Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Νοτιάς και εδώ



Νοτιάς και εδώ
Τελειώνει ο Ιούνιος και προσπαθώ να προσαρμοστώ με τις ιδιοτροπίες του καιρού που εφέτος αποδεικνύεται αλλοπρόσαλλος. Το πρωί να ζεματάει ο ήλιος και το βράδυ να χρειάζεσαι ζακέτα, είναι αυτό που λέγεται "κλίμα της ερήμου", άλλωστε δεν είναι μακριά από την έρημο η νότια Κρήτη. Ο αέρας που φυσά είναι ζεστός και ξερός, η υγρασία την ημέρα δεν ξεπερνά το 25 με 30%, ενώ για τον ανθρώπινο οργανισμό το φυσιολογικό είναι 50 με 60%, έτσι δικαιολογούνται γιατί κλείνουν το στόμα τους οι βεδουίνοι, για να μην μπαίνει η ξηρασία ή οποία δεν ξεπερνιέται πίνοντας νερό, δεν είναι σαν την δίψα είναι κάτι άλλο. Μοιάζει το κείμενο να είναι παραπονιάρικο και εγώ γκρινιάρης, αλλά όχι.
Σήμερα μόλις βγήκα στην αυλή και είδα σπασμένη την συκιά. Είναι μεγάλο δένδρο, ο κλώνος που κόπηκε έχει διάμετρο τριάντα πόντους, αντί να πάει ο νους στα Σαμιώτικα αλμυρίκια, θυμήθηκα τα ελεύθερα πουλιά της Δ. Σωτηρίου που μίλαγε για το Χαμψίνι, τον καυτό εκείνον αέρα που σηκώνει τα πάντα στο πέρασμα του και τον λένε Χαμψίνι επειδή κρατά πενήντα μέρες (Χαμψίν=πενήντα). Ας είναι και έτσι, η προσπάθεια εξωραϊσμού δεν θα σταματήσει για έναν ακόμα νοτιά.
 Τα Ηρωικά γεράνια και οι πικροδάφνες, οι σφάκες του Παντελή, ξεκίνησαν.        








Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Δώστε προσοχή

Απεργία


Απεργία
Ένα από τα πλέον αξιόμαχα όπλα των εργαζομένων κατά της εργοδοσίας είναι η απεργία. Όταν όμως φτάσει η στιγμή που ο εργοδότης και ο εργαζόμενος πολεμούν μεταξύ τους έχει χαθεί το παιχνίδι της παραγωγικής διαδικασίας. Ο εργοδότης είναι εκείνος που πληρώνει τις υπηρεσίες του εργαζόμενου, αν οι αμοιβές είναι ικανοποιητικές ή όχι αφορά την μεταξύ τους συμφωνία. Η πολιτεία έχει θεσπίσει νόμους που ασφαλίζουν τους εργαζόμενους από τις καταχρήσεις των εργοδοτών και αντίστοιχα τις επιχειρήσεις  υπερβολικές απαιτήσεις των εργατών.
Όταν όμως η ίδια η πολιτεία είναι ο εργοδότης τι γίνεται;
Ας δούμε κατ΄αρχάς την ετοιμολογία της απεργίας. Ένα Α στερητικό δίνει το νόημα πως δεν εργάζομαι. Απεργώ επομένως σημαίνει δεν εργάζομαι για όσο καιρό διεκδικώ κάτι. Δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως παρακωλύω ή εμποδίζω την ομαλή λειτουργία του συνόλου ή ακόμα περισσότερο εκβιάζω με την στάση μου.
Παλαιότερα αγανακτούσα με εκείνους του κλείνανε τους δρόμους διεκδικώντας κάτι, σήμερα αγανακτώ με τους απεργούς της ΔΕΗ. Είναι δημόσιο αγαθό η ηλεκτροδότηση. Η πρόοδος της επιστήμης έχει εφεύρει πολλούς αυτοματισμούς και η ηλεκτροδότηση της Ελλάδα γίνεται απρόσκοπτα, χωρίς να υπεισέρχομαι στα πόσα πληρώνει ο κάθε ένας από εμάς.
Απεργούν οι εργαζόμενοι στην ΔΕΗ, είναι αναφαίρετο δικαίωμα τους, γιατί όμως κόβουν την παροχή ρεύματος; Για να αγανακτήσουμε ως λαός εναντίον του εργοδότη; Μάλλον το αντίθετο καταφέρνουν, αγανακτούμε εναντίον των συνδικαλιστών εκείνων που δεν μπορούν να κατανοήσουν την έννοια της λέξεως απεργώ.  Επαναλαμβάνω απεργώ δεν σημαίνει παρακωλύω την ομαλή εξέλιξη, σημαίνει δεν εργάζομαι, θα ήταν συγχωρητέο ίσως να μην επισκευάζουν μια ενδεχόμενη ζημιά, αφού απεργούν,  δεν είναι συγχωρητέο να κατεβάζουν τους διακόπτες επιλεκτικά και προγραμματισμένα, αυτό δεν είναι απεργία είναι σαμποτάζ.
Γράφω αυτό το κείμενο επειδή εχθές το βράδυ είχε διακοπεί το Ηλεκτρικό ρεύμα σε μια στιγμή που βρισκόμουν στον νεφελοποιητή. για όσους αγνοούν είναι ένα μηχάνημα που σπρώχνει στα πνευμόνια με μορφή νέφους το φάρμακο. Τρείς φορές την ημέρα σε τακτά διαστήματα υφίσταμαι αυτήν την θεραπεία. Στα μισά της χθεσινοβραδινής δόσης κόπηκε το ρεύμα μετά  από ένα σκαμπανέβασμα της τάσεως, αποτέλεσμα πρώτον να σταματήσει η θεραπεία και δεύτερον να καεί ο νεφελοποιητής, η αξία του περίπου 300 ευρώ. Και διερωτώμαι;
Τι φταίω εγώ να πληρώσω τις διεκδικήσεις αυτές με αυτόν τον τρόπο;
Εάν εγώ έχασα έναν νεφελοποιητή, ποιος μπορεί να πεί με βεβαιότητα πως κάποιος άλλος συνάνθρωπος μας δεν ήταν εκείνη την ώρα σε κάποιο άλλο μηχάνημα υποστηρίξεως της αναπνοής ή της καρδιάς ή ότι βάλει καθείς με τον νού του, δεν έχασε την ζωή του;
Τελειώνω με ένα ερώτημα που απευθύνω κυρίως σε μένα, τι κάθεσαι  γράφεις, θα ενδιαφερθεί κανείς να ακούσει μια ακόμα ασήμαντη διαμαρτυρία; Απλά εκτονώνομαι         

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Μας αφορά όλους διαβάστε το (αντιγραμμένο(


Ήταν σ ένα χωριό, ένας γέρος, πολύ φτωχός, που τον ζήλευαν ακόμα και οι βασιλιάδες, γιατί είχε ένα όμορφο άσπρο άλογο...
Πολλοί βασιλιάδες του πρόσφεραν αμύθητα ποσά για το άλογο, μα εκείνος έλεγε:
"Αυτό το άλογο, για μένα δεν είναι άλογο, είναι άνθρωπος. Πως μπορείς να πουλήσεις έναν άνθρωπο, ένα φίλο;"
Ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ φτωχός, μα το άλογο ποτέ δεν το πούλησε.
Ένα πρωί, είδε το άλογο έλειπε απʼ το στάβλο. Όλο το χωριό μαζεύτηκε και είπε:
"Κουτέ γέρο! Εμείς το ξέραμε πως μια μέρα θα τόκλεβαν το άλογο. Θάταν καλύτερα να τόχες πουλήσει. Τι ατυχία!"
Ο γέρος είπε:
"Μην πάτε τόσο μακριά και λέτε τέτοια! Πείτε μόνο, πως το άλογο δεν είναι πια στο στάβλο. Αυτό είναι το γεγονός. Όλα τ' άλλα είναι κρίσεις. Δεν ξέρω αν είναι ατυχία ή ευλογία, γιατί ποιος μπορεί να ξέρει τι θ' ακολουθήσει;''
Οι άνθρωποι γέλασαν με το γέρο. Πάντα ήξεραν πως ήταν λίγο τρελός.
Όμως, μετά από δεκαπέντε μέρες, ξαφνικά, ένα βράδυ, το άλογο ξαναγύρισε. Δεν το είχαν κλέψει, τόχε σκάσει στην ερημιά. Κι όχι μόνο γύρισε, αλλά έφερε μαζί του δώδεκα άγρια άλογα.
Πάλι μαζεύτηκε ο κόσμος και είπε:
"Γέρο, είχες δίκιο! Αυτό δεν ήταν ατυχία, αποδείχτηκε στ αλήθεια, πως ήταν ευλογία."
Ο γέρος είπε,
"Πάλι το τραβάτε πολύ μακριά. Πείτε μόνο πως το άλογο γύρισε... ποιος μπορεί να ξέρει αν αυτό είνα ευλογία ή όχι; Είναι μονο ένα κομμάτι.
Διαβάζετε μια μόνο λέξη από μια πρόταση. Πως μπορείτε να κρίνετε ολόκληρο το βιβλίο;"
Αυτή τη φορά, δεν μπορούσαν να του πούνε πολλά. Μέσα τους, όμως, ήξεραν πως είχε άδικο. Είχαν έρθει δώδεκα όμορφα άλογα.
Ο γέρος είχε ένα μοναχογιό, που άρχισε να γυμνάζει τα άγρια άλογα. Μια βδομάδα μετά, έπεσε από ένα άλογο κι έσπασε τα πόδια του. Ο κόσμος ξαναμαζεύτηκε και ξαναέκρινε. Είπαν,
" Αποδείχτηκες πάλι σωστός. Ήταν δυστυχία. Ο μοναχογιός σου έχασε τα πόδια του κι έτσι γέρος που είσαι, ήταν το μοναδικό σου στήριγμα Τώρα είσαι φτωχότερος από ποτέ".
Ο γέρος είπε:
¨ Έχετε μανία να κρίνετε. Μην πάτε τόσο μακριά. Να πείτε μόνο πως ο γιος μου έσπασε τα πόδια του. Κανείς δεν ξέρει, αν ήταν κακοτυχία, ή ευλογία. Η ζωή έρχεται σε μικρά κομμάτια και ποτέ δεν σου δίνεται περισσότερο."
Μετά από μερικές βδομάδες η χώρα μπήκε σε πόλεμο κι όλοι οι νέοι αναγκάστηκαν να πάνε στρατιώτες. Ο μόνος που έμεινε ήταν ο γιος του γέρου, γιατί ήταν ανάπηρος. Όλη η πόλη έκλαιγε και θρηνούσε, γιατί η μάχη ήταν χαμένη, κι όλοι ήξεραν πως οι πιο πολλοί δεν θα γύριζαν ποτέ πίσω.
Ήρθαν τότε στο γέρο και είπαν:
" Είχες δίκιο, γέρο. Αποδείχτηκε ευλογία. Μπορεί ο γιος σου να είναι ανάπηρος, είναι όμως ακόμη μαζί σου. Οι δικοί μας γιοί έφυγαν για πάντα."
Ο γέρος είπε,
ʽʼ Εξακολουθείτε να βγάζετε κρίσεις. Κανείς δεν ξέρει! Να πείτε μόνο, πως οι γιοί σας εξαναγκάστηκαν να πάνε στρατιώτες, ενώ ο δικός μου όχι. Αλλά μόνο ο Θεός, το Όλον, γνωρίζει αν είναι ευλογία ή κακοτυχία''

Κρίση σημαίνει στασιμότητα του μυαλού.
Να έχεις πάρα πολύ κουράγιο.
Να μη σταματάς να αναπτύσσεσαι.
Ζήσε τη στιγμή.
Παρέμεινε στη ροή της ζωής.

Είπα και γώ:


Είπα και γώ:

Άλλος ξανοίγει τον γκρεμό
και τονε πιάνει ζάλη
και άλλος στην άκρη του γκρεμού
χορεύει Πεντοζάλι

Και επειδή τίποτα δεν μένει αναπάντητο μου είπαν

Το μονοπάτι της ζωής
σ’ ένα γκρεμό τελειώνει
κι απούχει στην ψυχή φτερά
τα’ ανοίγει και γλυτώνει 

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

Αγανακτισμένοι ή παγιδευμένοι; (ξανά) Β΄.

Δυστυχώς οι διαπιστώσεις μου όσο περνούν οι ημέρες της «Αγανακτήσεως» επαληθεύονται, εξελίσσεται δηλαδή ένας αγνός αγώνας σε εμποροπανήγυρη και μια ακόμη μεγάλη μπίσνα. Το ότι αυξηθήκανε τα αντίσκηνα δεν είναι δείγμα πως αυξήθηκαν οι αγανακτισμένοι,  αφού τα περισσότερα από αυτά είναι καινούργια, τα αγοράσανε τώρα για την συγκεκριμένη περίσταση, άλλωστε είναι γνωστό πως ο Ρωμιός δεν είναι φυσιολάτρης, δεν κατασκηνώνει προτιμώντας την άνεση του ξενοδοχείου, εκεί που μπορεί να νιώθει αφεντικό. Κάποιοι επωφελούνται, είναι αναμφισβήτητο, αυτό γίνεται σε κάθε αγώνα, κάποιοι παλεύουν για ορισμένα ιδανικά και άλλοι τα καπηλεύονται. Γιατί η συγκεκριμένη διαμαρτυρία να αποτελέσει εξαίρεση;
Συζητώντας και προσπαθώντας να καταλάβω το νόημα της κινήσεως, άκουσα τις εξηγήσεις που μου έδωσε ένας φίλος από τους μετέχοντας ανελλιπώς ίσαμε σήμερα.
-Πρέπει να γίνει δημοψήφισμα
-Ας πούμε πως γίνεται, απήντησα, -τι αποτέλεσμα βγαίνει;
-90% Όχι
-Και μετά;
-Θα οδηγηθούμε σε εκλογές μες’ το καλοκαίρι.
-Ωραία, συνέχισα να τον προκαλώ, -ποιους και τι θα ψηφήσουμε;
-Κανέναν, κανείς δεν θα πάει να ψηφήσει.
-Δηλαδή δεν θα έχουμε κυβέρνηση καθόλου;
-Ίδιοι είναι όλοι τους, δεν θέλουμε κανέναν.
Σε αυτό σημείο άλλαξα την κουβέντα γιατί δεν οδηγούσε σε κανένα συμπέρασμα. Έβαλα πάλι την λογική να δουλέψει και ψύχραιμα κατέληξα στο παρακάτω συμπέρασμα.
Όλο το κίνημα αυτό χρειάζεται απλά για εκτονωθεί η οργή του κόσμου και είναι απόλυτα ελεγχόμενο για να μην το ονομάσω κατευθυνόμενο από εκείνους που κινούν τα νήματα αλλά ποτέ δεν φαίνονται. Όσο είναι ελεγχόμενο δεν θα υπάρξει καταστολή κι ας στήνονται κάγκελα και ας παρατάσσονται οι διμοιρίες των ΜΑΤ.
Αν χαθεί ο έλεγχος τότε θα αρχίσουν τα δύσκολα.
Η δημοσιότητα δεν σημαίνει νίκη σε καμία απολύτως περίπτωση, γιατί τα φώτα κάποια στιγμή σβήνουν και ο απολογισμός είναι φοβερός.
Θυμάμαι και παλαιότερα όταν οι αγρότες με τα τρακτέρ απέκλειαν τους δρόμους, όσο ελέγχονταν από τους κομματικούς εγκάθετους και λέγανε διάφορα, δεν επενέβαιναν τα ΜΑΤ, ούτε χρειάζονταν καταστολή, όταν όμως ξέφυγε ο έλεγχος, σε μια νύχτα τους σκάσανε τα λάστιχα και σκορπίσανε.
Ακόμη παλαιότερα όταν κάψανε την Νομαρχία του Ηρακλείου εξεγερμένοι αγρότες, έγιναν δικαστήρια τρία και τέσσερα χρόνια αργότερα όταν κόπασε η δημοσιότητα και κάποιοι από αυτούς πουλήσανε τρακτέρ και σπίτια για να μην πάνε φυλακή. Οι πρωταίτιοι όμως αλλάξανε και πήρανε μεγαλύτερα τρακτέρ.
Κοντά στους εξεγερμένους βρέθηκε χωρίς τυμπανοκρουσίες και προαγγελίες και ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, με την ευαισθησία που τον διακρίνει περπάτησε στο πεζοδρόμιο όπως κάθε μέρα, χωρίς συνοδεία χωρίς ασφάλεια, δεν την χρειάζεται. Ένας από τους ομιλητές άρπαξε την ευκαιρία και άρχισε να κατηγορεί την Εκκλησία λέγοντας πως αυτό που φορά στο λαιμό του (το αρχιερατικό εγκόλπιο), θα μπορούσε να θρέψει πλήθος λαού, και ο Αρχιεπίσκοπος παίρνοντας ένα μικρόφωνο, τον κάλεσε να του δώσει εκείνη την ώρα να θρέψει αυτός το πλήθος του κόσμου, φυσικά δεν ήρθε, πήγε λίγο παρακάτω και συνέχισε με την ντουντούκα να λέει τα δικά του, και ερωτώ αυτός είναι αγανακτισμένος; Ή μήπως βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία;
Δείτε το βίντεο παρακάτω, όπου καλεί ο Ιεράρχης όποιον θέλει και όποια ώρα θέλει να τον επισκεφτεί, η πόρτα του είναι πάντα ανοικτή.





Με την ευκαιρία αυτή θέλω να αναφέρω και κάποια άλλη περίπτωση που έχω ιδίαν αντίληψη, δεν θα καταδείξω τον τόπο και τον χρόνο για ευνόητους λόγους.

Ένας εύπορος ομογενής, που δεν είχε καλή σχέση με την Εκκλησία, διέθεσε το ποσό που χρειάζονταν για να κτίσει ο Δήμος γεροκομείο στην γενέτειρα του, άλλο ποσό έδωσε σε ένα σύλλογο φιλάνθρωπων Κυριών συγγενών του, για να φροντίζουν την λειτουργία του. Έγινε το Γεροκομείο πήρε και τον τίτλο του ευεργέτη και φιλοξενούσε 40 ηλικιωμένα άτομα. Όσοι μπαίνανε τρόφιμοι στο ίδρυμα παραιτούνταν από την σύνταξη για όσο διάστημα θα περιθάλπονταν. Με αυτά τα χρήματα ο Δήμος θα πλήρωνε το προσωπικό του ιδρύματος και θα φρόντιζε την συντήρηση του. Οι Κυρίες του συλλόγου φρόντιζαν με τα χρήματα που είχαν να παρέχουν στο γεροκομείο όσα περισσότερα και καλλίτερα αγαθά μπορούσαν, κάνανε εράνους και εκδηλώσεις για να μαζεύουν χρήματα, αλλά κάποιες φορές τέλειωναν τότε ειδοποιούσαν το δωρητή και αυτός έστελνε. Επειδή όλοι μια μέρα φεύγουμε από τον μάταιο κόσμο, έφυγε και ο δωρητής. Τον θάψανε στο εξωτερικό, εδώ έγιναν φιλολογικά μνημόσυνα και τελετές για χάρη του.
Τα χρήματα που είχαν οι κυρίες του συλλόγου μαζί με εκείνα που μαζεύανε από τις εκδηλώσεις δεν επαρκούσαν για την συντήρηση των γερόντων. Δεν αδιαφορούσαν για τους συνανθρώπους τους και κατέφυγαν στην Μητρόπολη να βρουν λύση πριν υποχρεωθούν να κλείσουν τον σύλλογο. Ο Δεσπότης συμμεριζόμενος την αγωνία τους, πρότεινε να στείλει έναν έμπιστο διαχειριστή για να σχηματίσει προσωπική αντίληψη, ενώ σε πρώτη ευκαιρία ήθελε να γίνουν αρχαιρεσίες στον σύλλογο να αναδειχθεί νέο προεδρείο, αφού το παλαιό δεκαεπτά χρόνια δεν είχε αλλάξει ποτέ, επειδή ακριβώς δεν έκανε και ποτέ εκλογές.
Το ζητούμενο είναι, τι βρήκε ο διαχειριστής όταν πήγε στον σύλλογο;  
Μία μεγάλη κούτα του ΟΜΟ γεμάτη αποδείξεις και τιμολόγια, αρχίζοντας την ταξινόμηση έβλεπε πως οι αγορές όλες αφορούσαν προϊόντα που χρειάζονταν οι τρόφιμοι του γηροκομείου, όχι μόνο τρόφιμα, αλλά και ρούχα και κουβέρτες, οι Κυρίες δεν είχαν γνώσεις και δεν θεωρούσαν πως πρέπει να λειτουργεί και λογιστήριο, επειδή ήταν φιλανθρωπικό σωματείο. Φυλάγανε επιμελώς όμως τις αποδείξεις στην μεγάλη κούτα για να είναι ήσυχες με τις συνειδήσεις τους. Το επόμενο βήμα του διαχειριστή ήταν το ίδρυμα. Ο Δήμαρχος που επισκέφτηκε αρχικά προσπάθησε με πολλούς τρόπους να του αλλάξει γνώμη, εκείνος επέμενε πως πρέπει να έχει ιδίαν αντίληψη και επειδή δεν του έδινε την άδεια επενέβηκε ο Μητροπολίτης. Όταν πήγε στο ίδρυμα τα έχασε.
Έψαχνε για κουβέρτες ή πιτζάμες που είχαν αγοραστεί από τον σύλλογο και δεν εύρισκε πουθενά. Δέκα τηλεοράσεις είχε χαρίσει ο σύλλογος, υπήρχε μόνο μία στο μεγάλο σαλόνι. Κατέβηκε κάτω στα μαγειρεία και εκείνη την ώρα φόρτωνε ένα αυτοκίνητο γάλατα στο πορτμπαγκάζ, μόλις τα είχε στείλει ο σύλλογος. Από τα είκοσι κουτιά τα δύο μείνανε στο ίδρυμα τα άλλα φεύγανε. Η λάντζα γεμάτη άπλυτα πιάτα η λαντζέρησα είχε πάει να ψωνίσει παπούτσια. Τέσσερεις νοσοκόμες δικαιολογούσε ο σχεδιασμός και τόσες πληρωνόντουσαν, μια υπήρχε σε κάθε βάρδια. Περιττό είναι να αναφέρω την κατάσταση που επικρατούσε μέσα στα δωμάτια των φιλοξενουμένων ή την συμπεριφορά του προσωπικού προς τους παλαίμαχους της ζωής.
Η διάθεση του δωρητή υπήρχε, τα χρήματα υπήρχαν και οι Κυρίες αφιλοκερδώς και φιλανθρώπως δούλευαν, αλλά το ίδρυμα ήταν ΔΗΜΟΤΙΚΟ, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η Μητρόπολη δεν ανέλαβε καμία ευθύνη μετά από την εκτίμηση αυτή, ο Δήμαρχος όμως άρπαξε την ευκαιρία να κατηγορήσει την Εκκλησία για την αδιαφορία στον πόνο του ανθρώπου και αναλγησία της. Στις επόμενες εκλογές ξαναβγήκε με αυξημένο ποσοστό για τέταρτη συνεχή θητεία με κυρίαρχο σύνθημα «φροντίδα για τους ηλικιωμένους».  

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Ξέχασες τα δικά σου; Όχι βέβαια

Μαζεύοντας υλικό για τον δεύτερο τόμο του βιβλίου  από το Blog του Πυθαγόρα έφτασα στην Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010 και έγραφα τότε
Τετάρτη, 27 Ιανουαρίου 2010
Ξέχασες τα δικά σου
Με δύο μηνύματα που χρήζουν απαντήσεως ασχολούμαι σήμερα. Το πρώτο αφορά ένα σχόλιο, στον Παπαγιάννη, που ήρθε ολιγόλογο και λιγάκι περιπαιχτικό, αλλά σίγουρα καλοπροαίρετο, αφού ο αποστολέας του είναι πολλά χρόνια συνοδοιπόρος. Γνωρίζοντας την αίσθηση του χιούμορ που τον διακρίνει, ήθελε να με πειράξει. Γράφει λοιπόν, «Καημένε, ξέχασες τα δικά σου;». Αυτό είναι το δεύτερο θέμα για απόψε, (Ξέχασες τα δικά σου;). και να θέλω μπορώ να ξεχάσω;. Επειδή αναφέρεται στο θέμα Παπαγιάννης, θέλει να μου θυμίσει την πλημύρα την δικιά μου. Εκτός από το περιστατικό που αναφέρω στην ανάρτηση ο σκύλος, http://pythagorass151.blogspot.com/2009/10/blog-post_6067.html
έχω άλλες δυο φορές έρθει αντιμέτωπος με την κακοκαιρία.
Για να καταλήξω έτσι
Υπάρχει και άλλη μια περιπέτεια με τα στοιχεία της φύσεως, την παραλείπω όμως επειδή είναι σχετικά πρόσφατη. Θα έρθει όμως η ώρα της.
Σήμερα
Με την ευκαιρία αυτή περιγράφω την περιπέτεια αυτή με την οποία πρώτη φορά ίσως και μοναδική θύμωσα με τα καιρικά φαινόμενα:
Ημέρα του Αγίου Φανουρίου 28 Αυγούστου 2003, ήταν όταν εγκαταστάθηκα στο Κουρουντερέ, ένα μοναστηριακό κάθισμα που ήταν ακατοίκητο 160 χρόνια και σήμερα μετά από την δική μου αναχώρηση εξακολουθεί να είναι ακατοίκητο. Χρειάζεται ηρωισμός για να ανταπεξέλθεις στα καιρικά φαινόμενα που επικρατούν εκεί. Κουρουντερέ στα τούρκικα σημαίνει ξεροπόταμος  και αυτό είναι κτισμένο ανάμεσα σε δύο ξερά ρέματα. Στις δόξες του κατοικούσαν επτά Μοναχοί με εργόχειρο  την παραγωγή κάρβουνου, υπήρχε κοντά ένα πυκνό δάσος και βρίσκανε εύκολα την ξυλεία που χρειάζονταν. Όταν έγινε η μεγάλη κατολίσθηση απόμεινε μόνο το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου χωμένο κάτω από τον δρόμο. Τα τελευταία χρόνια ο Νικόλαος Παριανός μαζί με άλλους οδηγούς λεωφορείων προσπάθησαν την αναστήλωση του και δημιούργησαν στοιχειώδεις υποδομές που βρήκα εγώ. Δεν ήταν στα σχέδια τους ή ακόμα στην φαντασία τους πως μπορεί να ξανανοίξει το κάθισμα αυτό. Όταν ο Βαγγέλης ο γιός του Νικόλα Παριανού μου παρέδωσε τα κλειδιά με ειδοποίησε ότι τα κεραμίδια στάζουν. Οι λέξη στάζουν δεν ήταν η αρμόδια αλλά κομμάτια να γίνει, στο εσωτερικό του καταλύματος κρεμότανε ένα νάιλον χοντρό, διπλωμένο σαν νεροχύτης, που κατέληγε σε ένα πλαστικό βαρέλι, το θεώρησα  υπερβολικό και το ξήλωσα.
Ανέβηκα στην στέγη και επιθεώρησα τα κεραμίδια, τα είδα σε πολλή καλή κατάσταση και ηρέμησα. Το κατάλυμα με τον Ναό είχαν κοινό τελείωμα, στρωμένο με τσιμέντο και στην μπροστινή πλευρά ένα φράγμα για να μην πέφτουν τα νερά στην μπροστινή αυλή.
Από τις πρώτες ανάγκες που παρουσιάστηκαν και ήταν επιτακτικές η διάνοιξη βόθρου η κατασκευή μαγειρείου και αφοδευτηρίου. Ώσπου να δικτυωθώ να βρω υλικά και ανθρώπους ο καιρός περνούσε και φτάσαμε στον Νοέμβριο. Στα μισά χωρίς να μπορώ σήμερα να προσδιορίσω με ακρίβεια την ημέρα, άρχισε ο χειμώνας που εκείνη την χρονιά ήταν βαρύς. Κρύο και αέρας με κούραζαν, ένας λόγος παραπάνω το αφοδευτήριο στην ήταν στην αυλή και τα νάιλον που χρησιμοποιούσα για τοίχος προστασίας, ακόμα τα υλικά που σκορπούσαν με το άνεμο. Μια μέρα μόλις άρχισε να σουρουπώνει άρχισε η βροχή, μπήκα μέσα στο κατάλυμα να ελέγξω την κατάσταση. Κοίταζα την οροφή ήταν στεγνή,  με τον λογισμό μου κακόβαλα πως με κοροΐδεψε ο Βαγγέλης, αλλά για λίγο. Η βροχή δυνάμωνε, άρχισαν οι πρώτες σταγόνες να πέφτουν, έβαλα μια λεκάνη εκεί που έσταζε και σε λίγο άρχισε πιο πέρα και πιο πέρα και πιο πέρα και δεν είχα άλλες λεκάνες. Έπιασα την σκούπα να σπρώχνω το νερό προς την πόρτα, η βροχή εν τω  μεταξύ όλο και δυνάμωνε, το κρύο τσουχτερό είχε σκοτεινιάσει καλά, στο δρόμο δεν κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα επειδή λόγω κατολισθήσεων είχε αποκλεισθεί ο δρόμος από το Βαθύ. Το νερό που έπεφτε μέσα στο κατάλυμα τολμώ να πω, πως ήταν περισσότερο από της αυλής ή έτσι μου φαινότανε. Μουσκεμένος και αγχωμένος ανέβηκα στην στέγη και κατάλαβα τι συνέβαινε. Το τσιμεντένιο φράγμα στην μπροστινή πλευρά εμπόδιζε το νερό να μην φύγει, μαζεύοντας το, το ξεχείλιζε πάνω στα κεραμίδια, με αυτόν τον τρόπο όλο το νερό της βροχής έμπαινε υποχρεωτικά μέσα στο κατάλυμα. Ενώ ήταν καλή σαν ιδέα στην σύλληψη, στην κατασκευή έγινε το λάθος, η κλίση του νεροχύτη ήταν ανάποδη. Κατέβηκα πήρα την βαριά και το κασμά και ξανανέβηκα να σπάω μέσα στην κρύα και βροχερή νύχτα με τον φακό στο στόμα το τσιμεντένιο φράγμα. Είχα μουσκέψει μέχρι τα εσώρουχα, έτρεμα από το κρύο αλλά έπρεπε να σπάσει το φράγμα για να βρει το νερό διέξοδο. Όταν επετεύχθη ο στόχος θέλησα να κατέβω από την στέγη, αλλά μέσα στην νύχτα δεν αντιλήφθηκα το τελείωμα των κεραμιδιών και βρέθηκα στο έδαφος απότομα. Τότε θύμωσα πολύ. Με τα πόδια να πονάνε και το κορμί βρεγμένο μέχρι το κόκαλο, μπήκα στο κατάλυμα να αλλάξω ρούχα. Τι έκπληξη με περίμενε; Πλημμυρισμένο το οίκημα όλο, οι βαλίτσες με τα ρούχα πλέανε, ακόμα δεν είχα ντουλάπες, τα κρεμασμένα στο τοίχο μουσκεμένα και το ντιβάνι που κοιμόμουν σε απελπιστική κατάσταση. Κοιτάω το ρολόι και έδειχνε μιάμιση την νύχτα. Ο Ναός δίπλα δεν είχε σταγόνα αλλά ήταν παγωμένος, η μοναδική εστία θερμάνσεως μια σόμπα ηλεκτρική, φοβήθηκα το βραχυκύκλωμα και δεν την έβαλα στην πρίζα καθόλου. Βγήκα στην αυλή παρότι έβρεχε με την σκέψη πως βρέχομαι λιγότερο και κοίταξα στον ουρανό θυμωμένα, «-Πότε επιτέλους θα σταματήσεις;» φυσικά δεν μου απάντησε. Κρύωνα και απελπισμένος τηλεφώνησα στον Βαγγέλη, τον μοναδικό άνθρωπο που θα με καταλάβαινε εκείνη την ώρα.
-Ετοίμασε μου χώρο να κοιμηθώ και έρχομαι.
Το σπίτι του στο Καρλόβασι απείχε 6 χιλιόμετρα. Τρόμαξε ο φουκαράς μόλις με είδε μες στη νύχτα σε τέτοια χάλια, μού έδωσε ρούχα να αλλάξω με κέρασε κονιάκ και με έβαλε στο κρεβάτι του γιού του, που σπούδαζε στο εξωτερικό, να κοιμηθώ. Την άλλη μέρα το πρωί σταμάτησε η βροχή.
Την ώρα που πίναμε καφέ μου λέει ο Βαγγέλης «-Εγώ στα είπα» και εγώ απήντησα «Εσύ τα είπες, εγώ δεν άκουγα». Παρά τις επίμονες προσπάθειες του δεν με έπεισε να μείνω εκείνη την ημέρα στο σπίτι του, επέστρεψα στο Κουρουντερέ να νοικοκυρέψω ότι μπορούσα, αλλά απογοητεύτηκα όταν είδα την κατάσταση τα υλικά είχαν σκορπίσει, κομμάτια από δέντρα είχαν γεμίσει την αυλή, το πεζοδρόμιο είχε γεμίσει πέτρες και ξύλα, αλλά, για άλλη μια φορά σήκωσα τα μανίκια και άρχισα τις επισκευές με πρώτο μέλημα την στέγη, η οποία τελικά στεγανοποιήθηκε χάρη στο φιλότιμο και την εργασία του Γιάννη. Περιττό να αναφέρω πως το Κουρουντερέ ξετέλεψε  ένα αξιοζήλευτο μικρό ανάκτορο.

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Ο καπετάν Ανδρέας


Πάει και αυτός ο Θεός να του συγχωρέσει.
Από τους καλούς αφηγητές ήταν και ο Καπετάν Ανδρέας, έφυγε πλήρης ημερών.
Το κανονικό όνομα του ήταν Λάκας Ανδρέας και είχε ρίζες σε κάποιο χωριό κοντά στην Τρίπολη, βρέθηκε να υπηρετεί την θητεία του στον τελευταίο πόλεμο υπερασπίζοντας τα οχυρά του Ρούπελ.  Τον πειράζανε οι συνάδελφοι του για το επώνυμο του βάζοντας μπροστά άλλοτε ένα Β και άλλοτε το Μα και αυτός θύμωνε αλλά δεν είχε τρόπο να το αλλάξει.
Μετά την συνθηκολόγηση οργανώθηκε στο ΕΑΜ με το Άρη και εξελίχτηκε σε καπετάνιο. Ήταν από τους τελευταίους που παραδόθηκαν στο Βίτσι. Υπέγραψε δήλωση μεταμέλειας και με την ευκαιρία άλλαξε ταυτότητα, πήρε καινούργιο όνομα και λεγόταν πλέον Καπετάνιος Ανδρέας, επέλεξε αυτό το επίθετο επειδή όπως έλεγε του έδινε κύρος.
Δεν ξαναπήγε ποτέ στο χωριό του, εγκαταστάθηκε αρχικά στα Ταμπούρια και αργότερα στη Καισαριανή. Έπιασε δουλειά στα Φέριμποτ Σαλαμίνα Πέραμα και δεν άργησε να παντρευτεί. Είχε την απαίτηση να λένε την γυναίκα του καπετάνισσα και επειδή δεν συμμορφωνόντουσαν στην γειτονιά με την άποψη του μετακόμισε στην Καισαριανή. Εκεί απέκτησαν τρία αγόρια, με τον μεσαίο τον Αντώνη κάναμε παρέα κάποια χρόνια μέχρι που μετακόμισε για την Ηγουμενίτσα και απολάμβανα τον πατέρα του να διηγείται ιστορίες που δεν ήταν όλες αλήθεια αλλά με τον τρόπο που τις παρουσίαζε σε καθήλωνε. Μου θύμιζε πολλές φορές εκείνο το ανέκδοτο (όπου ο πιτσιρικάς μετά την διήγηση του παππού για τον πόλεμο τον ρωτά, -Καλά παππού οι άλλοι στρατιώτες τι χρειαζόντουσαν;) Είναι τελικά χάρισμα να ξέρεις να διηγείσαι χωρίς να γίνεσαι βαρετός, και ο Καπετάν Ανδρέας το είχε.
Τα τρία του παιδιά τα ονόμασε Ανδρέα το πρώτο Αντώνη το δεύτερο Ανέστη το τρίτο, έλεγε τα αγόρια μου είναι τρία Α. Καημός του μεγάλος ήταν πως ήθελε τα παιδιά του να τιμήσουν το όνομα του να γίνουν Καπεταναίοι όνομα και πράγμα, η καπετάνισσα είχε διαφορετική αντίληψη τους ήθελε στεριανούς.
Θυμάμαι όταν γυρνούσε με το μηχανάκι το βραδάκι στον συνοικισμό λέγανε τα παιδιά ήρθε ο καπετάνιος  σταματάγανε το παιχνίδι μέχρι να περάσει να τον χαιρετίσουν παρατεταγμένα στρατιωτικά, για να σύρει αυτός μερικές βρισιές του λιμανιού και μετά συνέχιζαν το παιχνίδι. Όταν πήγαινε στο καφενείο, αν έβγαζε το καπέλο και το ξαναφόραγε ο καφετζής έφερνε καφέ αν το ακουμπούσε στο τραπέζι ερχόταν το καραφάκι με το ούζο.
Τα παιδιά του δεν του χάλασαν χατίρι, αλλά ούτε και της μάνας τους, γίνανε ναυτικοί, όχι καπεταναίοι αυτό το είχαν στο όνομα μόνο. Ακολουθήσανε το επάγγελμα του πατέρα τους, ο μικρός Ρίο Αντίρριο, ο Αντώνης Ηγουμενίτσα Κέρκυρα και ο μεγάλος Κυλλήνη Ζάκυνθο. Καμάρωνε ο καπετάνιος πως έβγαλε καπεταναίους που ταξιδεύουν σε όλη την Ελλάδα. Όταν τον ρωτούσαν που είναι τα παιδιά, φούσκωνε και καμαρωτά απαντούσε «-Στα καράβια».
Έφυγε από αυτήν την πρόσκαιρη ζωή αφού την έζησε έντονα, και όσα δεν τα έζησε τα φαντάστηκε με την ίδια ένταση κι αλλοίμονο σε εκείνον που το αμφισβητούσε, τώρα πήρε το καράβι για το τελευταίο του ταξίδι.
Αιωνία του η μνήμη.