τύχη του τον ευνοούσε άλλη μια φορά φέρνοντας στον δρόμο του τον Μπάμπη πρώτα και μετά τον Κώνο. Δεν του πολυάρεσε ο γιός Κώνος αλλά ο πατέρας φαινότανε να ξέρει τι κάνει. Το άλλο πρωί επικοινώνησε με τον Λυκούδη τηλεφωνικά και του εξιστόρησε τα γεγονότα και ζήτησε την γνώμη το για το πρακτέο. Εκείνος του είπε πως το εμπόριο ποτέ δεν πεθαίνει, αρρωσταίνει μόνο και αλλάζει χέρια και τον προέτρεψε να αφήσει το ένστικτο του να δραστηριοποιηθεί, ακόμα του είπε πως καλοί είναι οι συναισθηματισμοί αλλά δεν κτίζουν καριέρες. Με αυτές τις νουθεσίες περίμενε την αυριανή συνάντηση. Ο Μπάμπης, κι αυτός επικοινώνησε με την γυναίκα του και τον πεθερό του να ανακοινώσει τις σκέψεις του, λέγοντας πως είναι καιρός να γίνει επέκταση στην βιοτεχνία, για να τον προσγειώσει απότομα ο πεθερός του λέγοντας πως το χυτήριο το πήρε από τον πατέρα του και θα το παραδώσει στον γιό του. Μάλλον κατηφής περίμενε και αυτός την αυριανή συνάντηση. Και οι δύο πάντως αρνήθηκαν να πάνε στην θάλασσα για μπάνιο όταν το πρότεινε ο Μάκης.
Την επομένη μέρα μεσημέρι στο εστιατόριο του ξενοδοχείου βρέθηκαν οι δύο νέοι απέναντι από τον Ηλία Κώνο και τον γιό του Μάκη. Ο Κώνος χωρίς περιστροφές μπήκε στο θέμα:
-Δώστε βάση τι σας λέω, εγώ δόξα τω Θεώ έχω αρκετά λεφτά, έχω εργοστάσια ένα που φτιάχνει μαγειρικά σκεύη, άλλο που κατασκευάζει νεροχύτες, γνωρίζετε άλλωστε πως έρχεται η εποχή του ανοξείδωτου σκεύους, έχω και στη Νάουσα την κονσερβοποιία. Όλα αυτά τα διευθύνω με έμπιστους ανθρώπους αλλά προπάντων δοκιμασμένους. Δεν τα έκανα μόνος μου όλα, βρήκα από τον πεθερό μου και εκείνος είχε βρει από τον πεθερό του και αυξήθηκαν, εγώ δεν έχω κόρη για να τα πάρει ο γαμπρός αλλά έχω ένα γιό τον Μάκη, και θέλω όταν αναλάβει, εάν τα αναλάβει κάποτε να είναι έτοιμος. Σπούδασε στο εξωτερικό διοίκηση επιχειρήσεων, αλλά τις σπουδές που κάνεις στην πιάτσα δεν τις βρίσκεις πουθενά. Σκέφτηκα να επενδύσω ένα ποσό για την εκπαίδευση του και παράλληλα να ωφελήσω και δυο ανθρώπους αν δειχτούν άξιοι, τι λέτε να συνεχίσω;
-Τι μας προτείνετε; Ρώτησε ο Χρόνης
-Θα συστήσουμε δύο εταιρίες στις οποίες θα έχετε το 50% ο καθένας σας και το άλλο μισό θα είναι του Μάκη. Δεν με ενδιαφέρει που θα δραστηριοποιηθείτε, παράκληση κάνω μόνο να μην ασχοληθείτε με τα τροχοφόρα, έχω μια φοβία με αυτά, είναι όμως παράκληση δεν είναι απαίτηση. Η κάθε εταιρία θα έχει κεφάλαιο από τέσσερα εκατομμύρια δραχμές, και δυνατότητα για άλλα δυο χρόνια να εκταμιεύσει άλλα δύο από μισό κάθε εξάμηνο. Επιβάλετε η συνεργασία για να ωφεληθείτε όλοι.
-Θα κάνει κουμάντο δηλαδή ο Μάκης επειδή βάζει τα λεφτά; Τον έκοψε ο Χρόνης
-Όχι η εταιρία είναι 50-50 θα είστε ίσοι, αν διαλυθεί η εταιρία πριν τα πέντε χρόνια, όλα τα κεφάλαια και τα αποθέματα θα τα πάρω εγώ πίσω, από τα έξι και ύστερα αν διαλυθεί θα παίρνει ο Μάκης 90 και εσείς 10 από τα επτά ο Μάκης 80 και εσείς 20 έπειτα από οκτώ εσείς 30 και ο Μάκης 70 και πάει δέκα τοις εκατό για κάθε χρόνο, έτσι αν διαλυθεί μετά από δεκαπέντε χρόνια όλη η περιουσία της θα σας ανήκει και ο Μάκης θα είναι έτοιμος να αναλάβει τα εργοστάσια, ακόμα μπορεί και να σας απορροφήσει σε αυτά, αν όμως δεν κρατήσει ο συνεταιρισμός μέχρι τότε δεν θα είναι ικανός να ανταπεξέλθει και θα πρέπει να βρώ λύση για τα εργοστάσια. Τι λέτε;
-Πρέπει να το σκεφτώ λίγο, είπε ο Μπάμπης μίλησα με τον πεθερό μου και έχει ενδοιασμούς.
-Ο συνεταιρισμός γίνετε με σένα δεν γίνεται με τον πεθερό σου.
-Εγώ συμφωνώ, θέλω όμως μερικές ημέρες να μην κρεμάσω τον κυρ Ανδρέα. Είπε ο Χρόνης
-Ποιος είναι ο κυρ Ανδρέας;
-Είναι εκείνος που με μάζεψε και μου δίνει ψωμί όλα αυτά τα χρόνια, δεν έχει αντίρρηση αλλά δεν μπορώ έτσι ξαφνικά να τον αφήσω, τα μιλήσαμε στο τηλέφωνο αλλά πρέπει να βρεθεί πρώτα λύση στο μαγαζί και μετά είμαι ελεύθερος.
-Σύμφωνοι. Χρειάζεται χρόνος να γίνουν τα εταιρικά, θα είμαι στην Αθήνα στο τέλος του Οκτωβρίου με τα κοντράτα έτοιμα, κανονίστε με τον Μάκη που θα βρεθούμε, αλλά μην ξεχνάτε ή θα γίνουν δυο εταιρίες ή καμιά. Θα σας δώσει ο Μάκης ένα τηλέφωνο να με παίρνετε όταν είναι ανάγκη και θα σας συνδέουν αμέσως.
Με την κουβέντα αυτή τέλειωσε και το φαγητό σηκώθηκε ο Ηλίας Κώνος να φύγει και έμεινε πίσω ο Μάκης να γράψει τα στοιχεία που χρειάζονταν για τα συμβόλαια, όταν έγινε αυτή η δουλειά και σηκωθήκαν να φύγουν έβαλε ο Χρόνης το χέρι στην τσέπη να πληρώσει και τον έκοψε ο Μάκης, «-Εδώ δεν πληρώνουμε, είναι όλα τακτοποιημένα». Το βράδυ εκείνο βγήκαν βόλτα να γιορτάσουν την συνεργασία που ξεκινούσε, δεν πήγαν στα μπουζούκια που επέμενε ο Μάκης αλλά κατέληξαν σε μια ψαροταβέρνα στην Αγία Τριάδα.
Την επομένη μέρα Τετάρτη τους πήρε ο Μάκης μια βόλτα να γνωρίσουν την πόλη και το μεσημέρι ξεκίνησαν για την Αθήνα με την κλούβα του Μπάμπη. Κατά την διάρκεια της διαδρομής δεν αλλάξανε πολλές κουβέντες, ο καθένας ήταν στον δικό του φανταστικό κόσμο κάνοντας σχέδια πως θα επένδυε εκείνα τα ουρανοκατέβατα χρήματα. Ο Μπάμπης φαντάζονταν τον εαυτό του εργοστασιάρχη ενώ ο Χρόνης ήταν σίγουρος πως η τύχη του δούλευε και θα φανερωνόταν πάλι στην κατάλληλη στιγμή.

Μέρος Β. Η οργάνωση
Μόλις έφτασαν στη Αθήνα ο Χρόνης βρήκε τον Λυκούδη και ζήτησε την γνώμη του, εκείνος του μίλησε με πολύ στοργή.
-Άκουσε Χρόνη παιδί μου, μένεις μαζί μου πάνω από δέκα χρόνια, δεν έχω κανένα παράπονο από εσένα, πιστεύω και εσύ να μην έχεις.
-Όχι. Όχι, τον διέκοψε ο Χρόνης
-Μην μη διακόπτεις, αυτά τα χρόνια έφαγες ψωμί δίπλα μου που κέρδισες με τον ιδρώτα σου. Με λίγα λόγια θα σου την ιστορία με τον αητό και την κότα. Γλίστρησε λέει μια φορά ένα αυγό από την φωλιά του αετού και έφτασε μέχρι το κοτέτσι, η κότα το επώασε μαζί με τα δικά της μέχρι που έσκασε και βγήκε το πουλάκι, λίγο διαφορετικό από τα υπόλοιπα όμως το περίθαλψε. Το αετόπουλο μεγάλωνε αλλά δεν ήξερε να πετά ούτε λογάριαζε πως θα μπορούσε, στρατάριζε στην γή και σκάλιζε το χώμα μέχρι που είδε άλλους αετούς να πετούν στα ύψη, να βυθίζονται για να αρπάξουν την τροφή τους και να χαθούν στους ουρανούς, κοίταζε περίεργα και η κότα το πλησίασε λέγοντας, «-Ήρθε η ώρα να διαλέξεις τι θέλεις να είσαι κότα ή αετός;» Σταμάτησε να πάρει ανάσα και συνέχισε, –Έτσι και σένα ήρθε η ώρα σου, πρέπει να διαλέξεις για να δω και εγώ τι θα κάνω, μην ξεχνάς πως είσαι κεφαλλονίτης και οι κεφαλλονίτες είναι οι μόνοι συναγωνίζονται τους εβραίους στο εμπόριο.
-Δηλαδή κυρ Ανδρέα, να δεχτώ; Και Εσύ;
-Εγώ δεν έχω μέλλον, βλέπεις στον Κηφισό που άνοιξε ο Σκλαβενίτης ένα μεγάλο μαγαζί, εκεί που συρρέουν από όλη την Αθήνα να ψωνίσουν, είναι μόνο η αρχή, θα γεμίσει η Αθήνα και η Ελλάδα ολόκληρη από τέτοια μαγαζιά, εκεί είναι το μέλλον. Χαράς σε εκείνον που θα τα προμηθεύει.
-Πρέπει να γίνω τσαντάκιας, αυτό προτείνεται;
-Μην είσαι προκατειλημμένος ποτέ και με τίποτα αλλιώς έχασες το παιχνίδι.
-Άφησε το ένστικτο σου να σε οδηγήσει, από μένα να θυμάσαι μια προτροπή που θεωρώ σημαντική. (Γυαλί, μαλλί, σίδηρο) αυτά τα προϊόντα δεν χαλάνε, δεν βρομάνε και δεν παλιώνουν είναι οι καλλίτερες ακίνδυνες επενδύσεις, ότι έχει να κάνει με τρόφιμα να το αποφύγεις, γιατί δεν ξέρεις ποιους ενδεχομένως θα βλάψεις, προκειμένου να μην χάσεις από τις αλλοιώσεις.
-Ευχαριστώ κυρ Ανδρέα για την συμβουλή, θα την εφαρμόσω πιστά, θέλω να μου δίνεις και άλλες συμβουλές στην πορεία.
-Είμαι σίγουρος πως σε λίγο καιρό δεν θα με χρειάζεσαι καθόλου, άλλωστε είμαι κοντά στην σύνταξη και με την ευκαιρία σου λέω πως παζαρεύω το μαγαζί με τα ηλεκτρικά, δεν θα αργήσει να γίνει και ο ηλεκτρικός Σκλαβενίτης.
Με ανεβασμένο ηθικό ο Χρόνης αποσύρθηκε στο δωμάτιο του να κοιμηθεί και η σκέψη του έτρεχε τώρα στον Μπάμπη, τον νέο εκείνο που η τύχη τον έφερε στον δρόμο του και τώρα καλούνταν να συνυπάρξουν επαγγελματικά έχοντας συνεταίρο τον Μάκη, επειδή εκείνος είχε τα χρήματα.
Ο Μπάμπης όταν έφτασε σπίτι του, δεν είχε την υποδοχή που περίμενε. Μετά τα πρώτα καλωσορίσματα η γυναίκα του η Ευγενία δασκαλεμένη από τον πατέρα της άρχισε την γκρίνια λέγοντας πως υπάρχει καλή και στρωμένη δουλειά που αποφέρει καλό μεροκάματο και δεν υπάρχει λόγος για περιπέτειες, το χυτήριο στο Ρούφ έχει παραπάνω 50 χρόνια ιστορία και πρέπει να συνεχίσει. Ο Μπάμπης της εξηγούσε πως οι καιροί αλλάζουν και για να συνεχίσει να έχει ιστορία πρέπει να εκσυγχρονιστεί και να περάσει σε νέα φάση, αλλά, δεν την έπειθε. Φιλόδοξος όπως ήταν της ανακοίνωσε πως ανεξάρτητα από την γνώμη του πατέρα της αυτός θα προχωρούσε στον συνεταιρισμό με τον Μάκη, γιατί τέτοιες ευκαιρίες δεν παρουσιάζονται συχνά στην ζωή.
Πέρασαν δύο εβδομάδες και έφτασε στην Αθήνα ο Μάκης, βρήκε σπίτι στην Γλυφάδα και εγκαταστάθηκε. Μετά ανεζήτησε τους συνεταίρους του και αντάμωσαν για πρώτη φορά στο σύνταγμα μοιράζοντας την απόσταση και βρεθήκαν σε γνωστό τόπο ζαχαροπλαστείο, πίνοντας καφέ έθεσαν τα πρώτα θεμέλια στην συνεργασία τους. Πρώτο μέλημα ήταν, ώσπου να έρθει ο πατέρας Κώνος να έχουν εντοπίσει την έδρα της επιχείρησης, την ονομασία της και το αντικείμενο της. Χωρίσανε ανταλλάσσοντας τηλέφωνα και ανανεώνοντας το ραντεβού για την επομένη στο ίδιο μέρος.
Ο Μπάμπης πήγε να βρει τον πεθερό του στο χυτήριο να του εξηγήσει πως με τα κεφάλαια του συνεταιρισμού θα μπορούσε να μεταφερθεί το εργαστήριο στην βιομηχανική ζώνη να επεκταθεί στα ανοξείδωτα σκεύη και με αυτόν τον τρόπο να συνεχίσει για άλλα πενήντα χρόνια να υπάρχει. Ο Πεθερός του όμως αντέδρασε έντονα, υποστηρίζοντας πως την οικογενειακή ιστορία δεν την ξεπουλά, επειδή βρέθηκε κάποιος με λεφτά να την αγοράσει και ακόμα πως υπάρχει ο γιός του, που είναι ακόμα μαθητής, αλλά δεν θα αργήσει να αναλάβει την συνέχεια της, για να καταλήξει στη απειλή πως αν επιμένει καλά θα κάνει να τα μαζεύει και να φύγει.
Ο Χρόνης βρήκε το κυρ Ανδρέα που τον περίμενε με αγωνία και του ζήτησε γνώμη τι να κάμει την επομένη. Ο Λυκούδης το έπιασε από τον ώμο:
-Ψηλά το κεφάλι, τώρα θα είσαι κυρίαρχος, θα γίνεις αφεντικό και πρέπει να φέρεσαι έτσι, για να σε υπολογίζουν έτσι όλοι οι άλλοι. Θα πάμε μαζί στο τέρμα Αχαρνών έχω ένα φίλο που διαθέτει μια μεγάλη αποθήκη που αδειάζει αυτές τις μέρες, έχει ηλεκτρικές εγκαταστάσεις και δυο γραμμές τηλεφώνου, να την δούμε και αποφασίζεις, μετά θα πάμε να πάρουμε ένα αυτοκίνητο γιατί δεν επιτρέπεται πια να κυκλοφορείς με το δίκυκλο, εγώ θα το αναλάβω και όποτε μπορείς με εξοφλάς. Όσο για την φίρμα μην ανησυχείς καθόλου ούτε και να κάνεις σχέδια, ο καλός έμπορος είναι εκείνος που οικονομάει όχι εκείνος που φαίνεται, αυτό έρχεται αργότερα, αν έρθει ποτέ. Του είπε και άλλα πολλά σαν παρακαταθήκη από την πείρα όλων αυτών των χρόνων και ο Χρόνης άκουγε με πραγματικό ενδιαφέρον, ένοιωθε πως έφτανε η ώρα του και ήθελε να γίνει αετός, ο ρόλος της κότας δεν του ταίριαζε, ίσως ναι ήταν η ευκαιρία της ζωής ήταν και δεν έπρεπε να χαθεί.
Την επομένη μέρα στο ίδιο σημείο συναντήθηκαν οι τρείς νέοι εκκολαπτόμενοι επιχειρηματίες να συνεχίσουν την συζήτηση, ο Χρόνης ήταν οργανωμένος καλά που εξέπληξε τους άλλους δύο. Είχε βρει χώρο για την έδρα του, έμενε το οριστικό κλείσιμο της συμφωνίας και άφησε στον Μάκη της επιλογή της επωνυμίας, ενώ ο Μπάμπης αντίθετα έθετε ως όρο να μπουν τα δύο ονόματα με πρώτο το δικό του Γιαουρτάς-Κώνος για την έδρα θα πρότεινε μετά τις υπογραφές μήπως και ο πατέρας Κώνος άλλαζε εν τω μεταξύ γνώμη, παρά τις διαβεβαιώσεις του Μάκη πως δεν υπάρχει τέτοια πρόθεση, ο Μπάμπης επέμενε υπολογίζοντας πως ο πεθερός του θα άλλαζε στάση όταν έβλεπε ρευστό χρήμα. Με το αυτοκίνητο του Μάκη έφτασαν στο τέρμα Αχαρνών είδαν την αποθήκη που πρότεινε ο Χρόνης συμφώνησε ο Μάκης και πρότεινε προσωρινά να συστεγάζονται οι δύο εταιρίες, έτσι θα προκύψουν οικονομικά οφέλη για όλους, η πρόταση έγινε αμέσως αποδεκτή από όλους. Μένανε δέκα μέρες ακόμα ώσπου να έρθει ο Ηλίας Κώνος στην Αθήνα να γίνουν τα εταιρικά και  αρχίσουν οι δραστηριότητες. Αυτές οι μέρες ήταν για τον Χρόνη αγωνιώδεις, ρωτούσε συνέχεια τον κυρ Ανδρέα και εκείνος πάντα πρόθυμος του εξηγούσε και τον νουθετούσε πως θα συμπεριφέρεται τι παγίδες θα έχει να υπερβεί, στο άλλο στρατόπεδο ο Μπάμπης μάταια προσπαθούσε να πείσει τον πεθερό του να συμβιβαστεί για να γίνει επέκταση, η Ευγενία πείστηκε όταν της υποσχέθηκε πως θα δουλεύει και εκείνη στην υπό διοργάνωση εταιρία και θα έχει προσωπική αντίληψη και γνώμη για την δράση της, έθετε έναν μοναδικό όρο να μην ασχοληθούν με το αντικείμενο του πατέρα της και χάσει πελάτες, να στραφεί η νέα εταιρία σε άλλο τομέα.
Η ιστορική ημέρα ήταν στις 29 Οκτωβρίου 1977, έφτασε στην Αθήνα ο Ηλίας Κώνος συνοδευόμενος από δυο δικηγόρους. Ο Χρόνης ήθελε η συνάντηση να γίνει στο τέρμα Αχαρνών στην έδρα της επιχείρησης, ο Κώνος είχε αντίρρηση λέγοντας πως δεν θέλει να ελέγξει ούτε να ξέρει τι γίνεται και πως θα δράσουν, τον ενδιέφερε κυρίως το αποτέλεσμα. Έγινε η συνάντηση στο Χίλτον, μόλις μπήκαν οι υπογραφές στα εταιρικά συμβόλαια, υπέγραψε ο Κώνος τις επιταγές και τις παρέδωσε στους συμβαλλόμενους. Όρος απαράβατος στην συμφωνία ήταν πως όλες οι συναλλαγές με τις τράπεζες ή τρίτους απαιτούσαν δύο υπογραφές, ή μια θα ήταν του Μάκη και η άλλη του συνεταίρου του κατά περίπτωση. Ο Κώνος με την ευκαιρία έδωσε δώρο στους νέους επιχειρηματίες από ένα χαρτοφύλακα δερμάτινο και από ένα στυλό με χρυσή πένα, λέγοντας «Βάλτε τα συμβόλαια μέσα και καλά κέρδη» ο Χρόνης γέλασε, «Εγώ τσαντάκιας δεν γίνομαι» αλλά πήρε τον χαρτοφύλακα. Ο Μάκης πρότεινε μια και η ώρα ήταν περασμένη να γιορτάσουν το γεγονός και κατέληξαν στις τζιτζιφιές ακούσουν την Ρίτα να τραγουδά «ιστορία μου αμαρτία μου».
Μετά τα πρώτα ποτά θεώρησε ο Χρόνης κατάλληλη στιγμή για να αρχίσει τις μπίζνες, καθόταν πλάι από τον Κώνο και τον σκούντησε:
-Άκου κυρ Ηλία
-Μπράβο θράσος, έγινα κι όλας κυρ Ηλίας
-Μα γι αυτό το θράσος δε με προτίμησες;
-Έχεις δίκιο, παραδέχθηκε ο Ηλία, -Τι θέλεις;
-Γνωρίζω πως ετοιμάζεις μια νέα σειρά χυτρών που την λες Μαργαρίτα, ξέρω πως ετοιμάζεται μεγάλη διαφημιστική καμπάνια, τα δύο εκατομμύρια που θα εκταμιεύσουμε ανά εξάμηνο, θεώρησε τα ως χρεόγραφα έναντι εμπορεύματος, δώσε μας τώρα άλλα τόσο που θα πληρώσουμε μετρητά και καθυστέρησε δυο εβδομάδες τους τσαντάκηδες σου, θα είναι για μας ένα καλό ξεκίνημα.
-Βρέ Χρόνη, είπαμε πως οι δουλειές κλείνονται σε τέτοια μέρη, αλλά όχι τόσο εύκολα, ο Μάκης τι λέει;
-Αυτός χορεύει άμα έρθει θα συμφωνήσει οπωσδήποτε.
-Μεγάλη σιγουριά βγάζεις και μ’αρέσει, κόλλα το, είπε και άπλωσε το χέρι του.
-Ευχαριστώ κυρ Ηλία, να ξέρεις πως έχω καλό Δάσκαλο και θα στον γνωρίσω μια μέρα.
Όταν ο Μάκης γύρισε από την πίστα χαμογελώντας ο πατέρας του, του είπε «-Ο συνεταίρος σου έκανε παραγγελία, τι λές;» ανέμελος ο Μάκης «εγκρίνεται αύριο θα το οργανώνουμε, τώρα διασκεδάζουμε»
Όντως την άλλη μέρα βρεθήκανε στην αποθήκη στο τέρμα Αχαρνών, και ο Μάκης ήταν τελείως άλλος άνθρωπος. Κρατούσε στο χέρι μια τσάντα μαύρη μεγαλύτερη από τον χαρτοφύλακα που τους χάρισε ο πατέρας του την προηγούμενη μέρα, και ο Χρόνης τον πείραξε.
-Τσαντάκιας και σύ; Τι έχει μέσα;
-Κάτσε Χρόνη, κάτσανε στο μοναδικό πάγκο που υπήρχε και δίπλα σε ένα κουτσό τραπέζι που είχε τα τηλέφωνα ο Μάκης άρχισε να αναλύει σοβαρά την κατάσταση.
-Έκλεισες μια δουλειά στο περίπου, έτσι κλείνονται οι δουλειές αλλά τώρα πρέπει να την αναλύσουμε, θα μας στείλει ότι σκεύη θέλει η «Κώνος» ή αυτά που θα επιλέξουμε; Ασφαλώς ότι θέλουμε εμείς, αλλά πρέπει τώρα να συγκεκριμενοποιήσουμε τι θέλουμε, τι ποσότητα από κάθε νούμερο και πως θα αποθηκεύσουμε, έχουμε το χώρο χρειάζονται ράφια, θα πουληθούν χρειάζονται παραστατικά, χρειάζεται γραφείο για κάθετε κάποιος να κόβει αυτά τα παραστατικά, χρειάζεται ακόμα τρόπος να διανεμηθούν τα προϊόντα αφού πουληθούν. Η πώληση η διανομή και η είσπραξη είναι δική σου υπόθεση η υπόλοιπη οργάνωση είναι δική μου, αυτό ακριβώς σπούδασα και πρέπει να το αποδείξω, όπως εσύ χθες το βράδυ απέδειξες ποιος θα είναι το πραγματικό αφεντικό εδώ μέσα.
-Έχεις δίκιο Μάκη, παραδέχθηκε ο Χρόνης, το πείραγμα ήταν άκομψο συγνώμη.
-Δεν υπάρχει λόγος και μένα μου αρέσουν τα πειράγματα, αλλά όχι την ώρα της δουλειάς, όταν θα γνωριστούμε καλλίτερα θα πηγαίνουμε και για ψάρεμα τότε θα είναι αλλιώς, αλλά τώρα πρέπει να αποδείξουμε την αξία μας και θα τα καταφέρουμε, εγώ είμαι σίγουρος εσύ;
-Και γώ, τι κάνουμε τώρα;
-Φρόντισε να βρεις τρόπο και πελάτες να πουληθούν τόσα σκεύη που παρήγγειλες. Μεθαύριο θα έρθουν τα δείγματα και σε δυο τρείς εβδομάδες θα παραλάβουμε, ξέρω τον πατέρα μου καλά θα μας πνίξει.
Ο Χρόνης για μια στιγμή δείλιασε αλλά την αμέσως επόμενη είχε την λύση έτοιμη, ο Μπάμπης είχε έναν κύκλο πελατών θα τον εκμεταλλευότανε. Τον ανεζήτησε στο τηλέφωνο και δεν το έβρισκε και πήρα την απόφαση να πάει μέχρι το σπίτι του στα κάτω Πετράλωνα. Αυτοκίνητο είχε άρα και ευχέρεια κινήσεων, δεν τον βρήκε ούτε σπίτι του, γνώρισε όμως την Ευγενία. Όταν συστήθηκε τον πέρασε μέσα και του πρότεινε να περιμένει λίγο να επιστρέψει είχε πάει πάλι στον πεθερό του για μια ύστατη προσπάθεια. Δεν απήπιε  τον καφέ όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Μπάμπης νευριασμένος. «-Σκουριασμένα μυαλά».
-Τι έτρεξε φίλε; Προσπάθησε να ευθυμήσει την ατμόσφαιρα ο Χρόνης
-Σκουριασμένα και αγύριστα κεφάλια, όχι μόνο δεν κατάλαβε τι λέω, όχι μόνο δεν συμφωνεί αλλά είπε να παραδώσω και το αμάξι.
-Τι έγινε; Αυτό είναι απαράδεκτο, μπήκε στη μέση η Ευγενία, δεν το δίνουμε πως θα κυκλοφορούμε;
-Μην σε νοιάζει γυναίκα, θα πάρουμε δικό μας, της εταιρίας δηλαδή, έχουμε χρήματα δεν τον έχω ανάγκη.
-Μπάμπη είναι πατέρας μου, μην το ξεχνάς,
-Εγώ να φεύγω, μίλησε ο Χρόνης για να προλάβει έναν καυγά στην γέννηση του, τα λέμε άλλη φορά
-Όχι, όχι φίλε κάτσε, κάποιο λόγο θα έχεις που ήρθες, ώσπου να μαγειρέψει η Ευγενία πάμε στο καφενείο να τα πούμε.
Λίγα λεπτά αργότερα στο καφενείο ο Μπάμπης και ο Χρόνης είχαν μπροστά τους ένα καραφάκι ούζο και σχεδιάζανε το μέλλον. Πρότεινε ο Χρόνης να κάνουν μαζί ένα γύρω στους πελάτες του Μπάμπη, στην Αθήνα και στην επαρχία, να τον γνωρίσουν να δειγματίσει τα μαγειρικά σκεύη «Μαργαρίτα» και να ωφεληθεί ο Μπάμπης την προμήθεια. Αυτός αντέδρασε, «-Θα πάμε στο γύρο χωρίς προμήθεια, μόνο για να την σπάσω στο γέρο». Ακόμα ισχυρίστηκε πως αυτές τις μέρες που θα γυρνάν μαζί, θα γνωριστούν καλλίτερα και θα συζητήσουν και τα δικά του σχέδια. Έλεγε πως η γυναίκα του είχε επηρεαστεί από τον Σκλαβενίτη και σκεφτότανε κάτι παρόμοιο, ενώ αυτός είχε πεισθεί αγωνιούσε πως θα έπειθε τον Μάκη ή ακόμα πως μπορούσε ασχοληθεί με κάτι που δεν γνώριζε καθόλου. Με την κουβέντα πέρασε η ώρα και γυρνώντας στο σπίτι για φαγητό είδε το αμάξι του Χρόνη.
-Βρέ μπαγάσα Κορτίνα;
-Ας είναι καλά ο κυρ Ανδρέας, αυτός μου το πήρε
-Και μένα μου ζητά την κλούβα πίσω, θα την δώσω και θα πάρω τέτοιο.

Αργά το βράδυ γύρισε στο σπίτι ο Χρόνης, τον περίμενε ο Λυκούδης στο μπαλκόνι και τον φώναξε να ανέβει για λίγο.
-Δεν μου είπες παιδί μου τι κάνατε;
-Υπογράψαμε κυρ Ανδρέα, έκανα και την πρώτη παραγγελία σκλαβώνοντας περισσότερο από τα μισά λεφτά και ο Κώνος δεν αντέδρασε, του είπα πως θα στον γνωρίσω.
-Και εγώ θέλω να τον γνωρίσω, όμως δεν είναι απερισκεψία τόσο μεγάλη επένδυση σε ένα είδος;
-Κυρ Ανδρέα, πιο καλά είναι να πουλάς πολλά σε λίγους, παρά λίγα σε πολλούς.
Δάκρυσε ο Λυκούδης, -Είδες τώρα, ξύπνησε ο αετός και διδάσκει την κότα.
-Όχι δεν το είπα να σε προσβάλω, ούτε να σου κάνω τον έξυπνο
-Όχι δεν το είπες, αλλά αυτή είναι η αλήθεια θα μεγαλώσεις θα μεγαλώσεις πολύ, ευτυχώς που βρέθηκε αυτός ο Κώνος, εδώ θα πνιγόσουνα και θα ήμουν εγώ αιτία που δεν είχα ευκαιρίες να σου προσφέρω.
Βούρκωσε ο Χρόνης
-Αν δεν ήσουν εσύ κυρ Ανδρέα και ο γιατρός που θα ήμουν εγώ σήμερα; Σηκώθηκε να φύγει αλλά γύρισε πίσω
-Γιατί με φώναξες, τι συμβαίνει;
-Έδωσα το ηλεκτρικάδικο, θα διαλύσω το επιπλάδικο και θα μείνει μόνο το γιαλάδικο για δύο χρόνια μέχρι την σύνταξη, ποιος θα τα συνεχίσει τώρα, οι γαμπροί; Αυτοί έχουν μόνιμοι δουλειά είναι γραφειοκράτες, εκτελωνιστής ο ένας και δάσκαλος ο άλλος, δεν ενδιαφέρονται.
-Θές να τα αναλάβω εγώ; Να χαλάσω την συμφωνία; Το κάνω αύριο το πρωί. Είπε ο Χρόνης με αποφασιστικότητα.
-Όχι, ποτέ, η ζωή τώρα σου γελάει, άρπαξε τον ταύρο από τα κέρατα και καβαλίκεψε τον, μόνο θέλω να τα λέμε κάπου-κάπου
-Κυρ Ανδρέα πάντα θα σε συμβουλεύομαι πάντα, καληνύχτα τώρα, και τά έπιπλα μην τα σκοτώσεις, μας χρειάζονται.

Αποσύρθηκε ο Χρόνης και την άλλη μέρα στην αποθήκη πάνω στο σπασμένο τραπέζι με τα τηλέφωνα, είχε μπροστά του ένα χάρτη και σκάρωνε δρομολόγια. Όταν ο Μάκης ήρθε του είπε τα χθεσινά γεγονότα και τον προέτρεψε ότι έπιπλα χρειαστούν να πάρουν από τον Λυκούδη χωρίς να τα παζαρέψουν. Επίσης του ανακοίνωσε πως μόλις έχει τα δείγματα θα φύγει για την επαρχία. Κουβεντιάζοντας πέρασε η ώρα όταν φάνηκε ο Μπάμπης να τους κοινοποιήσει τις αποφάσεις του. Είχε πάει το πρωί με την γυναίκα του στον Κηφισό στου Σκλαβενίτη και εντυπωσιάστηκε τόσο που θέλησε να τον ανταγωνιστεί, θα γίνουν είπε κι άλλα τέτοια μαγαζιά και ήθελε να είναι και αυτός ένας τέτοιος μαγαζάτορας, ο Μάκης το δέχθηκε απόλυτα ψύχραιμα.
-Μια επιχείρηση με τρόφιμα, ένα μεγάλο Μπακάλικο, ένα πολυκατάστημα ίσως; Αυτό έχεις κατά νού;
-Περίπου, πρέπει να βρούμε που θα το στήσουμε.
-Θα το βρούμε να είσαι σίγουρος, θα το οργανώσουμε πρέπει να το οργανώσουμε κι αυτό.
-Δεν είναι δύσκολο, ράφια εμπόρευμα και όλα μετρητά,
-Θέλει οργάνωση, επέμενε ο Μάκης, -Πολύ περισσότερη από ότι βάζεις με το νού σου, αλλά αφού αυτή είναι η απόφαση θα το κάνουμε και θα το πετύχουμε.
-Εσύ τι λές; Χρόνη, είπε ο Μπάμπης.
-Δεν μου πέφτει λόγος εμένα, δικός σας είναι ο συνεταιρισμός, αλλά εγώ διαφωνώ για το είδος, (γυαλί-μαλλί-σίδερο), που λέει ο κυρ Ανδρέας δεν χαλούν δεν παλιώνουν δεν σαπίζουν.
-Ο κόσμος κάθε μέρα τρώει, και για να φάει πληρώνει και εγώ θα τα παίρνω, κανείς δεν μπορεί να κόψει την μάσα-μπούκα, και εδώ δεν χωρούν επιταγές και γραμμάτια, «μαμ, κακά και νάνι, μετρητά στο χέρι και ούτο βοήσομεν» που λέει ο κυρ Μπάμπης εγώ δηλαδή, τι λέτε τώρα πάμε για φαί;

Δυο μέρες αργότερα ήρθαν τα δείγματα και οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες, με την Κορτίνα του Χρόνη μαζί με τον Μπάμπη, φύγανε για την Πελοπόννησο. Ο Μπάμπης έκανε τις συστάσεις κα μετά ο Χρόνης άρχιζε τον δειγματισμό και την πώληση, οι πελάτες που μπορούσαν να αποφύγουν την παραγγελία ήταν ελάχιστοι, ενέπνεε εμπιστοσύνη και σιγουριά ο τρόπος που διαπραγματευότανε. Το πρόγραμμα ήταν εβδομαδιαίο, αλλά δεν μπόρεσαν να το ολοκληρώσουν, αντί να γυρίσουν στην Αθήνα προτίμησαν να μείνουν στην Καλαμάτα, σε αυτό συνέβαλε και η προτροπή του Μάκη για οικονομία στα μετακινήσεις και τα έξοδα. Όταν στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας γύρισαν στην αποθήκη των Αχαρνών τους περίμεναν πολλές εκπλήξεις.
Στην αυλή ήταν σταθμευμένα εκτός από του Μάκη το αυτοκίνητο μια καινούργια Κορτίνα και ένα Φορντ Τράνζιτ, με την φίρμα «SUPER TEAM» γραμμένη στα πλαϊνά.
Η αποθήκη ήταν αγνώριστη, είχε βαφεί και συγυριστεί, ένα μέρος στη άκρη και κοντά στην μικρή πόρτα είχε χωριστεί με τζαμαρίες σε τρία δωμάτια γραφεία, το πρώτο ήταν αρκετά μεγάλο και στην μια πλευρά του τοίχου είχε δύο πόρτες που οδηγούσαν σε δύο μικρότερα, ακριβώς τα μισά του πρώτου, πλήρως εξοπλισμένα, μια κοπέλα βρισκότανε στο μεγάλο γραφείο και ταξινομούσε στο φωριαμό μπλοκ και χαρτιά ενώ μια στοίβα ντοσιέ περίμενε την σειρά της. Στις δύο πλαϊνές πλευρές της αποθήκης υπήρχαν σειρές από ράφια γεμάτα από  σκεύη ταξινομημένα κατά μέγεθος και δύο καινούργια καρότσια στο βάθος. Πλάι από την μεγάλη πόρτα υπήρχε ένα προκατασκευασμένο καμαράκι σκοπιά και εκεί βρισκόταν ένας νεαρός άνδρας, που μόλις τους είδε σηκώθηκε από το σκαμπό του και τους πλησίασε. Με το νεύμα που του έκανε ο Μάκης, γύρισε και έκατσε πάλι στην θέση του.
-Καλώς τους ταξιδεμένους;
-Καλώς σε βρήκαμε, τι γίνεται εδώ; Ρώτησε ο Χρόνης.
-Οργάνωση Χρόνη, οργάνωση σημαίνει αυτό το θέαμα που βλέπεις σε δεκαπέντε μέρες, αυτό σπούδασα και αυτό θα αποδείξω στο πατέρα μου.
-Ναι, αλλά είμαι και εγώ εδώ, το ξεχνάς αυτό;
-Όχι Χρόνη, ποτέ δεν ξεχνώ πως είμαστε συνέταιροι, όμως ο καθένας έχει το τομέα του και πρέπει να συνεργαζόμαστε χωρίς γκρίνια, εσύ ταξίδευες δυο εβδομάδες και έφερες παραγγελίες, εγώ θα πρέπει να τις εκτελέσω, δεν έλεγξα τι και πως έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στην κρίση σου, αυτός είναι ο τομέας σου αυτόν ξέρεις εκεί θα αναδειχθείς και θα αποδείξεις στον πατέρα μου, αλλά και στον κυρ Ανδρέα τις ικανότητες σου.
-Ναι ρε Μάκη, έχεις δίκιο μην παρεξηγείς.
-Δεν παρεξηγώ, δουλειές κάνουμε έλα να σου δείξω παρακάτω.
Τον οδήγησε στα γραφεία πέρασε από το πρώτο που η κοπέλα μόλις τους είδε να μπαίνουν σταμάτησε την δουλειά μέχρι να περάσουν στο δεξιό από τα δύο δωμάτια. Εκεί βρισκόντουσαν δυο μικρά γραφεία ένας καναπές και δυο καρέκλες, ένα τραπεζάκι στη μέση ήταν στολισμένο με λουλούδια. Του Χρόνη του φανήκαν γνώριμα τα έπιπλα.
-Κάπου τα ξέρω αυτά;
-Ναι είναι δώρο του κυρ Ανδρέα, δεν έπαιρνε λεφτά με τίποτα
-Ας είναι καλά, του χρωστάω τόσα.
-Άστα αυτά τώρα, εδώ θα είναι το γραφείο μας, διάλεξε πιο από τα δύο θέλεις.
-Δεν με νοιάζει αλλά το διπλανό δωμάτιο τίνος είναι;
-Θέλεις να πάμε από κεί, ούτε εμένα με νοιάζει, αλλά το ένα θα γίνει λογιστήριο και θα εγκατασταθεί λογιστής που θα δουλεύει αποκλειστικά για μας, όταν οργανωθούμε καλά δεν θα κρεμόμαστε από κανέναν, όλα θα γίνονται από μέσα.
-Βρέ θηρίο τι πιστεύεις θα γίνουμε, Κώνος της Αθήνας;
-Όχι βέβαια, εμείς είμαστε η «SUPER TEAM», η «Κώνος» είναι ένας από τους πολλούς συνεργάτες μας και αυτούς θα τους επιλέξεις εσύ, εγώ απλά θα οργανώνω γιατί αυτό ξέρω να κάνω.
-Ας είναι, τι γίνεται με τις παραγγελίες τώρα;
-Αμέσως που τις έχεις σημειωμένες;
Έβγαζε ο  Χρόνης από την τσάντα του τα μπλοκάκια με τις παραγγελίες και τον πείραξε ο Μάκης, «-Τσαντάκιας-Τσαντάκιας Χρόνη;». Γέλασε ο Χρόνης, «-Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, Μάκη»
Όταν τα πήρε τα μπλοκάκια ο Μάκης φώναξε την κοπέλα από δίπλα,
να φέρει μπλοκ παραγγελιών, όταν μπήκε τις έδωσε αυτά που πήρε από τον Χρόνη με την εντολή να κοπούν αμέσως δελτία αποστολής και να φορτώνονται. Γύρισε μετά στον Χρόνη «-Κάτσε τώρα ήσυχος».
Ο Μπάμπης τόση ώρα κοιτούσε αμίλητος, όταν έκατσαν ρώτησε:
-Καφέ κερνά το κατάστημα; Περισσότερο για αποφορτισθεί η ατμόσφαιρά. Σηκώθηκε ο Μάκης πήγε στη καφετιέρα στη γωνιά του μεγάλου γραφείου, έβαλε ένα φλιτζάνι και το πήγε του Μπάμπη, εκείνος συνέχισε στο ίδιο ύφος:
-Μόνο για μένα; Εσείς;
-Ο καφές είναι για τους επισκέπτες, εμείς εδώ δουλεύουμε.
Προσβλήθηκε ελαφρά ο Μπάμπης αλλά δεν ήθελε να το δείξει και προσπάθησε με το ίδιο ύφος να συνεχίσει:
-Και εγώ δούλεψα, μαζί γυρίζαμε
-Εάν διεκδικείς προμήθεια να το κανονίσουμε.
-Όχι σηκώθηκε ο Μπάμπης δεν διεκδικώ τίποτε, αλλά είμαι αδικημένος δεν είμαι και εγώ συνεταίρος;
-Ηρέμισε Μπάμπη, δεν είσαι συνέταιρος εδώ, εδώ πέρα είσαι φίλος καλοδεχούμενος, όταν οριστικοποιήσεις που θα δραστηριοποιηθούμε θα οργανώσουμε την δική σου επιχείρηση που θα είναι ο Χρόνης μουσαφίρης. Για την ώρα πάντως η Κορτίνα που είδες στην αυλή είναι δική σου, δηλαδή της εταιρία μας, Γιαουρτάς-Κώνος.
Έσκυψε το κεφάλι ο Μπάμπης, κοίταξε τον Χρόνη και είπε:
-Εγώ κρατώ τις υποσχέσεις μου, αυτήν την εβδομάδα θα γυρίσουμε στην Αθήνα και από την άλλη κάνε καλά μόνος σου. Φεύγω τώρα και τα λέμε αύριο το πρωί.
Το απόγευμα πέρασε από τον Λυκούδη να του ζητήσει την γνώμη του, σκεπτότανε να μετακομίσει κοντά στην αποθήκη, ο κυρ Ανδρέας τον απέτρεψε λέγοντας πως ο Μάκης κάθετε στην Γλυφάδα, αυτό δεν τον εμποδίζει να είναι καλός επιχειρηματίας, εάν μείνει δίπλα στην αποθήκη, θα υποχρεώνετε συνέχεια να δουλεύει και αυτό θα τον καταβάλει, ο Χρόνης επέμενε κυρίως επειδή ντρεπότανε τον ευεργέτη του, θεωρούσε πως δεν του ανταπέδιδε όσα έκανε εκείνος για αυτόν. Τελικά ο Λυκούδης κατέληξε
-Τι με ρωτάς; Αφού στο τέλος θα κάνεις του κεφαλιού σου, έχε εμπιστοσύνη σε αυτό το κεφάλι και προχώρα.
Πήρε θάρρος ο Χρόνης για μια εβδομάδα το πρωί γυρνούσε με τον Μπάμπη και μάζευε παραγγελίες και γνώριζε πελάτες και τα απογεύματα έψαχνε για σπίτι κοντά στην Αχαρνών. Το φορτηγό πηγαινοερχότανε στα πρακτορεία να στέλνει και να παίρνει εμπορεύματα, ήταν μεγάλο το ποσό που είχε κλείσει με την συμφωνία και δεν το είχε αντιληφθεί. Είχαν εκτελεσθεί όλες οι παραγγελίες και τα ράφια εξακολουθούσαν να είναι φορτωμένα.

Στο τέλος της εβδομάδας ο Μπάμπης ανακοίνωσε πως βρήκε το μέρος που θα έστηνε την δική του επιχείρηση, ήταν ένα αίθουσα κινηματογράφου στην Πατησίων που δεν απόδιδε και ο ιδιοκτήτης της
την πούλαγε σε καλή τιμή θα ήταν μια καλή ευκαιρία. Ο Μάκης ρώτησε πως έμαθε τις λεπτομέρειες και ο Μπάμπης είπε από τις αγγελίες.
-Μπάμπη, πριν ξεκινήσουμε να το ελέγξουμε, μάθε τα στοιχεία και θα βάλουμε δικηγόρο να ερευνήσει, μήπως και είναι παγίδα.
-Τι λές ρε Μάκη, θα κάνουμε συμβόλαια στον συμβολαιογράφο και θα κατοχυρωθούμε.
-Δεν είναι όλοι οι συμβολαιογράφοι καθαροί, που ξέρουμε τι θα γίνει, πιο καλά να το δούμε λίγο.
-Ωραία θα πάω όμως σε δικό μου δικηγόρο.
-Πήγαινε σε όποιον θέλεις, είπε ο Μάκης, αλλά πρέπει να ξέρεις ο συνεταιρισμός βασίζεται κυρίως στην αμοιβαία εμπιστοσύνη των μελών του, εάν αυτή δεν είναι απόλυτη σίγουρα θα διαλυθεί κάποια στιγμή.
-Αυτά τα λένε στα πανεπιστήμια, εγώ είμαι της πιάτσας και δεν τα ξέρω.
-Στα λέω εγώ που τα ξέρω, θα περιμένω και να ξέρεις εγώ σε εμπιστεύομαι.
Βρήκε δικηγόρο ο Μπάμπης του ανέθεσε την έρευνα για την συγκεκριμένη αίθουσα κα διαπίστωσε πως άλλος ήταν ο αιθουσάρχης και άλλος ο ιδιοκτήτης, ο οποίος την είχε υποθηκευμένη για ένα δάνειο με το οποίο σήκωνε οικοδομή πέντε τετράγωνα παρακάτω. Ντρεπότανε ο Μπάμπης να ομολογήσει την γκάφα του και απέφευγε την συνάντηση με τον Μάκη. Εκείνος όμως έκανε το επόμενο βήμα και πήγε να τον βρει σπίτι του.
-Μπάμπη οι δουλειές οι μεγάλες έχουν και απογοητεύσεις και αναποδιές , μαζί θα τις ξεπεράσουμε γιατί θα είμαστε συνέταιροι. Θέλεις να κάνουμε μεγαλομπακάλικο σε λίγο καιρό θα τα λένε Super market, έχει στο εξωτερικό πολλά τέτοια, θα το κάνομε αλλά πρώτα πρέπει να το οργανώσουμε.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή πρέπει να βρούμε πρώτα την κατάλληλη αίθουσα και την αρμόζουσα τοποθεσία, αν παίρναμε εκείνο το σινεμά που έλεγες, που θα στάθμευαν οι πελάτες μας; Γρήγορα θα αγανακτούσαν και θα τους χάναμε, έπειτα γιατί να το αγοράσουμε εάν μπορούμε να το νοικιάσουμε; Για να εξανεμισθεί γρηγορότερα το κεφάλαιο μας;
-Τι νομίζεις πρέπει να κάνουμε τώρα; ρώτησε ο Μπάμπης που είχε αρχίσει να παραδέχεται τις γνώσεις του Μάκη.
-Να βρεις ένα μεσιτικό γραφείο, να δηλώσεις τι σε ενδιαφέρει και να ελέγξεις μετά τις προσφορές και ανάλογα πράττεις.
-Μα θα βγάλει προμήθεια.
-Ασφαλώς, αφού αυτή είναι η δουλειά του, πρέπει να μάθουμε πως όλα τα πράγματα και οι υπηρεσίες έχουν την τιμή τους.
-Αύριο κι όλας ξεκινώ, έχω υπ’ όψιν μου δύο τέτοια γραφεία.

Βρέθηκε γρήγορα το ζητούμενο και δεν ήταν αίθουσα κινηματογράφου, αλλά ένας μεγάλο συγκρότημα στην Καλογρέζα που προοριζότανε για αντιπροσωπία αυτοκινήτων, πήγαν να το δούνε ο Μπάμπης και ο Μάκης, ο Χρόνης ευγενικά αρνήθηκε να πάει λέγοντας πως δεν του πέφτει λόγος, αλλά νόμιζε πως η Καλογρέζα ήταν μακριά από την Αθήνα για να εισπράξει την απόκριση του Μπάμπη «Και ο Σκλαβενίτης κοντά είναι;» το είδανε συμφωνήσανε να το νοικιάσουν για τέσσερα χρόνια.
Ο Μάκης άρχισε να επεξεργάζεται την οργάνωση του. Πληροφορήθηκε πως το διπλανό και το παραδίπλα οικόπεδο πουλιόντουσαν. Κάλεσε τον Μπάμπη και του πρότεινε να τα αγοράσουν θα τους χρειάζονταν αν πήγαιναν καλά οι δουλειές και επεκτεινόντουσαν, αλλά αυτός είχε αντίθετη άποψη λέγοντας.
-Αν είναι να αγοράσουμε κάτι να είναι το μαγαζί μας.
-Μπάμπη αν πιάσουμε θα μας εκμεταλλευτούν και πρέπει να το προλάβουμε τώρα.
-Καλλίτερα να έχουμε τα χρήματα σε εμπόρευμα παρά σε οικόπεδα.
-Εσύ αποφασίζεις, Εσύ είσαι το αφεντικό, εγώ απλά οργανώνω, είπε υποχωρώντας ο Μάκης. Από την άλλη εβδομάδα θα είμαι εδώ για την οργάνωση.
-Θα είμαστε εδώ θέλεις να πεις, τον διόρθωσε ο Μπάμπης.
-Ναι Μπάμπη θα είμαστε εδώ.
Τσατισμένος πέρασε από την Αχαρνών βρήκε τον Χρόνη να τακτοποιεί στα ράφια σκεύη και τον επέπληξε
-Βρέ συ  Χρόνη σταμάτα, δεν είναι δουλειά σου αυτή, Εσύ είσαι αφεντικό και πρέπει να φέρεσαι έτσι. Πάμε στο γραφείο  να σου πώ ή μάλλον πάμε να φάμε κάπου να ξεσκάσουμε να πάρω ανάσα
-Είσαι με τα καλά σου; Αντέδρασε ο Χρόνης, ακριβώς επειδή είμαι αφεντικό πρέπει να δώνω το καλό παράδειγμα να εργάζομαι σε όλα τα πόστα και να ξέρω όλες τις φάσεις τις δουλειάς
-Δεν έχεις δίκιο, αν το κάνεις αυτό θα το κάνεις για όλη σου την ζωή, το αφεντικό δεν είναι εκείνος που δουλεύει περισσότερο, αλλά ο μαέστρος που διευθύνει την ορχήστρα χωρίς να παίζει κανένα όργανο, ένα ξυλάκι κουνάει και υπακούνε όλοι οι μουσικοί στα κελεύσματα του, πάμε για το Φάληρο θέλω μαριδούλα και θάλασσα.
Κλείσανε και φύγανε και στην παραλία συνέχισαν την κουβέντα τους του εξήγησε που διαφωνεί με τον Μπάμπη αλλά υποχωρεί γιατί η δουλειά του είναι μόνο η οργάνωση αυτό θέλει να αποδείξει στον πατέρα του και ο Χρόνης άρπαξε την ευκαιρία να ρωτήσει περισσότερες λεπτομέρειες για τα οικόπεδα. Ζήτησε να μάθει ποιος είναι ο μεσίτης αυτός γιατί ενδιαφερόταν και αυτός να μετακομίσει πιο κοντά στην αποθήκη για να ακούσει από τον Μάκη αυτά που του έλεγε ο κυρ Ανδρέας, Μακριά το σπίτι από την δουλειά. Και του πρότεινε να βρει ένα σπίτι στην Γλυφάδα να μένουν κοντά. Υποσχέθηκε να το σκεφτεί και το ίδιο βράδυ βρήκε τον Λυκούδη και του είπε την ιστορία με τα οικόπεδα και πως είναι ευκαιρία να επενδύσει εκεί τα χρήματα από το ηλεκτρικάδικο παρά να μένουν στην τράπεζα και να φθείρονται. Χωρίς να το πολυσκεφτεί ο κυρ Ανδρέας συμφώνησε και σε λίγες ημέρες ήταν δικά του τα οικόπεδα.

Μέρος Γ΄. Η καθιέρωση

Τα Χριστούγεννα του 1977 έφυγε για την Θεσσαλονίκη ο Μάκης να περάσει τις ημέρες των διακοπών με την οικογένεια του. Ο Χρόνης είχε μετακομίσει στην Γλυφάδα ενώ ο Μπάμπης αγωνιούσε πότε επιτέλους θα άρχιζε η λειτουργία του δικού του μαγαζιού, σε αυτό το χρονικό διάστημα ξόδευε χρήματα από το κεφάλαιο και του κακοφαινόταν. Είχαν συμφωνήσει με τον Μάκη να εκταμιεύουν ο καθένας από ένα ορισμένο ποσό ως μισθό κάθε μήνα και στο τέλος του χρόνου θα γινόταν εκκαθάριση να πάρει ο καθένας τα κέρδη του, η ίδια συμφωνία ήταν σε ισχύ και με τον Χρόνη. Οι πελάτες της SUPER TEAM στην Αθήνα και στην Επαρχία (Πελοπόννησο) είχαν προμηθευτεί σκεύη μαγειρικά «Μαργαρίτα» και τα ράφια στην αποθήκη είχαν ακόμα μεγάλες ποσότητες. Το προσωπικό της εταιρίας ήταν τρία άτομα δυο στην αποθήκη ό ένας οδηγός και η κοπέλα στο λογιστήριο επικουρούμενη από έναν επαγγελματία λογιστή που ερχότανε δυο φορές την εβδομάδα για να διευθύνει το λογιστήριο. Τις ημέρες που ο Μάκης έλειπε, οι ρυθμοί ήταν χαλαροί, κάνανε απογραφή αλλά δεν χρειάζονταν αφού ήταν στο ξεκίνημα, επέμενε όμως ο Μάκης να γίνει επειδή το απαιτούσε η οργάνωση της επιχείρησης. Αυτές τις ημέρες ερχότανε και ο κυρ Ανδρέας αφήνοντας το δικό του μαγαζί στον τελευταίο υπάλληλο που είχε, καμαρώνοντας για την πρόοδο του Χρόνη και συμβουλεύοντας τον.
-Έτσι που είναι η αποθήκη Χρόνη, είναι σαν παράρτημα της «Κώνος», αν κάποια στιγμή θελήσει ο Κώνος σε διαλύει.
-Τι πρέπει να κάνω;
-Να υπάρχει εδώ μέσα εμπόρευμα από μια άλλη βιομηχανία του ιδίου μεγέθους, τουλάχιστον το ένα τρίτο.
-Τι προτείνεις κυρ Ανδρέα;
-Στο Αιγάλεω είναι η «Φαιστός» με τα ποτήρια βρές την και όρμα.
-Δεν τους γνωρίζω, θα μου πουλήσουν;
-Σε λίγο καιρό θα αγοράσεις και την φίρμα τους, αρκεί να το πιστέψεις. Καλά είναι τα σκεύη και όταν θα σπάσουνε τα νούμερα στα μαγαζιά θα πουλάς συνέχεια, αλλά κάποια στιγμή θα σε κοντράρει ο Κώνος, πρέπει πάντα να έχεις εναλλακτική λύση, με είδος που πάλι θα σπάνε νούμερα και θα σε έχουν ανάγκη τα μαγαζιά, σε αυτήν την περίπτωση το κέρδος είναι περιορισμένο αλλά είναι συνεχές. Παράλληλα να βρίσκεις εκείνα τα αντικείμενα που θα πουλιούνται μια φορά και θα φέρουν το μεγάλο όφελος, αυτά πρέπει να είναι το άλλο τρίτο στην αποθήκη.
Μετά τα φώτα ήρθε ο Μάκης στην Αθήνα, πρώτη του δουλειά ήταν να συναντήσει τον Μπάμπη, για να τον ηρεμήσει. Για να αρχίσει η λειτουργία του Super market έπρεπε να γίνουν απαραίτητες μετατροπές στο οίκημα, αυτό ήταν σχεδιασμένο για έκθεση αυτοκινήτων, δεν είχε τις απαραίτητες ηλεκτρικές και υδραυλικές  υποδομές, αυτές απαιτούσαν να μπουν συνεργία, απαιτούσαν άδειες, αυτές οι διαδικασίες δεν γινόντουσαν χωρίς χρήματα, ξοδεύοντας ο Μάκης γκρίνιαζε ο Μπάμπης. Ενώ έπρεπε να φροντίζει να βρει τους προμηθευτές αυτός παρασυρόμενος από την γυναίκα του ήθελε να έχει λόγο ακόμα και για τα πιο ασήμαντα, από πού θα περάσουν τα καλώδια ή που θα τοποθετηθούν οι βρύσες, πόσο βαθύς θα είναι ο βόθρος των λυμάτων κάνοντας δύσκολη την ζωή των εργατών. Εκείνο που ενδιέφερε τον Μάκη περισσότερο ήταν να μην διαλυθεί η συνεργασία τους για δεκαπέντε χρόνια και έκανε υπομονή. Το μεγάλο στοίχημα ήταν αν θα μπορούσε το Πάσχα να λειτουργήσει και αυτό για την ώρα, ήταν το πρώτο του μέλημα.
Με την άλλη εταιρία δεν είχε πρόβλημα, η συνεργασία με τον Χρόνη εξελισσόταν ομαλά, είχε συμφωνήσει με τον πατέρα του να καθυστερήσει μέχρι το Πάσχα την διάθεση της «Μαργαρίτας» από τους δικούς του τσαντάκηδες και αυτός θα φρόντιζε να αναπληρώσει την κατανάλωση. Επαρχία ο Χρόνης εννοούσε την Πελοπόννησο, τώρα του παρουσιαζότανε η ευκαιρία να επεκταθεί περισσότερο. Πήρε ένα χάρτη και άρχισε να καταστρώνει τα δρομολόγια, έπρεπε να περνά σε τακτά διαστήματα, ενός ή δυο το πολύ μηνών, γιατί κυκλοφορούσαν και άλλοι τσαντάκηδες. Ξεκίνησε την πρώτη μέρα για Χαλκίδα, Θήβα, Λειβαδιά οι παραγγελίες πέρα από κάθε προσδοκία, η «Μαργαρίτα» διαφημιζόταν από το ράδιο και την τηλεόραση και την περίμεναν, συνέχισε το ίδιο ταξίδι μέχρι την Λαμία και γύρισε πίσω, φοβόταν πως δεν θα μπορούσε να καλύψει όλη την ζήτηση, είχε κατά νου πόσο στοκ υπήρχε στην αποθήκη. Στην αποθήκη ο Μάκης είχε στην μια πλευρά του γραφείου τους, κρεμασμένο έναν τεράστιο χάρτη της Αθήνας και πάνω του βελάκια πολύχρωμα με νούμερα. Αφού πήρε τις παραγγελίες από τον Χρόνη και φρόντισε να διεκπεραιωθούν, έστησε τον Χρόνη μπροστά στον χάρτη.
-Τι βλέπεις φίλε;
-Ένα χάρτη με βελάκια
-Έχει 148 βελάκια, όσοι ακριβώς και οι πελάτες μας και ακριβώς στις θέσεις που βρίσκονται.
-Λοιπόν; Απόρησε ο Χρόνης
-Λοιπόν, αυτός ο χάρτης βοηθά στην στον προγραμματισμό των παραγγελιών να μην πελαγοδρομεί το αυτοκίνητο, ταξινομούνται με την σειρά οι παραδόσεις.
-Ω! καλό αυτό!
-Το δεύτερο είναι πως, είναι πολλοί για να τους φέρνεις βόλτα εσύ, αν λογαριάσεις και της επαρχίας θα τρελαθείς.
-Δουλειά δεν θέλουμε, θα τρέξουμε αλλιώς θα χάσουμε το παιχνίδι.
-Ακριβώς, έχουμε περίπου 100 μέρες συνεταιρισμό, πρέπει να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα, πρέπει να προσλάβουμε προσωπικό.
-Μα έχουμε είδη τρία άτομα, αν βάλεις και τους εργάτες που ξεφορτώνουν σε κάθε παραλαβή είναι αρκετοί.
-Όχι Χρόνη, θα πάρουμε τέσσερεις τσαντάκηδες να δουλεύουν για μας και εσύ θα κρατάς το ξυλάκι να διευθύνεις τη ορχήστρα. Επί πλέον έναν αποκλειστικό δικό μας λογιστή που θα τον δανείζουμε και στην άλλη εταιρία μέχρι να πάρει και εκείνη δικό της, ακόμα δεν τον χρειάζεται.
-Και που θα τους βρούμε τους τσαντάκηδες, έχεις κάποιους υπ’όψιν σου;
-Έβαλα αγγελία στις εφημερίδες, θα αρχίσουν να έρχονται μόνοι τους, εσύ θα διαλέξεις ποιους νομίζεις κατάλληλους. Κοίταξε τώρα τον χάρτη, τον χώρισα σε τέσσερα μέρη, ο κάθε πωλητής θα πάρει και από ένα τομέα, στον οποίο θα υπάρχει μαγιά οι τωρινοί πελάτες.
-Σύμφωνοι, μα με ένα είδος θα βγάζουν μεροκάματο; Αναρωτήθηκε ο Χρόνης
-Να τρέξουν, να τρέξουν, Εσύ γιατί τρέχεις;
-Πρέπει να βρούμε κι άλλο είδος
-Αυτό εσύ το αποφασίζεις, το διαλέγεις, εγώ το οργανώνω, σύμφωνοι;
-Πάντα να συμφωνούμε τουλάχιστον για δεκαπέντε χρόνια.
-Κοίτα τώρα να απλώσεις όσο περισσότερο μπορείς την «Μαργαρίτα» αλλά μην περάσεις την Λάρισα.
-Γιατί;
-Εκεί έβαλε όριο ο πατέρας μου, και δεν συμφέρει να κοντράρουμε.
-Ακόμη, είπε με νόημα ο Χρόνης.

Την στιχομυθία αυτή μετέφερε στον Λυκούδη ο Χρόνης και εκείνος του υπενθύμισε τα περί μονοπωλιακών καταστάσεων.
-Πρέπει να βρεις κι άλλο είδος αμέσως, αν τώρα αφήνει να αιωρούνται απειλές, σκέψου τι θα κάνει αν πράγματι απειλείται.
-Ναι κυρ Ανδρέα ούτε εμένα μ’άρεσε, αύριο κι όλας πάω στη «Φαιστός» ξέρεις ποιος είναι αφεντικό εκεί μέσα;
-Ξέρω και είναι κατάλληλη εποχή, έχει χάσει χρήματα στον ιππόδρομο μπορείς να επωφεληθείς, ζήτα τον Λιαπάκη. Κάνε και λίγο τον θεατρόφιλο, του τα τρώνε οι θεατρίνες. Κάτσε να πάρω τηλέφωνο γνωρίζω και κάποιον εκεί μέσα να σε περάσει στα γρήγορα, μετά χαρτζιλίκωσε τον. Άνοιξε το μπλοκάκι με τα τηλέφωνα και σχημάτισε ένα αριθμό, μετά τα πρώτα τυπικά λόγια, του είπε «-Μιχάλη, θα σου στείλω αύριο έναν δικό μου, φρόντισε να δει τον Λιαπάκη και δεν θα χάσεις, να είσαι σίγουρος»
-Μα κυρ Ανδρέα πρέπει να λαδώσω; Δεν ξέρω πως;
-Με το μέτρο, όπως το λίπασμα, αν βάλεις πολύ θα κάψεις το φυτό, αν βάλεις λίγο αναπτύσσεται γρηγορότερα.
-Πόσα έχω να μάθω ακόμη; Σε ευχαριστώ κυρ Ανδρέα.

Την επομένη κι όλας ημέρα πήγε και βρήκε στο Αιγάλεω τον Λιαπάκη μέσω του Μιχάλη του οποίου ούτε καν ενδιαφέρθηκε να μάθει το επώνυμο, του φάνηκε πολύ γλοιώδης τύπος. Το γραφείο του Λιαπάκη βρισκόταν στον τρίτο όροφο. Ο ίδιος ήταν περίπου σαραντάρης με ένα χοντρό πούρο στο στόμα, εκείνη την ώρα πηγαινοερχότανε ανάμεσα στα γραφεία του ορόφου κρατώντας στο χέρι του ένα μεγάλο ντοσιέ, όταν συστήθηκε ο Χρόνης περάσανε μέσα στο γραφείο που βρώμαγε καπνό.
-Λοιπόν θέλετε να με δείτε; Άρχισε ο Λιαπάκης χωρίς να βγάλει το πούρο από το στόμα του,
-Ήρθα να προτείνω συνεργασία, χρειάζομαι εμπόρευμα από το εργοστάσιο σας
-Έχετε μαγαζί; Αφήστε την διεύθυνση σας και θα σας επισκεφτεί ο πωλητής μας.
-Δεν έχω μαγαζί, ούτε και μιλώ για μικρή δουλειά, είμαστε αποθήκη με δίκτυο πανελληνίας εμβέλειας. Θέλουμε να επενδύσουμε και στα ποτήρια, να συνεχίσω ή να σηκωθώ να φύγω; Έδειξε αποφασιστικότητα ο Χρόνης.
Ο Λιαπάκης έσβησε το πούρο και τον κοίταξε στα μάτια, -Πόσο καιρό είστε στην αγορά ποια είναι η φίρμα σας;
-Είμαστε η SUPER TEAM
-Α Α το παράρτημα του Κώνου στην Αθήνα
-Δεν είμαστε κανενός παράρτημα, αφού δεν ενδιαφέρεστε χαίρετε.
Σηκώθηκε να φύγει ο Λιαπάκης σηκώθηκε να τον ακολουθήσει αλλά το μετάνιωσε και ξαναπήρε το πούρο στο στόμα.

Ταπεινωμένος ο Χρόνης πήγε στην Αποθήκη, ο Μάκης έλειπε ήταν στο Super market στην Καλογρέζα. Η κοπέλα στο λογιστήριο τον ενημέρωσε πως αύριο θα είχε ραντεβού με τους υποψηφίους πωλητές που απήντησαν στην αγγελία. Κοίταζε τον χάρτη, βγήκε από το γραφείο και ξαναμπήκε πολλές φορές, μέχρι να περάσει η ώρα να έρθει ο Μάκης κάθε πρωί ήταν στην Καλογρέζα και το μεσημέρι στην Αχαρνών. Μόλις πέρασε στο κατώφλι ο Χρόνης του φώναξε,
-Άστα όλα κι έλα εδώ θέλω να σου πω, και γυρνώντας στη κοπέλα Εσύ μπορείς να σχολάσεις για σήμερα
-Έρχομαι αμέσως, τι έπαθες;
-Παίζεις άσχημο παιχνίδι πίσω από την πλάτη μου;
-Ηρέμησε Χρόνη και πες μου τι συμβαίνει;
-Έχουμε εταιρία εδώ, έχουμε συνεταιρισμό, αντιπροσωπία, αποθήκη ή σε τελική ανάλυση είμαι ο τσαντάκιας του πατέρα σου;
-Άσε τον πατέρα μου ήσυχο, αυτός είναι μια άλλη επιχείρηση,  εμείς μια άλλη που συνεργάζονται, που είναι το πρόβλημα;
-Αυτό νόμιζα και εγώ, αλλά άλλα ακούγονται στην πιάτσα, πως είμαι το παράρτημα του Κώνου στην Αθήνα και βλέποντας τα ράφια δεν σχηματίζω αντίθετη άποψη.
-Καλά εσύ δεν είπες πως θα βρεις κι άλλα αντικείμενα, εγώ τι φταίω; Ρε Χρόνη;
-Ακριβώς, σήμερα πήγα να κάνω παζάρια και συμφωνίες και με αντιμετώπισαν σαν παράρτημα του Κώνου.
-Πού πήγες;
-Στον Λιαπάκη, «Φαιστός» ποτήρια.
-Αυτός μωρέ είναι «αλογάκιας» και «ζαράκιας» βρήκε το εργοστάσιο από τον πατέρα του και του το τρώνε  οι θεατρίνες.
-Αυτό είναι δική του υπόθεση, εγώ πήγα και έφαγα τα μούτρα μου, προσβλήθηκα και ταπεινώθηκα, όταν με είπε παράρτημα του Κώνου, όταν με λέγανε παραγιό του Λυκούδη δεν με ένοιαζε, αλλά παράρτημα; Εγώ δεν είμαι ούτε θα γίνω παράρτημα κανενός.
-Χρόνη δεν πρέπει να μαλώσουμε και ούτε υπάρχει λόγος γι αυτό, να είσαι σίγουρος πως αν όχι αυτή την άλλη εβδομάδα θα έρθει εδώ ο Λιαπάκης αναζητώντας συνεργασία.
-Εσύ θα τον εξαναγκάσεις;
-Όχι, σε καμία περίπτωση, εγώ δεν ασχολούμαι με την πώληση μόνο με την οργάνωση, το έχουμε ξεκαθαρίσει αυτό. Το πάθος του και η ανάγκη για μετρητά θα τον φέρουν εδώ, κάνε υπομονή και σκέψου πως θα εκμεταλλευτούμε την περίπτωση. Άντε τώρα πάμε να φύγουμε.

Φύγανε χώρια για να ξανασμίξουνε το βράδυ στην Γλυφάδα. Στην Γλυφάδα έμενε ένας φίλος και παλιός συμφοιτητής του Μάκη, ο Μάριος με τον οποίο κάνανε συχνά παρέα, έμαθε να βγαίνει τα βράδια ο Χρόνης, τον ξεναγήσανε οι άλλοι στα μπαράκια και στις ντίσκο και ανακάλυψε πως υπάρχουν και άλλα ποτά εκτός του κρασιού και του ούζου, τα οποία και απολάμβανε σε κάθε ευκαιρία. Ο Μάριος γόνος πλούσιας οικογενείας με ξενοδοχεία στην Ύδρα και στον Πόρο, απλώς ροκάνιζε όσα του έστελναν. Ο πατέρας του προτιμούσε να βρίσκεται μακριά επειδή γιατί έτσι του στοίχιζε λιγότερα, ήταν μοναχοπαίδι και πολύ κακομαθημένος. Ήξερε, και τον γνώριζαν σχεδόν όλα τα κλαμπ και τα μπαρ  όχι μόνο της Γλυφάδας αλλά σχεδόν όλης της Αθήνας και του Πειραιά, καυχούτανε πως με ένα τηλεφώνημα εξασφάλιζε γυναικεία παρέα για όσα άτομα χρειαζότανε. Ανέμελος και ευχάριστος κατάλληλος για συντροφιά αλλά τελείως ακατάλληλος για δουλειά. Εκείνο το βράδυ σμίξανε οι τρείς και ο Μάριος ζήτησε να μάθει την αιτία που φαινόντουσαν ψυχραμένοι μεταξύ τους. Ενώ είχαν για κανόνα να μην μιλούν για δουλειές τα βράδια στις εξόδους, ο Μάκης είπε πως ο Λιαπάκης πρόσβαλε τον Χρόνη και νομίζει πως ήταν βαλτός. Γέλασε ο Μάριος πολύ δυνατά, «-Μην είσαι αφελής Χρόνη, το πολύ-πολύ την άλλη εβδομάδα θα είναι στο γραφείο σου να ζητά συγνώμη, τότε ξεβράκωσε τον» ο Χρόνης χαμογέλασε «Μπορώ;» «-Άκου και μένα».
Την επομένη μέρα για τον Χρόνη ήταν πολύ σημαντική, θα έκανε προσλήψεις για πρώτη φορά, είχε τελεία άγνοια του θέματος αλλά είχε τα θάρρη του στις σπουδές του Μάκη που αποδειχνόντουσαν πολύτιμες. Στο μεγάλο γραφείο περιμένανε επτά νέοι άνδρες και μια κοπέλα, στο δικό τους γραφείο με κλειστή την πόρτα συζητούσαν οι δύο συνεταίροι. Βλέποντας ο Χρόνης από την τζαμαρία να περιμένουν οι υποψήφιοι είπε στον Μάκη να αρχίσουν τις συνεντεύξεις, εκείνος αντείπε «άφησε τους, να περιμένουν για συνειδητοποιούν ποιος είναι το αφεντικό» μετά από είκοσι λεπτά αναμονής άνοιξαν την πόρτα και άρχισαν την επιλογή. Τα ερωτήματα αν έχουν μεταφορικό μέσο και αν γνωρίζουν την Αθήνα, αν ζητούν αποκλειστική απασχόληση ή έχουν παράλληλα και άλλα προϊόντα που πουλούν, αν είναι διατεθειμένοι να καταθέσουν εγγυητική επιστολή τραπέζης και άλλες που έκανε ο Μάκης εξέπληξαν τον Χρόνη, τελικά από τους επτά προκρίθηκαν οι δύο και τους ζητήθηκε να επικοινωνήσουν την άλλη εβδομάδα, στην νεαρά προτάθηκε αν θέλει να εργαστεί στην γραμματεία και την κράτησαν. Την επομένη ήρθαν κι άλλοι υποψήφιοι καθώς και την Τρίτη ημέρα, για να προκριθούν τελικά εξ άτομα, δύο για την επαρχία και τέσσερεις για το Λεκανοπέδιο. Ο Μάκης είπε πως πρέπει να φτιαχτεί ένα ακόμη χώρισμα που θα γίνει το γραφείο των πωλητών,  σε δυο μέρες ήταν έτοιμο και εκεί έγινε η ενημέρωση χωριστά των πωλητών της επαρχίας και χωριστά της Αθήνας. Ο Χρόνης είχε καταλάβει πλέον τι είδους συμπεριφορά απαιτούσε η περίσταση και όταν μαζεύτηκαν μιλούσε από θέση ισχύος. Τους άφησε να διαλέξουν αυτοί ποιο από τα τέσσερα μέρη που ήταν χωρισμένος ο χάρτης ήθελε να αναλάβει ο καθένας, για να διαπιστώσει εάν είχαν πνεύμα συνεργασίας και δεν έπεσε έξω, όλοι θέλανε το κέντρο. Επειδή δεν καταλήγανε αποφάσισε να γίνει κλήρωση και δύο φορές το χρόνο θα αλλάζουν οι τομείς με την φορά του ρολογιού, έτσι θα περνάνε όλοι από όλους τους πελάτες στο γύρισμα της διετίας. Έπαιρναν όλοι από ένα αριθμό πελατών και είχαν υποχρέωση τον πρώτο χρόνο, κάθε μήνα να προσθέτουν πέντε καινούργιους, είχαν και δέσμευση να μην πουλούν άλλα αντικείμενα εκτός από ότι διέθετε η εταιρία. Τώρα είναι η «Μαργαρίτα» η πολυδιαφημισμένη σειρά σκευών και θα ακολουθούσαν και άλλα. Στους πωλητές της επαρχίας μίλησε με άλλο πνεύμα, απαίτησε οπωσδήποτε εγγυητική τραπέζης, επειδή θα κάνανε εισπράξεις στο όνομα της εταιρίας και ήθελε να είναι εξασφαλισμένος πως θα έφερναν τα χρήματα.  Ό ένας ανέλαβε Πελοπόννησο Κρήτη και ο άλλος την υπόλοιπη Ελλάδα. Όταν ο Μάκης έμαθε τις λεπτομέρειες τον πένεσαι (Εσύ είσαι ταλέντο, έχει δίκιο ο πατέρας μου).
Ο Μάκης φρόντιζε ταυτόχρονα και την οργάνωση του super market έβαλε απάνω στην ταράτσα μια μεγάλη επιγραφή,  super market Νέα Εποχή και με μικρά γράμματα Γιαουρτάς-Κώνος, όταν το είδε ο Μπάμπης του κακοφάνηκε και ζήτησε εξηγήσεις γιατί το μέγεθος των ονομάτων ήταν  ασήμαντο μπρος την φίρμα, ο Μάκης μάταια προσπάθησε να του εξηγήσει πως η φίρμα χρειάζεται για να θυμάται εύκολα ο κόσμος το μαγαζί και εκείνος επέμενε το αντίθετο για να καταλήξουν στην απόφαση να γράφει η πινακίδα super market Γιαουρτάς, όπως Σκλαβενίτης και έγινε, αναρωτιόταν όμως γιατί τόση βιασύνη για την πινακίδα αφού ακόμα βρισκόντουσαν στην φάση του εξοπλισμού σε ράφια ψυγεία πάγκους και λοιπά. Υπομονετικά του εξήγησε ο Μάκης πως έτσι θα ερχόντουσαν οι τσαντάκηδες να προτείνουν τις συνεργασίες που είχαν ανάγκη και από αυτές τις συνεργασίες μπορεί να κέρδιζαν ψυγεία ή σταντ που χρειάζονταν για την έκθεση των προϊόντων ακόμα θα άρχιζε ο συναγωνισμός μεταξύ των προμηθευτών για την καλλίτερη διαφήμιση μέσα στο μαγαζί. Άκουγε ο Μπάμπης και καταλάβαινε λίγα περίμενε πότε θα έρθει η μέρα να κάνει εγκαίνια. Αγνοούσε ακόμα τι προσωπικό θα χρειαζότανε, νόμιζε πως με την γυναίκα του θα τα βόλευε.
Ένα απόγευμα ο Μάκης είπε του Μπάμπη να πάρει την Ευγενία και να πάνε όλοι μαζί στου Σκλαβενίτη και έγινε. Φθάνοντας στο χώρο σταθμεύσεως υπολογίσανε με το μάτι πάνω από 60 με 70 αυτοκίνητα, μπαίνοντας στο μαγαζί άφησαν την Ευγενία να ψωνίζει και περιηγηθήκαν σχολιάζοντας τον τρόπο που είναι εκτεθειμένα τα προϊόντα στα ράφια, το προσωπικό που απασχολούταν, οι συσκευασίες και οι προσφορές πως συσταινόντουσαν. Όταν τελείωσε τα ψώνια η Ευγενία και μπήκαν στο αμάξι για την επιστροφή, ο Μάκης άνοιξε την κουβέντα.
-Χρειαζόμαστε έναν άνθρωπο στα ψυγεία, έναν άνθρωπο στα ράφια, έναν άνθρωπο στην παραλαβή, έναν άνθρωπο στην αποθήκη, έναν άνθρωπο στο ταμείο συνολικά δέκα άτομα, για αρχή.
-Τι λές; Ψυγεία, ράφια, παραλαβή, αποθήκη είναι τέσσερα άτομα στο ταμείο θα κάτσει η Ευγενία, για να είμαστε σίγουροι.
-Αυτοί θα είναι η μία βάρδια, η άλλη δεν χρειάζονται άλλο τόσοι, έπειτα εσύ θα είσαι το αφεντικό δεν μπορείς να είσαι σε κανένα πόστο και ταυτόχρονα θα είσαι σε όλα. Ακόμα χρειαζόμαστε έναν λογιστή με βοηθό.
-Πολλοί είναι Μάκη.
-Μπάμπη αυτοί είναι οι λιγότεροι που μπορεί να ξεκινήσει η δουλειά, βάλε αγγελία και από όσους παρουσιαστούν επέλεξε εσύ για είσαι σίγουρος. Εγώ δεν θα ανακατευτώ σε αυτήν τη φάση, μετά θα τους οργανώσω. Αυτό είναι δική μου δουλειά, έχε μου εμπιστοσύνη όση σου έχω και γώ.
Με την κουβέντα έφτασαν στα Πετράλωνα στο σπίτι του Μπάμπη, ανέβηκαν για φαγητό να συνεχίσουν την συζήτηση. Εξήγησε ο Μάκης πως πρέπει να φερθεί στους υποψηφίους υπαλλήλους του, να μην είναι υπερόπτης αλλά ταυτόχρονα να τους δείξει από την πρώτη στιγμή ποιος είναι το αφεντικό. Να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός με τις γυναίκες υπαλλήλους αν προσλάβει γιατί ο κίνδυνος ελλοχεύει, εδώ επέμβει η γυναίκα του «-Αν θέλει να του βγάλω τα μάτια;» και άλλα πολλά που πρώτη φορά ο Μπάμπης δεν έφερνε αντιρρήσεις. Κάποια στιγμή που έπρεπε να φύγει προσφέρθηκε να τον πάει μέχρι το σπίτι του αλλά αρνήθηκε και έφυγε με ταξί. Ήταν ευχαριστημένος ο Μάκης που δρομολογούσε και αυτήν την εταιρία, όταν θα άρχιζε η δουλειά θα είχε χρόνο ελεύθερο για άλλα πράγματα τώρα πνιγότανε.

Στην SUPER TEAM ο Χρόνης είχε δρομολογήσει τους πωλητές του, ιεραρχούσε τις παραγγελίες και διεύθυνε την αποθήκη ικανοποιητικά ψάχνοντας και ρωτώντας που μπορεί να επενδύσει. Πέρασαν δυο εβδομάδες από τότε που πήγε στην «Φαιστός» και σχεδόν είχε ξεχάσει το επεισόδιο, όταν του είπαν από την γραμματεία πως ο Λιαπάκης ζητάει ραντεβού, στην αρχή δεν ήθελε να του απαντήσει αλλά μετάνιωσε και του έκλεισε ραντεβού σε δυο μέρες, έτσι όπως είχε μάθει από τον Μάκη, για να ξέρει ποίος είναι το αφεντικό.
Οι δυο μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα και ο Λιαπάκης φάνηκε στην αποθήκη της Αχαρνών, πέρασε στις τζαμαρίες και μόλις τον είδε ο Χρόνης σήκωσε το τηλέφωνο και έκανε πως μιλούσε, για να καταλάβει ξανά ποιος είναι το αφεντικό, θυμότανε την προτροπή του Μάριου να τον ξεβρακώσει και το είχε βάλει σκοπό. Μετά από δέκα λεπτά άνοιξε την πόρτα και του είπε να περάσει, εκείνος έκατσε στη καρέκλα απέναντι από το γραφείο και έκανε να ανάψει το πούρο του, ο Χρόνης τον πρόλαβε
-Ξέρετε εδώ δεν καπνίζουμε, κάνει κακό στα πνευμόνια μας
-Συγνώμη δεν ήξερα.
-Τι μπορώ να κάνω για σας;
-Ξέρετε πριν από λίγες ημέρες ήρθατε και αφήσαμε μια κουβέντα στην μέση, ήρθα να δούμε τι είδους συνεργασία μπορούμε να κάνουμε.
-Αφού θα μιλήσουμε για δουλειές πειράζει να αφήσουμε τα σας και τα μας και να μιλήσουμε απλά
-Δεν έχω αντίρρηση κύριε Χρόνη και μένα οι ευγένειες δεν μου πάνε.
-Άκου Λιαπάκη, υπάρχουν 500 χιλιάρικα ρευστό τα θέλεις;
-Βεβαίως
-Τι προσφέρεις;
-Έκπτωση στα ποτήρια μου ίσαμε 60%
-Δεν μου αρκεί.
-Μέχρι 70%
-Πάλι δεν μου αρκεί
-Καλά πλάκα μου κάνεις;
-Άκου Λιαπάκη τι θέλω, απαιτώ δικό μου καλούπι σε πέντε μεγέθη, νερού, κρασιού, ουίσκι, ούζου και ρακοπότητρο, μπορείς;
-Πέντε καλούπια αποκλειστικά πρέπει να το σκεφτώ.
-500 χιλιάρικα μετρητά με την παράδοση και άλλα τόσα μέχρι τέλος του χρόνου, πάλι μετρητά με την παράδοση. Με τόσα βρίσκω κι αλλού και ετοιμοπαράδοτα.
-Πρέπει να κάνω τσιγάρο.
-Άντε μια βόλτα στην αποθήκη κάνε τσιγάρο και έλα σε περιμένω.
Ο Λιαπάκης βγήκε από την τζαμαρία, κοίταξε τα ράφια με τα σκεύη και άναψε τσιγάρο, εκείνη την ώρα μπήκε το αυτοκίνητο που επέστρεφε από την διανομή και άρχισε να φορτώνει για τα πρακτορεία, φαντάστηκε πως μπορεί να γινότανε και τα ποτήρια του το ίδιο και έσβησε επί τόπου το τσιγάρο, πέρασε μέσα στη τζαμαρία πάλι.
-Εντάξει κύριε Χρόνη, σύμφωνοι
-Όχι ακόμα, να δώ το σχέδιο πρώτα, και να συμφωνήσουμε στις συσκευασίες.
-Σε δυο μέρες θα έχω έτοιμα δείγματα.
-Να τα φέρεις εδώ Λιαπάκη θα είναι και ο Μάκης εδώ.
-Θα τα φέρω αλλά χρειάζεται αρραβώνας.
-Αλλού αυτά, Μην ξεχνάς 500 με την παράδοση και άλλα τόσα μέσα στο χρόνο, δεν θα ξαναβρείς τόσα λεφτά. Άντε τώρα ώρα σου  καλή και σε περιμένω μεθαύριο με τα δείγματα, και κοίτα να έρθεις μεσημεράκι μετά τις δύο.
Όταν έφυγε ο Λιαπάκης ο Χρόνης μπήκε στο WC και κοιτάχτηκε στον καθρέπτη, «-Πως φέρθηκα έτσι προσβλητικά χωρίς προσπάθεια;» Μονολόγησε και έριξε νερό στο πρόσωπο του.

Το μεθαύριο ήρθε πολύ γρήγορα και ο Λιαπάκης το μεσημέρι βρισκόταν στην Αχαρνών με τα σχέδια πάνω στο γραφείο του Χρόνη, έβλεπε ο Χρόνης μια τα σχέδια και μια τον Μάκη που αμίλητος από το διπλανό γραφείο παρακολουθούσε.
-Κύριε Χρόνη, είναι μπομπέ αλλά θα μπορούσε να είναι και κοίλο αν θέλεις.
-Δεν θα το πάρει κανείς άλλο το καλούπι αυτό, αν θές να έχεις κατανάλωση από μας.
-Κανείς και άμα θέλετε κάνουμε και συμβόλαια
-Λιαπάκη, για μένα τα συμβόλαια είναι περιττά, έχω λόγο Εσύ έχεις;
-Με προσβάλεις, αλλά με βρίσκεις σε ανάγκη και δεν μιλώ
-Σε τι συσκευασία και πότε παραδίδεις;
-Οι κούτες θα έχουν 48 τεμάχια παράδοση σε δεκαπέντε μέρες από σήμερα.
-Η παράδοση εδώ με δικούς σου εργάτες, σύμφωνοι
-Είσαι σκληρός, έστω, με δικούς μου εργάτες, σύμφωνοι.
-Ωραία πάρε τώρα για αρραβώνα εκατό και αυτά επειδή επέμενε ο Μάκης και θα σε περιμένω σε δύο εβδομάδες.
Ευχαριστώντας τους συνεταίρους και πελάτες του από σήμερα αποχώρησε ο Λιαπάκης, ο Χρόνης γύρισε στον Μάκη
-Εσύ δεν μιλάς;
-Εσύ είσαι το αφεντικό, εγώ το οργανώνω δεν το έχουμε ξεκαθαρίσει αυτό;
-Ναι σωστά, Εσύ οργανώνεις αλλά είσαι και Εσύ το άλλο αφεντικό, συνεταίροι είμαστε.
-Με χωριστές αρμοδιότητες, και αν έχω κάτι να σου πω ή διαφωνώ μαζί σου δεν θα το πώ ποτέ μπροστά σε τρίτους, όπως και Εσύ όταν εγώ οργανώνω δεν μπορείς να με διορθώσεις μπροστά σε τρίτους. Με αυτόν τον τρόπο κρατάμε το κύρος της εταιρίας ψηλά.

Ο Μάκης αποδεικνυόταν όσο περνούσαν οι μέρες σε ένα νηφάλιο και ψύχραιμο επαγγελματία, χωρίς να παρασύρεται από συναισθηματισμούς και μεγαλομανίες. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν η επιτυχία της συνεργασίας και δευτερεύοντος το κέρδος που προέκυπτε από αυτή. Θεωρούσε όπως και ο πατέρας του, πρακτική εξάσκηση των όσων έμαθε στο πανεπιστήμιο του εξωτερικού, η προοπτική του ήταν οι επιχειρήσεις του πατέρα του και εκείνες πήγαιναν καλά. Χαιρόταν που είχε για συνεταίρους δυο διαφορετικές προσωπικότητες επειδή αυτό τον έκανε περισσότερο ευέλικτο. Έξω από την δουλειά όμως ήταν ο ανέμελος νέος που η ζωή του χαμογελούσε και τον καλούσε να την χαρεί, παρασύροντας και τον Χρόνη, γνώριζαν κορίτσια για εφήμερες περιπέτειες την διασκέδαζαν, άλλες φορές παρασυρόμενος από τον Μάριο. Ο Μπάμπης δεν ακολουθούσε ποτέ στις εξόδους της παρέας επειδή ήταν παντρεμένος και δεν ήθελε να αφήνει την γυναίκα του μονάχη.

Ο καιρός περνούσε το Super market οργανώνονταν, είχε προσληφθεί προσωπικό, οι πρώτες παραλαβές άρχισαν να έρχονται και σύμφωνα με το πρόγραμμα πριν το Πάσχα θα δεχότανε τους πρώτους πελάτες. Είχαν τυπωθεί και μοιραστεί διαφημιστικά φυλλάδια στις κοντινές γειτονιές. Το μόνο που καθυστερούσε ακόμα ήταν να περάσει το υγειονομικό, χρειάζονταν λάδωμα και δεν είχε βρει ακόμα τον τρόπο ο Μάκης αλλά έψαχνε, σε αυτό είχε ζητήσει και την βοήθεια του Μάριου.
Στην SUPER TEAM η αποθήκη είχε γεμίσει με ποτήρια και σκεύη, ο Χρόνης κατεύθυνε τις πωλήσεις με μεγάλη μαεστρία, αυτό που δεν υπολόγισε ήταν οι ζημιές στα ποτήρια. Ενώ τα σκεύη όντας μεταλλικά δεν έσπαγαν τα γυάλινα ποτήρια είχαν τακτικά απώλειες. Συνεπής προς τους πελάτες αντικαθιστούσε τα σπασμένα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Όταν το κουβέντιασε με τον Μάκη θαύμασε την προνοητικότητα του.
-Κοίτα Χρόνη, έχουμε ένα καλούπι δικό μας, πως το εξασφαλίζουμε; Με το λόγο τιμής του Λιαπάκη; Αυτός είναι ανεύθυνο άτομο. Έχουμε απώλειες υπολογίσιμες,  γι αυτόν δεν είναι απώλειες επειδή το σπασμένο το ξαναχύνει για μας είναι. Λίγα είναι τα κιβώτια που δεν έχουν τουλάχιστον ένα σπασμένο.
-Καλά μωρέ Μάκη αυτά τα ξέρω, τι κάνουμε;
-Όταν δίνεις στο μαγαζί την κούτα με τα 48 κομμάτια, του επιτρέπεις να τα πουλά ένα ένα, αφού ένα ένα τα βρίσκει στην συσκευασία, θα τα συσκευάζουμε και εμείς εξι έξι για να πουλάει εξάδες, η κάθε κούτα θα έχει 8 εξάδες, υποχρεωτικά θα αγοράζει 48 και υποχρεωτικά πάλι θα πουλά έξι και δεν θα έχει απώλειες αφού θα είναι συσκευασμένα έτσι.
-Ποιος θα τα συσκευάζει εμείς;
-Όχι ο Λιαπάκης, εμείς θα του προμηθεύσουμε την συσκευασία, αυτός θα έχει κέρδος την κόστος της δικής του συσκευασίας και πιστεύω δεν θα φέρει αντίρρηση κι ας χάσει από την φθορά που θα εξαλειφτεί.
-Καλό ακούγεται, αλλά που θα βρούμε αυτήν την συσκευασία;
-Θα βρούμε, θα ρωτήσουμε και θα μάθουμε, αν θές ρωτάω και τον πατέρα μου, εκεί που συσκευάζει τις χύτρες θα βοηθήσουν.
-Πάλι μωρέ ο πατέρας Σου, από αυτόν θα κρεμόμαστε συνέχεια;
-Δουλειά κάνουμε, πάρε τον Εσύ, θα ευχαριστηθεί, να ξέρεις σε υπολογίζει, λέει πως είσαι αετός.
-Και βέβαια είμαι, τι νόμιζε πως θα μείνω κότα.
Έβγαλε το μπλοκάκι και έβαλε το δάκτυλο στο καντράν του τηλεφώνου σχηματίζοντας τον αριθμό του Κώνου, μετά τυπικά του είπε τι τον ήθελε, και ο Ηλίας Κώνος γέλασε:
-Δεν μου λές δικής σου ιδέα ήταν ή του γιού μου
-Ήταν ιδέα της  SUPER TEAM αυτό σε απασχολεί; Ή, ότι θα σου έχουν υποχρέωση αυτοί που θα μας στείλεις;
-Εσύ έπρεπε να δουλεύεις για μένα, αλλά. . . έκοψε την φράση εκεί και του εξήγησε που θα βρει αυτό που ζητούσε και την επομένη το πρωί ο Χρόνης έφευγε για την Πάτρα, εκεί ήταν μια χαρτοβιομηχανία που βρήκε ακριβώς αυτό που έψαχνε, ανθρώπους να τον εξυπηρετήσουν. Παρήγγειλε τις συσκευασίες όπως τις ήθελε και επιπλέον θα υπήρχε τυπωμένη η φίρμα SUPER TEAM τόσο στις εξάδες όσο και στην κούτα. Το βράδυ γυρνώντας στην Αθήνα και αναφέροντας το γεγονός στον Μάκη, αντιμετώπισε την γκρίνια του, αλλά για λίγο, «-Δεν είπαμε πως η οργάνωση είναι τα δικά μου χωράφια, γιατί μπλέκεσαι με την διαφήμιση». Δεν ήταν επίπληξη, ήταν μια επισήμανση από πλευράς του Μάκη τελείως φιλική χωρίς καθόλου ίχνος εμπάθειας, ήθελε όμως να διαχωρίσει τα καθήκοντα επειδή γι αυτόν ήταν μέρος της εκπαιδεύσεως του. Με αυτό τον τρόπο η εταιρία τους αποκτούσε το πρώτο επώνυμο της προϊόν.
Όταν το Σεπτέμβριο του 1978 γινότανε η διεθνής έκθεση της Θεσσαλονίκης ο Χρόνης δεν είχε καμία όρεξη να πάει, είχε πολλά πράγματα να φροντίσει στην Αχαρνών, επέμενε όμως ο Μάκης και επέμενε επιτακτικά πως πρέπει να κάνουν βόλτα τουλάχιστον για ενημέρωση και υποχώρησε. Ο Μπάμπης δεν θα τους ακολουθούσε επειδή οι υποχρεώσεις στο Super market ήταν πολλές, ήθελε ό Μάριος να ταξιδέψει μαζί τους, τον δέχθηκαν με κρύα καρδιά, αυτός είχε στο νου του μόνο την διασκέδαση και η εποχή ήταν κατάλληλη. Αυτήν την φορά δεν χρειάστηκε να ψάξει για ξενοδοχείο ο Χρόνης Φιλοξενήθηκε στο πατρικό του συνεταίρου του. Είχε την ευκαιρία να γνωριστεί καλλίτερα με τον Ηλία Κώνο και εκείνος να εκτιμήσει τις ικανότητες του. συμφώνησαν η «Μαργαρίτα» να διατίθεται αποκλειστικά από την SUPER TEAM και να υπάρχει και αυτοκόλλητη μεγάλη ετικέτα στην συσκευασία της, σε αντάλλαγμα θα προωθούσε στην αγορά έναν καθορισμένο ελάχιστο τζίρο τον χρόνο. Ο Ηλίας Κώνος όταν έκανε την συμφωνία αυτή κατέληξε με την εξής προτροπή προς τον Χρόνη
-Εγώ σου δίνω το χέρι και έχω μπέσα επειδή αφορά τον γιό μου η υπόθεση, μην δεχθείς από κανέναν άλλο συμφωνία με το λόγο τιμής, στο εμπόρια δεν υπάρχει μπέσα, αυτό μην το ξεχνάς ποτέ, να κάνεις πάντα κοντράτα. (συμβόλαια).
Γυρίσανε την έκθεση με τον Μάκη πολλές φορές και εντοπίσανε τρείς μικρές επιχειρήσεις με ενδιαφέρον. Ήταν μικρές βιοτεχνίες, η μια παρήγαγε σεσουάρ, η δεύτερη ηλεκτρικά σίδερα και τοστιέρες, (νέο είδος τότε)  και η τρίτη βαλίτζες, κοινό χαρακτηριστικό η έδρα τους, ήταν στην Αθήνα. Δώσανε στοιχεία και θα περίμεναν στην Αχαρνών για κλείσουν συμφωνίες. Μέχρι τα Χριστούγεννα εκείνου του χρόνου κυκλοφορούσαν στην αγορά σεσουάρ τοστιέρες και σίδερα ηλεκτρικά με την φίρμα, SUPER TEAM. Με συμβόλαια και ποινικές ρήτρες υπήρχε συμφωνημένη  παραγωγή και απαγόρευση να διαθέτουν αυτά τα προϊόντα στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών. Με αυτά τα δεδομένα ισχυροποιούταν η θέση της εταιρίας στην πιάτσα.
Με τις βαλίτζες δεν επετεύχθη συμφωνία, αλλά άρχισαν να προστρέχουν στην εταιρία μικροί παραγωγοί προτείνοντας συνεργασία. Ο Χρόνης είχε έμφυτο ταλέντο και ό,τι είχε επιλέξει μέχρι στιγμής, πουλιόταν και κέρδιζαν όλοι, μέχρι που έγινε η δουλειά με τα πιάτα, ήταν η πρώτη αναποδιά. Μια πολύ μεγάλη παρτίδα πιάτων έσκαγε μόλις βρεχόταν. Τα παράπονα από τους πελάτες ήταν πολλά. Υποχρεώθηκε η SUPER TEAM να τα πάρει όλα πίσω για να μην χαλάσει την φήμη της ως η συνεπέστερη νέα εταιρία και να τα στοιβάξει σε μια γωνιά στην αποθήκη.

Ο Λυκούδης έβλεπε την πρόοδο και χαιρότανε, ήταν η τελευταία χρονιά πριν πάρει σύνταξη και δεν είχε αποφασίσει τι είδους λύση να δώσει στο γιαλάδικο του. Ο Χρόνης του πρότεινε να το αγοράσει αυτός και αρνήθηκε, λέγοντας πως είναι κρίμα να δεσμεύσει χρήματα εκεί που δεν θα μπορούσε να κουμαντάρει και στο τέλος θα είχε χασούρα.
Φιλάνθρωπος ο Λυκούδης έχοντας λύσει το οικονομικό του πρόβλημα, πούλησε το μαγαζί στον υπάλληλο του παρουσία και του Χρόνη ζητώντας 50 χιλιάδες δραχμές σε γραμμάτια για δέκα χρόνια. Ελεύθερος τώρα θα μπορούσε, αν δεν είχε αντίρρηση ο Μάκης να τριγυρνά στην αποθήκη της Αχαρνών, και δεν βρήκε καμία αντίδραση.
Όποτε βρισκόταν στην αποθήκη στεκότανε μπροστά στα πιάτα, τα έβλεπε σωρό και λυπόταν. Τον έβλεπε και Χρόνης και λυπόταν τον Λυκούδη που λυπόταν τα πιάτα.
-Ε κυρ Ανδρέα, δεν έχουν μόνο κέρδος οι δουλειές, έχουν και ζημιές
-Όχι Χρόνη, και αυτό κεφάλαιο είναι που θα αξιοποιηθεί στην κατάλληλη ευκαιρία, γυαλί, μαλλί, σίδερο, δεν χαλάνε το ξέχασες;
-Όχι δεν το ξέχασα, αλλά τι να κάνω;
-Θα βοηθήσω, θέλεις ή όχι;
-Ασφαλώς και θέλω, τι να κάνω; Ξαναρώτησε ο Χρόνης.
-Θα πάω να βρώ τον Λιούτα στον Υμηττό.
-Ποιος είναι αυτός;
-Καροτσάκιας, μαμά καροτσάκιας.
-Μα κυρ Ανδρέα στα καροτσάκια θα πέσουμε, θα χάσουμε την υπόληψη μας.
-Το εμπόριο δεν έχει υπόληψη παιδί μου έχει μόνο κέρδος, άφησε το σε μένα το θέμα και πούσαι χωρίς προμήθεια.
Βρήκε τον Λιούτα στον Υμηττό και συμφώνησε να πάρει όλο το στοκ των πιάτων και να το διαθέσει στα πανηγύρια του καλοκαιριού, ο Λιούτας είχε ολόκληρο στρατό με καροτσάκια, τριάντα συνολικά, τα φόρτωνε και ότι πουλάγανε πληρώνανε οι καροτσάκιδες, έψαχνε τέτοιου είδους εμπορεύματα και η συμφωνία έκλεισε. Ήρθε στην Αχαρνών φόρτωσε τα πιάτα ελευθερώθηκε η γωνιά και ανάσανε ο Λυκούδης. Ο Μάκης βλέποντας την κίνηση αυτή αισθάνθηκε μεγάλη ευγνωμοσύνη στο πρόσωπο του και του πρότεινε να έχει μόνιμο θέση μέσα στην αποθήκη απλά για παρατηρεί και να προτείνει ότι νομίζει.
Είχε βάλει στόχο ο Μάκης την επόμενη έκθεση να έχει και η SUPER TEAM δικό της περίπτερο. Όλα ήταν ευοίωνα, η συνεργασία άριστη και οι προοπτικές πολλές. Ο Χρόνης διαφωνούσε λέγοντας πως τίποτα από όσα πουλάγανε δεν ήταν δικό τους, άρα ήταν ατιμία να προβάλλονται είς βάρος των κατασκευαστών τους και ο Μάκης του εξηγούσε πως το αφεντικό είναι αυτός που φαίνετε πάντα, σαν τον στρατηγό στην μάχη, αυτός παίρνει το παράσημο άσχετα αν οι φαντάροι σκοτώνονται. Τον έπεισε λέγοντας, πως προσδοκά από αυτήν την κίνηση να διπλασιαστεί ο τζίρος τους και έτσι άρχισε να οργανώνει την έκθεση της επόμενης περιόδου.
Στην έκθεση του 1979 πλάι στο περίπτερο της «Κώνος» υπήρχε το περίπτερο της SUPER TEAM, εκεί εκτίθεντο τα προϊόντα που εμπορευόντουσαν. Από τις πολλές γνωριμίες που έκανε ο Μάκης, μια του κέντρισε το ενδιαφέρον, ένας Ιταλός του πρότεινε συνεργασία με μικροηλεκτρονικές και ηλεκτρικές συσκευές που παρήγαγε. Είχε την έδρα του στο Μιλάνο, η έκθεση του Μιλάνου γινόταν τον Νοέμβριο. Όταν το συζήτησε με τον Χρόνη, αντιμετώπισε δυσπιστία:
-Αν είναι σαν και μας τι κάνουμε;
-Τίποτα κάνουμε ένα ταξίδι για ολιγοήμερες διακοπές και γυρνάμε.
Πήγανε τελικά και τους ξενάγησαν σε ένα εργοστάσιο, είδαν πως γίνεται η παραγωγή των συσκευών και κλείσανε συμφωνίες και λανσάρανε τις πρώτες ηλεκτρονικές αριθμομηχανές που εκτελούσαν τέσσερες πράξεις μόνο, αλλά ήταν πρωτόγνωρο είδος στην Ελλάδα, λανσάρανε τα τηλέφωνα με το ηλεκτρονικό καντράν, δεν χρειάζονταν πλέον να γυρνάς με το δάκτυλο το νούμερα απλά πατούσες πλήκτρα, ακόμα ρολόγια χωρίς δείκτες ψηφιακά και μια ολόκληρη σειρά από τέτοια είδη. Απόκτησε την φήμη της πρωτοποριακής η Εταιρία SUPER TEAM και εδραιωνόταν.

Παράλληλα και η άλλη εταιρία του Μάκη με τον Μπάμπη πρόκοβε, αλλά σε τελείως διαφορετικό στιλ και ρυθμό. Κάθε βράδυ ο Μπάμπης έκανε ταμείο και χαιρότανε με τόσα μετρητά που είχε στο χέρι του και το άλλο πρωί τα ακουμπούσε στην τράπεζα να καλύψει τις υποχρεώσεις του. Κουραζότανε σωματικά αφού δεν ήθελε να κάνει βάρδια, δεν εμπιστευότανε κανέναν εκτός τη γυναίκα του, η Ευγενία δούλευε την πρωινή βάρδια και ερχότανε το απόγευμα για να αποτελειώσει και την βραδινή. Όταν μεγάλωσαν οι απαιτήσεις και χρειάστηκε και δεύτερο ταμείο, μελαγχόλησε ο Μπάμπης, σκεπτόταν ποια θα έβαζε στο ταμείο. Μάταια του εξηγούσε ο Μάκης πως η ταμιακή μηχανή είναι και τρόπος ελέγχου του χρήστη της, εκείνος δεν το κατανοούσε και έμενε με ένα ταμείο, και όποτε χρειάζονταν καθόταν αυτός στο δεύτερο ταμείο.

Τα Χριστούγεννα του 1982 βρήκε τις δύο εταιρίες σε ακμή και τον Ηλία Κώνο να απαιτεί να έρθουν οι συνέταιροι στην Θεσσαλονίκη να γιορτάσουν μαζί την πρώτη φάση της αποδέσμευσης τους. Ο Μπάμπης δεν υπέκυψε στην πίεση του και έμεινε στο μαγαζί να μαζέψει τα μετρητά των εορτών, αντιθέτως ο Μάκης πήγε ευχαρίστως, είχε μάθει να ταξιδεύει συχνά σε όλη την Ελλάδα να βλέπει τους πελάτες της εταιρίας τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο, για να διατηρείτε η σχέση ζωντανή, αλλά και στο εξωτερικό με παρέα τον Μάριο επειδή δεν ήξερε ξένες γλώσσες, αλλά προσπαθούσε και είχε μάθει τις χρησιμότερες λέξεις για τις συνεργασίες. Παραμονές των εορτών αρχίζοντας η απογραφή, φύγανε για την Θεσσαλονίκη παίρνοντας και τον Λυκούδη μαζί τους. Χάρηκε και ο Κώνος βλέποντας να αποδίδει το ρίσκο που είχε πάρει. Από αυτήν την στιγμή θα άρχιζαν οι νέοι επιχειρηματίες να είναι πιο υπεύθυνοι, αφού θα ρισκάρανε πλέον δικά τους κεφάλαια. Η δουλειά έπεφτε κυρίως στους ώμους του Χρόνη, αφού από τώρα, κάθε χρόνος που θα περνούσε θα ανέβαινε το ποσοστό του και θα φαινόταν η εντιμότητα του Μάκη, αν μπορούσε να αντέξει σε μια εταιρία που ανεξάρτητα από την πορεία της θα έπρεπε να την παραδώσει στον Χρόνη.

Μέρος Δ΄. Η γνωριμία.

Με την επιστροφή τους στην Αθήνα συνέχισαν τα σχέδια τους με τον ίδιο ρυθμό, μελετούσαν νέα προϊόντα και σχεδιάζανε ταξίδια. Στα μέσα του Μαρτίου είχαν προγραμματίσει ένα ταξίδι για το Χονγκ Κονγκ και από εκεί για Ταϊβάν. Ο Μάκης αρρώστησε βαριά, ένα απλό κρυολόγημα εξελίχτηκε σε πνευμονία, απαιτούσε εισαγωγή σε νοσοκομείο, ήλθε ο πατέρας του ανήσυχος να τον φροντίσει. Ο Χρόνης ήθελε να ματαιώσει το ταξίδι, ο Μάκης του έλεγε να πάει και πως δεν τον έχει ανάγκη στα παζάρια θα τα καταφέρει και μόνος του αρκεί να πάρει μαζί του κάποιον που να γνωρίζει την γλώσσα. Που να βρίσκανε άνθρωπο πρόθυμο και εύκαιρο για ένα τέτοιο ταξίδι; Ο Μάριος προσφέρθηκε μόνος του, αλλά ο Χρόνης του ξεκαθάρισε πως πάει για δουλειές όχι για διασκέδαση. Την λύση την βρήκε η Ευγενία που πρότεινε την αδελφή της, είχε τελειώσει μια σχολή για αεροσυνοδούς, ήξερε ξένες γλώσσες (Αγγλικά- Γαλλικά και Ιταλικά) αλλά δεν την άφηνε ο πατέρας της να ταξιδεύει. Ο Χρόνης συμφώνησε και παρήγγειλε να περάσει από την Αχαρνών να κανονίσουν τις λεπτομέρειες.
Το ίδιο απόγευμα παρουσιάστηκε στην αποθήκη η Ερατώ, μόλις πέρασε την τζαμαρία ο Χρόνης δικαιολόγησε τον πατέρα της γιατί δεν την άφηνε να ταξιδέψει. Έβλεπε μια καλλονή από εκείνες που δεν μπορεί να μην γυρίσεις να τις κοιτάξεις, τα μακριά της μαύρα μαλλιά κρύβανε το μισό της πρόσωπο και ένα σεμνό και συνεσταλμένο βλέμμα. Σηκώθηκε ο Χρόνης από την καρέκλα του και την προϋπάντησε.
-Πέρασε, θα είσαι η Ερατώ;
-Εγώ είμαι αυτή. Σας απογοήτευσα; Γιατί σηκωθήκατε;
-Όχι κάθε άλλο, είσαι τόσο όμορφη που τα έχασα, που ήσουν κρυμμένη;
-Όχι και εδώ τα ίδια, σηκώθηκε να φύγει η Ερατώ
Πλησίασε αποφασιστικά ο Χρόνης και τη έπιασε από το μπράτσο,
-Συγνώμη δεν ήθελα να σε προσβάλω, δεν είμαι ξένος εγώ, θα έχεις ακούσει σίγουρα για μένα
-Ναι έχω ακούσει αλλά τώρα, και έσκυψε το κεφάλι ακόμα περισσότερο.
-Κάτσε σε παρακαλώ, δεν φταις Εσύ αν είσαι τόσο όμορφη, χάρισμα είναι.
-Δεν είναι αυτό θέμα, ήρθα εδώ για δουλειά και τι κουβεντιάζουμε και που θα καταλήξουμε, καλλίτερα να φύγω όσο είναι νωρίς
-Για δουλειά θα μιλήσουμε, κοίταξε με στα μάτια και αν με εμπιστεύεσαι συνεχίζω, αν όχι φύγε.
Σήκωσε το κεφάλι η Ερατώ και τον κοίταξε στα μάτια, ήρθε η ώρα του Χρόνη χαμηλώσει τα δικά του, τόσο καθάριο και αγνό βλέμμα δεν είχε ξαναδεί σε κανένα από τα κορίτσια που έκανε παρέα τόσο καιρό. Πήγε αργά πίσω στο γραφείο έκατσε και περίμενε. Ξέχασε ποιος ήταν το αφεντικό και ποιος ο υποψήφιος εργαζόμενος. Η καρδιά του κτυπούσε με ένταση.
-Αν με θέλετε θα έρθω, σας εμπιστεύομαι επειδή παρακολουθώ την πορεία σας, άλλωστε είναι η μόνη δουλειά που θα μου επιτρέψει ο πατέρας μου.
-Ερατώ, θα είμαστε μαζί πολλές μέρες και πολλές ώρες, είσαι έτοιμη να καταργήσεις τον πληθυντικό;
-Αν επιμένετε;
-Επιμένω για μην το θέσω ως όρο, (ξαναξύπνισε το αφεντικό μέσα του)
-Σύμφωνοι, πότε ξεκινάω;
-Αύριο το πρωί, φρόντιζε τα χαρτιά, την Πέμπτη πετάμε για Χονγκ Κονγκ.
Έφυγε η Ερατώ από την τζαμαρία, αλλά δεν έφυγε από τα μάτια του Χρόνη. Πέρασε από νοσοκομείο είδε τον Μάκη, μετά βρήκε τον Μάριο να πάνε για ένα ποτό, πρόθυμος εκείνος έφερε μαζί του και δυο ακόμα πιο πρόθυμα  κορίτσια και κύλισε ευχάριστα η βραδιά.

Το ταξίδι ήταν διοργανωμένο από τον εμπορικό ακόλουθο της Βρετανική πρεσβείας, προγραμματισμένης εβδομαδιαίας διάρκειας και με συγκεκριμένους προορισμούς. Στο αεροδρόμιο στο Ελληνικό περιμένανε και άλλοι επιχειρηματίες γνώριμοι του Χρόνη αλλά και μεταξύ τους, είχαν ξανακάνει τέτοιου είδους επαγγελματικά ταξίδια. Η Ερατώ με πολύ άνεση φρόντιζε τις διαδικασίες που προηγούνται της επιβιβάσεως, καθοδηγώντας τον Χρόνη, τελειώνοντας πέρασε το χέρι της στο μπράτσο του Χρόνη λέγοντας «-Συγνώμη για την αναίδεια, αλλά για να μην με ενοχλούν διάφοροι κύριοι», εξεπλάγην ευχάριστα ο Χρόνης την κοίταξε στα μάτια, «Εγώ δεν είμαι από αυτούς;» «-Όχι εσύ είσαι το αφεντικό μου» ψυχρολουσία ήταν η απάντηση αυτή, όμως για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να ερμηνεύσει του άρεσε.
Όταν τελείωσε η εβδομάδα των επαφών του δεν ακολούθησε το γκρουπ των επιχειρηματιών στην Ταϊβάν, παρέμεινε άλλη μια εβδομάδα κάνοντας άσκοπες επισκέψεις σε εργοστάσια απλά για να απολαμβάνει την παρουσία της Ερατώς πλάι του, εκείνη καταλάβαινε πως τον είχε γοητεύσει, αλλά δεν ήταν σίγουρη για τις προθέσεις του. Γνώστης του τόπου από τα βιβλία  τον πήγε σε μέρη που δεν τα γνώριζε αυτός, ούτε και οι αντιπρόσωποι τους πήγαιναν, αυτοί προτιμούσαν για τα βράδια να ξεναγούν και προσφέρουν τις διασκεδάσεις της άπω ανατολής. Μετά την δεύτερη εβδομάδα ξεκίνησαν για την Ταϊπέη της Ταϊβάν, είχε κατάλογο με τις διευθύνσεις των επιχειρήσεων που έπρεπε να επισκεφτεί ο Χρόνης, αλλά λίγο τον ένοιαζε, αυτό που ήθελε ήταν να είναι περισσότερο καιρό μαζί με την Ερατώ, ήταν σίγουρος πως επιστρέφοντας στην Αθήνα θα χανόντουσαν, δεν ήθελε όμως και να κάνει καμιά κίνηση που να την προσβάλει ή να εκμεταλλευτεί την κατάσταση. Η Ερατώ ξεχώριζε από όλα εκείνα τα πρόθημα κορίτσια που είχε γνωρίσει μέχρι τότε.
Ένα εργοστάσιο από τα πολλά που επισκέφτηκαν παρήγαγε πορσελάνινα μπιμπελό, η Ερατώ έπιασε μερικά στα χέρια της και αυτό ήταν αρκετό να αλλάξει γνώμη ο Χρόνης που τα κοιτούσε μάλλον αδιάφορα. Έπιασε και αυτός δυο κομμάτια, χαμογέλασε πονηρά και κοίταξε την Ερατώ:
-Μπράβο κορίτσι μου, είναι μπλόφα
-Τι είναι;
-Μπλόφα, από αυτά θα βγάλουμε πολλά λεφτά αν προλάβουμε;
Δεν καταλάβαινε η Ερατώ τι έλεγε και προπάντων τι εννοούσε ο Χρόνης μετέφραζε όμως την συνομιλία του με τον κινέζο. Έκανε μια πολύ μεγάλη παραγγελία με απαίτηση να είναι η πρώτη προτεραιότητα στην παραγωγή και να αρχίσει αμέσως. Ήταν τόσο πιεστικός ο Χρόνης που ο εργοστασιάρχης κάλεσε κάποιον και του έδωσε οδηγίες, μετά είπε πως θα αρχίσει η εκτέλεση της δικής του παραγγελίας τώρα. Βλοσυρός ο Χρόνης στράφηκε στην Ερατώ. «-Μα, για χαζό με περνά;»
Υπογράψανε ότι έπρεπε να υπογραφεί, και την άλλη μέρα ξεκίνησαν για την επιστροφή.
Είχε αναρρώσει πλήρως ο Μάκης και περίμενε τον Χρόνη να μάθει τα αποτελέσματα του ταξιδιού. Εκείνος μόλις μπήκε στην αποθήκη, στάθηκε στην μέση και κοίταξε γύρω γύρω, πήγε στην πόρτα και μετά κατευθύνθηκε στις τζαμαρίες. Ο Μάκης τον έβλεπε απορημένος.
-Μήπως την ψώνισες; Ανατολίτικα κόλπα είναι αυτά;
-Πάψε Μάκη, κερνώ καφέ, πάμε αλλού τώρα.
-Τι σε έπιασε πρωινιάτικα;
-Πάμε σου λέω.
Σηκώθηκε ο Μάκης και τον ακολούθησε σε κάποιο καφενείο της γειτονιάς, παρήγγειλαν καφέ και ο Χρόνης άρχισε να λέει για το ταξίδι.
-Πόσο χρήσιμη του φάνηκε η Ερατώ σε όλη την διάρκεια του ταξιδιού, για την γλωσσομάθεια της και πως πρέπει να εκμεταλλευτούν τα προσόντα της δημιουργώντας μία θέση γραμματέως και μεταφράστριας γι αυτήν.
-Μπας και την καψουρεύτηκες ρε Χρόνη;
-Δεν ξέρεις τι λες, απήντησε θυμωμένα αυτός, αυτή θα μας ανεβάσει, είδε πρώτη την μπλόφα με την οποία θα οικονομήσουμε πολλά λεφτά και δεν κατάλαβε τίποτα.
-Για ποια μπλόφα μιλάς;
-Βρήκα μπιμπελό πορσελάνινα όμοια με τα γιαπωνέζικα στο στο ένα δέκατο της αξίας τους, δεν έχουν την ίδια φινέτσα, αλλά με την πρώτη ματιά δεν διακρίνονται οι διαφορές. Έκανα μια μεγάλη παρτίδα παραγγελία, υπολογίζω επτά με οκτώ κοντέινερ.
-Και που θα βάλουμε;
-Μάκη, Εσύ οργανώνεις, έτσι δε λές;
-Ναι σωστά, αλλά χρειάζεται χρόνος
-Κοίτα Μάκη, πρέπει να ενεργήσουμε γρήγορα γιατί ενδεχομένως να τα είδαν κι άλλοι, πρέπει να είμαστε οι πρώτοι που θα τα απλώσουμε στην πιάτσα, εκεί είναι το μεγάλο κέρδος, όπως απλώσαμε την Μαργαρίτα. Μετά θα είναι ρουτίνα ασύμφορη.
-Γι αυτό έφερνες την αποθήκη βόλτα; Μετρούσες;
-Θέλουμε άλλη αποθήκη,
-Όχι Χρόνη δεν θέλουμε άλλη αποθήκη, θέλουμε και άλλη αποθήκη, είπε ο Μάκης δίνοντας έμφαση στο και
-Αυτά πάμε πίσω τώρα, πρέπει να κάνουμε και αναδιοργάνωση και στις τσάντες μας, πρέπει να βρούμε και άλλους πωλητές, αυτό είναι δική μου δουλειά.

Επέστρεψαν στην αποθήκη και ο Μάκης άρχισε να τηλεφωνάει σε μεσίτες για της εξεύρεση της νέας αποθήκης, ο Χρόνης έστησε την καρέκλα του απέναντι από τον μεγάλο χάρτη και προσπαθούσε να εντοπίσει τα πιθανά όρια των τσαντάκηδων του, έγερνε το κεφάλι του πότε δεξιά και πότε αριστερά, κουνούσε τα χέρια του σχεδιάζοντας στον αέρα δρομολόγια. Κάποια στιγμή που ο Μάκης έκλεισε το τηλέφωνο γύρισε προς το μέρος του.
-Θα χρειαστούμε και δεύτερο αυτοκίνητο, καλλίτερα δύο μικρά από ένα μεγάλο, τι λές;
-Εσύ οργανώνεις ή εγώ;  Αστειεύτηκε ο Μάκης και περίμενε την αντίδραση του Χρόνη, αλλά μάταια. Εκείνη την ώρα είχε περάσει την πόρτα της αποθήκης η Ερατώ και κατευθυνόταν προς την τζαμαρία, η ματιά του Χρόνη ακολουθούσε  το κάθε της βήμα.
-Έλα μέσα Ερατώ, είπε μόλις πλησίασε
Πέρασε στο γραφείο των συνεταίρων η κοπέλα και ευγενικά τους καλημέρισε, λέγοντας πως ήρθε για την αμοιβή της. Υπέγραψε ο Μάκης την επιταγή που του έδωσε ο Χρόνης και αυτός την έδωσε στην Ερατώ. Το κορίτσι βλέποντας το ποσό κοκκίνισε:
-Δεν περίμενα τόσα.
-Δεν αρκούν; Ρώτησε ο Χρόνης
-Πώς είναι πολλά περισσότερα από όσα περίμενα, ευχαριστώ πολύ
-Τα αξίζεις Ηρώ, αξίζεις και μόνιμη δουλειά, θέλεις να το σκεφτείς, θα χρειαστούμε μεταφράστρια σύντομα, τι λές;
-Να το σκεφτώ λίγο, είναι και ο πατέρας μου δύσκολος θα πρέπει να σας γνωρίσει από κοντά για να το επιτρέψει.
-Αυτό είναι εύκολο, θα το κανονίσουμε, θα σε ειδοποιήσω με τον Μπάμπη
Όση ώρα γινότανε η στιχομυθία αυτή ο Μάκης άκουε ανέκφραστος, μόλις έφυγε η κοπέλα στράφηκε στον Χρόνη.
-Κλείσε την πόρτα να σου πώ, εκείνος την έκλεισε και έκατσε στο γραφείο του.
-Ακούω, τι έκανες;
-Δεν θα ακούσεις τι έκανα εγώ, θα ακούσεις τι δεν θα κάνεις εσύ.
-Δηλαδή!
-Δηλαδή, αυτό το κορίτσι δεν πρόκειται να δουλέψει ποτέ στην SUPER TEAM θα βάλω βέτο γι αυτό
-Δεν καταλαβαίνω τον λόγο, χρειαζόμαστε μεταφράστρια, έχουμε αλληλογραφία με τους ξένους οίκους, γιατί να πληρώνουμε σε γραφεία ενώ μπορούμε να έχουμε δικό μας άνθρωπο και προπαντός εχέμυθο;
-Είδα το βλέμμα σου Χρόνη, αυτή η κοπέλα σε ενδιαφέρει.
-Μπά, για την δουλειά ενδιαφέρομαι.
-Το βλέμμα σου σε προδίδει. Εύχομαι να έχεις καλό σκοπό, αλλά κοίτα τον Μπάμπη που έχει την γυναίκα του στην δουλειά, δεν σηκώνει κεφάλι.
-Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω
-Η γυναίκα δεν πρέπει να έχει λόγο στην δουλειά, η θέση της και τα κουμάντα της είναι στο σπίτι. Από την ημέρα που πατέρας μου πήρε την δουλειά από τον παππού μου, ήταν πεθερός του, η μάνα μου δεν ξαναπάτησε στο εργοστάσιο, της το απαγόρευσε ρητά ο πατέρας της. Αυτός είναι κανόνας, αν πάλι επιμένεις, κάνε τουλάχιστον πέντε χρόνια υπομονή να περάσουμε στην επόμενη φάση του συνεταιρισμού μας και κάνε ότι θέλεις.
-Εάν την χρησιμοποιούμε στα ταξίδια; Είναι και αυτό κακό;
-Εσύ όχι καψούρης απλώς, αλλά στην έχει δώσει κατακούτελα, τέλος, αυτό το θέμα το συζητάμε μετά την δουλειά.
Και γύρισαν στα θέματα της δουλειάς πρότεινε ο Χρόνης να προσληφθούν άλλοι τέσσερεις τσαντάκηδες για την Αθήνα, επειδή ήταν σίγουρος πως με αυτήν την τελευταία δουλειά θα υπήρχε για όλους ικανοποιητικό εισόδημα και ακόμα να ερευνηθεί το θέμα αν οι πωλητές της επαρχίας δεχόντουσαν να δουλέψουν με αποκλειστική απασχόληση. Ο Μάκης όπως πάντα ανέλαβε την οργάνωση, έβαλε αγγελίες στις εφημερίδες χώρισε τον χάρτη σε οκτώ μέρη προσέχοντας να γίνει όσο δυνατόν περισσότερο ίση κατανομή των πελατών. Εν τω μεταξύ βρέθηκε ένας χώρος κατάλληλος για την νέα αποθήκη. Σε έναν παράλληλο  δρόμο της λεωφόρου Κηφισού και στο ύψος της Νέας Φιλαδέλφειας, νοικιαζότανε ένα διώροφο κτήριο με υπόγειο, και δυο διαμερίσματα τριάρια στον πρώτο όροφο. Πήγαν να το δουν οι συνέταιροι και συμφώνησαν αμέσως. Ο Χρόνης πρότεινε να μετακομίσουν κι όλας στα διαμερίσματα, αλλά ο Μάκης είχε τελείως διαφορετική αντίληψη. Τα διαμερίσματα θα τα χρησιμοποιούσαν το ένα για κεντρικά γραφεία της SUPER TEAM και το άλλο για εκθετήριο. Εκεί θα μπορούσαν να δέχονται πελάτες παρουσιάζοντας όλη την γκάμα των προϊόντων, έτσι οι παραγγελίες θα κλεινόντουσαν ευκολότερα. Συμφώνησε ο Χρόνης λέγοντας πως έχει πολλά να μάθει ακόμα, αλλά ο Μάκης τον σταμάτησε λέγοντας,  πως απλά εφαρμόζει όσα έμαθε θεωρητικά, ενώ εκείνος με το ένστικτο του οδηγεί την εταιρία στα ύψη.
Δυο μήνες αργότερα ήρθε η παραγγελία, ξεφορτώθηκε στην νέα αποθήκη, ήταν αρχές του καλοκαιριού. Τα μετρητά που κόστιζε δεν υπήρχαν όλα στο ταμείο και υποχρεώθηκαν να σπάσουν ικανό αριθμό επιταγών προκειμένου να συμπληρωθεί. Ο Χρόνης ήταν αισιόδοξος για την κατανάλωση
-Τρία εκατομμύρια δραχμές, συνολικό κόστος, όταν πουληθεί θα γίνει δώδεκα μπορεί και παραπάνω.
-Μην βιάζεσαι, το προσγείωνε ο Μάκης τώρα μπαίνει καλοκαίρι.
Ο κυρ Ανδρέας μόλις είδε τα πρώτα δείγματα, χάρηκε και συμφώνησε με τον Μάκη, «-Μην τα βγάζεται τώρα το φθινόπωρο»
Στην διάρκεια του καλοκαιριού ο Μάκης οργάνωνε την καινούργια αποθήκη με το εκθετήριο και τα γραφεία της εταιρίας. Παράλληλα ετοίμαζε και το περίπτερο στη Έκθεση που προγραμμάτιζε να είναι εντυπωσιακό.
Ο Χρόνης βρήκε τους τσαντάκηδες που ήθελε, αύξησε τον αριθμό των μελών της ομάδας σε οκτώ για την Αθήνα και τέσσερεις για την επαρχία όρισε για προϊστάμενο τους εκείνον που είχε τις καλλίτερες επιδόσεις, τον ονόμασε διευθυντή πωλήσεων, θυμούμενος τον Βέρο που συνάντησε πριν από χρόνια στου Κώνου και ήταν έτοιμος για το μεγάλο ξεκίνημα της νέας σεζόν. Απέφευγε τις βραδινές εξόδους, έκανε μεγάλη προσπάθεια να μάθει εγγλέζικα και πύκνωσε  τις επισκέψεις του στο super market, προσπαθούσε να συνεργαστεί με τον Μπάμπη, που τον θεωρούσε στάσιμο. Γέμισε ένα σταντ το με προϊόντα της εταιρίας του με πίστωση αορίστου χρόνου, απλά για να έχει λόγους να πηγαίνει. Η αλήθεια ήταν πως με αυτόν τον τρόπο ήθελε να πλησιάσει περισσότερο την Ερατώ και χρησιμοποιούσε τον Μπάμπη ενδιάμεσο, αυτός τον απέτρεπε λέγοντας πως το κορίτσι αυτό δεν είναι σαν αυτά που ξέρει, έχει αρχές, έχει ηθική και αν δεν έχει σκοπό να παντρευτεί να την βγάλει από το μυαλό του. Άρχισε κι αυτός να το σκέπτεται σοβαρά, αφού δεν μπορούσε να την βγάλει από το μυαλό του. Συνεννοήθηκε με τον Μάκη να προσλάβουν την Ερατώ για την περίοδο της Εκθέσεως, είχε αντιρρήσεις ο πατέρας της και τον επισκέφτηκαν μαζί με τον Μπάμπη. Όταν γνωρίστηκαν  άλλαξε γνώμη βλέποντας την σοβαρότητα στο πρόσωπο του Χρόνη και συγκατένευσε. Τον Σεπτέμβριο 1983 ανέβηκε στην Θεσσαλονίκη οδηγώντας την Κορτίνα με την Ερατώ μαζί. Τον περίμενε ο Μάκης να του δείξει τι είχε ετοιμάσει. Το δικό τους περίπτερο ήταν ίσο σε μέγεθος με την «Κώνος» αλλά πιο πλούσιο σε ποικιλία ειδών. Με χώρισμα όπως εκείνο που πέρασαν πριν από κάποια χρόνια με τον Μπάμπη και τα δυο γραφειάκια χωρίς το μεγάλο γραφείο μπροστά. Το ίδιο βράδυ ο Μάκης είπε πως ήταν απαίτηση του πατέρα του να δειπνήσουν μαζί και δεν πρέπει να την αγνοήσουν, αυτός αντέδρασε «Και η Ερατώ;» «Φέρε την μαζί σου, δεν υπάρχει πρόβλημα».
Το βράδυ η Ερατώ συνόδευε τον Χρόνη στην συνάντηση με τον Ηλία Κώνο. Εκείνος ως συνήθως άργησε στο ραντεβού του, ήρθε όμως συνοδευόμενος από την γυναίκα του, ο Μάκης είχε πάει στο εστιατόριο πριν από όλους. Κατά την διάρκεια του φαγητού ο Ηλίας Κώνος, ήταν πολύ ευδιάθετος, αστειευότανε με τον Χρόνη που δεν άφηνε τίποτα αναπάντητο, έριχνε όμως συνέχεια κλεφτές ματιές στην Ερατώ. Όταν έφτασε η ώρα του φρούτου σοβάρεψε.
-Χρόνη με την γυναίκα μου κυκλοφορώ μόνο σε σημαντικές περιπτώσεις και οπωσδήποτε όχι επαγγελματικές, αυτό είναι ένας κανόνας που μου επέβαλε ο πατέρας της, και εμένα μ’ άρεσε και τον τηρώ. Γύρισε προς την γυναίκα του -Σωστά δεν τα λέω; Μετά το καταφατικό γνέψιμο συνέχισε, από την πρώτη στιγμή που σε είδα, διέγνωσα την αυθάδεια σου που δεν είναι κακή, δεν είναι χυδαία είναι μια έκφραση αποφασιστικότητας πέρα από την συνηθισμένη, αυτήν την αποφασιστικότητα την βλέπω τώρα τσαλαπατημένη και δεν μ’ αρέσει.
-Τι μου λές κυρ Ηλία, είδες τι περίπτερο θα έχουμε εφέτος, είδε πόσους τσαντάκηδες απασχολούμε, ξέρεις τι τζίρο προϋπολογίζουμε;
-Μην παίρνεις φόρα, αν θα μιλάγαμε για δουλειές θα ήμουν μόνος, είμαι όμως με την γυναίκα μου.
-Λοιπό αυτό τι σημάνει;
-Αυτό που δεν θέλεις να ομολογήσεις φωναχτά το λένε τα μάτια σου, το λένε οι κινήσεις σου, αυτό που ζητάς στην ζωή κάθεται δίπλα σου και δεν το ομολογάς.
-Κυρ Ηλία μας προσβάλεις και εμένα και την Ερατώ είπε και σηκώθηκε πιάνοντας από το μπράτσο την Ερατώ, -Πάμε
-Κάτσε κάτω δυο λεπτά και μετά φεύγα, έκατσε ο Χρόνης και συνέχισε ο Ηλίας Κώνος –Θα μεριμνήσω εγώ για προσωπικό στο περίπτερο, εσύ πάρε την Ερατώ και κάντε διακοπές όσο διαρκεί η έκθεση, η Χαλκιδική είναι δίπλα, δεν θα βρεθεί άλλη ευκαιρία για σας.
Η Ερατώ είχε χαμηλώσει το κεφάλι και είχε γίνει κατακόκκινη, σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα να φρεσκαριστεί και μαζί της σηκώθηκε και η μάνα του Μάκη. Ο Χρόνης κοίταξε τον Κώνο στα μάτια επίμονα, εκείνος δεν τα κατέβασε αλλά με ένα αδιόρατο χαμόγελο επανήλθε
-Άκου εμένα και αυτή λειώνει για σένα, αλλά η ατολμία θα σας καταστρέψει την ζωή και των δύο, πιάσε το ταύρο από τα κέρατα, το έχουμε ξαναπεί αυτό, ο πατέρας της δεν θα μάθει τίποτα αν δεν θελήσει αυτή να του το πεί, τέτοια αγνότητα λίγα κορίτσια διαθέτουν σήμερα και ακόμα λιγότερα την εκπέμπουν. Μην θυμώνεις σου μιλώ σαν πατέρας γιατί σε εκτιμάω πολύ, η ζωή δεν είναι μόνο δουλειά. Στην Ασπροβάλτα έχω εξοχικό πηγαίνετε εκεί  μόνο βγάλτε από μέσα αυτό που σας κατατρώει.
Ο Χρόνης εξακολουθούσε να τον κοιτά αμίλητος μέχρι που προβάλανε στο βάθος οι δύο γυναίκες, τότε ψιθύρισε –Λες;
Όταν έκατσαν στο τραπέζι οι γυναίκες ξανάρχισε το πείραγμα ο Κώνος ο Χρόνης όμως δεν ανταπέδιδε κοιτάζοντας τις αντιδράσεις της Ερατώς, πριν σηκωθούν να φύγουν ο Ηλίας Κώνος είπε στην γυναίκα του πως ο Χρόνης και η Ερατώ θα πήγαιναν για διακοπές στην Ασπροβάλτα για όλη την διάρκεια της εκθέσεως, να φροντίσει για το προσωπικό και για ο,τι άλλο που θα χρειάζονταν στο εξοχικό. Με την Ερατώ κρεμασμένη στο μπράτσο του Χρόνη, συνέχισαν την βραδινή έξοδο σε νυχτερινό κέντρο.

Πρώτη φορά αισθανόταν ανέμελος για την δουλειά του ο Χρόνης, πήρε την διεύθυνση του σπιτιού στην Ασπροβάλτα και με τη Ερατώ στο πλάι του ξεκίνησε για τις πιο ονειρεμένες διακοπές που φανταζότανε. Στο εξοχικό τον περίμενε υπηρετικό προσωπικό τρία άτομα εκτός του κηπουρό να ικανοποιούν κάθε ανάγκη του ζευγαριού. Βρήκε το θάρρος να εξομολογηθεί τον έρωτα του και αυτή του το ανταπέδωσε, όταν όμως θέλησε να προχωρήσει και λίγο παραπάνω θυμήθηκε τον Μπάμπη, «Δεν είναι σαν τα κορίτσια που ξέρεις». Η Ερατώ αποδεικνυόταν παλαιών ηθικών αρχών, δεν είχε παρασυρθεί από το πνεύμα φεμινισμού της εποχής, κρατούσε την τιμή της όπως έλεγε για την πρώτη νύχτα, ήθελε να φορέσει το στεφάνι του γάμου και να τις αξίζει, ο Χρόνης δεν τα πολυπίστευε αυτά, αλλά ήταν τόσο ερωτευμένος που υποσχέθηκε μόλις γυρίσουν στην Αθήνα να την ζητήσει από τον πατέρα της και μέχρι τα Χριστούγεννα να προχωρήσουν στον αρραβώνα. Η Ερατώ δεν έφερε αντίρρηση αλλά ξεκαθάρισε πολλές φορές πως η ολοκλήρωση της σχέσεως περνά μόνο μέσα από τον γάμο.
Οι δεκαπέντε ημέρες της εκθέσεως πέρασαν αστραπιαία, έπρεπε να γυρίσουν στην βάση τους οι συνέταιροι, τους περίμενε πολύ δουλειά. Ο Μάκης στο περίπτερο είχε κάνει πολλές προκαταρτικές συμφωνίες όσο καιρό ο Χρόνης έκανε τις διακοπές και τώρα ήρθε η ώρα να μπουν σε εφαρμογή.
Πράγματι ξαμολήθηκαν οι τσαντάκηδες της  SUPER TEAM και γέμισαν την Αθήνα και την επαρχία με τα Ταϊβανέζικα μπιμπελό, αυτά ήταν το δόλωμα για να πουλούν και ότι άλλο είχαν διαθέσιμο. Τα εκατομμύρια που προσδοκούσε ο Χρόνης άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους. Συνεννοήθηκε με την Ερατώ και ένα Σαββάτο βράδυ, βρέθηκε στα Πετράλωνα με μια ανθοδέσμη στο χέρι, μαζί με τον κυρ Ανδρέα να ζητάει το χέρι της από τον πατέρα της. Δεν έφερε καμία αντίρρηση, και έδωσε το ελεύθερο να συναντιέται το ζευγάρι, αλλά αραιά μέχρι τον αρραβώνα. Τον Νοέμβριο ζήτησε από τον Μάκη να πάει μόνος του στο Μιλάνο, με την δικαιολογία της μεταφράστριας θα έπαιρνε την Ερατώ μαζί του για λίγες μέρες, να βρεθούν μονάχοι δίχως την πίεση του χρόνου  και του πατέρα της, ο Μάκης συμφώνησε.
Για τον Χρόνη ήταν γνώριμα τα μέρη, είχε ξαναβρεθεί κι άλλα χρόνια, για την Ερατώ ήταν ένα διάλλειμα και μια ευκαιρία να γνωριστεί ακόμη καλλίτερα με εκείνον που θα παντρευότανε. Στους πολλούς εκθέτες ήταν και μια ρουμάνικη υαλοβιομηχανία, παρήγαγε απομιμήσεις των περίφημων χειροποίητων Μουράνο, πλησίασε η Ερατώ και τα χάζευε, από πίσω ο Χρόνης αδιάφορος στην αρχή και μετά ξεφώνησε, «αυτό είναι» μπήκαν στο περίπτερο ζήτησε πληροφορίες για τιμές και ποσότητες και επέμενε να μάθει που είναι το εργοστάσιο, όταν ο υπεύθυνος επείσθη πως μιλά σοβαρά του έδωσε λεπτομερείς οδηγίες πώς να το βρει στην Κωστάντζα, το άλλο πρωί ταξίδευε για Ρουμανία. Ότι έγινε με τις πορσελάνινες απομιμήσεις έγινε και τα κρύσταλλα αυτά. Η παραγγελία των τεσσάρων εκατομμυρίων όταν απλώθηκε στην αγορά απέφερε τα τετραπλά.
Την επομένη των Χριστουγέννων του 1983 σε ένα μεγάλο κοσμικό κέντρο, έγιναν οι αρραβώνες του Χρόνη και της Ερατώς, με προοπτική μετά το Πάσχα να γίνει και ο γάμος. Παρόντες στον αρραβώνα ο Ηλίας Κώνος με την γυναίκα του και τον Γιό του, ο Λυκούδης με τις κόρες και τους γαμπρούς του, ο Μπάμπης με την Ευγενία που κυοφορούσε, κάποιοι από το σόι της Ερατώς, πολλοί πελάτες SUPER TEAM και φίλοι και μηδενός εξαιρουμένου όλο το προσωπικό της SUPER TEAM, με τις οικογένειες τους. Είχαν πάρει εκείνη την χρονιά εκτός από τον δεύτερο μισθό, έναν τρίτο μισθό από την SUPER TEAM, και ακόμα μισό από τον Χρόνη για τα καλορίζικα.
Ζήλεψε λίγο Μπάμπης την εκτίμηση που είχε το προσωπικό προς αφεντικά του και το σχολίασε στον Μάκη.
-Εμένα δεν με υπολογίζουν τόσο
-Εσύ δουλεύεις μετρητά στο χέρι και «ούτο βοήσωμεν»
-Δεν οργανώνεις φαίνεται καλά την δική μου εταιρία, ενώ στου Χρόνη τα δίνεις όλα.
-Όχι βρε Μπάμπη, δεν είναι η ώρα για τέτοιες κουβέντες, αλλά εδώ υπάρχει εμπιστοσύνη αμοιβαία, ενώ στη δική σου περίπτωση δεν δείχνεις εμπιστοσύνη, εγώ σε εμπιστεύομαι απόλυτα, δεν κάνω τον παραμικρό έλεγχο ή οποιοιδήποτε κουμάντο και εσύ θέλεις να τα έχεις όλα υπό έλεγχο, γι αυτό είσαι στάσιμος.
-Δεν είμαι στάσιμος έχω αποταμιεύσει αρκετά.
-Αποταμιευμένα χρήματα είναι νεκρά, μπορείς να τα κάνεις εμπόρευμα;
-Τι εμπόρευμα, οι αποθήκες είναι γεμάτες, αν πάρω κι άλλο θα χαλάσει.
-Τι λέει ο Χρόνης, γυαλί, μαλλί, σίδερο.
-Εγώ λέω μαμ κακά και νάνι.
-Μετά τις εορτές θα σου κάνω πρόταση και σκέψου Εσύ είσαι το αφεντικό, αλλά πρέπει να χωνέψεις πως οι δουλειές που δεν μεγαλώνουν μικραίνουν, και ότι δεν ανοίγει, κλείνει.
Σταμάτησαν την κουβέντα εκεί γιατί έφτασε η ώρα να αλλάξουν τα δακτυλίδια και μετά τα χειροκροτήματα άρχισαν τα τραγούδια και ο χορός.

Όταν πέρασαν οι γιορτές ο Μάκης επισκέφτηκε τον Μπάμπη στο Super market, εκείνος όταν τον είδε τον πέρασε στο λογιστήριο.
-Που είναι το δικό σου γραφείο Μπάμπη; Ρώτησε έκπληκτος
-Δεν μου χρειάζεται έχει γίνει όλο λογιστήριο όπως βλέπεις, πάνε καλά οι δουλειές, δόξα τω Θεώ.
-Βλέπεις την διαφορά από τον Χρόνη τώρα; Πως ξεχωρίζεις ότι είσαι το αφεντικό εδώ μέσα;
-Στην ταμπέλα έχει το δικό μου όνομα, στις επιταγές υπογράφω εγώ, τα λεφτά το βράδυ  τα μαζεύω εγώ, παραγγελίες και παραλαβές κάνω εγώ, άρα ποιος είναι το αφεντικό; Εγώ!
-Γελιέσαι Μπάμπη, εργάτης είσαι, ο τελευταίος από όλους αυτούς που τους πληρώνεις, αυτοί όλοι δουλεύουν την βάρδια τους και φεύγουν, εσύ πόσες βάρδιες δουλεύεις; Πόσες υπερορίες κάνεις, πόσο ευχαριστιέσαι αυτά που οικονομάς, από πότε έχεις να βγάλεις την γυναίκα σου βόλτα;
-Πάμε έξω να μην μας ακούνε εδώ, είπε ο Μπάμπης και έπιασε τον Μάκη από το μπράτσο. Βγήκαν έξω από το μαγαζί του έδειξε τα διπλανά οικόπεδα, -Θυμάσαι που μου έλεγες να τα αγοράσουμε, το μετάνιωσα.
-Τι θα τα έκανες; Ρώτησε ο Μάκης
-Βενζινάδικο, ξέρει πόσα αυτοκίνητα περνούν από το μαγαζί την ημέρα;
-Πολλά! Ε! Και ποιος θα το δουλεύει; Ποιός θα κάτσει στο ταμείο; Η Ευγενία η γυναίκα σου, αυτή είναι στο μαγαζί σκλαβωμένη.
-Θα βάλω άνθρωπο δικό μου, τον κουνιάδο μου τα μπρίκια δεν πάνε καλά και θα κλείσει.
-Και θα του έχεις εμπιστοσύνη όπως την Ευγενία;
-Υπάρχουν τα ρολόγια στις αντλίες και θα τον ελέγχω από κεί.
-Α! Για σου, τώρα είπες κάτι σωστό, θα ελέγχεις από τα ρολόγια, το ίδιο είναι και το ταμείο στο μαγαζί θα το ελέγχεις από το αποτέλεσμα. Τώρα που θα πάει η γυναίκα να γεννήσει τι θα κάνεις; Θα είσαι όλη την μέρα στο ταμείο;
-Έχεις δίκιο, θα φέρω την Ερατώ.
-Αυτήν ξέχασε την, έχει άλλες προτεραιότητες, πρέπει να βρει το σπίτι που θα στήσει το νοικοκυριό της, άλλωστε δεν την αφήνει και ο Χρόνης να δουλέψει. Όταν δεν υπάρχει η επιτακτική ανάγκη του μεροκάματου, γιατί να δουλεύει η γυναίκα αφήνοντας το σπίτι της;
-Καλά τα λές μωρέ Μάκη, τι να κάνω;
-Να εμπιστευτείς τους συνεργάτες σου, τους υπαλλήλους σου για να σε αγαπήσουν και να σου ανταποδώσουν αυτή την αγάπη και εμπιστοσύνη.
-Καλά όλα αυτά που λέμε Μάκη, θέλησε να αλλάξει κλίμα ο Μπάμπης, Δεν κουβεντιάζουμε όμως γιατί ήρθες και τι πρόταση έχεις;
-Αν θέλεις να το κάνεις βενζινάδικο, είναι εύκολο, βρίσκω αυτόν που έχει το οικόπεδο το αγοράζουμε και το οργανώνουμε, όμως τα βενζινάδικα δεν γίνονται όπου θέλει ο καθένας, οι εταιρίες αποφασίζουν μετά από μελέτη που είναι ο κατάλληλος τόπος και κατά κανόνα το παραδίδουν σε κάποιον που γνωρίζουν από το προσωπικό που δούλευε σε κάποιο από τα πρατήρια. Νομίζω πως είναι καλύτερη λύση να επενδύσεις τα χρήματα σε κάτι που ξέρεις καλά, και αυτά τα χρόνια που συνεταιριζόμαστε δουλειά σου είναι το καθημερινό φαγητό.
-Λοιπόν;
-Λοιπόν, συνέχισε ο Μάκης -Θα κάνεις κι άλλο ίδιο μαγαζί, ενδεχομένως και τρίτο, θα προμηθεύεσαι μεγαλύτερες ποσότητες  και θα επιτυγχάνεις καλλίτερες τιμές.
-Και πως θα τα ελέγχω;
-Θα δείξεις εμπιστοσύνη, το προσωπικό που έχεις τόσα χρόνια το ξέρεις, διάλεξε τον καταλληλότερο, βάλε τον κουνιάδο σου, πάντως την Ευγενία μετά την γέννα  ξέγραψε την.
-Σύμφωνοι,
-Ωραία βρες εσύ το χώρο και εγώ θα το οργανώσω.
-Μια ζωή στην οργάνωση έμεινες
-Δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις ποτέ, πως οι γνώσεις και οι γνωριμίες είναι πολύ σημαντικό κεφάλαιο στο οποίο επενδύει ο επιχειρηματίας, άντε τώρα φεύγω και περιμένω νεώτερα.
Το ίδιο βράδυ ο Μπάμπης το κουβέντιασε με την γυναίκα του και εκείνη συμφώνησε, έτσι ο από την επομένη άρχισε να αναζητά το τόπο που θα άνοιγε το δεύτερο μαγαζί, τότε πολλοί κινηματογράφοι γινόντουσαν super market, και εκεί έστρεψε τις έρευνες του, διαφωνούσε με τον Μάκη και δεν ήθελε να πάει σε μεσίτη ισχυριζόμενος πως είναι άδικη η προμήθεια αφού μπορεί να την κερδίσει.

Μέρος Ε΄. Το πρόβλημα

Ο Χρόνης ήταν εξαιρετικά αισιόδοξος για την χρονιά που άρχιζε, είχε γίνει η   SUPER TEAM από τις πρώτες φίρμες της αγοράς, αν και δραστηριοποιούτανε μόλις 7 χρόνια. Χάρη στις μπλόφες (τα προϊόντα που αργότερα επεκράτησε να ονομάζονται μαϊμούδες) κέρδισε πολλά χρήματα, ήταν αποφασισμένος να αγοράσει μεγάλη αποθήκη στην λεωφόρο Κηφισού,  τον καθυστερούσε ο Μάκης λέγοντας πως δεν είναι καιρός ακόμα, τους αρκούσαν οι δύο και το εκθετήριο.
Ένα μικρό πρόβλημα είχε μόνο, την Ερατώ. Σφόδρα ερωτευμένος μαζί της, ήθελε κάθε στιγμή να είναι πλάι της και όταν ήταν μαζί ήθελε να χαρεί τον έρωτα του, αλλά σκόνταφτε πάντα στην άρνηση.
-Πρώτα το στεφάνι και μετά τα υπόλοιπα.
-Μα είμαστε αρραβωνιασμένοι;
-Αρραβωνιασμένοι, όχι παντρεμένοι
Κάποια φορά από τις πολλές που ήταν μονάχοι θέριεψε ο Χρόνης τόσο πολύ  που προσπάθησε να την κάνει δικιά του με βία, εκείνη τον έκοψε λέγοντας πως αν το καταφέρει θα διαλύσει το αρραβώνα την ίδια στιγμή. Όσα επιχειρήματα και αν επιστράτευσε δεν κατόρθωσε να την πείσει. Εκείνη ήταν ανένδοτη, «πρώτα το στεφάνι και μετά τα υπόλοιπα» Μαράζωνε ο Χρόνης, έκλεγε η Ερατώ αλλά δεν υποχωρούσε, ήταν δασκαλεμένη από την μάνα της, πως οι άνδρες ένα πράγμα έχουν στο μυαλό του μόνο κα άμα το πετύχουν αδιαφορούν για τα υπόλοιπα.
-Κάνε υπομονή Χρόνη μου, το Πάσχα είναι κοντά, θα παντρευτούμε και θα ευχαριστηθείς όσο και εγώ θα σου κάνω επτά παιδιά, έλεγε αστειευόμενη αλλά ο πόθος του Χρόνη δεν λιγόστευε.
Βρήκαν σπίτι στο Μαρούσι, σε μια πολυκατοικία που είχε μόνο πέντε διαμερίσματα, όσοι και οι όροφοι της. Το δικό τους θα ήταν στον τελευταίο. Μεγάλο ευήλιο το επίπλωσαν χωρίς να κάνουν οικονομία, δεν υπήρχε λόγος άλλωστε και την Δευτέρα του Πάσχα παντρεύτηκαν. Μετά το γάμο έγινε γλέντι μέχρι το πρωί που κατάκοποι πήγαν σπίτι τους. Το απόγευμα που ξύπνησαν ο Χρόνης νόμισε πως έφτασε επιτέλους η στιγμή που θα γινόντουσαν πραγματικό ζευγάρι, ήταν διστακτικός όμως. Τον προκάλεσε η Ερατώ με τα καμώματα της και την πλησίασε γεμάτος λαχτάρα, αλλά λίγα δευτερόλεπτα μετά δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα συζυγικά του καθήκοντα. Προσπάθησε ξανά και ξανά αλλά μάταια, κάθε φορά που την αγκάλιαζε στα αυτιά του άκουγε τις φωνές της (πρώτα το στεφάνι) και τώρα που το είχαν βάλει το στεφάνι δεν μπορούσε να το ευχαριστηθεί. Τον παρηγόρησε αυτή πως είναι η υπερένταση και το άγχος των ημερών, πως αύριο θα είναι καλλίτερα, αυτός όμως ήταν απαρηγόρητος. Σηκώθηκε και πήγε στον καναπέ άνοιξε την τηλεόραση και χάζευε μέχρι το πρωί.
Όταν σηκώθηκε η Ερατώ, της πρότεινε να πάνε ένα ταξίδι για μια εβδομάδα, κάπου όπου ήθελε αυτή, αρκεί να έφευγαν μακριά από την Αθήνα. Συμφώνησε και φύγανε για την Κεφαλονιά, ήθελε να δει το χωριό του, και ήθελε να τον δουν τώρα πόσο τρανός είχε γίνει. Ειδοποίησε τον Μάκη πως θα λείπουν μια εβδομάδα και να μην τον ενοχλήσει κανείς και για κανένα λόγο.
Την επομένη είχε φτάσει το ζευγάρι των νεόνυμφων στο Ληξούρι, στο ξενοδοχείο που κατέλυσαν πήραν την καλύτερη σουίτα που διέθετε. Ολόκληρη την εβδομάδα δεν βγήκαν ούτε μια φορά από το διαμέρισμα τους. Οι ξενοδοχοϋπάλληλοι με πιπεράτα σχόλια πηγαινόφερναν τις παραγγελίες που δεχόντουσαν από το τηλέφωνο, αγνοώντας το δράμα που εξελισσόταν πίσω από την πόρτα. Μια ολόκληρη εβδομάδα ο Χρόνης δεν μπόρεσε ούτε μια φορά να ολοκληρώσει αυτό που πολύ καιρό περίμενε, είχε πρόθυμη ανταπόκριση από την Ερατώ, αλλά την κατάλληλη στιγμή βούιζε στα αυτιά η φωνή της «πρώτα το στεφάνι». Ήταν απαρηγόρητος όσα και αν του έλεγε η γυναίκα του, βουρκώνανε και των δυο τα μάτια και δεν θέλανε να βγουν και αντικρίσουν τους ανθρώπους, είχε ο Χρόνης την αίσθηση πως παρουσιαζόμενος στον κόσμο όλοι θα ασχολιόντουσαν μαζί τους, του έλεγε η Ερατώ, πως ίσως να χρειάζονταν λίγος χρόνος προσαρμογής, ίσως ακόμη χρειάζονταν ιατρική βοήθεια, ίσως, ίσως, ίσως……. Και γύρισαν στην Αθήνα.

Το πρώτο πείραγμα ήλθε από τον Μάκης που αφελώς ερώτησε «πως πήγε το μέλι» και τον έκοψε απότομα και με τρόπο που δεν σήκωνε άλλη κουβέντα, πως εδώ μιλάμε για δουλειές μονάχα και πράγματι ρίχτηκε με περισσότερο ζήλο στην δουλειά. Έγινε λιγόλογος και βλοσυρός με τους υπαλλήλους του πάντα όμως κουβαρντάς, απέφευγε να πάει στον Λυκούδη, αντίθετα άρχισε να πυκνώνει τις συναναστροφές του με τον Μάριο. Τον Μπάμπη τον είχε σχεδόν διαγράψει από τα κατάστιχα του, με τον Μάκη είχε σχεδόν καθημερινή επαφή και βγαίνανε μόνο για επαγγελματικούς λόγους. Είχε μάθει πλέον να κλείνει δουλειές σε τόπους πέρα από τα γραφεία, σε αυτά γινόντουσαν μετά οι διεκπεραιώσεις όσων συμφωνιών κλεινόντουσαν στα δείπνα και στα μπουζούκια. Τις περισσότερες φορές γύριζε νωρίς σπίτι του να είναι κοντά στην Ερατώ. Την έβλεπε και έλιωνε από τον καημό του, δεν ήθελε όμως να πάει σε γιατρό. Εκείνη πάλι ένοιωθε ενοχές, μήπως ήταν η αιτία της ζημιά που έπαθε ο Χρόνης;  Αν δεν άκουγε την μάνα της και του δινόταν τότε ίσως να μην περνούσαν το σημερινό μαρτύριο; Είχε έναν άνδρα δίπλα της, που την λάτρευε, της παρείχε ότι μπορούσε να φανταστεί, εκτός από το ουσιαστικότερο, δεν μπορούσε να την κάνει γυναίκα.

Στις αρχές του χειμώνα έπρεπε να ταξιδέψει για την Ταϊβάν, αντί να πάρει μαζί του την Ερατώ, προτίμησε τον Μάριο. Ο Μάκης έφερε αντίρρηση, λέγοντας πως το ταξίδι είναι επαγγελματικό, και ο Χρόνης έλεγε πως γι αυτό τον θέλει επειδή στις δουλειές δεν χωράν οι γυναίκες. Η Ερατώ του πρότεινε πως είναι ίσως ευκαιρία να βρεθούν σε άλλο κλήμα και μπορεί κάτι να προκύψει, αλλά αυτός είχε πάρει τις αποφάσεις τους και είχε βγάλει το πρόγραμμα του, θα έπαιρνε οπωσδήποτε τον Μάριο μαζί του για διερμηνέα, άσχετα αν τα εγγλέζικα που είχε μάθει του επαρκούσαν να συνεννοηθεί.
Όταν ο Μάριος βρέθηκε σε εκείνους τους εξωτικούς τόπους, θέλησε να γευτεί και τις ανάλογες διασκεδάσεις, αυτός ήταν και ο λόγος που τον επέλεξε ο Χρόνης, ο οποίος δεν ήξερε να κυκλοφορήσει σε τέτοια μέρη και ανέλαβε τα έξοδα. Δεκαπέντε ημέρες κράτησε το ταξίδι αυτό, δεν έκλεισε καμία συμφωνία, αντιθέτως χορτάσανε την ανατολίτικη ασωτία και γύρισαν πίσω δέκα κιλά λιγότερο και οι δύο. Ο Μάκης κάτι ψυλλιάστηκε, αλλά  δεν είπε την παραμικρή κουβέντα, όταν του ανέφερε ο Χρόνης πως δεν βρήκε κάτι ενδιαφέρον.
Στο σπίτι του όμως γύρισε με ανεβασμένο το ηθικό, είχε επιβεβαιώσει τον ανδρισμό του πολλές φορές στο ταξίδι εκείνο και έφτασε η ώρα να το δείξει και στην συμβία του. Άδικος κόπος όμως μόλις την πλησίαζε στα αυτιά του αντηχούσε πάντα η ίδια φωνή «πρώτα το στεφάνι», αγρίεψε και άρχισε να την κτυπά, εκείνη αδιαμαρτύρητα μετά τα πρώτα κτυπήματα του είπε, πως αν έτσι ικανοποιείτο ας την δέρνει, αυτός έβαλε τα κλάματα σαν μικρό παιδί και ζητούσε συγχώρεση. Η στιγμή που έγινε λιώμα, ήταν όταν του είπε, πως αφού επιβεβαίωσε τον ανδρισμό του αλλού, μπορεί να πηγαίνει με όποια θέλει και αυτή δεν θα του πεί ποτέ κουβέντα, τόσο τον αγαπούσε, ακόμα και αν θέλει να φύγει απ’ την ζωή του θα το έκανε.
Το άλλο πρωί κάλεσε στην εταιρία ασφαλιστή και εξασφάλισε την γυναίκα του σε ενδεχόμενο θάνατο δικό του. Το βράδυ της το ανακοίνωσε και ορκίστηκε πολλές φορές να ικανοποιεί κάθε της επιθυμία. Η Ερατώ ζήτησε να έχει μια ασχολία, οτιδήποτε θα της γέμιζε τις άδειες ώρες της. Υποσχέθηκε να το φροντίσει, σκεφτόμενος το εκθετήριο.
Όταν το συζήτησε με τον Μάκη βρήκε αντίρρηση:
-Οι γυναίκες μας πρέπει να μένουν έξω από τις δουλειές είναι κανόνας απαράβατος, κοίτα το Μπάμπη, έχει η Ευγενία λόγο για όλα,
-Μα στο εκθετήριο θα είναι, παραγγελίες θα παίρνει, ένας ακόμη τσαντάκιας
-Σε καμία περίπτωση, σκέπτεσαι έτσι όμορφη που είναι, πως μπορεί να είναι πρόκληση για κάποιους που έρχονται από την επαρχία γεμάτοι λεφτά και τις θεωρούν όλες εύκολες;
-Μιλάμε για την γυναίκα μου, μην το ξεχνάς
-Αν πρέπει να δουλέψει οπωσδήποτε, άσε με να την κουβεντιάσω, μου έχεις εμπιστοσύνη;
-Τόσα χρόνια αμφιβάλεις τώρα;
-Μιλάμε για την γυναίκα σου, γι αυτό ρωτώ
-Θα πάμε το βράδυ μαζί σπίτι να φάμε και τα λέμε.
-Μόνος μου θα πάω, ή να έρθει εκείνη εδώ;
-Πάρε την στο τηλέφωνο και κανόνισε το, καλλίτερα να μην ξέρω.

Εκεί τελείωσε η κουβέντα και ο Μάκης έφυγε επειδή ο Μπάμπης είχε βρει έναν κινηματογράφο που θα έκανε το δεύτερο Super market Γιαουρτάς. Φαντάζονταν πως έτσι αρχίζει η δική του αλυσίδα, εκτός από τον Σκλαβενίτη και τον Μαρινόπουλο, στις γειτονιές ξεφυτρώνανε Super market σαν τα μανιτάρια, οι δύο αυτοί είχαν αλυσίδα, τώρα θα έμπαινε σφήνα ο Γιαουρτάς. Οι ξένες μεγάλες φίρμες είχαν ακόμη διαδικαστικά προβλήματα για να ανοίξουν στην Αθήνα καταστήματα και προσπαθούσαν μέσα από συνεταιρισμούς με Έλληνες, Βερόπουλος Βασιλόπουλος Κωτσόβωλος να πατήσουν πόδι στην ελληνική αγορά, αυτά τα αγνοούσε ο Μπάμπης, έλεγε το γνωστό σλόγκαν και το θεωρούσε ευφυές «εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν».

Λίγες ημέρες επιστρέφοντας ο Χρόνης σπίτι του, βρήκε χαρούμενη την Ερατώ, κρατώντας στο χέρι σημειώσεις και ξένα περιοδικά. Άρχισε να του εξηγά πως ήρθε ο Μάκης και συζήτησαν διάφορες περιπτώσεις που μπορεί να έχουν ενδιαφέρον, αρκεί να βρίσκανε χρηματοδότη, αν έχει διάθεση να το κουβεντιάσουν και να επενδύσει η SUPER TEAM, ή αν έπρεπε να ψάξουν αλλού, εκείνος θα αναλάμβανε την οργάνωση. Ο Χρόνης δεν έφερε την παραμικρή αντίρρηση, ότι κι αν απαιτούσε η Ερατώ θα το είχε, αρκεί να μπορούσε να της το προσφέρει, ήταν διατεθειμένος και ολόκληρη την εταιρία να την ξοδέψει για χάρη της, την αγαπούσε τόσο πολύ και πίστευε πως η τύχη του κάτι άλλο θα του φανέρωνε.
Στα σχέδια της Ερατώς ήταν ένα μικρό εστιατόριο, να περνάν λίγοι μοναχικοί άνθρωποι να τρώνε, να της λένε μια καλημέρα, να δημιουργήσει ένα νέο φιλικό κύκλο, θα το ονόμαζε «μάσα-μπούκα». Ο Χρόνης υποσχέθηκε να κοιτάξει από αύριο το πρωί κι’ όλας να ξεκινήσεις η υλοποίηση του σχεδίου της, θα φρόντιζε με τον Μάκη της το παραδώσει έτοιμο, η Ερατώ διαφώνησε, «εγώ πρέπει να το οργανώσω με τον Μάκη».
Ένα τσίμπημα ένοιωσε στην καρδιά ο Χρόνης. Τον κτύπησε η ζήλια, μήπως ο Μάκης επωφεληθεί και οργανώσει και την Ερατώ; Πόσα ξέρει για τα ενδοοικογενειακά τους; Μήπως και τον προτιμά η Ερατώ; Ή προσδοκά να βρει αυτό που δεν μπορεί εκείνος να τις δώσει; Βασανιστικά ερωτήματα, αλλά και έτσι να είναι έχει δίκιο. Ήταν άδικες όλες αυτές οι σκέψεις, ο Μάκης είχε γοητευτεί από την Ερατώ αλλά καμιά στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό του πως θα μπορούσε να επωφεληθεί τίποτα από την γυναίκα του φίλου του. Οι δύο συνέταιροι είχαν μια συνεργασία χρονών βασισμένη στην εμπιστοσύνη, αυτή άρχισε να κλονίζεται στο μυαλό του Χρόνη.
Όταν κουβέντιασαν μαζί και οι τρείς το θέμα, ο Μάκης πρότεινε και το ζευγάρι αποδέχτηκε χωρίς ενδοιασμούς το είδος του εστιατορίου. Θα οργάνωνε ένα μικρό εστιατόριο πολυτελείας. Δεν θα δεχόταν σε καμία περίπτωση μοναχικούς ανθρώπους, οι πελάτες θα ήσαν διαλεκτοί και θα έπρεπε να έχουν κλείσει τραπέζι για συγκεκριμένη ώρα και για συγκεκριμένη διάρκεια. Θα εξελισσόταν έτσι σε τόπο που γινόντουσαν σημαντικές συναντήσεις μακριά από αδιάκριτα μάτια, εδώ θα κλεινόντουσαν συμφωνίες και θα χαρασσόταν πολιτική από τους συνδαιτυμόνες. Το μενού θα ήταν, ή σύμφωνο με την παραγγελία, ή, η προκαθορισμένη παραδοσιακή ελληνική κουζίνα. Το προσωπικό εκπαιδευμένο και ντυμένο στην πένα. Ενδεχομένως να φέρνανε μάγειρα από την Κίνα, να κάνανε το πρώτο κινέζικο εστιατόριο στην Αθήνα. Σε όλη αυτήν προσπάθεια θα προΐστατο η Ερατώ. Σε καμία περίπτωση δεν συναινούσε ο Μάκης να το ονομάσουνε «μάσα-μπούκα», αυτά δεν είναι του επιπέδου μας και δεν θα το κάνουμε.
Όταν ο Λυκούδης έμαθε από τον Χρόνη τα σχέδια του για το εστιατόριο, πρόσφερε στον παραγιό του τα οικόπεδα της Καλογρέζας, χαρίζοντας τα ως γαμήλιο δώρο στην Ερατώ, αλλά προειδοποίησε (-Μην ξεχνάς, γυαλί, μαλλί, σίδερο, δεν χαλούν), εδώ έχουμε (μάμ, κακά και νάνι).

Η περιοχή της Καλογρέζας δεν ήταν κατάλληλη για τέτοιου είδους εστιατόριο. Βρέθηκε στο Μαρούσι ένα οικόπεδο με κτίσμα που προορίζονταν για βενζινάδικο αλλά δεν προχώρησε, επειδή οι περίοικοι μπλοκάρανε τις διαδικασίες με την άδεια. Βρήκε το ιδιοκτήτη ο Μάκης του πρόσφερε τα οικόπεδα της Καλογρέζας για ανταλλαγή και βοήθεια στην απόκτηση της άδειας με τις γνωριμίες του και έκλεισε η δουλειά. Γκρίνιαξε ο Μπάμπης που θα ερχότανε άλλος στην γειτονιά του να κάνει το βενζινάδικο, το δέχθηκε μετά τις εξηγήσεις του Μάκη, πως δεν κρατήσει για πολύ και θα το αγοράσουν για λογαριασμό της εταιρίας τους.
Άρχισε με πολύ μεράκι και χωρίς να λογαριάζει τα έξοδα να οργανώνει το εστιατόριο αυτό. Κτίστηκαν χωρίς καμία χρονοτριβή όλες οι απαιτούμενες εγκαταστάσεις, ένα μικρό προκατασκευασμένο σπιτάκι στην αυλή, και ένα δυάρι στην ταράτσα, έγινε περίφραξη και αριθμημένοι σκεπαστοί χώροι σταθμεύσεως, μεταφυτεύτηκαν καμιά εικοσαριά φοίνικες, δημιουργήθηκαν παρτέρια και φυτεύτηκαν πολλά λουλούδια. Η κυρίως αίθουσα είχε δώδεκα τραπέζια, ενώ στην ανατολική μεριά υπήρχε χώρισμα με τζάμια ματ, εκεί υπήρχαν τέσσερα τραπέζια ακόμα διαμοιρασμένα σε ισάριθμα μικρά χωρίσματα με τις ίδιες τζαμαρίες. Μοκέτα παχιά στρωμένη σε όλο το έδαφος έδινε την αίσθηση της αρχοντιάς μόλις την πατούσες. Ο Χρόνης απορούσε με τα χρήματα που ξοδευόντουσαν, δεν τα λυπόταν αλλά ήταν παραπάνω από όσα δικαιολογούσε στο ταμείο ο Μάκης. Το σχολίασε και έμαθε πως ο πατέρας του ο Ηλίας Κώνος έκανε χορηγία ανάλογη με τα οικόπεδα που χάρισε ο Λυκούδης και ακόμα πως υπήρχαν και άλλες χορηγίες  από εκείνους που θέλανε να γίνουν μέλη του δημιουργούμενου CLUB. Δεν καταλάβαινε τι ακριβώς γινόταν αλλά είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Μάκη και την προνοητικότητα του. Το ζήτημα του προσωπικού που θα δούλευε ήταν δύσκολο, έλεγε ο Μάκης πως σε αυτήν την δουλειά όσοι προσληφθούν θα πρέπει να είναι γνωστοί φίλοι, ή συστημένοι από ανθρώπους πλήρους εμπιστοσύνης, επειδή οι πελάτες δεν θα ήταν τυχαίοι άνθρωποι, αυτός βρήκε τον Πάκη (Προκόπη) για φύλακα, σαράντα χρονών παλιός παλαιστής του Κατς, και τον εγκατέστησε στο σπιτάκι της αυλής και θα έλεγχε την είσοδο, αυτός θα συνόδευε την Ερατώ στην αγορά και γενικά θα ήταν η ασφάλεια της. Η Ερατώ βρήκε τρείς συμφοιτήτριες της στην σχολή αεροσυνοδών να εργαστούν ως σερβιτόρες, ενώ από την κινέζικη πρεσβεία ζήτησαν ένα ζευγάρι για μαγείρους, με καλές συστάσεις. Με τον ίδιο προσεκτικό τρόπο ήταν διαλεγμένο όλο το δυναμικό της επιχείρησης αυτής, που ονομάστηκε «CLUB ERATO». Οι πελάτες ήταν μέλη του Club αλλιώς δεν επιτρεπόταν η είσοδος,  έπρεπε να κλείσουν από πριν τραπέζι και δεν ήταν πάντα σίγουροι πως θα βρίσκανε. Τα τραπέζια πίσω από τα ματ τζάμια χρεωνόντουσαν διπλά, από αυτά το ένα ήταν μονίμως κλεισμένο για Χρόνη ή τον Μάκη. Δεν υπήρχε λογαριασμός σε αυτό το μαγαζί, οι χρεώσεις ήταν στην διακριτική ευχέρεια του μέλους, όσο πιο κουβαρντάς ήταν τόσο ευκολότερα εύρισκε τραπέζι την επόμενη φορά. Στο δυάρι πάνω στην ταράτσα εγκαταστάθηκε ο Μάκης. Τοποθετήθηκε ΚΑΦΑΟ στο πεζοδρόμιο και πήρε δεκαπέντε τηλεφωνικές συνδέσεις το Club, από τις οποίες οι πέντε ήτανε στο διαμέρισμα του Μάκη. Τοποθετήθηκαν  στο διαμέρισμα δυο ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τηλεομοιότυπα (FAX) και άλλος εξοπλισμός που για τον Χρόνη ήταν άγνωστος.

Στο τηλέφωνο του Club είχε αναλάβει να απαντά μόνο ο Μάκης, τουλάχιστον για τον πρώτο καιρό, όπως έλεγε μέχρι να μάθει η Ερατώ τα μέλη της ομάδας. Απόλυτη αρχόντισσα έμοιαζε μέσα εκεί η Ερατώ, με το χαμόγελο της σκλάβωνε όσους περνούσαν την πόρτα του μαγαζιού και το πέρασαν σημαντικοί άνθρωποι, κυρίως επιχειρηματίες έλληνες και ξένοι, πολιτικοί και δικηγόροι. Οι τελευταίοι ήταν οι μόνοι που μπαίνανε κρατώντας τσάντα και κατά κανόνα πήγαιναν στην ματ τζαμαρία. Εκεί βρισκόταν σχεδόν κάθε βράδυ ο Μάκης.


Έτσι κυλούσε ο καιρός μέχρι το καλοκαίρι του 1987, δέκα χρόνια μετά την πρώτη άδεια του Χρόνη που  του άλλαξε την ζωή. Ο Μάκης δεν είχε καιρό να ανέβει στην Θεσσαλονίκη να οργανώσει το περίπτερο της SUPER TEAM, έστειλε όμως συνεργείο και έδωσε όμως εντολές τι και πώς να το κάνουν. Ο Χρόνης σήκωνε το κυρίως βάρος της εταιρίας που διέθετε τότε συνολικά δεκατρείς τσαντάκηδες, δυο μαμάδες με σύνολο 64 καροτσάκιδες και τον Ζαζόπουλο που κουμαντάριζε του γύφτους. Είχε κάνει καταμερισμό εργασιών για όλα εκτός από ένα τμήμα της δουλειάς. Η προμήθειες ήταν αποκλειστικά δική επιλογή, εκτός από τα είδη σειράς, σκεύη, ποτήρια και είδη εστιάσεως, όλες οι άλλες παραγγελίες γίνονταν αποκλειστικά από αυτόν και πάντα στο χρυσό τρίπτυχο (γυαλί μαλλί σίδερο). Είχε πάρει ένα μεγαλύτερο αυτοκίνητο για σέρνει το τρέιλερ με την βάρκα του να πηγαίνει για ψάρεμα, ένα χόμπι που απόκτησε μετά τον γάμο, στην ουσία ήταν η δικαιολογία για να φεύγει μακριά και να ξεχνά το μεγάλο του πρόβλημα.
Εκείνο το καλοκαίρι με την προτροπή του Μάκη, πήρε τον Λυκούδη και την Ερατώ να πάνε να δουν την εξέλιξη του περιπτέρου. Ήθελε μια εβδομάδα ακόμη για να ανοίξει τις πύλες της, αλλά μέσα γινόταν ο οργασμός της προετοιμασίας. Όταν έφτασε στο γνωστό από άλλα χρόνια χώρο έτριβε τα μάτια του, στον χώρο αυτόν υπήρχε ένα περίπτερο με τα προϊόντα του Κώνου αλλά δεν υπήρχε πουθενά το όνομα του, είχε αντικατασταθεί από το Σ.Ε.Α. Συνεταιρισμός Εργατών Ανοξείδωτου. Ακριβώς δίπλα στην θέση που ήταν τα άλλα χρόνια ο Κώνος μια μεγάλη ασπρογάλανη φωτεινή επιγραφή είχε το όνομα του «ΒΑΓΓΕΡΕΛΟΣ». Η Ερατώ σφίχτηκε πάνω του, «μπράβο Χρόνη μου μπράβο», με πολύ ηρεμία γύρισε και της ζήτησε να τον περιμένει στην είσοδο θα έβγαινε σε λίγο, μόλις πέρασε η Ερατώ την πόρτα ξέσπασε στους εργάτες και στον επικεφαλή τους,
-Τι θα πει Βαγγερέλος; Ότι είναι η SUPER TEAM το χρωστάει στους ανθρώπους της, πίσω από το όνομα αυτό βρίσκονται όλοι αυτοί οι ανώνυμοι εργάτες που ξεμεσιάζονται, οι τσαντάκηδες που αντέχουν τις κοροϊδίες των καταναλωτών, οι οδηγοί, τα κορίτσια στο λογιστήριο οι καθαρίστριες ακόμα και ο καφετζής που μας εξυπηρετεί, κατεβάστε αμέσως την πινακίδα.
-Μα εμάς ο κύριος Κώνος άλλα μας είπε.
-Αυτό που λέγω εγώ τώρα, κατεβάστε αμέσως την πινακίδα,
-Δεν γίνεται αυτό, πρέπει να μας το πεί ο κύριος Κώνος, εκείνος μας προσέλαβε εκείνος μας δίνει εντολές, αγρίεψε ο εργολάβος.
-Αν δεν την κατεβάσεις τώρα να ξέρει πως δεν θα ξαναβρείς δουλειά
-Όχι δεν την κατεβάζω μέχρι να μου πεί ο κύριος Κώνος, εγώ τηρώ τις συμφωνίες μου.
Νευριασμένος γύρισε να φύγει και είδε τον Λυκούδη που τόση ώρα δεν μιλούσε καθόλου, «-Πάμε κυρ Ανδρέα, πάμε». Βγαίνοντας κατευθύνθηκε προς τα γραφεία της εκθέσεως, θυμήθηκε την Ερατώ και γύρισε στον Λυκούδη πάλι «–Κυρ Ανδρέα βρές την Ερατώ και πιείτε ένα καφέ μέχρι να έρθω». Βρήκε το αρμόδιο στα γραφεία, του εξήγησε πως δεν θα χρησιμοποιήσει η εταιρία του το περίπτερο αυτήν την χρονιά, για να συναντήσει την άρνηση του πως τάχα είναι αργά για την ματαίωση της συμμετοχής. Αντί για απάντηση ο Χρόνης έβγαλε το μπλοκ των επιταγών και ρώτησε πόσο είναι η οφειλή του, έγραψε το ποσό υπέγραψε και δίνοντας του στο υπεύθυνο.
-Ορίστε η εξόφληση, μην το ματαιώνεις αλλά άδειασε το τώρα, και αν το δώσεις σε άλλον να είσαι σίγουρος πως δεν τρέχει τίποτα, ευκαιρία να χαρτζιλικωθείς και σύ. Πήρε μια βαθειά ανάσα και πήγε να βρει την γυναίκα του  και τον Λυκούδη για να πάνε για φαγητό. Ήθελε να πάρει στο τηλέφωνο τον Μάκη, αλλά ήξερε πως ήταν νευριασμένος και θα έλεγε λόγια που δεν έπρεπε, πρότεινε μια βόλτα μέχρι την Αγία Τριάδα, ο Λυκούδης αρνήθηκε,
-Πηγαίνετε εσείς, είστε νέοι
-Έλα κυρ Ανδρέα, είσαι πατέρας μας, είπε η Ερατώ
-Όχι παιδάκι μου, όχι αφήστε με στο ξενοδοχείο
Τον αφήσανε στο ξενοδοχείο και συνέχισαν για την Αγία Τριάδα, ο Λυκούδης μόλις έμεινε μόνος τηλεφώνησε στον Ηλία Κώνο και του ζήτησε να έρθει να τον βρει και εκείνος ανταποκρίθηκε αμέσως.
Η Ερατώ θέλησε να μάθει γιατί την έβγαλε από την έκθεση, τι συνέβη μετά, ο Χρόνης γύριζε έντεχνα αλλού την κουβέντα. Όταν το ζευγάρι γύρισαν από την βόλτα τους στο ξενοδοχείο, τους ενημέρωσαν πως ο Λυκούδης έφυγε για την Αθήνα. Η Ερατώ πρότεινε να επιστρέψουν και αυτοί οι Χρόνης διαφωνούσε, άλαξε όμως γνώμη και την επομένη το πρωί ξεκίνησαν για την επιστροφή. Φτάνοντας στην Αθήνα άφησε την Ερατώ στο Μαρούσι και πήγε να βρει τον Λυκούδη, ανησυχούσε ο Χρόνης μήπως έπαθε τίποτα, τον αγαπούσε υπερβολικά, του χρωστούσε τα πάντα, ήταν πολύ ευγνώμων ο Χρόνης. Έκπληξη τον περίμενε όταν αντάμωσαν στο σπίτι του. μπροστά σε ένα φλιτζάνι καφέ πρώτη φορά τον κατσάδιασε ο Λυκούδης:
-Είχα την αίσθηση πως ήσουν αετός, αλλά έπεσα έξω.
-Τι θέλεις να πεις κυρ Ανδρέα; Τι κάνω λάθος;
-Σε μια μέρα δύο σημαντικά λάθη και πολύ μεγάλα.
-Ευτυχώς, γιατί τα σφάλματα διορθώνονται, νόμιζα πως έπαθες κάτι και έφυγες, ανησύχησα πολύ.
-Απογοητεύτηκα πλήρως, είναι δυνατόν να έχεις την γυναίκα σου μαζί και την διώχνεις για μιλήσεις.
-Δεν ήθελα να με δει να μαλώνω, γι αυτό.
-Λάθος σου, η γυναίκα σου είναι το άλλο σου μισό, δεν είναι μόνο για τα ευχάριστα, είναι και για τα δύσκολα.
-Αυτό είναι όλο;
-Όχι δεν είναι αυτό μόνο, αναρωτήθηκες γιατί έκανες όλη αυτήν την φασαρία, τι θα σου στοιχίσει εσένα και όλων εκείνων που ονόμαζες συνεργάτες στην SUPER TEAM, η πτώση των πωλήσεων που θα έχετε, τι επιπτώσεις θα έχει σε όλες αυτές τις οικογένειες; Και τι σε πείραζε αν έγραφε το όνομα σου, ίσα ίσα θα έπρεπε να καμαρώνεις γι αυτό, η Ερατώ το χάρηκε και στο απέδειξε και σύ. . .
-Εγώ τι; Ρώτησε ο Χρόνης που τόση ώρα άκουγε αποσβολωμένος.
-Εσύ την πρόσβαλες μπροστά σε τόσο κόσμο, διώχνοντας την και διαλύοντας αυτό που της άρεσε τόσο. Πέρασαν ήδη 48 ώρες αναλογίστηκες αν έκανες καλά;
-Κυρ Ανδρέα άκουσε με λίγο, έδιωξα την Ερατώ για μην δει θυμωμένο, δεν έφταιγε να αναστατωθεί, περισσότερο ταράχτηκε με την δική σου φυγή, αλλά στο διπλανό περίπτερο του Κώνου είδες πουθενά το όνομα του, εξαφανίστηκε, ποιος ξέρει τι θα λένε στην πιάτσα για αυτόν, δεν θέλω να γίνει το ίδιο με το δικό μου όνομα.
-Ποιο όνομα; Το Βαγγερέλος; Δεν το ξέρει κανείς, ούτε και πρόκειται να το μάθει ποτέ κανείς, επειδή η επιλογή σου είναι να είσαι χαμηλά με μαζί τις άλλες κότες, τσαντάκηδες, καροτσάκιδες,  εργάτες και οδηγούς.
-Αυτό συμπέρανες για μένα, με ξέρεις τόσα χρόνια, ξέρεις πόσο ευγνώμων σου είμαι.
-Ξέρω παιδί μου πως είσαι ευγνώμων, είσαι τίμιος, είσαι κουβαρντάς, είσαι μπεσαλής και μεγάλο ταλέντο στο εμπόριο, είσαι μερακλής με λίγα λόγια, αλλά τελικά αετός δεν είσαι, προτιμάς να είσαι με τους πολλούς και στα σίγουρα.
-Δεν καταλαβαίνω γιατί όλη αυτή η κατσάδα; Πρώτη φορά μου μιλάς έτσι θυμωμένα, γιατί;
-Ο άλλος, ο Μάκης, εκείνος είναι ο αετός που σας έκανε φίρμα, με την  οργάνωση  του βγήκατε στις αετοράχες.
Νευρίασε ο Χρόνης με όλη αυτήν την απρόσμενη εξέλιξη της συζητήσεως, πήγε να μάθει τι έγινε και έφυγε εσπευσμένα από το ξενοδοχείο και έγινε δέκτης μια πρωτόγνωρης κατσάδας. Ήταν όμως ευγνώμων προς τον Λυκούδη, ήταν σίγουρος πως ότι έλεγε δεν το έλεγε από κακία, αισθάνονταν την αγάπη του, δεν ήθελε να του αντιμιλήσει άσχημα, ήταν ο ευεργέτης του, σηκώθηκε να φύγει με πληγωμένο τον εγωισμό του και τότε δεν κρατήθηκε με ένα πικρό χαμόγελο είπε:
-Κυρ Ανδρέα στις αετοράχες υπάρχουν μαζί με τους αετούς και τα σκουλήκια. Και έφυγε να πάει να βρει το συνεταίρο του να ξεκαθαρίσει την κατάσταση, ποιος ήταν ο αετός και ποιός το σκουλήκι.
Ο Μάκης τον περίμενε νηφάλιος στα γραφεία στην Ν Φιλαδέλφεια όταν το είδε τον καλωσόρισε εγκάρδια.
-Καλώς τον Χρόνη, γρήγορα δεν επέστρεψες;
-Γρήγορα, ασφαλώς και θα ξέρεις τι έγινε;
-Ξέρω τι έγινε, δική είναι η απόφαση να μην εκθέσουμε αυτήν την χρονιά, σεβαστή και εκτελεστή, εσύ είσαι το αφεντικό, εσύ αποφασίζεις εγώ οργανώνω.
-Μην με δουλεύεις έτσι χοντρά, συμφωνήσαμε να μην υπάρχουν ονόματα στη φίρμα, ήταν δική σου ιδέα, είπαμε ότι αυτό που μετρά είναι το κέρδος.
-Ώστε αυτό είναι, τον έκοψε ο Μάκης, είσαι αφελής, με παρακάλεσε η Ερατώ που διάλεξε το χρώμα που είδες και την γραμματοσειρά, να σου κάνει έκπληξη.
-Τι δουλειά έχει η Ερατώ, αυτήν μην την ανακατεύεις
-Μην λές χαζομάρες, αυτή σε αγαπάει πολύ και επειδή δεν μπορεί να σου κάνει παιδί να δώσεις το όνομα σου, με παρακάλεσε να το δώσουμε στην εταιρία, αφού είναι δικό σου δημιούργημα, είμαστε μαζί δέκα χρόνια, εγώ αρχίζω την απαγκίστρωση και εσύ την οριστική σου εδραίωση, πρέπει να  είμαστε πλέον ώριμοι άνθρωποι και να μην κάνουμε πείσματα.
-Γιατί δεν ενημέρωσε κανείς;
-Δεν θα είχε κανένα νόημα θα χάλαγε όλο το σχέδιο της Ερατώς.
-Ποιος ξέρει τι άλλο κουβεντιάζεται πίσω από την πλάτη μου; Ρώτησε θυμωμένα και ξεκίνησε να φύγει για το σπίτι του να βρει την Ερατώ να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Το μυαλό του ήταν θολωμένο, τι κουβέντιαζε η Ερατώ με τον Μάκη; Γιατί ο Λυκούδης θεωρούσε το Μάκη αετό; Η ιστορία με το Club πόσο αθώα ήταν; Γιατί είχε χορηγίες από τον Κώνο; Γιατί ο Λυκούδης χάρισε τα οικόπεδα; Τι παιχνίδι τελικά παιζότανε πίσω από την πλάτη του: Αυτός μεγάλωνε την εταιρία με τις επιλογές και τον ροκανίζανε με τρόπο: Πόσοι γνωρίζανε την ανικανότητα του; Αυτό το τελευταίο το ένοιαζε πιο πολύ από όλα. Η Ερατώ μαγείρευε όταν μπήκε στο σπίτι θυμωμένος ο Χρόνης:
-Άσε το μαγείρεμα και έλα που σε θέλω, πρόσταξε και έκατσε στην πολυθρόνα του σαλονιού
-Έρχομαι, απήντησε σβήνοντας το φαγητό, από τον τόνο της φωνής του κατάλαβε πως κάτι εξαιρετικά σοβαρό συνέβαινε, -Τι τρέχει Χρόνη μου
-Τι κουβεντιάζεις πίσω από την πλάτη μου;
-Μην μου πεις πως ζηλεύεις; Θα γελάσω.
-Κάτι σε ρώτησα Ερατώ και δεν απαντάς, τι κουβεντιάζεις πίσω από την πλάτη μου και με πόσους; Ειδικά με τον Μάκη;
Έσκυψε το κεφάλι η Ερατώ και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, σηκώθηκε και την πλησίασε ο Χρόνης, «-Άσε τα κλάματα και λέγε».
-Δεν έχω να πω τίποτα, επειδή είμαστε τέσσερα χρόνια μαζί και με πειράζουν πως δεν έγινα ακόμα μανούλα, του είπα πως είμαι στέρφα.
Μαλάκωσε ο θυμός του Χρόνη και γονάτισε πλάι της.
-Αυτό είπες του Μάκη;
-Μόνο αυτό Χρόνη μου, αυτό που μας συμβαίνει, το γνωρίζουμε μόνο εμείς οι δύο, μην αμφιβάλεις για την αγάπη μου και την ειλικρίνεια μου και προπαντός για την τιμιότητα μου, θα προτιμούσα να σκοτωθώ παρά να σε εκθέσω, πολλές φορές νοιώθω τύψεις, ότι φταίω εγώ περισσότερο. Σου κατέστρεψα την ζωή ίσως; Αλλά ήθελα να δώσεις κάπου το όνομα σου αφού παιδιά δεν θα έχουμε, ήθελα να σου ανταποδώσω την ευχαρίστηση που πήρα όταν είδα το δικό μου όνομα στο Club. . .
Ο Χρόνης της σήκωσε το κεφάλι, -Μην κλαίς άσε με σου σκουπίσω τα μάτια. Έβγαλε το μαντήλι από την τσέπη του, το πήρε η Ερατώ και σκούπισε τα δικά του που ήταν περισσότερο μουσκεμένα.

Μέρος στ΄. Η λύση.

Πριν μπει ο Νοέμβριος ο Ηλίας Κώνος έκλεισε στο Club όλα τα τραπέζια πίσω από την ματ τζαμαρία. Συμπληρώνονταν η δεκαετία από την σύναψη των εταιρειών και θα περνούσαν στην τρίτη και τελευταία φάση. Το πείραμα πέτυχε, το ρίσκο που πείρε τότε να απέφερε πολλαπλάσια χρήματα από όσα επένδυσε. Με τον Γιαουρτά είχε τρία Super market και παραπάνω από σαράντα άτομα προσωπικό. Με τον Βεγγερέλο είχε μια από τις πρώτες εταιρίες εισαγωγής εμπορίας και διανομής οικιακών ειδών και συσκευών, ακόμα είχε το έλεγχο της παραγωγής στην υαλουργία «Φαιστός». Παραπάνω από εκατό άτομα ζούσαν από την δραστηριότητες της SUPER TEAM, ενώ το ERATO club, αναπτυσσόταν ικανοποιητικά.
Την βραδιά εκείνη ο Μπάμπης ήρθε συνοδευόμενος από την Ευγενία, όταν μπήκαν στο club η αδελφή της την πήρε από το μπράτσο να πάνε αλλού για να μιλήσουν οι άνδρες για δουλειές, εκείνη αντέδρασε «το μαγαζί δεν είναι μόνο δικό του, είμαι και εγώ το άλλο μισό» και πήγε στην ματ τζαμαρία κα έκατσε δίπλα στον άντρα της περιμένοντας τον Κώνο. Όταν ήρθε αυτός με τους δικηγόρους του, πλησίασε στο τραπέζι που ήταν ο Μπάμπης με την Ευγενία.
-Ο άλλος που είναι; Αργεί, αργεί, είναι γεννημένος αφεντικό, εσύ;
-Εγώ είμαι αφεντικό και με φίρμα, καθίστε κύριε Κώνο.
Έγνεψε στους δικηγόρους του και πήγαν σε άλλο τραπέζι, μετά γύρισε στον Μπάμπη,
-Γιαουρτάς! Φίρμα με τρία μαγαζιά, στην ουσία ενάμισι, αφού το υπόλοιπο είναι δικό μου.
-Σε πέντε χρόνια θα είναι όλο δικό μου και όσο επεκταθεί.
-Σε πέντε χρόνια Μπάμπη θα είσαι υπάλληλος και δεν θα το έχεις καταλάβει.
-Γιατί κύριε Κώνο; Έχετε σκοπό να διαλύσετε την εταιρία τώρα;
-Ναι θα την διαλύσω, άκουσε με, με προσοχή πριν από δέκα χρόνια είχες μια τσάντα και τα νιάτα σου, κοντεύεις τα σαράντα τώρα
-Τριάντα οκτώ, αλλά είναι άσχετο, υπάρχουν ρήτρες, υπάρχουν ασφάλειες υπάρχουν…
-Ξέρω, ξέρω εγώ έκανα το εταιρικό, όμως θα το διαλύσω σήμερα, και θα χαρείς κα σύ με την απόφαση, αλλά επιμένω πως σύντομα θα καταλήξεις να είσαι υπάλληλος, και αυτό το λέω επειδή σε μια τέτοια σοβαρή συνάντηση φέρνεις την γυναίκα σου μαζί, οι γυναίκες είναι για άλλες δουλειές. Βλέπεις ακόμα και τώρα σου τραβά το μανίκι.
-Λοιπόν; Ρώτησε ο Μπάμπης που έβαλε και του δύο αγκώνες στο τραπέζι πάνω, Λοιπόν;
-Αν συμφωνείς σήμερα θα περάσει όλη η εταιρία στο όνομα σου, θα αποσυρθούμε με μια μοναδική απαίτηση, ένα κιλό παγωτό κάθε χρόνο, θέλεις;
-Θέλουμε. Φώναξε η Ευγενία
-Θέλετε; Γέλασε ειρωνικά ο Ηλίας Κώνος, Ε! αφού θέλετε να γίνει, τα κοντράτα είναι έτοιμα οι δικηγόροι περιμένουν.
Ο Μπάμπης κοίταζε σαν χαμένος το Κώνο, -Δεν μπορώ να καταλάβω πως θα γίνω υπάλληλος, τώρα θα έχω τρία μαγαζιά δικά μου;
-Δεν θα καταλάβεις πολλά πράγματα, αλλά δεν πειράζει, θέλεις; Ή θέλετε;
-Θέλουμε, κύριε Κώνο.
-Αφού θέλετε, πηγαίνετε εκεί να υπογράψτε.
Σηκώθηκε το ζευγάρι από το τραπέζι αυτό και πήγαινε στο ακριανό που περίμεναν οι δικηγόροι, ο Μπάμπης κοντοστάθηκε:
-Μα τι όφελος έχετε;
-Ένα κιλό παγωτό τον χρόνο, προτιμώ φράουλα.

Έψαξε με το μάτι την σερβιτόρα και εκείνη την στιγμή μπήκε ο Χρόνης με τον Μάκη παρέα και τον πλησίασαν. Μόλις έκατσαν άρχισε το σερβίρισμα και ο Ηλίας Κώνος σχολίασε:
-Περιμένανε το αφεντικό για να αρχίσουν το σερβίρισμα.
Όταν τελείωσαν το φαγητό ο Ηλίας Κώνος αναρωτήθηκε που είναι η Ερατώ, και ο Χρόνης του εξήγησε πως έχει δουλειά και αυτά που θα κουβέντιαζαν τώρα δεν την αφορούσαν, όταν τέλειωναν οι δουλειές θα ερχόταν και εκείνη στην παρέα.
-Δεν ήσασταν στην έκθεση αυτήν την χρονιά, γιατί; Άρχισε την κουβέντα ο Κώνος, έχοντας απέναντι τους δυο συνεταίρους
-Και συ κυρ Ηλία έλειπες, αλλά όχι εντελώς, τι έγινε;
-Πάντα αυθάδης ο Χρόνης, αντί να απαντά ερωτά, χαρακτηριστικό των μεγάλων που πάντα ρωτούν και ποτέ δεν απαντούν.
-Μπα, μπα, έγινα μεγάλος; Αστειεύτηκε ο Χρόνης.
-Όχι ακόμη αλλά έχεις τα προσόντα, δεν παρακολουθείς τις εξελίξεις; Στην Έκθεση είδες ένα συνεταιρισμό εργατών, πούλησα το εργοστάσιο στον συνεταιρισμό και ησύχασα, όπως και το άλλο με τις κονσέρβες, εκείνο έγινε εταιρία λαϊκής βάσης. Τα εργοστάσια τα βρήκα από τον πεθερό μου και αυτός από τον δικό του πεθερό, κόρη δεν έκανα έτσι δεν έχω υποχρέωση να συνεχίσω την παράδοση αφού δεν έχω γαμπρό.
-Και βγήκες σύνταξη; Ρώτησε ο Χρόνης.
-Ένας επιχειρηματίας βγαίνει στην σύνταξη, μόνο όταν πεθάνει, αλλάζει επιχειρήσεις και δουλειές αλλά πάντα ρισκάρει, αυτή είναι η ζωή του.
-Αυτό λέει και ο κυρ Ανδρέας, το εμπόριο ποτέ δεν πεθαίνει.
-Ακριβώς έτσι, αυτά είναι τα δικά μου, εσείς γιατί δεν ήσασταν στην έκθεση; Επέμενε να μάθει.
Ο Χρόνης κοίταξε αμήχανα το Μάκη και εκείνος τον έβγαλε από την δύσκολη θέση.
-Το Club αυτό μας απορρόφησε, αλλάζουν τα πράγματα, χρήμα πολύ κυκλοφορεί και πρέπει να επωφεληθούμε.
-Αυτό λέω και εγώ, να επωφεληθείτε αλλά πώς; Χωρίς να διαφημίζεστε;
-Ανοιγόμαστε στις υπηρεσίες, είπε ο Μάκης, ο Χρόνης κοιτούσε αλλά δεν καταλάβαινε, στο μυαλό του νόμιζε πως μιλούσε για το club ο Ηλίας Κώνος καταλάβαινε τι έλεγε ο γιός του επειδή και εκείνος έκανε ακριβώς το ίδιο.
-Που ορίσατε έδρα;
-Εδώ στο πάνω όροφο, πατέρα μην ανησυχείς, όλα είναι υπό έλεγχο. Από σήμερα άλλωστε αρχίζει η απαγκίστρωση μου από την  SUPER TEAM, περνάμε στην Τρίτη φάση και γύρισε στον Χρόνη, -Έτσι δεν είναι συνέταιρε;  Από σήμερα εσύ θα δυναμώνεις και εγώ θα εξαφανίζομαι.
Ο Χρόνης αντιλαμβάνονταν πως κάτι μεγάλο παίζονταν αλλά δεν μπορούσε να το προσδιορίσει, με την πάγια τακτική του περίμενε να εξελιχθεί η συζήτηση και να επέμβει την κατάλληλη στιγμή. Ο πατέρας Κώνος πήρε πάλι τον λόγο:
-Χρόνη πριν από λίγο διέλυσα το συνεταιρισμό με τον Μπάμπη, είναι τώρα αφεντικό με τρία μαγαζιά και πολύ ευχαριστημένος, νομίζω πως πρέπει να διαλύσω και το δικό μας συνεταιρισμό, να αναλάβεις πλήρως την SUPER TEAM,
-Μα αν την χωρίσουμε θα πρέπει να την μοιράσουμε στα δύο.
-Όχι θα μείνει ολόκληρη δική σου, εμείς θα κρατήσουμε μόνο το club, εσύ θα έχεις τις αποθήκες γεμάτες γυαλί μαλλί σίδερο και τσαντάκηδες, εμείς θα πάρουμε τραπέζια και καρέκλες, νομίζω πως είναι συμφέρουσα συμφωνία, τι λές;
-Μια στιγμή κυρ Ηλία, πήρε αστραπιαία στροφές του μυαλό του, -Αυτά τα χρόνια που δουλέψαμε μαζί με τον Μάκη, αν ναυαγούσε η εταιρία θα έχανα εγώ τα λίγα και αυτός τα πολλά, τώρα αν ναυαγήσει χάνω πολλά  και αυτός τα λίγα.
-Δεν χάνει κανείς τίποτα. Θα πάρεις ολόκληρη την επιχείρηση, πριν από δέκα χρόνια δεν είχες τίποτα και τώρα βρίσκεσαι σε καλό σημείο επωφελήσου.
-Ακριβώς θα επωφεληθώ όπως λές κυρ Ηλία θα ανοιχτώ στις υπηρεσίες
Πατέρας και γιός κοιταχτήκαν με νόημα, αυτό περίμενε να δει ο Χρόνης, τώρα ήξερε πως αυτές οι υπηρεσίες έκρυβαν κάτι σημαντικό.
-Τι ξέρεις από υπηρεσίες;
-Όλα μαθεύονται κυρ Ηλία, εγώ δεν θέλω να διαλυθεί η εταιρία, αντίθετα θέλω να σου κάνω την δική μου πρόταση.
-Για λέγε, για λέγε,
-Το  Club είναι της Ερατώς για αυτήν φτιάχτηκε και αυτή το κουμαντάρει όπως βλέπεις καλά, το δικό μου ποσοστό στην SUPER TEAM αυτήν την στιγμή είναι 50% και θα ανεβαίνει κάθε χρόνο άλλες δέκα μονάδες, θα μείνουμε για πάντα στο 50-50 με την διαφορά πως το δικό μου 50 θα περάσει όλο στην Ερατώ και το στρατηγείο για τις υπηρεσίες θα μείνει ως έχει.
Δεν καταλάβαινε τους όρους υπηρεσίες και στρατηγείο άλλα με την πειθώ που εξέπεμπε τους άφησε άναυδους. Ο πατέρας Κώνος άπλωσε το χέρι του στον Χρόνη:
-Είσαι αετός ένας αιμοβόρος αρπαχτικός αετός, μα έχεις μπέσα, φώναξε την γυναίκα σου τώρα να πιούμε για τα καλορίζικα και γυρνώντας προς το ακριανό τραπέζι έγνεψε να φύγουν οι δικηγόροι.
Όταν πλησίασε η Ερατώ στο τραπέζι ο Κώνος με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση της είπε να ετοιμαστεί να φύγουν για την παραλία να το γιορτάσουν, εκείνη κοίταξε στην πλευρά του Χρόνη εκείνος σήκωσε τους ώμους, «-Αφού προστάζει ο κυρ Ηλίας, πάμε».
Ο Μάκης οδηγούσε έχοντας την Ερατώ δίπλα του, ενώ ο Χρόνης με τον Ηλία Κώνο έκατσαν στο πίσω κάθισμα. Ευχαριστιόταν ο Κώνος να συζητά με τον Χρόνη, του άρεσε η αυθάδεια του που δεν ήταν όμως ούτε χυδαία ούτε αποκρουστική, η ευφυΐα  του και η ετυμολογία του τον συνέπαιρναν.
-Δεν μου λες Χρόνη, πόσα ξέρεις από υπηρεσίες;
-Τίποτα, τίποτα απολύτως
-Το φαντάστηκα για μια στιγμή, δεν μου λες πάλι, τώρα που το ξέρω και δεν έχουμε ακόμα κάνει τα κοντράτα, πως το ομολογάς τόσο απερίσκεπτα.
-Αχά! Γέλασε δυνατά ο Χρόνης, -Έχεις μπέσα κυρ Ηλία και το ξέρω.
Γέλασε ο Ηλίας Κώνος με την καρδιά του.
-Θα σε μάθει ο Μάκης, αλλά θα σου πως εγώ κάτι άλλο, ψάξε να βρεις ζώνες ασφαλείας για τα αυτοκίνητα, φέρε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα, ίσως είναι και η τελευταία μεγάλη δουλειά που θα κάνεις με τα αγαπημένα σου υλικά, γυαλί, μαλλί, σίδερο.
-Ποιος θα τις πάρει;
-Φέρτε εσύ και μετά θα γίνει υποχρεωτικός νόμος και θα φάμε καλά.
-Τώρα κατάλαβα, αυτό σημαίνει υπηρεσίες, ε, αυτό σημαίνει.
-Περίπου αετέ μου, περίπου, θα κάτσω μερικές ημέρες στην Αθήνα, έλα να με βρεις να κουβεντιάσουμε οι δύο μας και ο Μάκης θα τα οργανώσει, έχει σπουδάσει γι αυτό και έχω εμπιστοσύνη στις σπουδές του, όσο εσένα στο ταλέντο σου, φτάσαμε τώρα φαί και γλέντι.
Περίπου στις τρείς τα ξημερώματα σε κατάσταση ευθυμίας, γυρίζανε στο Μαρούσι, ο Χρόνης επέμενε να τους φιλοξενήσει αυτήν την βραδιά, πατέρας και γιος συμφώνησαν. Το άλλο πρωί στις έξι ο Χρόνης κατά την προσφιλή του συνήθεια σηκώθηκε, με έκπληξη είδε στον καναπέ του σαλονιού να κάθεται ο Ηλίας Κώνος κρατώντας στο χέρι ένα χαρτί και με μολύβι σημείωνε και έσβηνε και ξανάσημείωνε, μόλις τον αντιλήφθητε σήκωσε τα μάτια του:
-Κάνε καφέ και έλα εδώ.
Έψησε δυο καφέδες και φορώντας ακόμα τις παντόφλες τους απόθεσε στο τραπέζι και έκατσε
-Καλημέρα κυρ Ηλία, πρωινός είσαι;
-Και εσύ σηκώνεσαι πρωί, για να κατακτήσεις τον κόσμο την ώρα που οι άλλοι κοιμούνται;
-Λες;
-Εγώ όμως είμαι ξυπνητός πιο νωρίς από σένα και δεν με κατακτάς.
-Κυρ Ηλία και να θέλω μπορώ;
-Άσε τις διπλωματίες τώρα, να ξέρεις πως εγώ δεν γελιέμαι, αυτήν την στιγμή είμαστε οι δύο μας και θέλω να κάνουμε κουβέντα μπεσαλίδικη.
-Εγώ είμαι πρόθυμος, ακούω τι συμβαίνει;
-Από πότε έχεις να δείς τον Λυκούδη;
-Είναι λίγος καιρός, από το καλοκαίρι
-Γιατί; Γιατί Χρόνη; Τι έτρεξε; Ξέχασες ποιος είναι;
-Κάθε άλλο, είναι ο ευεργέτης μου, τον αγαπάω και τον σέβομαι, αλλά οι δουλειές τον τελευταίο καιρό δεν αφήνουν χρόνο, θα πάω όμως αυτές τις μέρες.
-Μην πάς θα έρθει αυτός εδώ, το μεσημέρι θα φάμε εδώ όλοι μαζί, το έχει κανονίσει η Ερατώ, είσαι τυχερός που την έχεις αλλά δεν το έχεις συνειδητοποιήσει.
-Ευχαριστώ, αλλά δε λές να αφήνουμε τις γυναίκες έξω από τις δουλειές; Αυτό κάνω.
-Τέλος πάντων, αν την είχα εγώ θα ήταν η μόνιμη δουλειά μου, θα τις είχα κάνει μια ντουζίνα παιδιά να ασχολείται, είπε χαμογελώντας και σοβάρεψε απότομα μετά.
-Τι έγινε στην Θεσσαλονίκη και τρόμαξες τόσο; Δεν είδες το όνομα μου και φοβήθηκες πως το ίδιο θα γίνει και με σένα μια μέρα;
-Τώρα που το λές κυρ Ηλία, μπορεί αυτό να ήταν. Ανακάθισε ο Χρόνης.
-Αυτήν την περίοδο κυκλοφορούν πολλά χρήματα, εκδόθηκαν τα πεντοχίλιαρα σε λίγο θα έχουμε τα δεκαχίλιαρα, τα χρήματα αυτά είναι απλωμένα σε ακατάλληλα χέρια, σε ανθρώπους έτοιμους να ξοδέψουν και καταναλώσουν όσα μπορούν περισσότερα.
-Και εμείς είμαστε εδώ να τους βοηθήσουμε, προσφέροντας ότι θέλουν και οικονομάμε, σωστά;
-Εν μέρει μόνο, πρέπει να ικανοποιηθούν και να μας ευχαριστούν γι αυτό. Το εργοστάσιο με τα ανοξείδωτα εξελίχθηκε έφτασε στην κορυφή για ελληνικά δεδομένα, το έβαλα στο χρηματιστήριο, πούλησα τις μετοχές στους εργαζόμενους, έγιναν όλοι αφεντικά, όπως νομίζουν, μου έχουν υποχρέωση και όταν αρχίσει η πτώση θα χάσουν ότι επένδυσαν. Εγώ έχω την συνείδηση μου τακτοποιημένη τους παρέδωσα υγιή την επιχείρηση.
-Το ίδιο έκανες και στην κονσερβοποιία;
-Ο έξυπνος παίκτης υποχωρεί πριν αρχίσει να χάνει, όταν υπάρχει η ευημερία και η κατανάλωση θα ακολουθήσει οπωσδήποτε περίοδος των ισχνών αγελάδων, ξέρεις; Τότε πρέπει να έχουμε το σταράκι φιλαγμένο. Θα πρέπει να πουλάμε άλλου είδους εμπόρευμα.
-Δηλαδή; Με μεγάλο ενδιαφέρον ο Χρόνης άκουγε την διάλεξη που του έκανε ο Κώνος. Δηλαδή; Υπηρεσίες;
-Ακριβώς, αυτό κάνεις εσύ χρόνια τώρα αλλά δεν το καταλαβαίνεις, έχεις όμως τα προσόντα να διδαχθείς, όχι όμως ο φίλος σου όμως ο Μπάμπης, να είσαι σίγουρος πως σε λίγα χρόνια θα είναι υπάλληλος κάποιας αλυσίδας που θα τον αγοράσει, και με κάποιον τίτλο θα τον χρησιμοποιήσει για όσο καιρό θα είναι χρήσιμος, μετά άστα να πάνε, θα έχει να λέει κάποτε ήταν φίρμα.
-Εγώ δεν κατάλαβα; Τι υπηρεσίες έκανα;
-Μπήκες ανάμεσα στον καταναλωτή και τον παραγωγό, έδωσες και στον ένα και στον άλλο την ευκαιρία που ζητούσαν, ό ένας να αγοράσει και ο άλλος να διαθέσει, αν δεν ήσουν εσύ τι θα έκανα την Μαργαρίτα; Ξέρεις πόσα σου οφείλω;
-Εμένα; Θα έλεγα το αντίθετο και φοβόμουν κι όλας.
-Σε είχα ανάγκη να την απλώσω στην αγορά και εσύ πάλι αυτόν, τον Μπάμπη, εκμεταλλεύτηκα εγώ εσένα και εσύ αυτόν, μόνο που εσύ πληρώθηκες ενώ αυτός έκανε πείσματα στον πεθερό του, στις δουλειές δεν χωράν πείσματα και αυτός δεν το ξέρει.
-Κυρίως όμως κυρ Ηλία χρωστάμε στους τσαντάκηδες την εξάπλωση.
-Ο τσαντάκιας μοιάζει με τον κυνηγό που ανάλογα με τι όπλο κουβαλάει θα φέρει το ανάλογο θήραμα, άλλος πάει για τσίχλες και άλλος για αγριογούρουνο, άλλος μονάχος και άλλος οργανωμένος με ομάδα, όλοι κυνηγοί είναι, αλλά καμιά φορά γίνονται και ατυχήματα και σκοτώνονται μεταξύ τους.
-Καλό το παράδειγμα, εγώ όμως είμαι ψαράς, αστειεύτηκε για να αποσυμφορήσει την ατμόσφαιρα ο Χρόνης.
-Μην αστειεύεσαι, ψαράδες είναι οι μαγαζάτορες που απλώνουν τα δίκτυα και περιμένουν το ψάρι (πελάτη) να πέσει μέσα. Εσύ είσαι ψαροτουφεκάς,  κυνηγός και ψαράς ταυτόχρονα και αυτό είναι ταλέντο, δεν διδάσκεται και δεν μεταδίδεται. Εγώ σου έδωσα το ψαροτούφεκο, ο Λυκούδης σου έμαθε να κολυμπάς κι αυτό είναι σημαντικότερο.
Εκείνη την ώρα τους διέκοψε το κουδούνι, έπιασε το θυροτηλέφωνο ο Χρόνης:
-Ποιός είναι; Έλα πάνω, είπε και άνοιξε την πόρτα να περιμένει τον Λυκούδη. Αγκαλιαστήκαν με πολύ αγάπη και πέρασαν μέσα στο σπίτι, σηκώθηκε από την καναπέ Κώνος να τον υποδεχθεί και αυτός.
-Καλημέρα Ηλία, τα λέτε με τον νεαρό; 
-Καλημέρα Ανδρέα, έλα κάτσε να συνεχίσουμε;
-Μάλλον είστε συνεννοημένοι, μπήκε ο Χρόνης στην μέση, θα φτιάξω καφέ για τον κυρ Ανδρέα και έρχομαι.
Ώσπου να κάνει τον καφέ ο Χρόνης, ο Κώνος εξήγησε στον Λυκούδη τι συμφωνήσαν εχθές και πως η εταιρία θα περάσει στο όνομα του Μάκη και της Ερατώς σύμφωνα με την επιθυμία του Χρόνη. Όταν ήρθε ο καφές και έκατσε ο Λυκούδης άρχισε την κουβέντα χαμηλόφωνα μην ξυπνήσουν  οι υπόλοιποι.
-Τρελός είσαι Χρόνη; Τι μου λέει ο Ηλίας πως θα περάσουν όλα στο όνομα της Ερατώς;
-Που είναι το πρόβλημα;
-Το ξέρει εκείνη; Το δέχθηκε;
-Θα το μάθει άμα ξυπνήσει, γιατί να μην δεχθεί;
-Της έχεις τόση εμπιστοσύνη ρε παιδί μου;
-Άκου κυρ Ανδρέα, αν είναι να προσβάλεις την γυναίκα μου καλλίτερα να φύγεις από το σπίτι τώρα, σου χρωστάω την ζωή μου αλλά δεν θέλω να ανακατεύεσαι με την Ερατώ, είναι δική μου γυναίκα.
-Συγνώμη Χρόνη, άμα θέλεις να φύγω, φεύγω τώρα. έκανε να σηκωθεί από τον καναπέ, αλλά ο Κώνος άπλωσε το χέρι και τον συγκράτησε.
-Κάτσε Ανδρέα, νέος είναι και το αίμα του βράζει.
-Συγνώμη Κυρ Ανδρέα, συγνώμη παραφέρθηκα, μην ανακατεύεις όμως την Ερατώ, ότι θέλεις λέγε για εμένα μόνο.
Εκείνη την στιγμή έκανε την εμφάνιση της η Ερατώ στο σαλόνι καλημερίζοντας τους:
-Πω! Πω! Πόσο πρωινοί είστε; Εγώ νοικοκυρά τάχα κοιμάμαι ακόμα, πήγε στην μεριά του Λυκούδη τον αγκάλιασε και τον φίλησε, καλημέρα κυρ Ανδρέα, άπλωσε το χέρι της στον στον Κώνο και εκείνος παραπονέθηκε –Εγώ δεν δικαιούμαι φίλημα; Τον φίλησε και αυτόν, πήγε τέλος στον Χρόνη πέρασε το χέρι της γύρω από την μέση του και τον πείραξε -Έκανες καλούς τους καφέδες;
-Κάτσε Ερατώ, δεν είναι ώρα για αστεία.
-Τι συμβαίνει; Σοβάρεψε αυτή
-Άκου Ερατώ, άρχισε πολύ σοβαρά ο Κώνος, θέλω να ξέρω τη γνώμη έχεις για τον Μάκη, συνεργάζεστε λίγο καιρό μαζί, πως σου φαίνεται;
-Κύριε Ηλία, προξενιό μου κάνεις; Τι κουβέντες είναι αυτές; Απόρησε και ειρωνεύτηκε η Ερατώ κοιτώντας ταυτόχρονα τον Χρόνη στα μάτια και σφίχτηκε πιο κοντά του.
-Μην τρομάζεις παιδί μου, προξενιό με τον άνδρα σου μπροστά γίνεται;
-Τότε; Τι ερώτηση είναι αυτή;
-Θα σου εξηγήσει ο Χρόνης, είπε ο Κώνος και πήρε το μολύβι πάλι στα χέρια του, γυρνώντας το ανάμεσα στα δάκτυλα του αμήχανα.
-Ερατώ, ρωτάει ο κυρ Ηλίας, και ο κυρ Ανδρέας θέλει να μάθει πόσο αρμονική είναι η συνεργασία σου με τον Μάκη, γιατί το μεσημέρι θα υπογράψετε συμβόλαια και γίνεται συνεταίροι. Το Club θα γίνει η έδρα της νέας εταιρίας που θα έχει το όνομα σου για τίτλο.
-Εμένα δεν με ρώτησε κανείς αν θέλω να υπογράψω; αν θέλω να γίνω αφεντικό όπως ονειρεύονται κάποιο άλλοι ίσως; εγώ όμως όχι, εγώ θέλω να είμαι η γυναίκα σου και νοικοκυρά στο σπίτι μου, δεν είμαι για παραπάνω, καλός και χρυσός ο Μάκης αλλά είναι δικός σου συνέταιρος όχι δικός μου. Όσο μίλαγε ο τόνος της φωνή ανέβαινε, ο Λυκούδης σηκώθηκε από τον καναπέ και στράφηκε προς τον Κώνο
-Ηλία, είδες την θέα από το μπαλκόνι της κουζίνας, έλα να την δείς, εκείνος σηκώθηκε και τον ακολούθησε αφήνοντας πίσω το ζευγάρι να συνεχίσει το καυγά που μόλις άρχιζε. Μόλις έφυγαν πήρα τον λόγο ο Χρόνης χαμηλόφωνα και κρατώντας το χέρι της Ερατώς:
-Σε παρακαλώ μην φωνάζεις, μη εξάπτεσαι δεν θα κάνω κάτι που δεν θέλεις ποτέ, το ξέρεις αυτό.
-Το ξέρω, αλλά όλη αυτή συνομωσία πίσω από την πλάτη μου;
-Δεν υπάρχει καμία συνομωσία, είναι απλά μια ένδειξη αγάπης και εμπιστοσύνης σε Εσένα, στο πρόσωπο Σου, αντίστοιχη εκείνης που έκανες Εσύ στην έκθεση και την παρεξήγησα, φέρθηκα τότε πολύ άσχημα γιατί δεν ήξερα, από τότε μόνο σήμερα μίλησα με τον κυρ Ανδρέα και γνωρίζεις πόσο τον αγαπώ.
-Λυπάμαι, πόσο λυπάμαι, είπε η Ερατώ και το δάκρυ με δυσκολία κρατιόταν στην άκρη των ματιών της.
-Μην λυπάσαι, όλα διορθώνονται, πρέπει να με καταλάβεις σε ένα σημείο που θεωρώ σημαντικό, ο κυρ Ανδρέας με λέει κότα, ο κυρ Ηλίας με λέει αρπακτικό αετό, δεν είμαι όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο θέλω να είμαι άνθρωπος, ελεύθερος άνθρωπος, Εσύ με έχεις σκλαβώσει, επειδή με αφήνεις ελεύθερο και δεν υπάρχει μεγαλύτερη σκλαβιά από την ελευθερία. Σου έχω χαλάσει την ζωή και το ξέρουμε οι δύο μας…..
-Σταμάτα, τον έκοψε, -Και Εσύ ξέρεις πως είσαι η ζωή μου όλη, κάνε ότι θέλεις σου έχω απεριόριστη εμπιστοσύνη.
Άπλωσε το χέρι του με μια τρυφερή κίνηση να της σκουπίσει τα μάτια και πρόβαλε ο Μάκης στο σαλόνι:
-Μπα, Μπα πρωί, πρωί τα μέλια, που είναι ο γέρος κοιμάται ακόμα;
-Εσύ κοιμάσαι ολόρθος τεμπελχανά, ακούστηκε η φωνή του πατέρα του, που παρέα με τον Λυκούδη επέστρεψαν από το μπαλκόνι της κουζίνας στο σαλόνι. -Περασμένες δέκα και ακόμα είστε εδώ και οι δύο τραβάτε στην εταιρία σας, όσο την έχετε ακόμη και ελάτε το μεσημέρι θα φάμε εδώ όλοι μαζί και να φέρτε και κανένα καλό κρασί μαζί σας.
Φύγανε οι δύο συνεταίροι έκατσαν στο καναπέ ο Λυκούδης και ο Κώνος και αρχίσανε να κουβεντιάζουν για ένα σωρό άσχετα θέματα, όσο χρόνο μαγείρευε η Ερατώ στην κουζίνα. Το μεσημέρι νωρίτερα από το συνηθισμένο επέστρεψε ο Χρόνης παρέα με τον Μάκη, φάγανε παινέσανε την μαγειρική την Ερατώς και όταν εκείνη έφυγε για το club συνέχισε ο Ηλίας Κώνος την πρωινή του διάλεξη, μόνο που τώρα το ακροατήριο ήταν διευρυμένο, εξήγησε υπάρχει μια ευρύτατη γκάμα παροχής υπηρεσιών, πως ήρθε η εποχή που θα πουλάνε αέρα, πληροφορίες και ειδήσεις έχουν την αξία τους, τόσα πεντοχίλιαρα που κυκλοφορούν πρέπει να μαζευτούν σε έναν τόπο, το χρηματιστήριο και το ονόμασε ναό του χρήματος, θα μας ευγνωμονούν κι όλας που θα κάνουμε την Ελλάδα Ευρώπη, εξήγησε ακόμα με ποιους τρόπους πρέπει να εξαχθεί το χρήμα στο εξωτερικό, λέγοντας πως η SUPER TEAM πρέπει να επεκταθεί και σε άλλους τομείς, στο ελεύθερο ραδιόφωνο και την τηλεόραση που δεν θα αργούσε να έρθει, ακόμα στα τηλέφωνα γιατί ο ΟΤΕ θα έχανε το μονοπώλιο, είπε πολλά για καταλήξει:
-Όπως λένε οι Αμερικάνοι, ότι δεν αγοράζεται με λεφτά, αγοράζεται με πολλά λεφτά.
-Εγώ λέω, μίλησε  Λυκούδης, «γυαλί μαλλί σίδερο» δεν χαλούν, τ’ άλλα που λές Ηλία είναι αέρας, αέρας κοπανιστός.
-Ακριβώς έκλεισε την διάλεξη του ο Κώνος, αέρας, με τον αέρα ζούμε και αναπνέουμε, κάνουμε «μαμ, κακά και νάνι» και χρησιμοποιούμε «γυαλιά, μαλλιά και σίδερα».

Μια εβδομάδα που έκαναν οι δικηγόροι να συντάξουν τα συμβόλαια της νέας εταιρίας με συμβαλλόμενα μέλη τον Μάκη και την Ερατώ, ο Κώνος με τον Λυκούδη τα πρωινά έφερνε βόλτα τα νησιά του Σαρωνικού και τα βραδινά έκανε γνωριμίες στο Club με ανθρώπους του νέου αντικειμένου εργασίας που ξεκινούσε. Η Ερατώ αποδεικνυόταν εξαιρετική οικοδέσποινα, κοινωνική, ευγενική και ταυτόχρονα απρόσιτη και ψυχρή. Απέπνεε σεβασμό και αρχοντιά με μια απαράμιλλη γοητεία. Όταν μπήκαν οι υπογραφές ο Ηλίας Κώνος αναχώρησε για την Θεσσαλονίκη δίνοντας ραντεβού σε δέκα χρόνια πάλι, (αν ζούσε;) καθώς είπε.
Ο Μάκης έφυγε στο εξωτερικό να βρει τις ζώνες ασφαλείας, φροντίζοντας  να αρχίσει η εξαγωγή των χρημάτων με υπερτιμολογήσεις των εισαγομένων προϊόντων, αυτό ήταν μόνο η αρχή. Όταν η παραλαβή έγινε δεν είχε καλή απορρόφηση στην αγορά, δυσανασχέτησε αλλά ο Μάκης τον καθησύχασε.
-Θα πουληθούνε στην διπλάσια τιμή, σε δύο μήνες
-Πως το ξέρεις;
-Σήμερα κατατέθηκε στην Βουλή νόμος και είναι υποχρεωτικό όλα τα αυτοκίνητα να εφοδιαστούν με ζώνη, μην σκάς.
Πράγματι σε δύο εβδομάδες οι πελάτες άρχισαν να ζητούν και αυτός να μην πουλά, όταν διαπίστωσε πως δεν είχαν άλλη πηγή, είπε πως έχει νέα παραλαβή και διπλασίασε την τιμή, το κέρδος για την SUPER TEAM ήταν τεράστιο. Μετά από αυτήν την επιτυχία, ο Μάκης του είπε πως είχε έρθει η ώρα να απαγκιστρωθεί από την εταιρία, να ασχοληθεί περισσότερο με τις οικονομικές και χρηματιστηριακές υπηρεσίες. Θα είχε και περισσότερο ελεύθερο χρόνο, να ασχοληθεί με το νέο του χόμπι, που από ένα λόγο του Κώνου το έκανε πράξη, ασχολιόταν και με το ψαροτούφεκο.
Μάζεψε ένα πρωινό τους τσαντάκηδες σε πρώτη δόση και μετά όλο το προσωπικό της εταιρίας, τους ανακοίνωσε πως η εταιρία είναι από τις κορυφαίες του είδους και θα μπει στο χρηματιστήριο, όποιος θέλει να επενδύσει μικρό ή μεγάλο ποσό, αγοράζοντας μετοχές θα είχε ποσοστιαία συμμετοχή και λόγο στις αποφάσεις τις. Θα γίνονταν γενική συνέλευση θα εκλεγόταν ο νέος διευθυντής και σε τελευταία ανάλυση θα διοικούσαν οι μέτοχοι και όχι αυτός με τον Μάκη μόνο. Ακόμα διευκρίνισε πώς η αγορά μετοχών είναι ανοικτή για όσους το θελήσουν θα γίνει δημόσια, αλλά εκείνοι που το ξέρουν πρώτοι θα μπορούσαν να δηλώσουν το ενδιαφέρον τους από τώρα για προτιμηθούν. Η διαδικασία αυτή κράτησε τρείς μήνες, έμειναν στο χέρι του Μάκη το 10% της εταιρίας, στην πρώτη συνέλευση των μετόχων, παρά το γεγονός πως δεν προσήλθε ο Χρόνης, τον εξέλεξαν διευθύνοντα σύμβουλο με αρκετά παχυλό μισθό και βρέθηκε ο Χρόνης υπάλληλος της εταιρίας που δημιούργησε. Όταν του το ανακοίνωσε ο Μάκης, χαμογέλασε:
-Δηλαδή μετά από τόσο κόπο, τσαντάκιας πάλι;
Γεγονός είναι πάντως πως απελευθερώθηκε από το μεγάλο άγχος της υπεύθυνης διεύθυνσης, ένοιωθε πάλι ανέμελος όπως τα χρόνια που δούλευε στου Λυκούδη, είχε εξασφαλίσει την Ερατώ, που ήταν γι αυτόν όλη του η ζωή, είχε χρόνο να ασχολείται με το χόμπι του, και συχνά ταξίδευε για να το εξασκήσει, τις περισσότερες φορές στην Κινέττα.
Σε μια από αυτές τις εξορμήσεις στην Κινέττα, έφυγε χαράματα Κυριακής με το ψαροτούφεκο και δεν ξαναγύρισε, μάταια περίμενε η Ερατώ, πέρασε το μεσημέρι και ανησυχούσε, πήγε στο Club απόγευμα, βρήκε τον Μάκη του εξέφρασε τις ανησυχίες της, εκείνος την καθησύχαζε, αλλά εκείνη δεν ηρεμούσε. Κάλεσε την αστυνομία, της ξεκαθάρισαν πως πρέπει να περάσουν 24 ώρες και μετά να αναλάβουν δράση, εκείνη ανησυχούσε. Ζήτησε από τον Μάκη να πάνε στην Κινέττα, εκείνος για να μην μείνει ακέφαλο το Club, φώναξε τον Πάκη από την είσοδο και του επέστησε την προσοχή:
-Την Κυρία Ερατώ και μάτια σου, πήγαινε στην Κινέττα και ψάξτε:
Φύγανε με την Ερατώ για την Κινέττα, περίπου ξέρανε που βουτούσε ο Χρόνης, εντόπισαν το αυτοκίνητο του και πλησίασαν με ανακούφιση, σουρούπωνε και πολλά πυροσβεστικά αεροπλάνα κάνανε λήψεις νερού στην περιοχή, για να κατασβήσουν  την φωτιά στην Πάρνηθα. Στάθμευσε ο Πάκης το αμάξι δίπλα στου Χρόνη και περιμένανε, σκεφτότανε η Ερατώ, θα νυχτώσει δεν θα βλέπει και θα βγει, απλή λογική είναι, αλλά αυτή ανησυχούσε και δεν μπορούσε να το δικαιολογήσει. Νύχτωσε και ο Χρόνης δεν βγήκε από την θάλασσα, περίμενε όλη την νύχτα η Ερατώ δίπλα στο αυτοκίνητο, έδιωξε τον Πάκη παρά τις αντιρρήσεις του, να πάει να φέρει το Μάκη. Ο Μάκης με τα κατάλληλα τηλεφωνήματα που έκανε ξεσήκωσε υπηρεσίες, άρχισε το λιμενικό και η αστυνομία να κάνουν έρευνες, οι οποίες απέβησαν άκαρπες. Τα δελτία ειδήσεων μετά τις προσπάθειες για την κατάσβεση της φωτιάς στην Πάρνηθα αναφέρονταν στην εξαφάνιση του ψαροτουφεκά επιχειρηματία. Τέσσερεις μέρες αργότερα σταμάτησαν οι έρευνες, πήγε το αυτοκίνητο στο Μαρούσι, παρέλαβε η Ερατώ τα προσωπικά αντικείμενα που υπήρχαν μέσα, το πορτοφόλι ταυτότητα κλειδιά κλπ. Δεν βρέθηκαν το διαβατήριο του και η καδένα που φορούσε στο λαιμό του με το μονόγραμμα της «Ε», η Ερατώ ενοχλήθηκε από αυτό το γεγονός, αλλά το έκρυψε στα φυλλοκάρδια της, αισθανόταν πως ο Χρόνης είχε φύγει, ήταν σίγουρη γι αυτό αλλά δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τη σιγουριά αυτή. Θυμήθηκε και συνδύασε την ασφάλεια ζωής στην αρχή και την μεταφορά όλων των αγαθών στην δική της διαχείριση στο τέλος.
Σε λίγες ημέρες που έγινε αποτίμηση των ζημιών που προκάλεσε η πυρκαγιά στην Πάρνηθα, στα αποκαΐδια βρέθηκε σε κακή κατάσταση ένα απανθρακωμένο σώμα με στολή δύτη, διακρίνονταν ελάχιστα πράγματα που να πιστοποιούν σε ποιόν μπορεί να ανήκε. Απεφάνθησαν οι ειδήμονες πως το πιο πιθανό σενάριο είναι να τον απορρόφησαν τα πυροσβεστικά αεροπλάνα, όταν κάνανε λήψεις νερού και τον άδειασαν πάνω στην φωτιά και αυτός βρήκε τραγικό θάνατο. Κάλεσαν την Ερατώ μήπως και αναγνωρίσει τον άνδρα της, από τα υπολείμματα της στολής. Εκείνη ήρθε συνοδευόμενη από τον Μάκη, θλιμμένη και καταπονημένη, αναγνώρισε πως η στολή του Χρόνη είχε κοινά χαρακτηριστικά με αυτή, αλλά δεν ήταν σίγουρη για τον νεκρό, ήταν σίγουρη πως δεν ήταν του άνδρα της, και αν ακόμα με την πτώση χανότανε η καδένα, θα υπήρχε στο χέρι το ρολόι που είχε με ειδική παραγγελία το πρόσωπο της στο καντράν, έστω και καμένο, αλλά δεν υπήρχε.
Οι πυροσβεστικοί και οι αστυνομικοί πίεζαν τον Μάκη να την πείσει να προχωρήσει στην αναγνώριση, για να κλείσει η υπόθεση της εξαφάνισης και να γίνει και η κηδεία του πτώματος, την παρακάλεσε με την σειρά του κι αυτός, να το πάρει απόφαση πως το τέλος του Χρόνη ήταν τραγικό αλλά δεν μπορούν να μην το αποδέχονται. Το δέχθηκε η Ερατώ έκανε αναγνώριση του πτώματος και πήρε το απανθρακωμένο νεκρό να του κάμει την κηδεία, αλλά μέσα της δεν το δεχότανε.
Μετά τα συλλυπητήρια και όλες εκείνες τις κουραστικές κοινωνικές εκδηλώσεις που επακολουθήσαν, ευγενικά έδιωξε όσους ήταν στο σπίτι, δεν ήθελε εκείνη την ώρα να βλέπει άνθρωπο. Μάταια η μάνα της και η αδελφή της επέμεναν να της κρατήσουν παρέα εκείνη τουλάχιστον τη νύχτα, άδικα ο Λυκούδης επέμενε να την πάρει από αυτό το σπίτι στο δικό του. Ο μόνος που δεν μιλούσε καθόλου ήταν ο Μάκης, λυπόταν εξ ίσου με την Ερατώ, έχανε έναν άνθρωπο δούλεψαν μαζί παραπάνω από δέκα χρόνια, με την καθημερινή συναναστροφή του είχε γίνει απαραίτητος. Τον ζήλευε μερικές φορές για την γυναίκα που είχε, άλλοτε παραδεχότανε το μεγαλείο του που ζούσε μαζί της, γνωρίζοντας πως ήταν στέρφα. Φύγανε όλοι εκτός από τον Μάκη. Αμήχανα κοίταζε από το παράθυρο, σκέφτηκε να φύγει.
-Αντε να πηγαίνω κα εγώ, είπε στρεφόμενος προς το μέρος της.
Η Ερατώ θέλησε να εκμυστηρευτεί στον Μάκη τις αμφιβολίες της, να τον ενημερώσει πως το διαβατήριο δεν βρέθηκε, πως ήταν σίγουρη πως έφυγε, ένα περίεργο παιχνίδι της τύχης ήταν η φωτιά που τον βοήθησε στα σχέδια του, ήταν απόλυτα σίγουρη γι αυτό, το αισθανόταν και με μάτια βουρκωμένα τον πλησίασε, εκείνος άπλωσε τα χέρια του και την αγκάλιασε, την χάιδεψε λίγο φιλικά να ηρεμίσει, τράβηξε τα μαλλιά που σκέπαζαν το πρόσωπο της, εκείνη δεν ήξερε πώς να αρχίσει και τον κοιτούσε στα μάτια, κοιτούσε κι αυτός στα βουρκωμένα μάτια, και επειδή όταν η σπίθα βρει την βενζίνα αρπάζει φωτιά, ξέχασε αυτή τι ήθελε να του πεί και αυτός ποιάν είχε στην αγκαλιά του και για ποιόν λόγο και κατέληξαν να παρηγορούνται στενάζοντας στην κρεβατοκάμαρα. Όταν είδε αίματα στο σεντόνι τρόμαξε:
-Πρώτη φορά Ερατώ;
-Πρώτη φορά, ότι δεν μου έδωσε την ημέρα του γάμου, μου το έδωσε την ημέρα της κηδείας, απήντησε εκείνη κλαίγοντας και παίρνοντας απόφαση να μην του πεί τίποτα για τις  επιφυλάξεις της σχετικά με τον θάνατο του Χρόνη.
Η ασφαλιστική εταιρία δεν ήταν πρόθυμη να καταβάλει το ποσό που ήταν ασφαλισμένος ο Χρόνης και κωλυσιεργούσε, η Ερατώ πρότεινε στην εταιρία τα χρήματα αυτά να δοθούν ως χορηγία στα παιδιά του τρίτου κόσμου και να εκμεταλλευτεί η εταιρία όλη αυτήν την διαφήμιση, είχε μάθει από υπηρεσίες, ο Μάκης ήταν καλός δάσκαλος.
Εκτός από καλός δάσκαλος απεδείχθη και παραγωγικός, με την πρώτη συνεύρεση συνέλαβε η Ερατώ, και αδιαφορώντας για τα σχόλια, τον παντρεύτηκε έξ μήνες με την κοιλιά φουσκωμένη, για να έχει όνομα το παιδί, σε επτά χρόνια του χάρισε άλλα πέντε παιδιά. Το πολύτεκνο ζευγάρι περνούσε ζωή χαρισάμενη, λεφτά υπήρχαν αρκετά και γνώση για να τα διαχειρίζονται, επιπλέον η δυνατότητα να διακρίνουν τα παράσιτα και να τα απομακρύνουν έγκαιρα.

Το τέλος

 Όταν τελείωσε η διάρκεια του εταιρικού, ο Μάκης πρότεινε να συντάξουν ένα νέο, που να περάσουν τα περιουσιακά στοιχεία όλα στην Ερατώ και τα παιδιά και εκείνη έβαλε τις φωνές:
-Όχι ποτέ, να έχουμε τα ίδια, μήπως θέλεις και συ ψαροτούφεκο;
Ο Μάκης δεν ήθελε ψαροτούφεκο, ήθελε να χαρεί λίγο παραπάνω την ευτυχία του με την Ερατώ και της πρότεινε να ταξίδι χωρίς τα παιδιά, κάπου μακριά μόνοι τους λίγες ημέρες, να χαρούν ότι έχουν, και εκείνη επέλεξε να πάνε στην Αμερική που δεν είχε πάει ποτέ.
Μετά τις απαραίτητες διαδικασίες βρέθηκαν να γυρνάνε στην Αμερική, στην Νέα Υόρκη με τους περίφημους ουρανοξύστες, πέρασαν όπως όλοι σχεδόν από την Αστόρια, την Ελληνική γειτονιά. Θαύμαζαν πόσες ελληνικές σημαίες και πόσες επιγραφές ελληνικές υπήρχαν, ακόμα ακούγανε ελληνικά τραγούδια κυρίως του Καζαντζίδη και απόρησαν πως ακόμα και κράχτες είχαν να πιέζουν τους περαστικούς να περάσουν στα μαγαζιά. Είδαν πολλά εστιατόρια, σε ένα από αυτό η επιγραφή με νέον έγραφε, «ΣΟΥΒΛΑΚΙ Η ΕΡΑΤΩ», τους έκανε εντύπωση και πέρασαν να γευματίσουν. Έκατσαν στο τραπέζι και αντί να έρθει ο σερβιτόρος άκουσαν μια φωνή γνώριμη.
-Τώρα «μαμ, κακά και νάνι».
-Το ήξερα, το περίμενα πως θα σε δώ κάποτε, σηκώθηκε η Ερατώ και αγκάλιασε τον Χρόνη, γιατί ρε παλιόπαιδο το έκανες έτσι;
-Θα με άφηνες να φύγω; Θα μπορούσες να βρεις την ευτυχία που σου αξίζει;
Ο Μάκης δίπλα κοιτούσε άφωνος, μια στιγμή συνήλθε.
-Χρόνη, πόσα χρόνια πέρασαν; Σε έχουμε για νεκρό η Ερατώ και εγώ
-Όχι εγώ Μάκη, πάντα το ήξερα, το διαβατήριο έλειπε και κοίτα στον λαιμό του.
Κοίταξε ο Μάκης στον λαιμό του Χρόνη κρεμότανε η καδένα με το μονόγραμμα της, ο Χρόνης δοκίμασε να την βγάλει.
-Αν σε ενοχλεί που την έχω την βγάζω, απώθησε λίγο από την αγκαλιά του την Ερατώ κα αγκάλιασε τον Μάκη:
-Είστε μαζί έτσι; Βέβαια είστε μαζί, εγώ την βρήκα και συ την οργάνωσες.
-Ίδιος έμεινες, εσύ;
Ξαναγκαλιάζοντας από τους ώμους την Ερατώ, την κοίταξε με πολύ αγάπη στα μάτια.
-Έχω τρίδυμα κοριτσάκια, το πρώτο το βάπτισα Ερατώ.
-Και μείς έχουμε έξ, πρώτος είναι Χρόνης, ύστερα ο Ανδρέας, ο Ηλίας, ο Μπάμπης, Μήτρος και η Ευγενία το μοναδικό κορίτσι.
-Καθίστε, γυρίζω σε δυο λεπτά.
Πήγε στο ταμείο που βρισκόταν ένα μικρόφωνο και ανακοίνωσε, όσοι προσέλθουν σήμερα για φαγητό, είναι τζάμπα το κερνά η Ερατώ, έδωσε μετά το μικρόφωνο στην ταμία.
-Πές το και στα αμερικάνικα, και γύρισε στο τραπέζι δείχνοντας την.
-Η γυναίκα μου, αυτή κάνει το κουμάντο εγώ είμαι το γκαρσόνι.