Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Αγανακτισμένοι ή παγιδευμένοι; (ξανά)

Ως παλιός χρήστης του διαδικτύου μπορώ σχετικά εύκολα να διακρίνω την εικονική πραγματικότητα που προσφέρει σε αντιδιαστολή με την σκληρή καθημερινότητα. Η κοινωνική δικτύωση ενώ φαίνεται εξ αρχής αθώα, δεν είναι καθόλου. Είναι ευκαιρία για κάποιους να «φακελώσουν» και κατηγοριοποιήσουν όλους εκείνους που πρόθυμα δηλώνουν τα στοιχεία τους και δημοσιεύουν το προφίλ που τους εκφράζει. Στο όνομα της ελευθερίας της δικτύωσης γινόμαστε εθελούσιοι σκλάβοι της. Έχω και άλλοτε γράψει πως το μαχαίρι το χρησιμοποιείς να κόψεις ψωμί αλλά και να σκοτώσεις, η προαίρεση είναι εκείνη που το καθιστά φονικό εργαλείο, έτσι είναι και το διαδίκτυο. Υπάρχουν εικονικά παιχνίδια που καλούν να γίνεις ότι φαντάζεσαι, αγρότης, στρατηγός, αρχιτέκτονας, γιατρός κλπ, μπορείς να στείλεις φιλιά, ποτά, γλυκά και λουλούδια στην άκρη του κόσμου με ένα κλίκ, αλλά θα είναι εικονικά. Δεν θα έχουν άρωμα γεύση και όγκο, γιατί τελικά είναι ανύπαρκτα. Ίσως νομίζεις πως είναι και ανέξοδα, λάθος και αυτό, συνδρομή πληρώνεις για να έχεις την πρόσβαση στο διαδίκτυο, στο οποίο όχι λίγες φορές σε πνίγουν οι διαφημίσεις. Μεγάλη η εισαγωγή σήμερα για το θέμα μας που είναι η επιχειρούμενη αυτές τις ημέρες «εικονική επανάσταση» των αγανακτισμένων στο Σύνταγμα, αλλά μεγάλο είναι και το θέμα μας.
Όλοι οι πόλεμοι στην ιστορία της ανθρωπότητας στο βάθος τους γινόταν για οικονομικά συμφέροντα. Σε διάφορες εποχές και με διαφορετικά ονόματα επιχειρήθηκε η παγκοσμιοποίηση που και σήμερα είναι το επιδιωκόμενο. Ένα πράγμα είναι σίγουρο, πως και αυτή την φορά θα αποτύχει, επειδή στους λογαριασμούς τους οι ισχυροί του κόσμου αυτού άφησαν τον Θεό απ’ έξω.
Χρειάζονταν όλοι οι πόλεμοι ένα ηθικό υπόβαθρο και φτιάχτηκαν διάφορες θεωρίες και ιδεολογίες, αλλά το κοινό σημείο σε όλους τους πολέμους ήταν η επικράτηση του ισχυρότερου και το πλιάτσικο, αυτό γίνεται μέχρι σήμερα. Σε αυτό το ηθικό υπόβαθρο στηρίζονταν οι κρατούντες και χειραγωγούνταν λαοί και στρατοί, ελπίζοντας με την επικράτηση να δικαιωθούν και να ζήσουν καλλίτερα.
Το ηθικό υπόβαθρο σήμερα είναι η δικτύωση. Στην προσπάθεια της παγκοσμιοποίησης καταργηθήκαν γλώσσες, μουσικές, ενδυμασίες, φαγητά και ένα σωρό άλλα πράγματα που χαρακτήριζαν την φυσιογνωμία του κάθε λαού, κάνοντας όλους τους ανθρώπους να μιλούν να ντύνονται να τρώνε ίδια. Η μεγάλη προσπάθεια είναι να σκέφτονται και ίδια, αλλά και αυτή είναι καταδικασμένη, επειδή ο άνθρωπος δεν είναι άλογο ζώο.
Το διαδίκτυο ενώ προσφέρει πάρα πολλά και χρήσιμα, για κάποιους είναι μόνο δικτύωση, δεν θέλω να ονομάσω τα δίκτυα αυτά αλλά είναι γνωστά σε όλους μας. Μέσα από μια τέτοια δικτύωση και με ανταλλαγή μηνυμάτων ξεκίνησαν οι αγανακτισμένοι την επανάσταση τους, είναι όμως επανάσταση «εικονική». Μας την σερβίρουν οι δημοσιογράφοι με ωραία λόγια όπως τα παρακάτω:

(Το εορταστικό κλίμα ξεκινά από τις αποβάθρες του μετρό, υπάρχει ρυθμός, πολλοί χορεύουν, άλλοι χτυπούν κατσαρόλες και φωνάζουν μέτρα κατά της λιτότητας. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες είναι νέοι, ενώ στη συγκέντρωση δίνουν το «παρών» και μικρά παιδιά μαζί με τους γονείς τους.)

Δηλαδή τα παιδιά πήραν μαζί τους γονείς τους; όχι το αντίθετο και που πήγανε στην παιδική χαρά;
Άλλη άποψη ανώνυμη είναι η παρακάτω.

(Αγανακτισμένοι στο Σύνταγμα ή πανηγύρι;
Θα ήθελα να αναφερθώ σε κάτι που δεν μου άρεσε στη συγκέντρωση. Ειδικότερα χθες με το που πήγα στο Σύνταγμα...
ο ένας με φώναζε να αγοράσω βρώμικο, ο άλλος καλαμπόκι, μαλλί της γριάς, ποπ-κορν, μπύρες, γυαλιά, κινητά ότι ήθελες. Ο κόσμος αγόραζε αβέρτα και αυτοί που υποτίθεται ότι δεν έχουν να φάνε πρέπει ο καθένας να ξόδεψε τουλάχιστον 15 με 20 ευρώ. Η εικόνα ήταν γελοία. Θύμιζε χωριό που γιορτάζει κάποιον άγιο, παρά διαμαρτυρία. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι σωστά; Όλα στο χαβαλέ και στο τσίρκο πια; Εγώ κατέβηκα για εμένα και όχι επειδή πιστεύω ότι μπορεί να αλλάξει κάτι με συγκεντρώσεις. Αν αρχίσουμε να ψηφίζουμε ικανούς και όχι αυτούς που θα μας <<βολέψουν>> τότε θα αλλάξει κάτι. Η εικόνα όμως που αντίκρισα χθες δεν με εκφράζει πλέον. Πιο πολύ χαβαλέ βλέπω, παρά πίστη. Παράκληση σε όλους λοιπόν να κρατήσουμε ένα επίπεδο. Δεν μας τιμά αυτή η κατάσταση.)

Ασφαλώς και ΔΕΝ μας τιμά, σκέφτηκε κανείς μήπως όλη κινητοποίηση οργανώθηκε για δώσει μεροκάματο στους μετανάστες νόμιμους και μη, και για ξεπουλήσουν οι μεγαλέμποροι τα προϊόντα μαϊμού, προτού εφαρμοστεί η νέα οδηγία που θα καταστρέφει τα προϊόντα με σπρέι μόλις διαπιστώνεται η παράβαση. Με το ηθικό υπόβαθρο της ειρηνικής επανάστασης οδηγούμε τα παιδιά σε ένα πανηγύρι και τελικά χρηματοδοτούμε τον απατεώνα εκείνον που εκμεταλλεύεται απάτριδες συνανθρώπους μας.
Το τρίτο σχόλιο είναι πιο καυστικό, αλλά περιέχει και περισσότερες αλήθειες.

(Προς όλους τους αγανακτισμένους ψευτοεπαναστάτες του facebook
Ανήκω και εγώ στην μερίδα αυτή των ελλήνων - 35 χρονών άνεργος πλέον- που για πρώτη φορά άφησαν τον καναπέ και κατέβηκαν... στο κέντρο της Πάτρας, για να εκφράσουν την αγανάκτηση τους για το οικονομικό ιμπεριαλισμό του ΔΝΤ και το ξεπούλημα της πατρίδα μας που διενεργείται εδώ και πολύ καιρό τώρα (μας πήρε λίγο χρόνο παραπάνω να το καταλάβουμε). Συναισθήματα; Ανάμεικτα. Περισσότερο απογοήτευση και τίποτα παραπάνω. Αυτό που αντίκρισα ήταν μια φιέστα, ένας αχταρμάς, ένα παραμάζωμα γραφικών ζογκλέρ, απολιτικοποίητων χωρίς όραμα, χωρίς καμιά ουσία. Πρόβατα πριν, πρόβατα ακόμη και τώρα. Επαναστάτες της καφετέριας, της γιγαντοοθόνης του championsleague. Μόνο τα καρώ τραπεζομάντιλα για πικ-νικ στο γρασίδι στο κέντρο της πλατείας έλειπαν. Και όλα αυτά μόνο και μόνο επειδή οι Ισπανοί μας έθιξαν το Ελληνικό φιλότιμο, την Ελληνική μαγκιά με το "σσστ κάντε ησυχία μην ξυπνήσουν οι Έλληνες". Γιατί αυτή η ετεροχρονισμένη κινητοποίηση; Θα σας πω εγώ γιατί. Γιατί ως γνήσιοι Έλληνες φραπεδολάγνοι δεν μας ένοιαζε τίποτα άλλο πέρα απο την βόλεψη-διορισμό μας δηλώνοντας αέναη υποταγή στους απατεώνες λαμόγια πολιτικούς βρικόλακες και στις πολιτικές τους παρατάξεις ως αμετανόητοι ψηφοφόροι ανταλλάσσοντας θερμές χειραψίες και σαρδόνια χαμόγελα. Γιατί το μόνο μας μέλημα ήταν πώς θα γίνουμε πιο "γυαλιστεροί" από τον φλωροέλληνα βλάχο γείτονά μας που μας έχει μπει στο μάτι με την καινούργια του πανάκριβη κουρσάρα.
Χαϊδευόμαστε...Ελάχιστα συνθήματα, παλαμάκια και διάφοροι περίεργοι τύποι με αυτοσχέδια όργανα που τους καταχειροκροτούσαν. Ποιά είναι η θέση μας τελικά; Αναζητάμε μια καλύτερη δημοκρατία λέγοντας ότι κάποιες χώρες έχουν "κακή" δημοκρατία όπως η Ελλάδα και η Ισπανία. Όλα αυτά δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια άσκηση ελέγχου της αγανάκτησης και μαζικού αποπροσανατολισμού καθεστώς κάνει επίδειξη δύναμης διαχείρισης της αγανάκτησης πραγματική επανάσταση δεν περιμένει μια μοδάτη μαζική λαϊκή συγκέντρωση για να εκφραστεί. Εκφράζεται στην πρώτη ευκαιρία που της δίνεται και δεν είναι ειρηνική. Η αγανάκτηση δεν αντέχει να είναι ειρηνική έχει ξεπεράσει αυτό το στάδιο, γι αυτό και είναι αγανάκτηση. Άλλα όταν η πραγματική αγανάκτηση ξεσπάσει δεν θα έχει που να κρυφτεί. Τα κινήματα αυτά είναι καταδικασμένα να ξεφουσκώνουν αργά ή γρήγορα. Γιατί? Γιατί δεν υπάρχει καμία πολιτική στόχευση. Ένα ετερόκλητο πλήθος που ουσιαστικά δεν ξέρει τι θέλει και πού οδεύει. Τέτοιου είδους κινήματα το κράτος επιζητάει να εμφανίζονται για τον πλήρη "αφοπλισμό" των εξεγερσιακών διαδικασιών...
Αν δεν αλλάξουμε τον τρόπο διαχείρισης της ζωής μας, αν δεν ανακαλύψουμε την πραγματική ουσία και αξία των ανθρώπινων σχέσεων και δεν προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι ακριβώς μας συμβαίνει, είμαστε καταδικασμένοι να οδηγηθούμε με μαθηματική ακρίβεια στον αφανισμό. Μαγικές έτοιμες συνταγές δεν υπάρχουν. Η ιστορία επαναλαμβάνεται και θα συνεχίσει...Απλά η φόρμουλα και η εξίσωση του καπιταλισμού πλέον δεν βγαίνει. Είναι κάτι που το βιώνουμε όλοι καθημερινά στο πετσί μας με τον πιο βάρβαρο και απάνθρωπο τρόπο. Και τα χειρότερα δεν έχουν έρθει. Έχει και άλλο...
Αφύπνιση, αφύπνιση.........τώρα αρχίζουν όλα. Ίσως η τελευταία μας ευκαιρία...)

Το συμπέρασμα που εξάγει κανείς συνοψίζεται ως εξής

(Αφήστε τις ανοησίες. Κινήματα του facebook χωρίς ξεκάθαρο πολιτικό στόχο είναι σαν καράβι ακυβέρνητο.)

Βρισκόμαστε πάλι σε αναζήτηση κυβερνήτη; Του καταλληλότερου, σε σχέση με τον άλλο που νομίζαμε καταλληλότερο του προηγούμενου; Και πάει λέγοντας. Μερικά πράγματα αυτονόητα θέλουμε εσκεμμένα να τα παραβλέπουμε. Όταν πάμε με το παιδί μας και φασκελώνουμε την βουλή, στην ουσία φασκελώνουμε την ίδια την δημοκρατία και μαθαίνει το παιδί να μην πιστεύει στο θεσμό της Δημοκρατίας. Με τα αγανακτισμένα πηγαδάκια στο σύνταγμα σίγουρα δεν λύνεται το πρόβλημα απλά εκτονώνεται και θα βρεθούν οι επιτήδειοι που θα το καπελώσουν. Ήδη κάποιος από τους αρχηγούς μιλά για την εκκλησία του λαού, άλλος συμπάσχει και δηλώνει αγανακτισμένος, έτερος αναγγέλλει την έλευση νέων κομματικών πρακτικών, επειδή έκλισε η μεταπολιτευτική περίοδος και ο καθένας κοιτάζει πως θα εκμεταλλευτεί προς όφελος του την κατάσταση. Ο λαός είναι μαθηματικά βέβαιο, πως θα πέσει πάλι στην παγίδα που του ετοιμάζουν, ακριβώς επειδή είναι πάντα λαός και ως εκ τούτου πάντα άμοιρος. (Οι ισχυροί έχουν εξασκηθεί στην διαχείριση και κατεύθυνση μαζών, βλέπε στην Αίγυπτο το αποτέλεσμα)

Το ερώτημα επιτακτικό στο τέλος είναι «-Λοιπόν τι κάνουμε;»
Κατ’ αρχάς, επιστροφή και πίστη στον Θεό, κλείνουμε την τηλεόραση και μετά κάνουμε αγώνα στην καθημερινότητα μας περιορίζοντας τις απαιτήσεις μας και τις απολαύσεις μας, να μην επιλέγομε το μεροκάματο, αλλά να το κυνηγάμε όπου βρεθεί, να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα μέσα μαζικής μεταφοράς κι’ ας χρειαστεί να στηθούμε ουρά στην στάση, να μπαλώσουμε ρούχα να μαντάρουμε κάλτσες να επισκευάσουμε παπούτσια. Ένα αυτοκίνητο σε κάθε σπίτι είναι αρκετό και ας απαιτεί ανάλογη προσαρμογή και τέλος ένα τηλέφωνο για κάθε άνθρωπο αρκεί. Αυτά τα λίγα για να μην αναφερθώ εκτενέστερα σε φροντιστήρια, κολυμβητήρια, μπαλέτα κλπ που μάθαμε στα παιδιά μας πως είναι εκ των ουκ άνευ απαραίτητα.
Καλή Υπομονή



Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Η Φόνη και τα παιδιά της


Το αφήγημα αυτό έρχεται ύστερα από μια επιτακτική προτροπή παλιού συνοδοιπόρου λέγοντας μου, «Ο Χριστός δίδαξε με παραβολές, για καταλαβαίνουν όλοι» και πως «-Απουσιάζουν οι ιστοριούλες από τον Πυθαγόρα, που δέχονταν πολλών ειδών προσεγγίσεις». Έτσι έκατσα σήμερα να γράψω την ιστορία της Φόνης, (Περσεφόνης), της μάνας εκείνης που δεν ήθελε παιδιά αλλά καρπερή καθώς ήταν απέκτησε τέσσερα και τώρα είναι μονάχη να αγναντεύει το πέλαγος σιωπηλή από την αυλή του σπιτιού, σε ένα χωριό στην Ικαρία.
Ο πατέρας της δημόσιος υπάλληλος υγειονομική υπηρεσία, όταν διαφώνησε σε μια επιχειρούμενη συγκάλυψη, απαιτώντας μεγαλύτερο μερίδιο από ότι του πρόσφεραν βρέθηκε με δυσμενή μετάθεση στον Δομοκό. Εκεί αγανακτισμένος βρήκε κι άλλους ομοιοπαθείς και κατηγορούσε συνέχεια αυτούς που τον έδιωξαν από την Πρωτεύουσα. Αυτή η κίνηση και μόνο ήταν αρκετή για να χαρακτηριστεί αριστερών κοινωνικών φρονημάτων και εξ ορισμού ύποπτος. Η γυναίκα του ήταν άνθρωπος της υπομονής και ζούσε σιωπηλά χωρίς ποτέ να έχει γνώμη για τίποτα, το στόμα της το άνοιγε για επαναλάβει μια φράσει επωδό, «για όλα δεν πειράζει, δόξα τω Θεώ». Τους ένωνε το μοναχοπαίδι τους η Φόνη, που γεννήθηκε στο Δομοκό μόλις έφθασαν.
Προκομμένο παιδί κατάφερε να περάσει στην Νομική στα δύσκολα χρόνια που οι κυβερνήσεις αλλάζανε κάθε τρείς και λίγο. Οργανώθηκε γρήγορα με τους Λαμπράκηδες και άρχισε να παίρνει μέρος σε πορείες και διαδηλώσεις, αδιαφορώντας για τις διαφωνίες των γονιών της. Λίγο αργότερα όταν την έδιωξαν από την φοιτητική εστία, αντί να γυρίσει σπίτι της, βρήκε κατάλυμα σε ένα σπίτι μεγάλο που ζούσαν κοινοβιακά και άλλα άτομα των ιδίων κοινωνικών φρονημάτων, αδιαφορώντας ποιος ξόδευε για να την συντήρηση τους, ήταν αγωνίστρια. Την εποχή των διαμαρτυριών και των διαδηλώσεων την έκοψε απότομα η έλευση της χούντας. Η ελευθερία του λόγου και των κινήσεων απαγορεύτηκε εντελώς. Οι παραβάτες διωκόντουσαν ανελέητα και για όσους επέμεναν υπήρχαν οι τόποι εξορίας. Σε κάποια νησιά στην αρχή και αν εξακολουθούσαν να είναι απείθαρχοι στα ξερονήσια. Η Φόνη δεν χρειάστηκε να φθάσει μέχρι εδώ, ο τόπος εξορίας της ήταν η Ικαρία.
Πρώτη φορά αποβιβάστηκε το Πάσχα του 1968 ήταν τότε 22 χρονών. Οι δυνάστες δεν μπορούσαν να αντιληφτούν πως στο μυαλό της νέας κοπέλας κυριαρχούσαν τα όνειρα για μια ελεύθερη και ανέμελη ζωή, οι ποινές για κάθε παράπτωμα της ήταν ποικίλες, από στέρηση φαγητού και νερού μέχρι ξυλοδαρμού και βιασμού.
Κάποια από της πολλές φορές η Φόνη συνέλαβε, την κατέλαβε απελπισία, όσο και αν έκλεγε δεν μπορούσε να ξεθυμάνει. Ο γιατρός του στρατοπέδου της πρότεινε ως λύση να υπογράψει το χαρτί της μεταμέλειας για να αφεθεί ελεύθερη, όταν το παιδί γεννηθεί να το αφήσει στο ίδρυμα και να πάει στην Αθήνα να ξεκινήσει καινούργια ζωή. «-Δεν  το θέλω το μπάσταρδο» φώναζε αυτή, αλλά δεν είχε άλλη λύση. Εξελισσόταν η κυοφορία ομαλά, αλλά οι λογισμοί της Φόνης ήταν σκέτη κόλαση. Τι όνομα θα του δώσω; Πως θα το μεγαλώσω; Δεν έχω εγώ να φάω αυτό πως θα ζήσει; Μια λύση μένει να το πουλήσω. Βρήκε τον γιατρό και του εκμυστηρεύτηκε τις σκέψεις της, εκείνος συμφώνησε και υποσχέθηκε να της βρει και αγοραστή. Ηρέμησε η Φόνη και περίμενε τον τοκετό, όταν έπιασε στα χέρια το νεογέννητο αγοράκι, άλλαξε αμέσως γνώμη, «-Δεν το δίνω». Την λύση στο όλο πρόβλημα την έδωσε ο ιερέας που περιοδικά περνούσε από το στρατόπεδο. Της έκανε προξενιό κάποιο παλικάρι που δεν είχε οικογένεια και εκείνες τις ημέρες απολυότανε από το στρατό, την πήρε σπίτι του με το μωρό, την έπεισε και υπέγραψε το χαρτί μεταμελείας, την πάντρεψε με τον Αγησίλαο και τους συνόδευσε μέχρι το καράβι για τον Πειραιά, ο Αγησίλαος θα έπιανε δουλειά στα ναυπηγεία στο Πέραμα.
Το μωρό που στην αρχή δεν ήθελε η Φόνη και που το αγαπούσε πολύ ο Αγησίλαος το βάπτισαν Ίκαρο. Εγκαταστάθηκαν στο Πέραμα, σε μια φτωχογειτονιά γεμάτο εργάτες και βρωμιά. Άρχισε να κάνει την νοικοκυρά και να ευχαριστεί τον Θεό που βρέθηκε ο ιερέας εκείνος που άλλαξε τη ζωή της. Στο βάθος όμως του μυαλού της, δεν είχαν σβήσει τα ιδανικά για μια καλλίτερη ζωή σε μια καλλίτερη πατρίδα. Όταν   έγινε η κατάληψη της Νομικής σχολής, θέλησε να πάει αλλά υπάκουσε στην προτροπή του Άνδρα της. «-Αν σε πιάσουν πάλι τι θα γίνει το παιδί;» Και συγκρατήθηκε. Λίγους μήνες αργότερα έμεινε έγκυος αγανάκτησε και βλαστήμησε πάλι «δεν το θέλω, τώρα που ο αγώνας ολοκληρώνεται» ο Αγησίλαος υπομονετικά την παρηγορούσε πως κάθε γέννα είναι θέλημα Θεού και σε αυτό το θέλημα δεν μπορεί κανείς να πάει κόντρα, εκείνη δεν πολυπίστευε στα λόγια του, από την άλλη όμως του χρωστούσε μεγάλη ευγνωμοσύνη και δεν ήθελε να τον πικραίνει, έτσι απουσίαζε από την εξέγερση του πολυτεχνείου. Το δεύτερο παιδί που έκανε ήρθε το Μάιο του 1974 ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, το βαπτίσανε ανήμερα της Παναγίας και το ονόμασαν Δημοκρατία.
Βρέθηκε με δύο παιδιά η Φόνη που δεν ήθελε αλλά τα υπεραγαπούσε ο Αγησίλαος. Γυρνώντας από την δουλειά του ασχολούνταν  και έπαιζε μαζί τους, ενώ η Φόνη επανήλθε στα γνωστά της επαναστατικά λημέρια. Δεν ανήκε σε κανένα κόμμα συγκεκριμένο, αλλά και σε όλα ταυτόχρονα. Τα αριστερά κόμματα ήταν αμέτρητα, κάθε βδομάδα και κάθε μήνα και ένα καινούργιο ξεπεταγόταν και η Φόνη σε όλα αυτά ήταν ιδρυτικό μέλος, αλλά σε κανένα δεν της έδιναν αξιώματα και εξουσίες, έτσι έφευγε κατηγορώντας το, και συμμετείχε στην ίδρυση καινούργιου. Μάταια ο Αγησίλαος της εφιστούσε την προσοχή, «-Όλοι ίδιοι είναι». Η Φόνη ήταν ιδεαλίστρια. Ξενυχτούσε πολλά βράδια στα κομματικά γραφεία, αλλά κάθε πρωί ήταν απαραίτητα στο σπίτι να προσέχει τα παιδιά, η Δημοκρατία ήταν μωρό ενώ ο Ίκαρος πήγαινε σχολείο. Όταν ο Αγησίλαος επέστρεφε από την δουλειά απελευθερωνόταν και ανάσαινε, είχε προορισμό στην ζωή έπρεπε να τελειώσει τον αγώνα για την Πατρίδα. Λίγο μετά τις εκλογές του 1977 έμεινε πάλι έγκυος η Φόνη, ήταν τριάντα ενός χρονών, γυναίκα με πεποίθηση και αυτοκυριαρχία. Το είπε του άνδρα της και εκείνος απόρησε. «-Είσαι σίγουρη πως είναι δικό μου παιδί;» για να εισπράξει την ανάλογη απάντηση «μήπως τα άλλα είναι δικά σου;». Το είπε και την ίδια στιγμή το μετάνιωσε. Ο Αγησίλαος έμεινε άφωνος, η Φόνη έπεσε στα γόνατα, «-Συγχώρεσε με δεν το θέλω δεν θέλω παιδιά». Εκείνος την σήκωσε την έβαλε να καθίσει στην καρέκλα και την κοίταξε στα μάτια.
-Φόνη δεν έχω οικογένεια εκτός από σας, είτε είναι δικά μου, είτε όχι τα αγαπώ γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, κάθε φορά που γεννιέται ένας άνθρωπος ο Θεός τον δημιουργεί χρησιμοποιώντας την γυναίκα, δεν έχει σημασία ποιος γεννά αλλά ποιος μεγαλώνει το παιδί, αυτός είναι ο γονιός του.
Η Φόνη τον άκουγε δακρυσμένη και δεν μίλαγε για πολύ ώρα, μετά πήρε την μεγάλη απόφαση, θα άφηνε τα κόμματα για ασχοληθεί με την οικογένεια της ουσιαστικά, το είπε και το υποσχέθηκε στον άνδρα της, ζήτησε μόνο να αλλάξουν γειτονιά και εκείνος το αποδέχθηκε ευχαρίστως, μετακόμισαν στον Ρέντη και όταν το δεύτερο κοριτσάκι ήλθε το ονόμασαν Ελευθερία. Έχοντας τρία παιδιά η Φόνη εξελισσόταν σε μια νοικοκυρά πρώτης τάξεως, φτωχικά μεν αλλά τίμια τα ανέθρεφε προσπαθώντας όσο μπορούσε να μην ανακατεύονται με τα πολιτικά δρώμενα, με τα οποία και εκείνη είχε πάψει να ασχολείται. Το καλοκαίρι του 1986 ο Αγησίλαος με την οικογένεια όλη κατάφεραν και πήγαν διακοπές στην Ικαρία, βρήκαν τον Ιερέα που τους είχε παντρέψει, εζήτησαν την ευχή του και εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους, που τους είχε φτιάξει την ζωή. Ο Γέροντας τους φιλοξένησε τους έδωσε και χρήματα παραγγέλλοντας να μην πάνε κόντρα στο θέλημα του Θεού. Όταν επέστρεψαν στον Ρέντη η Φόνη κυοφορούσε πάλι, αυτήν την φορά ήταν σίγουρα του Αγησίλαου το παιδί, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία, ούτε και αυτός. Ο Αγησίλαος πίστευε πως ήταν η ευχή του Γέροντα αυτή που τους το έστειλε. Αυτή η κυοφορία όμως έμελε να ταράξει την ησυχία  και την γαλήνη του σπιτιού. Η Φόνη ωρυόταν:
-Πως θα το μεγαλώσουμε;
-Έχει ο Θεός, απαντούσε ο Αγησίλαος
-Εγώ δεν το θέλω, μου φτάνουν όσα έχω
-Τα παιδιά τα στέλνει ο Θεός που είναι Κύριος της Ζωής και του θανάτου
-Αρλούμπες, φώναζε η Φόνη, θα το ρίξω
-Δεν πρέπει να το σκέπτεσαι καν, πάς κόντρα στο θέλημα του Θεού
-Εγώ το μεγαλώνω και εγώ ξέρω, άλλωστε είμαι και μεγάλη
-Και εγώ είμαι μεγάλος, αλλά δεν έχει σημασία
-Ο μεγάλος πάει φαντάρος όπου νάναι, τι θα του πούμε;
Και οι συζητήσεις ατέρμονες χωρίς να καταλήγουν πουθενά, ώσπου μια μέρα η Φόνη με τον πρωινό καφέ ανακοίνωσε την τελεσίδικη απόφαση:
-Εγώ θα πάω να το ρίξω, άλλωστε νομιμοποιήθηκαν οι αμβλώσεις πλέον και κάθε γυναίκα είναι κυρίαρχος του κορμιού της.
Άναυδος κοιτούσε ο Αγησίλαος, «-Κάνε ότι θέλεις θα σε περιμένω πάντα, ότι και να κάνεις, γιατί δεν έχω τίποτα άλλο στον κόσμο, εγώ κόντρα στο Θεό δεν πάω».
Έφυγε η Φόνη από το σπίτι για δέκα περίπου μέρες, πήγε στα κομματικά γραφεία βρήκε παλιές γνωριμίες και χρήματα έκανε την έκτρωση και γύρισε σπίτι. Ο Αγησίλαος την υποδέχθηκε με αγάπη, τα παιδιά το ίδιο, αλλά εκείνη δεν ήταν πια η Φόνη που ήξεραν. Θέλησε να κουβεντιάσει με τον άνδρα της τα γεγονότα της εκτρώσεως, αλλά εκείνος μονομιάς την έκοψε:
-Αυτό είναι μια παρένθεση που δεν θα συζητήσω ποτέ, και αν επιμένεις θα σηκωθώ να φύγω για πάντα από το σπίτι. Αυτό είναι ένα θέμα που δεν αφορά αυτήν την οικογένεια είναι εντελώς προσωπικό σου.
Σαράντα ετών τότε η Φόνη ένιωσε αδύναμη και μόνη, τώρα καταλάβαινε την δύναμη που αντλούσε από την αγάπη του Αγησίλαου, ένοιωθε αυτή η αγάπη να έχει αντικατασταθεί από ανοχή που πολλές φορές έφτανε στη αδιαφορία. Δεν της κακομίλησε ποτέ ούτε την κατηγόρησε για τίποτα, γυρνούσε από την δουλειά και ασχολιόταν με τα κορίτσια ενώ ο Ίκαρος που είχε εν τω μεταξύ τελειώσει μια τεχνική σχολή δούλευε σε συνεργείο αυτοκινήτων και συνεισέφερε στο εισόδημα του σπιτιού. Αισθανόταν κάπως άβολα και περιθωριοποιημένη, και σκέφτηκε να δουλέψει, όταν το είπε στον Αγησίλαο εκείνος δεν έφερε καμία αντίρρηση. Προσελήφθη με το βασικό μεροκάματο σε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε φωτιστικά και βίδωνε όλη την βάρδια της καλώδια στα Ντουί, μια μονότονη και άχαρη εργασία που δεν την ευχαριστούσε. Γυρνούσε στο σπίτι το φρόντιζε και πάλι περίσσευε χρόνος να βασανίζει το μυαλό της με σκέψεις που δεν μπορούσε να εκμυστηρευτεί σε κανέναν. Με τρία μεροκάματα να μπαίνουν στο σπιτικό ταμείο μπόρεσαν να πάρουν μηχανάκι να πηγαινοέρχεται στην δουλειά ο Αγησίλαος και τηλεόραση να περνούν ευχάριστα τα βράδια τους, ακόμα μπορούσαν και πήγαιναν τις Κυριακές εκδρομές στις κοντινές παραλίες, πάντα μετά την Εκκλησία που πήγαινε ο Αγησίλαος με τα κορίτσια, ούτε η Φόνη ούτε και Ίκαρος ακολουθούσαν και ο Αγησίλαος δεν επέμενε ούτε και εξεβίαζε κανέναν να τον ακολουθήσει, αλλά δεν έκανε και τίποτα την Κυριακή πριν απολύσει η Εκκλησία. Πεταγότανε στον ύπνο της η Φόνη, ήθελε να φωνάξει να πεί κάτι, κι ο Αγησίλαος πλάι της κοιμότανε ανέμελος, την βασάνιζαν τύψεις για την έκτρωση αλλά δεν είχε άνθρωπο να μιλήσει, μόνιμα θλιμμένη περνούσε στην κατάθλιψη και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει.
Στις αρχές του 1988 ο Ίκαρος εκκλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα. Μετά την βασική εκπαίδευση επελέγη για τους αλεξιπτωτιστές. Καμαρωτός με τη πρώτη άδεια ήρθε στο σπίτι να δείξει στους γονείς του την πουλάδα και τα διάσημα των καταδρομών, ήταν όμως και η τελευταία φορά που τους είδε, στα επόμενα γυμνάσια επιχειρώντας άλμα το αλεξίπτωτο δεν άνοιξε και έσκασε στην γη σαν σάκος αφήνοντας την τελευταία του πνοή. Τον θάψανε με στρατιωτικές τιμές, δώσανε και στον Αγησίλαο μια περγαμηνή και μια πλακέτα πως έπεσε στην εκτέλεση του καθήκοντος. Τα δύο κορίτσια η Δημοκρατία και η Ελευθερία έδειχναν να πόνεσαν περισσότερο από τους γονείς τους, αλλά παιδιά ήταν θα ξεχνούσαν.  Η Φόνη σε όλη αυτήν την διαδικασία δεν είχε πεί τίποτα, ούτε μια στάλα δάκρυ σε ύγρανε τα μάτια της, μελαγχόλησε λίγο παραπάνω από τα συνηθισμένα, το μυαλό της βασάνιζε μια σκέψη, μήπως είναι τιμωρία του Θεού, αλλά και έτσι να ήταν έφυγε το μπάσταρδο, που δεν ήξερε και ποιανού ήταν από τους τόσους που την βίαζαν στα χρόνια της εξορίας.
Εκείνη την εποχή ήρθε στην Αθήνα για προσκύνηση η Εικόνα της Παναγίας «Το Άξιον Εστί» από το Άγιον όρος και ο Αγησίλαος ανέβηκε να την προσκυνήσει. Πρώτη φορά πρότεινε στην Φόνη αν ήθελε να τον ακολουθήσει, αλλά εκείνη αρνήθηκε βυθιζόμενη στην ησυχία της. Το βράδυ ο Αγησίλαος την παρότρυνε να πάει σε γιατρό να βρούν την αιτία της απομόνωσης της και να δώσουν κάποια λύση, εκείνη αντιδρούσε λέγοντας «-δεν παλάβωσα ακόμα». Ο Αγησίλαος επέμενε πως υπάρχει κάποιο πρόβλημα που ζητά επιτακτικά λύση, ας πήγαινε επιτέλους στην Ικαρία στον γνωστό τους ιερέα, για να το κουβεντιάσει. Μετά από δυο τρείς αρνήσεις η Φόνη σκέφτηκε πως δεν είχε τίποτα να χάσει, άλλωστε ήταν και μια ευκαιρία να αλλάξει παραστάσεις. Ξεκίνησε λοιπόν για την Ικαρία.
Όταν βρήκε τον Ιερέα απογοητεύθηκε. Ήταν πια πολύ ηλικιωμένος και μόνιμα καθισμένος σε μια πολυθρόνα πάνινη αγναντεύοντας το πέλαγος. Την δέχτηκε ευχάριστα:
-Έλα ευλογημένη σε περιμένω τόσο καιρό
-Εμένα περιμένεις γέροντα; Απόρησε εκείνη
-Εσένα περιμένω και πάντα σε περίμενα κι ας μην ερχόσουνα
-Γιατί;
-Μην τα ψάχνεις, η Χάρη του Θεού σε σκεπάζει χρόνια τώρα και εσύ την αρνιέσαι αλλά μέχρι πότε;
-Εμένα; Μονολεκτικά η Φόνη ρώτησε
-Εσένα σου έστειλε στο δρόμο σου το Αγησίλαο να σε βγάλει από τον Γολγοθά σου και να σε οδηγήσει στην Ανάσταση και εσύ δεν τον αφήνεις.
-Γέροντα τι ξέρεις, σου μίλησε αυτός, τι παράπονα έχει;
-Όχι δεν μιλήσαμε από όταν ήρθατε εδώ, αλλά στο δικό σου πρόσωπο είναι ζωγραφισμένη η απογοήτευση και η απελπισία. Έλα πές μου τι έτρεξε;
-Εγώ Γέροντα, άρχισε η Φόνη και έπεσε στα γόνατα και κρατώντας ανάμεσα στα χέρια της την σκελετωμένη παλάμη του έβγαλε όλη της πίκρα, το μοναδικό παράπονο που είχε στην ζωή, παρά τα όσα είχε περάσει ήταν η συμπεριφορά του Αγησίλαου μετά την έκτρωση, η απομάκρυνση του, ενώ περίμενε ηθική συμπαράσταση δεν την βρήκε, αυτή η κατάσταση ήταν αφόρητη.
-Φόνη παιδί μου, αρκετά βασανίστηκες με τις τύψεις σου, όμως τι ήθελες να κάνει ο άνδρας σου, να κολασθεί επειδή εσύ το επέλεξες; Ο Αγησίλαος είναι άνθρωπος του Θεού, προσεύχεται συνέχεια για σένα και αυτή είναι η πραγματική αγάπη που δεν μπορείς να αντιληφθείς επειδή ζεις μακριά από τον Θεό.
Είπε κι άλλα ο Ιερέας για να καταλήξει πως Θεός δεν είναι τιμωρός αλλά φιλεύσπλαχνος και συγχωρεί όσους θέλουν να συγχωρεθούν δίνοντας έμφαση στο όσοι θέλουν να σωθούν. Γύρισε στον Ρέντη η Φόνη, αλλά ήταν ένας άλλος άνθρωπος.
Πήγαινε στην δουλειά της όπως πρώτα, ακολουθούσε κάθε Κυριακή τον Αγησίλαο στην Εκκλησία, γέμισε το σπίτι εικονίσματα και σταυρούς, λιβάνιζε πολλές φορές  κάθε μέρα, άρχισε να ζυμώνει πρόσφορα και να μην αφήνει πανηγύρι ή εσπερινό που να μην παραβρεθεί. Ο άνδρας της, την μάλωνε «-Αυτά είναι υπερβολές και θρησκοληψίες» αλλά εκείνη δεν καταλάβαινε.
Στα τρίχρονα του Ίκαρου έκλαψε πολύ, ο Αγησίλαος νόμιζε πως έφτασε η ώρα να ξεσπάσει και να επανέλθει στα συγκαλά της και χάρηκε προς στιγμή. Όταν επέστρεψαν στο σπίτι πρότεινε να πάνε στην θάλασσα, αλλά εκείνη δεν ήθελε νομίζοντας πως θα βεβήλωνε την μνήμη του παιδιού της διασκεδάζοντας. Τα κορίτσια επέμεναν και εκείνος έπρεπε να βρει την χρυσή τομή.  Αποφάσισαν να πάει με την μικρή στην θάλασσα για μπάνιο και να μείνει η Δημοκρατία με την Φόνη και το βραδάκι να μείνουν σπίτι για να πάει βόλτα η μεγάλη με τις φίλες της, ήταν πλέον δεκαοκτώ χρόνων. Καβάλησε ο Αγησίλαος το μηχανάκι και ξοπίσω του η Ελευθερία με προορισμό τον Άλιμο, δεν έφτασαν όμως ποτέ. Στην λεωφόρο βουλιαγμένης τους παρέσυρε ένα αυτοκίνητο και σκοτώθηκαν και οι δύο. Μάταια περίμεναν στο Ρέντη η Φόνη με την Δημοκρατία την επιστροφή τους, αργά το βράδυ ήρθε ένα περιπολικό να τις οδηγήσει στο νοσοκομείο για αναγνώριση των νεκρών.
Φόρεσε τα μαύρα η Φόνη και αυτό πολλαπλασίασε την θρησκοληψία της. Θεώρησε κι αυτό το γεγονός τιμωρία του Θεού, πήρε κι αυτό το μπάσταρδο δεν θα μου πάρει την Δημοκρατία. Σταμάτησε να δουλεύει, έτρεξε σε υπηρεσίες και κατάφερε να πάρει σύνταξη, ακόμα συμβουλεύτηκε δικηγόρο και έβγαλε και βοήθημα από τον Στρατό για το θάνατο του Ίκαρου. Απερίσπαστη τώρα μπορούσε να ασκεί τα θρησκευτικά της καθήκοντα όπως τα αντιλαμβανότανε. Το ίδιο νοσηρό πνεύμα προσπαθούσε να επιβάλει και στην κόρη της, εκείνη όμως με την ανεμελιά και την όρεξη για ζωή που χαρακτηρίζει τα νιάτα δεν συμμορφωνόταν. Οι καυγάδες στο σπίτι ήταν συνεχείς, το κορίτσι ήθελε ελευθερία κινήσεων η μάνα καταπιεστική και η αναπόφευκτη διάσταση δεν άργησε. Κάποια βραδιά η Δημοκρατία ανακοίνωσε στην μάνα της πως την επομένη θα φύγει για την Κόρινθο και να μην την περιμένει γιατί θα ζήσει εκεί. Μάταια έκλεγε η Φόνη, το κορίτσι έλεγε πως είναι ενήλικη και δικαιούται να ορίζει την ζωή της. Μέσα στα κλάματα της η Φόνη, θυμήθηκε πως και αυτή έτσι ακριβώς αντιδρούσε όταν έφυγε από τον Δομοκό για την Αθήνα και από τότε δεν ξαναείδε τους γονείς της, ήξερε πως ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε το παιδί της, το τελευταίο από τα τρία που είχε γεννήσει. Την άλλη μέρα το πρωί η Δημοκρατία έφυγε χωρίς καν να την χαιρετίσει. Ξανάπεσε στην κατάθλιψη η Φόνη.
Μετά την φυγή του τελευταίου της παιδιού, τα έβαλε πάλι με τον Θεό, που παρά τα όσα έκανε ακόμα την τυραννούσε, αλλά δεν σταμάτησε τις επαφές με την Εκκλησία. Παρότι δεν πολυπίστευε στην εξομολόγηση αναζήτησε Πνευματικό να ξαγορευτεί τα κρίματα της και απογοητεύτηκε μόλις εκείνος της σύστησε να επισκεφτεί έναν γιατρό  που τον είχε περισσότερη ανάγκη.
Μόνη τώρα χωρίς δικούς της ανθρώπους στο Ρέντη η Φόνη ήταν πιο ευάλωτη στη αρρώστια.  Αποφάσισε να επισκεφτεί το γιατρό, αυτός της σύστησε αλλαγή περιβάλλοντος, αλλά, που να πάει;  Στον Δομοκό δεν είχε κανένα, άλλο χωριό, δεν είχε. Μοναδικοί άνθρωποι που είχε μια στοιχειώδη επικοινωνία οι γείτονες και οι κουμπάροι των παιδιών που δεν ήταν τόσο πρόσχαροι.
Αποφάσισε να πάρει το καράβι για την Ικαρία, ίσως εκείνος ο Ιερέας που την πάντρεψε να είχε λύση, αλλά όταν έφθασε δεν ζούσε πια. Το σπίτι του ήταν άδειο, ρώτησε και έψαξε μέχρι που βρήκε την κόρη του και νοίκιασε το σπίτι και τώρα κάθετε εκεί σιωπηλή και αγναντεύει το πέλαγος.      

ΠΕΡΣΑ ΚΟΥΜΟΥΤΣΗ

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Χωρίς σχόλια (απο την Σάμο)




Η ηλικία των παιδιών από άλλη θεώρηση.


Στο πνεύμα των ημερών με του γονείς να ανησυχούν και τα παιδιά να πελαγοδρομούν οφείλω να κάνω μια παρέμβαση επισημαίνοντας κάποιες λεπτομέρειες που ηθελημένα ή αθέλητα αγνοούν οι γονείς και μάλιστα επιδεικτικά.
Η ωριμότητα του σώματος δεν συμβαδίζει πλέον στα παιδιά με την ωριμότητα του νου. Στην μεταπολεμική εποχή και λίγο αργότερα τα παιδιά ήταν υπεύθυνα άτομα από νεαρή ηλικία και ο όρος ξεσκολισμένος σήμαινε πως είχε τελειώσει κάποιος το δημοτικό, αυτό ήταν το σχολείο, αυτές ήταν οι γνώσεις που επαρκούσαν για να επιβιώσει το παιδί. Πολλές φορές εργαζότανε κι όλας προτού τελειώσει καν το δημοτικό. Ήταν τα χρόνια της φτώχιας και της δημιουργίας της σύγχρονης Ελληνικής κοινωνίας. Τα κορίτσια ειδικά με την ωριμότητα της σωματικής διάπλασης ήταν και νοητικά έτοιμα να κάνουν οικογένεια και να αναλάβουν τα καθήκοντα της Μάνας και της νοικοκυράς, όταν δε, ξεπερνούσαν τα είκοσι ανησυχούσαν υπέρμετρα μήπως και δεν αξιωθούν να βάλουν στεφάνι στο κεφάλι τους.
Τι διαφορά με τα σημερινά δεδομένα!
Σήμερα η σωματική διάπλαση και ωριμότητα έρχεται όπως πάντα στην ώρα της και το κορμί έχει τις απαιτήσεις του, αλλά το μυαλό έχει μείνει πίσω και έχει μείνει πίσω επειδή οι γονείς με την υπερπροστασία που παρέχουν δεν αφήνουν το παιδί να ωριμάσει. Έχουν απαίτηση να φέρεται ώριμα όποτε εκείνοι νομίζουν, αυτό είναι λάθος. Στην εποχή που ζούμε ξεσκολισμένος θεωρείται πλέον εκείνος που τελειώνει κάποια σχολή τριτοβάθμια, αλλά και τότε ακόμα φροντίζει ο γονιός να συνεχίσει κι άλλο νομίζοντας πως αυτό ωφελεί το παιδί και δεν το μαθαίνει ή το χειρότερο δεν του υποδεικνύει καν, πως πρέπει να δουλέψει και να συνεισφέρει στον οικογενειακό προϋπολογισμό τα αναλογούντα.
Είναι λυπηρό ένα παιδί τελειώνοντας το γυμνάσιο να έχει συμπεριφορά και τρόπους δεκάχρονου παιδιού της παλιάς εποχής, αλλά δεν φταίει αυτό γι αυτό. Ονομάσανε το γυμνάσιο βασική εκπαίδευση και τελειώνοντας το, γνωρίζει μόνο τα βασικά για την εποχή μας. Ακολουθεί το λύκειο που έχει εξελιχθεί σε ένα ανελέητο κυνήγι βαθμών, αδιαφορούμε για την γνώση και μοναδική επιδίωξη είναι η εισαγωγή σε κάποιο ίδρυμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, και η πολιτεία δεν χαλά χατίρια κατηγοριοποιώντας τις σχολές σε ειδικότητες. Ένα απλό παράδειγμα για να μην μακρηγορώ, όσα μάθαιναν παλιά οι μαθητές στις επαγγελματικές σχολές, μετά το δημοτικό, τα διδάσκονται τώρα στην ηλικία των  18 χρονών και βάλε. Η διανοητική ικανότητα του νέου αυτού είναι αντίστοιχη με εκείνη του παιδιού που τέλειωνε το δημοτικό τότε, γιατί λοιπόν να έχουμε την απαίτηση να συμπεριφέρεται ώριμα; Όμως επαναλαμβάνω το μυαλό του δεν έχει ωριμάσει επειδή δεν το επέτρεψε ο γονιός του, που του παρείχε ότι ζητούσε τις περισσότερες φορές προλαβαίνοντας τις επιθυμίες του. Θέλει ο νεαρός ή νεαρά να ψηφίζει, θέλει να έχει λόγο και άποψη, θέλει να διασκεδάσει, θέλει να επικοινωνεί, θέλει ακολουθεί την περίφημη μόδα, θέλει μηχανάκι, ενίοτε έχει και απαίτηση για αυτοκίνητο, αλλά δεν θέλει να δουλέψει, δεν το θεωρεί υποχρέωση του. Αυτό είναι το λυπηρό.  

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Τα αποτελέσματα


Στο Φάληρο εχθές Κυριακή μεσημέρι ήταν  η τελευταία επαφή με τους παλιούς συμπατριώτες μας γύρω από ένα τραπέζι που τελείωσε με το κέρασμα του Ζιμπίπ, το οποίον δεν τιμήθηκε όσο του άξιζε παρά τα παγάκια που περιείχε. Η συγκινήσεις του αποχαιρετισμού αυτή τη φορά ήταν λιγότερο φορτισμένες επειδή συντομεύεται ο χρόνος που σμίγουμε και τα λέμε, εύχομαι και ελπίζω να μην φτάσουμε στο άλλο άκρο και να καταντήσει ρουτίνα, τότε θα έχουμε χάσει το παιχνίδι.
Όταν επιβιβάστηκα στο καράβι συνειδητοποίησα πως η πραγματικότητα σε προσγειώνει  στο σήμερα. Επιστροφή αλλά παράλληλα και αποτίμηση για οφέλη και ζημιές, σκέψεις που δεν ολοκλήρωσα στην καμπίνα διότι ο ύπνος είχε απαιτήσεις και μάλιστα επιτακτικές. Τώρα βραδάκι της επόμενης μέρας, αναπολώντας τις όμορφες ώρες που πέρασα και τα περίφημα εδέσματα που γεύτηκα, Αιγυπτιακά, Σαμιώτικα, Πολίτικα και Λιβανέζικα, έκατσα εμπρός στο πληκτρολόγιο για να εκφράσω τις ευχαριστίες μου σε όλους εκείνους  που με περίμεναν, με φιλοξένησαν και με τίμησαν, γράφοντας  ότι έλεγα και στην Σάμο, «-ΕΛΑΤΕ, με χαρά ΣΑΣ φιλοξενώ, τώρα πια στην Κρήτη και στα Αστερούσια όρη».  

Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Η παρουσίαση στην πράξη


 Η παρουσίαση στην πράξη
Βρέθηκα στην φιλόξενη αίθουσα του ΣΑΕ, για την εκδήλωση της παρουσιάσεως του βιβλίου από τον ΣΕΚ, λιγάκι απορημένος αλλά όχι τρακαρισμένος, επειδή μου περισσεύει το θράσος. Δεν γνώριζα πώς να ανταποδώσω την τιμή που μου γινότανε, αλλά τελικά βρήκα την λύση, εκείνη την ημέρα δεν έφαγα καθόλου και τίμησα ανάλογα και με το παραπάνω τα προσφερθέντα εδέσματα. Ο εκλεκτός φίλος μας Νικόλας Στρατής ανέλαβε να κάνει την παρουσίαση αφού η Κυρία Χρύσα εκτάκτως έπρεπε να ταξιδεύσει για την Κύπρο. Παραθέτω παρακάτω το κείμενο του και τον ευχαριστώ δεόντως 
Πρόλογος
Κυρίες και κύριοι
Η σχέση μου με τον συγγραφέα του βιβλίου ΑΠΟ ΤΟ BLOG ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΑ είναι η πιο αρμόζουσα για να παρουσιάσει κανείς το έργο ενός συγγραφέα με τόσο πλατειά και βαθειά γνώση της ζωής και της ανθρώπινης ψυχής.
Ο συγγραφέας και εγώ είμαστε φίλοι από παιδιά. Η παρουσίαση γίνεται από εμένα όχι ως φίλο του συγγραφέα, αλλά ως φίλο και θαυμαστή του συγκεκριμένου βιβλίου, το οποίο  θέλω να το συστήσω σε όσους μπορώ για να το απολαύσουν και να το θαυμάσουν και αυτοί. Υποχρέωσα φυσικά τον εαυτό μου να δείξει  περισσή αντικειμενικότητα, αλλά όπως και να το κάνουμε αυτά που θα σας πω απόψε στηρίζονται σε όσα επί χρόνια αντιλαμβάνομαι και εισπράττω από την όλη προσωπικότητα αλλά και τα κείμενα του συγγραφέα.
Αν υποθέσετε ότι επιστράτευσα τις άριστες των δυνατοτήτων μου για να αποδώσω την αλήθεια για τον συγγραφέα και το έργο του, θα πέσετε έξω.
Αντιθέτως, ενήργησα με συνεχή αυτοέλεγχο και με προσοχή να μην υπερβάλω πουθενά παρόλο που θα έλεγα μόνον αλήθεια. Διότι κινδύνευα να κάνω αυτό που ο ίδιος ο συγγραφέας δεν θέλει ποτέ να γίνεται από πλευράς του. Δηλαδή πρόσεξα πάρα πολύ να μην επιτρέψω στον εαυτό μου υπέρμετρους επαίνους και εξυψώσεις της αξίας των κειμένων του συγγραφέα.
Πρόσεξα επίσης  να μην τολμήσω να υμνήσω έστω και στο ελάχιστο την προσωπικότητα του.

Μετά από ένα σύντομο βιογραφικό που ξεκινά έτσι
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το1954 όπου έζησε μόλις 4 χρόνια και ορφάνεψε από πατέρα το 1961 στο Χελουάν ένα προάστιο του Καΐρου.. . . . . . .

Συνεχίζει:
Στον πρόλογο του εξηγεί πώς γεννήθηκε ένα βιβλίο ΜΕΤΑ και όχι ΠΡΙΝ από τα ψηφιακά του έργα.
 «Άκουσα,» γράφει, «λίγα παράπονα από φίλους συνομήλικους που δεν έχουν καθόλου καλές σχέσεις με την τεχνολογία και τους υπολογιστές. Μια κυρία ειδικά μου έλεγε πως εκτός από το διάβασμα μερακλώνεις ακόμα και με από την μυρουδιά του τυπωμένου χαρτιού.»
Και συνεχίζει «Οφείλω να ευχαριστήσω δεόντως εκείνους τους φίλους που με παρότρυναν να εκδώσω αυτό το έργο, αρχίζοντας από τον Αίαντα κλπ. κλπ.»
Στα χέρια μας λοιπόν αυτό το βιβλίο έφτασε ως χάρτινη ενσάρκωση ψηφιακών pixels από οθόνες ανοιγμένες στο blog του Πυθαγόρα.
Ας ευχαριστήσουμε κι εμείς με την σειρά μας τον Θεό που έκαμψε την εκ ταπεινοφροσύνης αντίσταση του συγγραφέα και δέχθηκε εν τέλει να «δέσει» σε βιβλίο μερικά από τα κείμενα του, που κυκλοφορούσαν τελείως ελεύθερα και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο μέσα στον κυβερνοχώρο.

Η Βασική αγωνία του συγγραφέα
Όταν θα αρχίσετε με την σειρά σας κι εσείς που με ακούτε απόψε να διαβάζετε το βιβλίο αυτό, θα διαπιστώσετε πόσο ακατάπαυστη είναι η αγωνία του συγγραφέα μήπως ξεπηδήσει μέσα από τους σχοινοτενείς ειρμούς του κάποιος σχηματισμός γνώμης εκ μέρους των αναγνωστών του, ότι δεν είναι επαρκώς ταπεινόφρων. Εξ αιτίας αυτής της αγωνίας δεν διστάζει κάθε τόσο να τους διακόψει τους ειρμούς του, προκειμένου να ανοίξει μια ηθικής φύσεως παρένθεση ώστε να ξεκαθαρίσει τα κίνητρα του επί της συγκεκριμένης γραφής, και εν συνεχεία να κλείσει αυτήν την παρένθεση άνευ απολογίας που διέσπασε την προσοχή μας με κάτι που το ξέραμε ήδη για αυτόν. Αμέσως μετά, ξαναπιάνει το νήμα και μας οδηγεί μέχρι την έξοδο από το σπήλαιο της πραγματικότητας, την οποίαν σχολίαζε προ της διακοπής και μας είχε προσκαλέσει να συλλογιστούμε άλλοτε την ασχήμια της, άλλοτε τους κινδύνους της, άλλοτε την ομορφιά της και άλλοτε τις απολαύσεις της.

Επιλεκτική παράθεση μερικών από τα πολλά και σημαντικά κείμενα του βιβλίου
Είναι σχεδόν ακατόρθωτο μέσα στον σύντομο χρόνο που μου παρέχεται να αναπτύξω «νοήματα, συμπεράσματα, διδάγματα» από τα γραφόμενα του συγγραφέα.
Διότι είναι τόσα πολλά - μα και τόσο σημαντικά - που φοβάμαι μήπως κάτι παραλείψω και τον αδικήσω...
Θα επιλέξω όμως μερικά να σας παραθέσω, γιατί θεωρώ πως είναι κίνητρο  για να αποκτήσετε και εσείς αυτό το βιβλίο, του οποίου η ανάγνωση μας δίνει μάθηση, εξερεύνηση, προβληματισμούς και συμπεράσματα.

Η τεράστια σημασία του Πάζλ, του πρώτου του, κειμένου στο βιβλίο.
Στο πρώτο κείμενο του με τίτλο ΕΙΜΑΙ ΚΑΙ ΦΑΙΝΟΜΑΙ ΣΤΟ ΠΑΖΛ στην σελίδα 5, αιφνιδιάζει ως θεολόγος, αφού υποκρίνεται ότι μιλάει αλαζονικά χωρίς να έχει εξασφαλίσει την έγκριση μας να κάνει κάτι τέτοιο.
Δικαιολογείται όμως διότι τον συγχωρούμε στις αμέσως επόμενες γραμμές του. Ας πούμε ότι μπλοφάρισε στις πρώτες γραμμές, για να μας κάνει πολύ σοφότερους στις επόμενες.
Αρχίζει το κείμενο του προκλητικά
«Αυτός που είμαι, είμαι, και πρέπει να προσπαθώ να βελτιωθώ προς όφελος δικό μου. Όμως νομίζω πως είμαι το κάτι άλλο, είμαι σπουδαιότερος από ό,τι μου αναγνωρίζουν οι άλλοι.»
Στην συνέχεια ανατρέπει την ΠΡΟΚΛΗΣΗ με ΥΠΟΚΛΙΣΗ ενώπιον όλης της κοινωνίας.
 «Μου διαφεύγει μια λεπτομέρεια. Η κοινωνία είναι ένα πάζλ, και εγώ ένα κομματάκι αυτής της κοινωνίας που η θέση του είναι καθορισμένη μέσα στο σύνολο, ακόμα και γωνία να είμαι συνολικά υπάρχουν τέσσερις.»
Δεν είχα διαβάσει ακόμα την νουβέλα του Η ΗΡΩ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ που εκτίθεται στις σελίδες 104 – 146 του βιβλίου του, την στιγμή που υπέστην τον αιφνιδιασμό από την μπλόφα του ΠΑΖΛ.
Εκ των υστέρων συνέλαβα ότι ο συγγραφέας  ειδοποιούσε τους αναγνώστες του από το ΠΡΩΤΟ του κείμενο, το ΠΑΖΛ, ότι το ΥΣΤΕΡΟ και σημαντικότατο κείμενο του, η νουβέλα του για την Ηρώ και τον Βασίλη, έδειχνε ακριβώς αυτό.
Δηλαδή το κάθε πρόσωπο της νουβέλας να χάνει κάποια στιγμή την ισορροπία της ζωής του, ακριβώς επειδή αργά ή γρήγορα του διέφευγε η  λεπτομέρεια του ΠΑΖΛ.
Ότι ήταν και αυτός ή αυτή, ως πρόσωπο, ένα κομματάκι αυτής της κοινωνίας, που η θέση του είναι καθορισμένη μέσα στο σύνολο.

Το Πάζλ της Ελληνικής Παροικίας
Θα αναφερθώ μόνον σε ένα από τα πρόσωπα της νουβέλας, τον Κυριάκο Μπαλωμένο (σελ. 104) προύχοντα της Ελληνικής Παροικίας που άλλαξε το ριζικό του ορφανού Βασίλη στην αρχή της νουβέλας.
 Προς το τέλος της νουβέλας (σελ. 136) διαβάζουμε:
«ο Μπαλωμένος γύρισε προς τον Βασίλη και άρχισε να του εξιστορεί τα διατρέξαντα. Μετά την φυγή της κόρης του Ηρώς δεν είχε πρόσωπο να κυκλοφορεί στην κοινωνία και αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα με δύο στόχους, ο ένας να μπορέσει ευκολότερα το κορίτσι του να επιστρέψει στο σπίτι του και ο δεύτερος, να τακτοποιηθεί ο γιός του ο Άρης, που δεν ήταν ιδιαίτερα ευφυής και τσακωνότανε συνέχεια με τον άλλο γιό του τον Αλέξανδρο».
Τότε μόνον αντιλαμβανόμαστε γιατί προέταξε το ΠΑΖΛ ο συγγραφέας.
Μολονότι αποδεικνύει ως Πυθαγόρας, προετοιμάζει ως Ευκλείδης την ισχύ της αποδείξεως του.
Πρώτα διετύπωσε ένα αξίωμα:
«Η κοινωνία είναι ένα πάζλ, και ο καθένας μας ένα κομματάκι αυτής της κοινωνίας που η θέση του είναι καθορισμένη μέσα στο σύνολο, ακόμα και γωνία να είναι συνολικά υπάρχουν τέσσερις.»
Μετά, στην νουβέλα του, έλυσε μια άσκηση – ας την ονομάσουμε – για κάθε πρόσωπο χρησιμοποιώντας την ιστορία του ως παράδειγμα, προκειμένου να γίνει κατανοητό το αξίωμα του.
Έδειξε π.χ. το γιατί ο πολύς Κυριάκος Μπαλωμένος έχασε και τον δικό του εαυτό του, όταν έφυγε από την θέση του προύχοντα που του αναλογούσε στο πάζλ της κοινωνίας της Ελληνικής Παροικίας, ντρεπόμενος να είναι μέλος της μετά την φυγή της κόρης του από το δική της θέση στο πάζλ της ίδιας αυτής κοινωνίας.
Υπέθεσε ο Μπαλωμένος ότι προύχοντας ων στο ένα πάζλ, αυτό της Ελληνικής Παροικίας, θα κατελάμβανε αυτομάτως κάποια ανάλογη θέση και στο πάζλ της κοινωνίας της Ελλάδας. Πόσο είχε πλανηθεί...
Αλλά και να μην είχε λαθέψει σε αυτήν του την ιδέα, είχε λαθέψει πολύ στον άλλο συλλογισμό και στόχο του για την Ηρώ.
Η κόρη του ήταν κάτι σημαντικό για την κοινωνία της Παροικίας, όσο ήταν κόρη του προύχοντα.
Όταν ήρθε στην Ελλάδα και έγινε ένα από τα πολλά μοντέλα που χρησιμοποιούσαν οι διαφημιστές, μεταμορφώθηκε σε κάτι ασήμαντο και αναλώσιμο για την κοινωνία της Ελλάδας.
Προσερχόμενος εν συνεχεία και ο ίδιος ο Μπαλωμένος στην κοινωνία αυτή της Ελλάδας και αυτο-υποβιββαζόμενος στο νέο αυτό πάζλ, τι ελπίδες είχε να αλλάξει την μοίρα της κόρης του, αφού εκείνη είχε εκμηδενίσει το όνομα της και αφού το δικό του όνομα ήταν άγνωστο στην κοινωνία της Ελλάδας;
Σκέπτομαι ότι και εγώ και πολλοί από εσάς στο ακροατήριο, έχουν προσωπικά βιώματα σαν αυτά του ήρωα της νουβέλας Κυριάκου Μπαλωμένου.
Σκέπτομαι ακόμα ότι κατά την δική σας προσωπική ανάγνωση της νουβέλας Η ΗΡΩ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ, θα επισημάνετε ζητήματα μεγάλης σημασίας για εσάς τους ίδιους και καλό είναι να μην επεκταθώ άλλο εγώ εδώ στην παρουσίαση μου επ’ αυτής.

Ποιητική παραίνεση του συγγραφέα να ξεφορτωθούμε τον εγωισμό μας.
Το αμέσως επόμενο – δεύτερο – κείμενο του με τίτλο ΤΑΠΕΙΝΟΙ ΚΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΟΙ στην σελίδα 5 αντί του αιφνιδιασμού χρησιμοποιεί υπόδειξη συγκρίσεων για να αναφερθεί και πάλι στο θέμα της αλαζονείας.
Εδώ η ποίηση αναγομώνει τα πυρά της λογικής του προηγουμένου κειμένου και ο θαυμασμός που αισθανόμαστε για την εικόνα της φύσης και της ζωής που μας φιλοτεχνεί με 155 τέλεια διαλεγμένες λέξεις από όλες της γειτονιές της ελληνικής γλώσσας, μας εκβιάζει τρόπον τινά να εγκαταλείψουμε άπαξ δια παντός τον δικό μας εγωισμό στην μέση του δρόμου που έχουμε διανύσει έως τώρα και να συνεχίσουμε όλη την υπόλοιπη πορεία μας χωρίς αυτόν...

Απόπειρα ερμηνείας της συμβουλής «Φύλαξε το παραμικρόν»
Συνεχίζω με το τρίτο κείμενο με τίτλο ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΚΡΟΝ στην σελίδα 6.
Δεν αισθάνομαι καμία βεβαιότητα ότι έχω συλλάβει το νόημα της απαντήσεως του ετοιμοθάνατου Γέροντα «φύλαξε το παραμικρόν».
Χάρις στις ικανότητες του συγγραφέα όμως να κάνει τα πολύ δύσκολα σχεδόν εύκολα, η κατάληξη του κειμένου μίλησε μέσα στην ψυχή μου:
Και ο θεολόγος συνέχισε. «Δεν μπορείς να φτάσεις στην Θέωση με τον εγωισμό σου», ΧΑΡΗ στην δίνει ο Θεός όταν Εκείνος κρίνει και όταν φτάσεις φύλαξε το παραμικρόν μην τυχόν και φθάσεις στην ύβρη και στην οίηση και σε καταλάβει ο διάβολος».
Ξεφόρτωσε ξανά τα πράγματα και συνέχισε μέσα στο κελί του να φυλάει το παραμικρόν.
Ας αποτολμήσω να ερμηνεύσω τώρα την έννοια αυτή.
Φυλάω το παραμικρόν σημαίνει προσέχω το παραμικρό και φυλάγομαι από το παραμικρό, μην τυχόν σταθεί η αιτία υιοθέτησης αλαζονικής συμπεριφοράς από εμένα.

Επικαιρότητα εσωτερικότητα αμεσότητα
Στο σημείο αυτό, θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένος ένας από εσάς – ή και όλοι μαζί – να διαμαρτυρηθείτε, επειδή αναλύω σε υπερθετικό βαθμό έννοιες ενός βιβλίου που δεν γράφτηκε για να διδάξει είτε θεολογία είτε φιλοσοφία, αλλά για να συγκεντρώσει απλώς κείμενα γραμμένα σε ένα blog μέσα στον κυβερνοχώρο.
Σίγουρα ο όρος blog παραπέμπει στην έννοια της ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΟΣ. Τι άλλο κάνουν οι συμμετέχοντες στα social networks του Διαδικτύου από το να μοιράζονται τις καθημερινές επικαιρότητες τους;
Σχεδόν απαγορεύεται να γράψει κανείς σε ένα blog σήμερα κάτι που να αφορά θέμα που ήταν επίκαιρο προ ενός ας πούμε μηνός.
Αν τυχόν το κάνει, αποσυντονίζει τον βηματισμό της στρατιάς των χρηστών του Internet, οι οποίοι βαδίζουν προς το αύριο καθισμένοι μπροστά στην οθόνη τους και εξαντλώντας κάθε προσφερόμενο ίχνος πληροφορίας για το σήμερα.
Θέλω λοιπόν να σας απαντήσω με ένα παιχνίδι λέξεων και ορολογίας:
Ναι, αλήθεια είναι ότι τα blogs έχουν σκοπό και πρόθεση να ενημερώσουν τον εσωτερικό μας κόσμο πώς αντιμετωπίζουν οι υπόλοιποι που ζουν στον εξωτερικό μας κόσμο κάποια δεδομένα της πραγματικότητας.
Επιγραμματικά, παραδέχομαι ότι τα blogs ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΥΟΥΝ την ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ.
Έχω όμως να σημειώσω ότι αυτό δεν ισχύει καθόλου από ό,τι διαπίστωσα διαβάζοντας το βιβλίο του συγγραφέα, για το blog στο οποίο παρουσιάζει τα κείμενα του. Ισχύει το αντίστροφο.
Τα κείμενα του συγγραφέα ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΟΥΝ την ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ του αναγνώστου του.
Τα κείμενα του συγγραφέα έχουν την τεράστια αρετή της ΑΜΕΣΟΤΗΤΑΣ.
Αζημίως τον προσκαλούν τον αναγνώστη σε ένα ΑΜΕΣΟ, σύντομο, καθόλου κουραστικό ή απαιτητικό,  ταξίδι σκέψης ή και αναπόλησης παλιότερων ιδεών του για εσωτερικά του θέματα και διλήμματα, και τον παρασύρουν να διαβάσει ως ΕΠΙΚΑΙΡΟ κάτι που ίσως έχει αφήσει στην άκρη και δεν έχει ξανασχοληθεί επί πολλά χρόνια ή και δεκαετίες.
Έχει το χάρισμα και την «ευρεσιτεχνία» να αρχίζει εκεί που ενδιαφερόμαστε να βρισκόμαστε και να προχωράει προς τα εκεί που είχαμε κάποτε αποφασίσει να μην ξαναπλησιάσουμε, επειδή κάποτε είχαμε αισθανθεί άβολα και μας φαινόταν ανεπίτρεπτη πολυτέλεια να προβληματιζόμαστε για τα μεγάλα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης χωρίς να έχουμε εξασφαλίσει τα εφόδια για την αντιμετώπιση των ούτως ή άλλως μικρών καθημερινών αναγκών μας διαβίωσης και συνέχισης της επαγγελματικής μας πορείας και της κοινωνικής μας εξέλιξης.
Αν κρατήσετε στον νου σας αυτή την διαπίστωση, θα βρείτε και εσείς διαβάζοντας το βιβλίο πλήθος «πατέντες» του συγγραφέα – για να δανεισθώ τον αγαπημένο όρο του ήρωα Βασίλη της νουβέλας του – με τις οποίες καταφέρνει να μας περιστρέφει περί τον εαυτό μας και χωρίς να το καταλάβουμε, να κοιτάμε με πολύ περιέργεια προς το εσωτερικό μας γίγνεσθαι ενώ λίγο πριν η περιέργεια μας εξαντλείτο στο τι συμβαίνει στον κόσμο γύρω μας και πόσο μας αφορά.

Όνειρα
Το πιο αριστοτεχνικό σε στρατηγική αλλαγής σημείων αναφοράς είναι το κείμενο του ΟΝΕΙΡΑ, στην σελίδα 55.
Ξέρει πως η λέξη ΟΝΕΙΡΟ μιλάει στην ψυχή μικρών και μεγάλων.
Αρχίζει ένα εγκυκλοπαιδικό οδοιπορικό στις διαστάσεις και ερμηνείες που έχουν δοθεί στον μηχανισμό του ονείρου για τον άνθρωπο, αλλά τις αντιπαραβάλει έτσι ώστε να ακυρωθούν οι εξ αυτών επικίνδυνες για τον υποκύπτοντα στην τάση να ονειρεύεται.
Ξαφνικά διατυπώνει την θέση:
Είναι λάθος η έκφραση «κάνω όνειρα». Αυτή επιβλήθηκε από τους ισχυρούς στους αδύναμους.
Προς στιγμήν μας αιφνιδιάζει. Η κοινώς επικρατούσα άποψη ισχυρίζεται το αντίθετο. Ότι οι ισχυροί κάνουν το παν για να μην κάνουν όνειρα οι αδύναμοι και να αρκούνται σε ό,τι τους προσφέρει η αγορά εργασίας π.χ.
Ευτυχώς ξεκαθαρίζει αμέσως μετά τι εννοεί:
«Καταστρώνω σχέδια για το μέλλον, ευελπιστώ να καλυτερεύσω την ζωή μου, να αναρριχηθώ οικονομικά και να καταξιωθώ κοινωνικά. Αυτοί οι στόχοι είναι θεμιτοί, και κάθε νέος άνθρωπος θα πρέπει να επιδιώξει την επιτυχία.
Οι μεγάλοι και οι δυνατοί με μια κουβέντα σου λένε πως κυνηγάς το όνειρο, και το όνειρο είναι πάντα άπιαστο.
Έτσι σου σπάνε το ηθικό, αφού σε έχουν χτυπήσει στο υποσυνείδητο, κάνοντας σε ευάλωτο.»
Ησυχάζουμε ότι τελικώς έχει δίκιο έτσι που το εννοούσε και συνεχίζουμε την ανάγνωση.
Δυστυχώς καταλήγει σε κάτι τόσο ωμό, που ενώ ξέρουμε ότι είναι αληθινό, ευχόμαστε να μην το είχαμε ακούσει από τον συγγραφέα αυτόν που σε άλλα του κείμενα αγωνίζεται να ομορφύνει την ασχήμια που έχουμε όλοι μας κληρονομήσει σε αυτήν την κοινωνία που ζούμε, προκειμένου να μας πείσει ευγενικά και χωρίς να μας προσβάλει να την ξεφορτωθούμε με δική μας απόφαση.
«Εκείνος ο άνθρωπος που ζει με όνειρα, ζει εκτός πραγματικότητας, είναι ονειροπόλος. Έτσι εξηγείται γιατί η πλειοψηφία των καλλιτεχνών που ζουν με όνειρα και ιδανικά, τελικά πεθαίνουν στην ψάθα.»

Εάν και εφ’όσον
Το πιο σκληρό του κείμενο σε πολιτικό-κοινωνική κριτική είναι το ΕΑΝ ΚΑΙ ΕΦΟΣΟΝ, στην σελίδα 61.

Παίρνει αφορμή από την ταινία του 1971 ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ, την οποία είδε πρόσφατα.
Τρεις κινήσεις κάνει στην σκακιέρα της αφήγησης και στο τέλος ο διαχρονικός Έλληνας πολιτικός βγαίνει ματ, με την πάγια ροπή του να χρησιμοποιεί το ΕΑΝ και το ΕΦΟΣΟΝ.
Κίνηση πρώτη. Παρατήρηση της συμπεριφοράς του Υψηλάντη, ο οποίος χρησιμοποιείς αυτό ακριβώς το ΕΑΝ και ΕΦΟΣΟΝ. Κίνηση δεύτερη, οργή του Παπαφλέσσα για αυτά τα ΕΑΝ και ΕΦΟΣΟΝ του Υψηλάντη. Κίνηση τρίτη, υιοθέτηση του ΕΑΝ και ΕΦΟΣΟΝ από τον ίδιον τον Παπαφλέσσα, όταν πια έχει να λάβει αποφάσεις ο ίδιος.

Ο συμβιβαστής
Διάλεξα για τελευταίο κείμενο του να σχολιάσω το Ο ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΗΣ – ΔΥΟ ΚΟΥΤΕΣ ΤΣΙΓΑΡΑ στην σελίδα 73.
Εδώ, αν και δεν το επιδιώκει κατ’ ουδένα τρόπο ο συγγραφέας, αποκαλύπτεται η έκταση της «τεχνογνωσίας» του για τα της οικονομικής ζωής.
Και αυτό μοιραίως μας καθιστά πολύ προσεκτικότερους, όταν διερωτώμεθα μήπως διαβάζουμε έναν συγγραφέα ο οποίος καλώς ή κακώς δεν γνωρίζει την ζωή, αφού π.χ. μας καλεί να παραιτηθούμε εμείς από τον δικό μας εγωισμό ενώ τον διατηρούν όλοι οι υπόλοιποι, κλπ. κλπ.
Την γνωρίζει την ζωή άριστα ο συγγραφέας. Ξέρει τους μηχανισμούς της. Ξέρει να  ερμηνεύσει γιατί αποτυγχάνει το Α ενώ επιτυγχάνει το Β. Ξέρει γιατί διεξάγεται με τον τρόπο που διεξάγεται, και όχι πολύ καλύτερα. Ξέρει πόσοι και ποιοί, αναγκάζουν όλους τους υπόλοιπους να ζουν την ζωή που ζουν, εν ονόματι της επιβίωσης ή εν ονόματι εκπλήρωσης ονείρων.
Αλλά ξεκαθαρίζει πολλές φορές μέσα στα κείμενα του βιβλίου του ότι η διαδικασία «κοινωνικό-οικονομική ζωή», την οποία όλοι μας βιώνουμε καθημερινά, δεν έχει την δύναμη ή το δικαίωμα (εν ονόματι της επιβίωσης μας ή της εκπλήρωσης των ονείρων μας) να διακόψει ή να ακυρώσει την διαδικασία «μίμησης της θέωσης, έστω και σε κοσμοπολίτικη διάσταση».
Προσωπικώς πιστεύω ότι το γενικότερο μήνυμα του συγγραφέα, σε όλο του το βιβλίο, είναι το ακόλουθο:
Εγώ ο συγγραφέας, καλώς ή κακώς παράτησα τα πάντα και κατέφυγα εκεί που κατέφυγα και ζω όπως ζω, είτε το εγκρίνεις εσύ που διαβάζεις το βιβλίο μου είτε όχι.
Εσύ όμως αναγνώστη, που δεν παρατάς τίποτε.
Εσύ που δεν καταφεύγεις σε τίποτε άλλο, παρά στο να ξαναξυπνάς κάθε μέρα σκεπτόμενος πώς να παλέψεις σήμερα νικηφόρα στον στίβο της οικονομίας και πώς να βρεθείς αύριο σε καλύτερη κοινωνική κερκίδα.
Εσύ λοιπόν, που «διατηρείς το παραμικρόν» που έχεις καταφέρει να αποθησαυρίσεις, αντί να «φυλάσσεις το παραμικρόν» με την έννοια που προ-περιγράψαμε, δεν απαλλάσσεσαι του έργου τουλάχιστον κάποιας «μίμησης της θέωσης» μέσα στα κοσμοπολίτικα βεβαίως πλαίσια που θεωρούνται αυτονόητα για τους πολλούς.
Έτσι πιστεύω ότι θέλει και εύχεται ο συγγραφέας να σκεφτούμε  όλοι εμείς οι πολλοί, οι οποίοι ούτε διαβάσαμε βιβλία σαν το «Μια βραδιά στην έρημο του Όρους», ούτε τα παρατήσαμε όλα κάποια στιγμή για να ζήσουμε καθαρά πνευματική ζωή, αλλά εν πάση περιπτώσει τόφερε τώρα ο χρόνος να έχουμε μπροστά μας ένα άλλο βιβλίο να διαβάσουμε με τίτλο ΑΠΟ ΤΟ BLOG ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΑ, το οποίο αφορά η αποψινή παρουσίαση.

Επίλογος
Έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η ευκαιρία που συμπτωματικά μου παρουσιάστηκε να παρουσιάσω ένα βιβλίο που έχει γράψει ένας φίλος του συζύγου μου, θυμίζει την πασίγνωστη ρήση του Άντυ Γουώρχολ «όλοι οι άνθρωποι δικαιούνται στην ζωή τους 15 λεπτά δημοσιότητας», αποφάσισα να σας παρουσιάσω σήμερα ουκ ολίγα παραδείγματα της τέχνης του λόγου, της τεχνικής της υπόδειξης και της στρατηγικής της μετάλλαξης πεποιθήσεων που χαρακτηρίζουν τον συγγραφέα.
Το έκανα αυτό, φοβούμενος ότι είναι αρκετά πιθανόν αρκετοί από εσάς να προμηθευτείτε το βιβλίο για τους δικούς σας λόγους, αλλά από την στιγμή που θα το αφήσετε σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης σας να μην το ξαναπάρετε στα χέρια σας και να μην το διαβάσετε ποτέ.
Μετέφερα όλα αυτά τα παραδείγματα από το βιβλίο, για να σιγουρέψω ότι θα το ανοίξετε και ότι θα το διαβάσετε με πραγματικό ενδιαφέρον, αναζητώντας μέσα σε αυτό αλήθειες που θα έχουν ζωτική σημασία για τον καθένα σας.
Κάλυψα όλον τον χρόνο της παρουσίασης μου με εξαιρετικώς ενδιαφέροντα κείμενα από το βιβλίο, γνωρίζοντας ότι, αν περιοριζόμουν σε γενικότητες, θα σας οδηγούσα ταχύτατα σε πλήξη, σε αδιαφορία, και σε αναμονή να τελειώνω με την παρουσίαση αυτή.
Ξέρετε, θα ήταν πολύ άδικο να υποθέσει οποιοσδήποτε από τους αποψινούς παρισταμένους ότι το βιβλίο ΑΠΟ ΤΟ BLOG ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΑ είναι ΚΑΠΟΙΟ βιβλίο που ΚΑΠΟΙΟΣ έγραψε και για ΚΑΠΟΙΟ λόγο του γίνεται ΚΑΠΟΙΑ ΚΑΠΩΣ επίσημη παρουσίαση.
Τα εντελώς αντίθετα είναι αυτά που αληθεύουν για την συγκεκριμένη περίπτωση.
Ο κάποιος που έγραψε το βιβλίο ξέρει και την ζωή και εσάς που την ζείτε και πώς την σκέπτεστε όταν την ζείτε.
Οι κάποιοι του Αγίου Όρους, στους οποίους κατέφυγε και οι οποίοι είχαν την γνώση να τον φέρουν στην θέση που είναι τώρα να σας μεταλλάσσει τις πεποιθήσεις σας με τα κείμενα του, χωρίς να σας ενοχλεί με τον τρόπο που χρησιμοποιεί τον λόγο, όπως και να το κάνουμε είναι αρκετά σημαντικότεροι σε σοφία ανθρώπινη και θεολογική από τους συνήθεις κάποιους, που π.χ. ακούμε στην τηλεόραση να λογομαχούν για τα θέματα που μας ταλανίζουν όλους.
Όταν ξεκίνησα να ερευνώ το βιβλίο για να ετοιμάσω το κείμενο της παρουσίασης, δεν γνώριζα τι βιβλίο είχε πέσει στα χέρια μου.
Τώρα που το ξέρω, λέω σε όλους σας με σιγουριά, ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΕΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ.
Σας αφορά όλους, όσον κι αν διαφέρετε και από εμένα που το παρουσίασα και μεταξύ σας.