Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΝΙΚΟΝ


ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΝΙΚΟΝ
"Στο έργο αυτό, παρατίθενται διάφορες πρακτικές διδαχές του Ισοκράτη προς κάποιον Δημόνικο για το πως θα πρέπει να είναι ένας ορθός και ηθικός τρόπος ζωής."

Κανένα να μη κάνεις φίλον πρότου εξετάσης πώς έχει συμπεριφερθή προς τους παλαιούς του φίλους· διότι πρέπει να προβλέπης ότι θα συμπεριφερθή και προς σε, όπως συμπεριεφέρθη προς εκείνους. Να γίνεσαι μεν βραδέως φίλος, αφού δε γίνης φίλος να μένης πιστός εις την φιλίαν. Διότι είναι εξ ίσου απρεπές να μη έχης κανένα φίλον και να αλλάζης πολλούς φίλους συχνά. Να μη δοκιμάζης τους φίλους σου κατά τοιούτον τρόπον ώστε εκ της δοκιμής ταύτης να προέρχεται διά σε ζημία, μήτε όμως να θέλης να έχης τους φίλους σου αδοκιμάστους. Τούτο δε θα κατορθώσης, αν προσποιείσαι ενώπιον αυτών ότι έχεις ανάγκας τας οποίας δεν έχεις· [25] να ανακοινώνης εις αυτούς ζητήματα, τα οποία δύνανται να κοινολογηθούν, παρουσιάζων αυτά ως μυστικά· αν διαψευσθής εις τας ελπίδας σου, δεν θα υποστής εκ τούτου καμμίαν ζημίαν, εάν δε αι ελπίδες σου επιβεβαιωθούν, θα έχης ασφαλεστέραν γνώσιν του χαρακτήρος των φίλων σου. Να δοκιμάζης τους φίλους εις τας δυστυχίας και εις τους κοινούς κινδύνους· διότι τον μεν χρυσόν δοκιμάζομεν εις το πυρ, τους δε φίλους διακρίνομεν εις τας ατυχίας. Θα τηρήσης την αρίστην στάσιν απέναντι των φίλων σου, αν δεν περιμένης ούτοι να σου γνωρίσουν τας ανάγκας των, αλλ' αν αυθορμήτως έλθης εις βοήθειάν των, όταν αι περιστάσεις το επιβάλλουν.

[26] Να νομίζης ότι είναι εξ ίσου επαίσχυντον να νικάσαι υπό των εχθρών σου εις το κακόν και να φαίνεσαι κατώτερος των φίλων σου εις τας ευεργεσίας που σου κάμνουν. Να θεωρής ως αληθείς φίλους όχι μόνον εκείνους που λυπούνται διά τας δυστυχίας σου, αλλά και εκείνους οι οποίοι δεν σε φθονούν διά την ευτυχίαν σου· διότι πολλοί λυπούνται μεν μαζί με τους φίλους των διά τας ατυχίας των, αλλά τους φθονούν, όταν ευτυχούν. Να ενθυμήσαι τους απόντας φίλους σου ενώπιον των παρόντων, διά να φαίνεσαι ότι ουδέ τούτους λησμονείς, όταν είναι απόντες.

[27] Να θέλης να είσαι όσον αφορά την ενδυμασίαν σου φιλόκαλος και όχι καλλωπιστής. Είναι δε ίδιον γνώρισμα του μεν φιλοκάλου η μεγαλοπρέπεια, του δε καλλωπιστού το εξεζητημένον (η επίδειξις, ίνα κινηθή η περιέργεια των άλλων). Να αγαπάς ουχί την υπερβολικήν αύξησιν των υπαρχόντων αγαθών, αλλά την μετρίαν απόλαυσιν τούτων. Να καταφρονής τους φιλοχρημάτους, οι οποίοι ζητούν να συσσωρεύουν θησαυρούς και δεν γνωρίζουν να απολαύσουν εκείνους που έχουν· διότι ούτοι πάσχουν κάτι παρόμοιον με εκείνους οι οποίοι αγοράζουν ωραίον ίππον, ενώ γνωρίζουν να ιππεύουν κακώς.

[28] Προσπάθει να καθιστάς τον πλούτον σου προσοδοφόρον και χρήσιμον· είναι δε ο πλούτος χρήσιμος μεν εις τους επιθυμούντας να μεταχειρίζωνται τούτον ελευθερίως, προσοδοφόρος δε εις τους δυναμένους να αποκτούν κτήματα προσοδοφόρα. Να εκτιμάς την υπάρχουσαν περιουσίαν διά δύο λόγους, και διά να δύνασαι να πληρώσης μέγα πρόστιμον και διά να βοηθής χρηστόν φίλον όταν δυστυχή· διά τας άλλας δε ανάγκας της ζωής σου να μη προσκολλάσαι εις αυτήν υπερβολικά, αλλά να την αγαπάς με μέτρον.



Πρωτότυπο Κείμενο

Μηδένα φίλον ποιοῦ, πρὶν ἂν ἐξετάσῃς πῶς κέχρηται τοῖς πρότερον φίλοις· ἔλπιζε γὰρ αὐτὸν καὶ περὶ σὲ γενέσθαι τοιοῦτον, οἷος καὶ περὶ ἐκείνους γέγονε. βραδέως μὲν φίλος γίγνου, γενόμενος δὲ πειρῶ διαμένειν· ὁμοίως γὰρ αἰσχρὸν μηδένα φίλον ἔχειν καὶ πολλοὺς ἑταίρους μεταλλάττειν. μήτε μετὰ βλάβης πειρῶ τῶν φίλων, μήτ’ ἄπειρος εἶναι τῶν ἑταίρων θέλε. τοῦτο δὲ ποιήσεις, ἐὰν μὴ δεόμενος τὸ δεῖσθαι προσποιῇ. [25] περὶ τῶν ῥητῶν ὡς ἀπορρήτων ἀνακοινοῦ· μὴ τυχὼν μὲν γὰρ οὐδὲν βλαβήσει, τυχὼν δὲ μᾶλλον αὐτῶν τὸν τρόπον ἐπιστήσει. δοκίμαζε τοὺς φίλους ἔκ τε τῆς περὶ τὸν βίον ἀτυχίας καὶ τῆς ἐν τοῖς κινδύνοις κοινωνίας· τὸ μὲν γὰρ χρυσίον ἐν τῷ πυρὶ βασανίζομεν, τοὺς δὲ φίλους ἐν ταῖς ἀτυχίαις διαγιγνώσκομεν. οὕτως ἄριστα χρήσει τοῖς φίλοις, ἐὰν μὴ προσμένῃς τὰς παρ’ ἐκείνων δεήσεις, ἀλλ’ αὐτεπάγγελτος αὐτοῖς ἐν τοῖς καιροῖς βοηθῇς. 

[26] ὁμοίως αἰσχρὸν εἶναι νόμιζε τῶν ἐχθρῶν νικᾶσθαι ταῖς κακοποιίαις καὶ τῶν φίλων ἡττᾶσθαι ταῖς εὐεργεσίαις. ἀποδέχου τῶν ἑταίρων μὴ μόνον τοὺς ἐπὶ τοῖς κακοῖς δυσχεραίνοντας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς μὴ φθονοῦντας· πολλοὶ γὰρ ἀτυχοῦσι μὲν τοῖς φίλοις συνάχθονται, καλῶς δὲ πράττουσι φθονοῦσι. τῶν ἀπόντων φίλων μέμνησο πρὸς τοὺς παρόντας, ἵνα δοκῇς μηδὲ τούτων ἀπόντων ὀλιγωρεῖν. 

[27] Εἶναι βούλου τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος, ἀλλὰ μὴ καλλωπιστής. ἔστι δὲ φιλοκάλου μὲν τὸ μεγαλοπρεπές, καλλωπιστοῦ δὲ τὸ περίεργον. Ἀγάπα τῶν ὑπαρχόντων ἀγαθῶν μὴ τὴν ὑπερβάλλουσαν κτῆσιν ἀλλὰ τὴν μετρίαν ἀπόλαυσιν. καταφρόνει τῶν περὶ τὸν πλοῦτον σπουδαζόντων μέν, χρῆσθαι δὲ τοῖς ὑπάρχουσι μὴ δυναμένων· παραπλήσιον γὰρ οἱ τοιοῦτοι πάσχουσιν, ὥσπερ ἂν εἴ τις ἵππον κτήσαιτο καλὸν κακῶς ἱππεύειν ἐπιστάμενος. 

[28] πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματα καὶ κτήματα κατασκευάζειν. ἔστι δὲ χρήματα μὲν τοῖς ἀπολαύειν ἐπισταμένοις, κτήματα δὲ τοῖς κτᾶσθαι δυναμένοις. τίμα τὴν ὑπάρχουσαν οὐσίαν δυοῖν ἕνεκεν, τοῦ τε ζημίαν μεγάλην ἐκτῖσαι δύνασθαι, καὶ τοῦ φίλῳ σπουδαίῳ δυστυχοῦντι βοηθῆσαι· πρὸς δὲ τὸν ἄλλον βίον μηδὲν ὑπερβαλλόντως ἀλλὰ μετρίως αὐτὴν ἀγάπα.


Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1950. Ισοκράτους Προς Δημόνικον, Προς Νικοκλέα, Νικοκλής ή Κύπριοι.
Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Πηγή: http://www.ellinikoarxeio.com/2011/07/symvoules-hthikou-viou-isocrates.html#ixzz1SwRu9jE9

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Ο τσαντάκιας και η Ερατώ

Ο τσαντάκιας και η Ερατώ

Τσαντάκιας χαρακτηρίζεται σήμερα ο μικροκακοποιός εκείνος που αρπάζει τσάντες από ανυποψίαστες γυναίκες και εξαφανίζεται τρέχοντας, πολλές φορές ενεργούν κατά ζευγάρια, καβαλώντας μηχανάκι που κάνει την διαφυγή ευκολότερη. Δεν είχε πάντα αυτήν την έννοια ο χαρακτηρισμός αυτός. Κάποια εποχή σήμαινε μια τάξη επαγγελματιών που κρατώντας στο χέρι τον χαρτοφύλακα κυνηγούσε το μεροκάματο, ήταν η συμπαθής κατηγορία των πλασιέ που συσταινόντουσαν ως εμπορικοί αντιπρόσωποι, για να έχουν ένα βαρύγδουπο τίτλο, κάτι ανάλογο με ιατρικούς επισκέπτες. Ο χαρτοφύλακας αυτός ήταν πάντα μαύρος, όμοιος με εκείνον που λάνσαρε πρώτος ο βρετανός υπερπράκτορας, ο θρυλικός 007 και που σήμερα ακόμα τον κρατούνε στο χέρι οι κληρικοί μεταφέροντας τα άμφια τους. Με τσαντάκηδες έχει να κάνει η παρακάτω νουβέλα, ξεκίνησε με σκοπό να έχει ευχάριστο τέλος, ικανοποιώντας το παράπονο ενός εκλεκτού φίλου που παραπονέθηκε πως όλες οι ιστορίες μου τελειώνουν θλιβερά. Με προκάλεσε να γράψω κάτι που μην περιλαμβάνει παπάδες και μοναστήρια και το τόλμησα. Εγώ το διασκέδασα, το αφιερώνω στον Ανδρέα και ελπίζω να το χαρούν και οι αναγνώστες του Πυθαγόρα.   

Μέρος Α΄. Η ευκαιρία

Μέρος Α΄. Η ευκαιρία

Ο μονότονος ήχος ενός τραίνου που ταξιδεύει είναι το καλλίτερο νανούρισμα, ειδικά όταν το ταξίδι είναι νυχτερινό. Σε αυτό το βαγόνι που ταξίδευε ο Χρόνης Βαγγερέλος, επικρατούσε το νανούρισμα, αλλά εκείνος δεν κοιμόταν. Προσπάθησε να κλείσει τα μάτια του, αλλά άδικος κόπος. Κοιτούσε την βαλίτζα στο απέναντι κάθισμα και το μυαλό του έτρεχε. Πρώτη φορά στην ζωή του έπαιρνε άδεια.
Βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ο Χρόνης είναι ένας νέος γύρω στα 26, δουλεύει σε ένα συνοικιακό κατάστημα με οικιακό εξοπλισμό. Στον ίδιο εργοδότη βρίσκεται από μικρό παιδί, όταν ήρθε από την Κεφαλονιά συνοδεύοντας την χήρα μάνα του στο Λοιμωδών, εκεί που άφησε την τελευταία της πνοή. Τότε παρακαλούσε τον Γιατρό να κάνει καλά την μάνα του επειδή δεν είχε χρήματα για την κηδεία και είχε την τύχη να πέσει σε φιλάνθρωπο γιατρό και να είναι τόσο φιλεύσπλαχνος που ανέλαβε και όλα τα έξοδα και ακόμα τον οδήγησε στον φίλο του τον Ανδρέα Λυκούδη που τον προσέλαβε παραγιό στο μαγαζί του, προσφέροντας του διατροφή και στέγη. Από τα δεκατέσσερα του χρόνια πλάι στον Λυκούδη έμαθε να επιβιώνει. Φιλότιμος και ευγνώμων προς τον ευεργέτη του, αρνήθηκε όσες φορές του προσφέρανε δουλειά από τα γειτονικά καταστήματα.  Εξαιρετικά έξυπνος με αντίληψη και ετοιμολογία που λίγοι διέθεταν, ότι έβλεπαν τα μάτια του το κάμανε τα χέρια του. Καθ’ όλη την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του τον χαρτζιλίκωνε ο εργοδότης του και μετά την απόλυση του τον προσέλαβε αμέσως επειδή γνώριζε ακριβώς όλα του τα χαρίσματα.  Ο καημός και των δύο ήταν κοινός, τα χρήματα που έπαιρνε και οι προοπτικές μέσα στο κατάστημα δεν ήταν ανάλογες με τις ικανότητες του. Δεν μπορούσε να του δώσει παραπάνω μισθό ο Λυκούδης και δεν τον ζητούσε ο Χρόνης. Πρότεινε κάποιες φορές να τον βοηθήσει με τις γνωριμίες του να μπεί σε καμιά εταιρία από αυτές που συνεργάζονταν ως πωλητής και ο Χρόνης απαντούσε «Δεν γίνομαι τσαντάκιας». Ασφυκτιούσε αλλά περίμενε, ήταν σίγουρος για την τύχη του, όπως του φανέρωσε στη ζωή τον γιατρό πρώτα και τον Λυκούδη μετά, θα φανέρωνε και κάτι άλλο που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Ταξίδευε με το νυχτερινό τραίνο, τελικός προορισμός η διεθνής έκθεση του Σεπτεμβρίου. Είναι εκείνη η εποχή που η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλες δόξες. Φεστιβάλ τραγουδιού και κινηματογράφου, αλλά και φεστιβάλ πολιτικών. Την πρώτη Κυριακή ο Πρωθυπουργός κάνει τα εγκαίνια και ακολουθούν κατά τάξη όλοι οι υπόλοιποι. Στο περιθώριο της εκθέσεως γίνονται γνωριμίες κλίνονται δουλειές και παρουσιάζονται ευκαιρίες για σταδιοδρομίες. Αυτά έχει κατά νου ο Χρόνης και βλέπει την βαλίτζα του και προσπαθεί να κοιμηθεί, αλλά ο ύπνος δεν έρχεται. Καταστρώνει σχέδια, πρώτη δουλειά να βρει ένα ξενοδοχείο να αφήσει την βαλίτζα του, να πάρει πρωινό και μετά θα πάει στην έκθεση και ότι προκύψει, έχει μια ολόκληρη εβδομάδα άδεια, όχι πως θα υπάρξει πρόβλημα αν την παρατείνει αλλά το φιλότιμο του δεν δέχεται να είναι στο κατάστημα ο κυρ Ανδρέας μονάχος, κι ας είχε άλλα τρία άτομα προσωπικό. Ξημερώματα το τραίνο έφτασε και ο Χρόνης με την βαλίτζα στο χέρι άρχισε να ψάχνει για ξενοδοχείο. Στο πρώτο που μπήκε απέναντι από τον σταθμό πήρε την πρώτη κρυάδα, «Άδικα ψάχνεις νεαρέ μου, αυτήν την εποχή δεν υπάρχει τίποτα». Δεν το έβαλε κάτω πήγε σε δεύτερο σε τρίτο σε τέταρτο και άρχισε να απογοητεύεται, «-Αν δεν βρω και στο επόμενο θα γυρίσω στην Αθήνα με το βραδινό τραίνο» σκέφτηκε. Πράγματι ούτε στο πέμπτο δεν βρήκε δωμάτιο, με την βαλίτζα στο χέρι ξεκίνησε για την έκθεση με σκοπό να περάσει η μέρα και να επιστρέψει στην βάση του. Στην είσοδο έπρεπε να κόψει εισιτήριο, καμιά σαρανταριά άτομα περίμεναν στην ουρά να ανοίξει το ταμείο, μπροστά από αυτόν ήταν ένας τσαντάκιας με τον οποίο προσπάθησε να πιάσει κουβέντα:
-Καλημέρα.
-Καλημέρα.
-Τι ώρα θα ανοίξει το ταμείο; Ρώτησε ο Χρόνης
-Κανονικά στις οκτώ, αλλά εδώ είναι Ελλάδα. Συνάδελφος είσαι;
-Δεν είμαι τσαντάκιας εγώ, απήντησε ελαφρά θιγμένος, εγώ ήρθα για ενημέρωση.
-Συγνώμη κρατάς μεγαλύτερη τσάντα από την δικιά μου, γι αυτό ρώτησα, λέγομαι Μπάμπης Γιαουρτάς.
-Εγώ συγνώμη για την αγένεια μου, δεν ήθελα να σε προσβάλω, αλλά ταξίδευα όλη νύχτα και δεν βρήκα ξενοδοχείο και θα υποχρεωθώ να ξαναταξιδέψω  νύχτα, γι αυτό και κρατώ την τσάντα δεν ξέρω που να την αφήσω.
-Παρακάτω έχω παρκάρει το αυτοκίνητο μου, αν θέλεις την αφήνεις εκεί, βλέπουμε μαζί την έκθεση και γυρνώντας σε πάω μέχρι τον σταθμό και φεύγεις, πως είπες το όνομα σου;
-Χρόνης λέγομαι, Χρόνης Βαγγερέλος, θα ήμουν ευγνώμων αν το έκανες.
-Πάμε, τώρα αμέσως.
Οι δυο μαζί περπάτησαν λίγα τετράγωνα παρακάτω που είχε αφήσει αραγμένο το αυτοκίνητο ο Μπάμπης, μια κλούβα FIAT 238. Περίμενε μια έκπληξη τον Χρόνη, όταν άνοιξε την πόρτα να βάλει την βαλίτζα του. Η κλούβα ήταν διαρρυθμισμένη με ράφια στις τρείς πλευρές, ενώ στη μέση της καρότσας υπήρχε στρωμένος ένας υπνόσακος.
-Βλέπεις Χρόνη, ούτε εγώ έχω ξενοδοχείο, είπε ο Μπάμπης, αλλά δεν θα φύγω θα κάνω το πρόγραμμα μου.
-Ποιο είναι το πρόγραμμα σου; Απόρησε ο Χρόνης.
-Πάμε να ποιούμε καφέ και θα σου εξηγήσω.
Όντως ξεκίνησαν για καφέ αλλά μπήκαν σε ένα γαλατάδικο φάγανε την περίφημη μπουγάτσα και εκεί ο Μπάμπης εξήγησε πως ήρθε στην Θεσσαλονίκη ψάχνοντας πελάτες, δούλευε για λογαριασμό του πεθερού του. Αυτός είχε μια βιοτεχνία παραγωγής μπρικιών αλουμινίου και ταψιών στο Ρουφ, διέθετε δυο πρέσες και χυτήριο που κατά καιρούς έφτιαχνε φωτιστικά καρέκλες και τραπέζια. Φόρτωνε το αυτοκίνητο και έβγαινε στην Αθήνα και την Επαρχία μέχρι ξεπουλήσει και γύρναγε να δώσει λογαριασμό και να ξαναφορτώσει. Το μεροκάματο ήταν ικανοποιητικό αλλά οι προοπτικές μικρές, καθώς χάνουμε συνέχεια έδαφος από το ανοξείδωτο σκεύος. Ο Χρόνης ομολόγησε πως ήρθε χωρίς ιδιαίτερο λόγο, απλά είχε άδεια και χρόνο για χάσιμο δεν ήταν και δεν ήθελε να γίνει τσαντάκιας, του αρκούσε το μεροκάματο του, έστω κι ας ήταν μικρό, μικρό μεν αλλά σίγουρο. Ο Μπάμπης αντέδρασε λέγοντας πως, άνθρωπος νέος δίχως σχέδια και φιλοδοξία είναι καταδικασμένος να ζήσει και να πεθάνει στην αφάνεια. Πρότεινε ακόμα αν θέλει να τον επακολουθήσει εκείνη την ημέρα να δει πως κινούνται οι τσαντάκηδες και μετά να τους καταδικάσει, ο Χρόνης δέχθηκε και ξεκίνησαν για την έκθεση.
Μικρή η ουρά στο ταμείο κόψανε εισιτήρια γρήγορα και πέρασαν την πύλη της εκθέσεως. Ο Χρόνης πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο θέαμα, μεγάλα αγροτικά μηχανήματα και αυτοκίνητα  παρατεταγμένα στις αυλές. Ένας ψιλός πύργος του Ο.Τ.Ε. που γύριζε, κεραίες δορυφορικές που έβλεπε μόνο στο σινεμά τις έβλεπε τώρα από κοντά. Πλήθος από καντίνες που σερβίρανε μαύρη μπίρα στο ποτήρι και λουκάνικο Φραγκφούρτης από το πρωί μέχρι το βράδυ, ακόμα περίπτερα που μοίραζαν δωρεάν τσιγάρα ένα-ένα τη φορά και παιδιά στημένα εδώ και εκεί μοιράζανε διαφημιστικά φυλλάδια. Ο Μπάμπης τον επανέφερε στην τάξη:
-Ξύπνα ακόμη δεν είδες τίποτα, όταν περάσουμε στα περίπτερα θα τρελαθείς.
Συνήλθε ο Χρόνης και στρεφόμενος προς τον Μπάμπη ψιθύρισε
-Τυχερός είμαι που σε βρήκα μπροστά μου, ας είσαι και τσαντάκιας που πάμε;
-Ακολούθα και όπου μας βγάλει έχουμε χρόνο μέχρι τις οκτώ το βράδυ.
Πέρασαν από πολλά περίπτερα ώσπου να εντοπίσουν εκείνο το κτήριο που ενδιέφερε και τους δύο. Η πινακίδα έγραφε οικιακός εξοπλισμός, μόλις το διαβάσανε μπήκαν μέσα. Ήταν μια μεγάλη αίθουσα χωρισμένη σε τμήματα μικρά και μεγάλα ανάλογα με τον εκθέτη, το κάθε τμήμα από αυτά το λέγανε περίπτερο, περάσανε μπροστά από κάμποσα για να καταλήξουν σε ένα γωνιακό μεγάλο περίπτερο με μαγειρικά σκεύη και νεροχύτες, όλα φτιαγμένα από ανοξείδωτο, «-Εδώ είμαστε» είπε ο Μπάμπης «-Για να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε». Ανέβηκαν τον αναβαθμό και βρέθηκαν μέσα στο χώρο της εταιρίας «Κώνος». Αμέσως τους πλησίασε χαμογελώντας μια κοπέλα φορτωμένη με διαφημιστικά φυλλάδια,  «-Καλημέρα σας καλώς ορίσατε, τι μπορώ να κάνω για εσάς». Ο Μπάμπης απήντησε πως ζητούν τον υπεύθυνο του περιπτέρου για να μιλήσουν για ενδεχόμενη συνεργασία. Η κοπέλα τους πέρασε πίσω από ένα χώρισμα που βρισκόντουσαν τρία γραφεία. Ένα μεγάλο στην αρχή και δύο μικρά στο βάθος, στο ένα από τα μικρά καθότανε ένας άνδρας γύρω στα 55-60 χρονών, φορούσε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και ξεχώριζε η κοιλίτσα του, είχε στα χέρια του έναν κατάλογο και τον μελετούσε, υπογραμμίζοντας ή διαγράφοντας  με ένα μολύβι, το άλλο ήταν άδειο, το μπροστινό γραφείο ήταν γεμάτο από φακέλους και χαρτιά, εκεί καθόταν ένας νεώτερος άνδρας με γραβάτα, αυτός τους υποδέχθηκε:
-Παρακαλώ καθίστε, είμαι ο Νίκος Βέρος, πως μπορώ να φανώ χρήσιμος;
Έκατσαν απέναντι του, ο Χρόνης ήταν αμίλητος ενώ ο Μπάμπης πήρε αμέσως τον λόγο και εξήγησε πως διαθέτει πρέσες και καλούπιά για αλουμίνια και ενδιαφέρεται για την παραγωγή και σε ανοξείδωτο και αναζητά πρώτη ύλη, πως ακόμα διαθέτει δίκτυο πελατών σε Αθήνα και επαρχία για να προωθήσει την παραγωγή. Ο Βέρος άκουγε με προσοχή ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε, όταν ο Μπάμπης σταμάτησε να μιλά, τον κοίταξε διερευνητικά στα μάτια, (αυτήν την ματιά την είδε ο Χρόνης και δυσανασχέτησε), και αντιπρότεινε.
-Αφού υπάρχει το δίκτυο και οι πελάτες, σου δίνουμε εμείς το εμπόρευμα έτοιμο και δουλεύεις για την εταιρία μας.
-Δηλαδή θα είμαι αντιπρόσωπος της εταιρίας;
-Ακριβώς με την τσαντούλα σου θα γυρνάς και θα παίρνεις παραγγελίες και εισπράξεις, όλα τ’ άλλα άστα σε μας.
-Η προμήθεια μου πόση θα είναι; Ρώτησε με ενδιαφέρον ο Μπάμπης
-Αυτό θα εξαρτηθεί από την δυναμικότητα σου, ανάλογα με τους στόχους που θα θέτουμε κάθε φορά.
-Θα υπάρχει βασικός μισθός και προμήθεια; Έψαχνε για επιβεβαίωση ο Μπάμπης.
-Ασφαλώς θα υπάρχει, αφού θα είσαι στην ουσία μέλος του προσωπικού της εταιρίας.
-Με ενδιαφέρει η περίπτωση, κατέληξε ο Μπάμπης, -Πότε θα μπορέσουμε να πούμε λεπτομέρειες;
-Οπωσδήποτε πριν κλείσει η έκθεση, δηλαδή μέσα στην εβδομάδα είπε ο Βέρος και στράφηκε προς τον Χρόνη: -Εσάς πως μπορώ να εξυπηρετήσω;
Ο Χρόνης τον κοίταξε με αυθάδεια στα μάτια:
-Τι μου δίνεται για να σας προσφέρω την συνεργασία μου; Μπορώ και πουλάω οτιδήποτε σε οποιονδήποτε.
-Αστειεύεσαι νεαρέ μου, δεν σε χρειαζόμαστε.
-Εσείς χάνεται, συνέχισε ο Χρόνης στο ίδιο ύφος και σηκώθηκε, -Πάμε Μπάμπη.
Σηκωθήκανε να φύγουν, πέρασαν το χώρισμα βρεθήκανε πάλι στη σάλα του περιπτέρου κατέβηκαν τον αναβαθμό για να συνεχίσουν την περιπλάνηση τους, πριν απομακρυνθούν τρία τέσσερα περίπτερα, τους πρόλαβε η χαμογελαστή κοπέλα λέγοντας να περάσουν και οι δύο το απόγευμα από το περίπτερο, το αφεντικό ο κύριος Κώνος θέλει να μιλήσει και στους δύο.
Τα περίπτερα κλείνανε για μεσημέρι στις μιάμιση και ξανανοίγανε στις πέντε, προτίμησαν οι δύο νέοι να κάτσουν σε μια καντίνα παρά να βγούν έξω και να ξαναπληρώσουν στην είσοδο, εκεί θα είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν καλλίτερα. Ο Μπάμπης πρότεινε να μην φύγει ο Χρόνης αλλά να στριμωχτεί όπως μπορεί στο κάθισμα της κλούβας και την άλλη μέρα να ταξιδεύει με ηρεμία. Ο Χρόνης δέχθηκε με κρύα καρδιά αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Απολογήθηκε για την αναίδεια του, τον είχε θυμώσει η υπεροψία του Βέρου, έκανε το αφεντικό χωρίς να είναι. Ήπιαν από δυο μπίρες και άρχισαν να φέρνουν βόλτα στις αυλές της εκθέσεως κοιτάζοντας τα εκτιθέμενα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια. Είχε ο Χρόνης σκοπό να αλλάξει εκείνο που διέθετε, το ανέβαλε συνέχεια επειδή τα οικονομικά του δεν το επιτρέπανε. Πέρασε η ώρα και ο Μπάμπης βιαζότανε να πάει στον «Κώνο», αντίθετα ο Χρόνης του έλεγε να καθυστερήσουν όσο περισσότερο μπορούν, να μην τους περάσουν για λιγούρηδες, περίπου στις έξι, πέρασαν στο γνωστό περίπτερο, από μακριά τους είδε η κοπέλα και τους έγνεψε «ελάτε», εκείνοι πλησίασαν και ανέβηκαν τον αναβαθμό δεύτερη φορά, τους πέρασε η κοπέλα από πίσω. Στο ίδιο μικρό  γραφείο καθόταν το ίδιο πρόσωπο που είδαν το πρωί, στο διπλανό καθόταν ένας νέος στην δική τους ηλικία, το μεγάλο γραφείο ήταν άδειο. Όταν τους είδε σηκώθηκε λέγοντας, «-Πάρτε από μια καρέκλα και ελάτε κοντά, είμαι ο Ηλίας Κώνος και αυτός ο γιός μου ο Μάκης» πήραν από μια καρέκλα, αυτές που κάθισαν το πρωί και πλησίασαν, χαιρέτισαν το Κώνο και το γιό του και κάθισαν περιμένοντας.
-Οι μεγάλες δουλειές δεν κλείνονται στα γραφεία, συνήθως κλείνονται στις ταβέρνες ή στα μπουζούκια, που μένετε;
Οι δύο νέοι κοιταχτήκαν μεταξύ τους και πριν προλάβουν να πουν τίποτα ο Κώνος συνέχισε.
-Κατάλαβα δεν βρήκατε ξενοδοχείο και θα φύγετε, όμως εγώ θα σας βρώ ξενοδοχείο τώρα, επειδή η κουβέντα μας δεν εξαντλείται σε μια και δύο μέρες, αν μπορείτε ξεχάστε την πρωινή κουβέντα με τον Βέρο, θα μιλάτε με μένα.
-Ναι; Πήρε τον λόγο ο Χρόνης, -Τι άλλαξε;
-Ο Βέρος είναι υπάλληλος με προσδιορισμένες εξουσίες εγώ είμαι το αφεντικό, θέλετε να συνεχίσω ή να τελειώσω εδώ;
-Συνεχίστε, μίλησε ο Μπάμπης
-Θέλετε να συνεταιριστούμε;
-Τι; Πως; Είπαν, μ’ ένα στόμα
-Σας προσφέρω μια μοναδική ευκαιρία, αν θέλετε να την συζητήσουμε μεθαύριο Τρίτη θα φάμε μαζί στο ξενοδοχείο, αν δεν θέλετε φεύγετε τώρα και δεν τρέχει τίποτα.
-Γιατί μας το προτείνετε; Ρώτησε ο Χρόνης
-Γιατί εσύ έχεις περισσή αυθάδεια που κάποτε είναι χρήσιμη, και ο φίλος σου που είναι αφεντικό θέλει να γίνει υπάλληλος, αυτά τα χαρακτηριστικά με γοητεύσανε, λοιπόν θα τα ξαναπούμε ή όχι; Δεν έχω άλλο χρόνο για σήμερα.
-Ασφαλώς, Εγώ τουλάχιστον θα είμαι, είπε ο Μπάμπης
-Θα είστε και οι δύο ή κανένας.
-Θα είμαστε και δύο συμπλήρωσε, ο Χρόνης -Και ότι βρέξει ας κατεβάσει
Ο Κώνος στράφηκε στον γιό του που αμίλητος έβλεπε τόση ώρα και του παρήγγειλε:
-Μάκη φρόντισε τα παιδιά στο ξενοδοχείο να έχουν ότι χρειάζονται, εγώ φεύγω τώρα, χαιρέτισε τους νέους και έφυγε. Οι δύο κοιτάξανε προς το μέρος του Μάκη, εκείνος πλησίασε κοντά τους.
-Θα πρέπει να γίνουμε φίλοι αφού θα συνεργαζόμαστε, θα πάμε στο ξενοδοχείο να βολευτείτε τώρα και το βράδυ θα έχουμε έξοδο. Φύγανε μαζί από την έκθεση χωριστήκαν στην έξοδο για σμίξουνε ξανά στο πολυτελές ξενοδοχείο Μακεδονία. Όταν έφτασε η κλούβα στο συγκρότημα ο Μάκης τους περίμενε στην είσοδο, ανέβηκε και αυτός μαζί τους για να τους επιτρέψει το προσωπικό την στάθμευση στο χώρο του ξενοδοχείου. Μετά πέρασαν από την ρεσεψιόν πήραν το κλειδί του διαμερίσματος τους στον δέκατοτέταρτο όροφο, ένα σαλονάκι και ένα μπαλκόνι ένωνε τα δύο δωμάτια που κατέλυσαν οι μόλις μια ημέρας φίλοι. Μόλις εγκαταστάθηκαν τους άφησε ο Μάκης δίνοντας ραντεβού για την βραδινή έξοδο στις δέκα, αυτοί κατάκοποι πέσανε στα κρεβάτια τους.
Το παρατεταμένο κουδούνισμα του τηλεφώνου ξύπνησε πρώτα τον Μπάμπη ο οποίος σκούντησε τον Χρόνη για να ξυπνήσει. Στο τηλέφωνο ήταν ο Μάκης από την ρεσεψιόν, υπενθυμίζοντας την έξοδο για την οποία δεν είχαν καθόλου όρεξη και οι δύο, ντύθηκαν όμως και κατέβηκαν. Στο σαλόνι τους περίμενε ο Μάκης με συντροφιά τρία κορίτσια, ο Μπάμπης πλησίασε κοντά και του είπε πως είναι παντρεμένος και δεν έχει όρεξη για περιπέτειες, ενώ ακολουθούσε ο Χρόνης λέγοντας πως τον βασανίζει πονοκέφαλος από τις μεσημεριανές μπίρες και δεν έχει όρεξη για απόψε, ο Μάκης χωρίς καθόλου να χάσει καιρό άλλαξε το πρόγραμμα προτείνοντας το δείπνο να γίνει στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, έδιωξε τα κορίτσια και κατευθύνθηκαν στο εστιατόριο. Τρώγοντας τους εξήγησε το σχέδιο του πατέρα του, δηλαδή, πως ήθελε να επενδύσει χρήματα και σε άλλους τομείς εκτός από αυτούς που δραστηριοποιούτανε και ο συνεταιρισμός θα γινότανε με αυτόν και με έδρα την Αθήνα, το περιεχόμενο και οι δραστηριότητες της εταιρίας θα καθορίζονταν στην συνάντηση της Τρίτης με τον πατέρα του.
Ο Χρόνης ήταν σίγουρος πως η τύχη του τον ευνοούσε άλλη μια φορά φέρνοντας στον δρόμο του τον Μπάμπη πρώτα και μετά τον Κώνο. Δεν του πολυάρεσε ο γιός Κώνος αλλά ο πατέρας φαινότανε να ξέρει τι κάνει. Το άλλο πρωί επικοινώνησε με τον Λυκούδη τηλεφωνικά και του εξιστόρησε τα γεγονότα και ζήτησε την γνώμη το για το πρακτέο. Εκείνος του είπε πως το εμπόριο ποτέ δεν πεθαίνει, αρρωσταίνει μόνο και αλλάζει χέρια και τον προέτρεψε να αφήσει το ένστικτο του να δραστηριοποιηθεί, ακόμα του είπε πως καλοί είναι οι συναισθηματισμοί αλλά δεν κτίζουν καριέρες. Με αυτές τις νουθεσίες περίμενε την αυριανή συνάντηση. Ο Μπάμπης, κι αυτός επικοινώνησε με την γυναίκα του και τον πεθερό του να ανακοινώσει τις σκέψεις του, λέγοντας πως είναι καιρός να γίνει επέκταση στην βιοτεχνία, για να τον προσγειώσει απότομα ο πεθερός του λέγοντας πως το χυτήριο το πήρε από τον πατέρα του και θα το παραδώσει στον γιό του. Μάλλον κατηφής περίμενε και αυτός την αυριανή συνάντηση. Και οι δύο πάντως αρνήθηκαν να πάνε στην θάλασσα για μπάνιο όταν το πρότεινε ο Μάκης.
Την επομένη μέρα μεσημέρι στο εστιατόριο του ξενοδοχείου βρέθηκαν οι δύο νέοι απέναντι από τον Ηλία Κώνο και τον γιό του Μάκη. Ο Κώνος χωρίς περιστροφές μπήκε στο θέμα:
-Δώστε βάση τι σας λέω, εγώ δόξα τω Θεώ έχω αρκετά λεφτά, έχω εργοστάσια ένα που φτιάχνει μαγειρικά σκεύη, άλλο που κατασκευάζει νεροχύτες, γνωρίζετε άλλωστε πως έρχεται η εποχή του ανοξείδωτου σκεύους, έχω και στη Νάουσα την κονσερβοποιία. Όλα αυτά τα διευθύνω με έμπιστους ανθρώπους αλλά προπάντων δοκιμασμένους. Δεν τα έκανα μόνος μου όλα, βρήκα από τον πεθερό μου και εκείνος είχε βρει από τον πεθερό του και αυξήθηκαν, εγώ δεν έχω κόρη για να τα πάρει ο γαμπρός αλλά έχω ένα γιό τον Μάκη, και θέλω όταν αναλάβει, εάν τα αναλάβει κάποτε να είναι έτοιμος. Σπούδασε στο εξωτερικό διοίκηση επιχειρήσεων, αλλά τις σπουδές που κάνεις στην πιάτσα δεν τις βρίσκεις πουθενά. Σκέφτηκα να επενδύσω ένα ποσό για την εκπαίδευση του και παράλληλα να ωφελήσω και δυο ανθρώπους αν δειχτούν άξιοι, τι λέτε να συνεχίσω;
-Τι μας προτείνετε; Ρώτησε ο Χρόνης
-Θα συστήσουμε δύο εταιρίες στις οποίες θα έχετε το 50% ο καθένας σας και το άλλο μισό θα είναι του Μάκη. Δεν με ενδιαφέρει που θα δραστηριοποιηθείτε, παράκληση κάνω μόνο να μην ασχοληθείτε με τα τροχοφόρα, έχω μια φοβία με αυτά, είναι όμως παράκληση δεν είναι απαίτηση. Η κάθε εταιρία θα έχει κεφάλαιο από τέσσερα εκατομμύρια δραχμές, και δυνατότητα για άλλα δυο χρόνια να εκταμιεύσει άλλα δύο από μισό κάθε εξάμηνο. Επιβάλετε η συνεργασία για να ωφεληθείτε όλοι.
-Θα κάνει κουμάντο δηλαδή ο Μάκης επειδή βάζει τα λεφτά; Τον έκοψε ο Χρόνης
-Όχι η εταιρία είναι 50-50 θα είστε ίσοι, αν διαλυθεί η εταιρία πριν τα πέντε χρόνια, όλα τα κεφάλαια και τα αποθέματα θα τα πάρω εγώ πίσω, από τα έξι και ύστερα αν διαλυθεί θα παίρνει ο Μάκης 90 και εσείς 10 από τα επτά ο Μάκης 80 και εσείς 20 έπειτα από οκτώ εσείς 30 και ο Μάκης 70 και πάει δέκα τοις εκατό για κάθε χρόνο, έτσι αν διαλυθεί μετά από δεκαπέντε χρόνια όλη η περιουσία της θα σας ανήκει και ο Μάκης θα είναι έτοιμος να αναλάβει τα εργοστάσια, ακόμα μπορεί και να σας απορροφήσει σε αυτά, αν όμως δεν κρατήσει ο συνεταιρισμός μέχρι τότε δεν θα είναι ικανός να ανταπεξέλθει και θα πρέπει να βρώ λύση για τα εργοστάσια. Τι λέτε;
-Πρέπει να το σκεφτώ λίγο, είπε ο Μπάμπης μίλησα με τον πεθερό μου και έχει ενδοιασμούς.
-Ο συνεταιρισμός γίνετε με σένα δεν γίνεται με τον πεθερό σου.
-Εγώ συμφωνώ, θέλω όμως μερικές ημέρες να μην κρεμάσω τον κυρ Ανδρέα. Είπε ο Χρόνης
-Ποιος είναι ο κυρ Ανδρέας;
-Είναι εκείνος που με μάζεψε και μου δίνει ψωμί όλα αυτά τα χρόνια, δεν έχει αντίρρηση αλλά δεν μπορώ έτσι ξαφνικά να τον αφήσω, τα μιλήσαμε στο τηλέφωνο αλλά πρέπει να βρεθεί πρώτα λύση στο μαγαζί και μετά είμαι ελεύθερος.
-Σύμφωνοι. Χρειάζεται χρόνος να γίνουν τα εταιρικά, θα είμαι στην Αθήνα στο τέλος του Οκτωβρίου με τα κοντράτα έτοιμα, κανονίστε με τον Μάκη που θα βρεθούμε, αλλά μην ξεχνάτε ή θα γίνουν δυο εταιρίες ή καμιά. Θα σας δώσει ο Μάκης ένα τηλέφωνο να με παίρνετε όταν είναι ανάγκη και θα σας συνδέουν αμέσως.
Με την κουβέντα αυτή τέλειωσε και το φαγητό σηκώθηκε ο Ηλίας Κώνος να φύγει και έμεινε πίσω ο Μάκης να γράψει τα στοιχεία που χρειάζονταν για τα συμβόλαια, όταν έγινε αυτή η δουλειά και σηκωθήκαν να φύγουν έβαλε ο Χρόνης το χέρι στην τσέπη να πληρώσει και τον έκοψε ο Μάκης, «-Εδώ δεν πληρώνουμε, είναι όλα τακτοποιημένα». Το βράδυ εκείνο βγήκαν βόλτα να γιορτάσουν την συνεργασία που ξεκινούσε, δεν πήγαν στα μπουζούκια που επέμενε ο Μάκης αλλά κατέληξαν σε μια ψαροταβέρνα στην Αγία Τριάδα.
Την επομένη μέρα Τετάρτη τους πήρε ο Μάκης μια βόλτα να γνωρίσουν την πόλη και το μεσημέρι ξεκίνησαν για την Αθήνα με την κλούβα του Μπάμπη. Κατά την διάρκεια της διαδρομής δεν αλλάξανε πολλές κουβέντες, ο καθένας ήταν στον δικό του φανταστικό κόσμο κάνοντας σχέδια πως θα επένδυε εκείνα τα ουρανοκατέβατα χρήματα. Ο Μπάμπης φαντάζονταν τον εαυτό του εργοστασιάρχη ενώ ο Χρόνης ήταν σίγουρος πως η τύχη του δούλευε και θα φανερωνόταν πάλι στην κατάλληλη στιγμή.

Μέρος Β. Η οργάνωση

Μέρος Β. Η οργάνωση

Μόλις έφτασαν στη Αθήνα ο Χρόνης βρήκε τον Λυκούδη και ζήτησε την γνώμη του, εκείνος του μίλησε με πολύ στοργή.
-Άκουσε Χρόνη παιδί μου, μένεις μαζί μου πάνω από δέκα χρόνια, δεν έχω κανένα παράπονο από εσένα, πιστεύω και εσύ να μην έχεις.
-Όχι. Όχι, τον διέκοψε ο Χρόνης
-Μην μη διακόπτεις, αυτά τα χρόνια έφαγες ψωμί δίπλα μου που κέρδισες με τον ιδρώτα σου. Με λίγα λόγια θα σου την ιστορία με τον αητό και την κότα. Γλίστρησε λέει μια φορά ένα αυγό από την φωλιά του αετού και έφτασε μέχρι το κοτέτσι, η κότα το επώασε μαζί με τα δικά της μέχρι που έσκασε και βγήκε το πουλάκι, λίγο διαφορετικό από τα υπόλοιπα όμως το περίθαλψε. Το αετόπουλο μεγάλωνε αλλά δεν ήξερε να πετά ούτε λογάριαζε πως θα μπορούσε, στρατάριζε στην γή και σκάλιζε το χώμα μέχρι που είδε άλλους αετούς να πετούν στα ύψη, να βυθίζονται για να αρπάξουν την τροφή τους και να χαθούν στους ουρανούς, κοίταζε περίεργα και η κότα το πλησίασε λέγοντας, «-Ήρθε η ώρα να διαλέξεις τι θέλεις να είσαι κότα ή αετός;» Σταμάτησε να πάρει ανάσα και συνέχισε, –Έτσι και σένα ήρθε η ώρα σου, πρέπει να διαλέξεις για να δω και εγώ τι θα κάνω, μην ξεχνάς πως είσαι κεφαλλονίτης και οι κεφαλλονίτες είναι οι μόνοι συναγωνίζονται τους εβραίους στο εμπόριο.
-Δηλαδή κυρ Ανδρέα, να δεχτώ; Και Εσύ;
-Εγώ δεν έχω μέλλον, βλέπεις στον Κηφισό που άνοιξε ο Σκλαβενίτης ένα μεγάλο μαγαζί, εκεί που συρρέουν από όλη την Αθήνα να ψωνίσουν, είναι μόνο η αρχή, θα γεμίσει η Αθήνα και η Ελλάδα ολόκληρη από τέτοια μαγαζιά, εκεί είναι το μέλλον. Χαράς σε εκείνον που θα τα προμηθεύει.
-Πρέπει να γίνω τσαντάκιας, αυτό προτείνεται;
-Μην είσαι προκατειλημμένος ποτέ και με τίποτα αλλιώς έχασες το παιχνίδι.
-Άφησε το ένστικτο σου να σε οδηγήσει, από μένα να θυμάσαι μια προτροπή που θεωρώ σημαντική. (Γυαλί, μαλλί, σίδηρο) αυτά τα προϊόντα δεν χαλάνε, δεν βρομάνε και δεν παλιώνουν είναι οι καλλίτερες ακίνδυνες επενδύσεις, ότι έχει να κάνει με τρόφιμα να το αποφύγεις, γιατί δεν ξέρεις ποιους ενδεχομένως θα βλάψεις, προκειμένου να μην χάσεις από τις αλλοιώσεις.
-Ευχαριστώ κυρ Ανδρέα για την συμβουλή, θα την εφαρμόσω πιστά, θέλω να μου δίνεις και άλλες συμβουλές στην πορεία.
-Είμαι σίγουρος πως σε λίγο καιρό δεν θα με χρειάζεσαι καθόλου, άλλωστε είμαι κοντά στην σύνταξη και με την ευκαιρία σου λέω πως παζαρεύω το μαγαζί με τα ηλεκτρικά, δεν θα αργήσει να γίνει και ο ηλεκτρικός Σκλαβενίτης.
Με ανεβασμένο ηθικό ο Χρόνης αποσύρθηκε στο δωμάτιο του να κοιμηθεί και η σκέψη του έτρεχε τώρα στον Μπάμπη, τον νέο εκείνο που η τύχη τον έφερε στον δρόμο του και τώρα καλούνταν να συνυπάρξουν επαγγελματικά έχοντας συνεταίρο τον Μάκη, επειδή εκείνος είχε τα χρήματα.
Ο Μπάμπης όταν έφτασε σπίτι του, δεν είχε την υποδοχή που περίμενε. Μετά τα πρώτα καλωσορίσματα η γυναίκα του η Ευγενία δασκαλεμένη από τον πατέρα της άρχισε την γκρίνια λέγοντας πως υπάρχει καλή και στρωμένη δουλειά που αποφέρει καλό μεροκάματο και δεν υπάρχει λόγος για περιπέτειες, το χυτήριο στο Ρούφ έχει παραπάνω 50 χρόνια ιστορία και πρέπει να συνεχίσει. Ο Μπάμπης της εξηγούσε πως οι καιροί αλλάζουν και για να συνεχίσει να έχει ιστορία πρέπει να εκσυγχρονιστεί και να περάσει σε νέα φάση, αλλά, δεν την έπειθε. Φιλόδοξος όπως ήταν της ανακοίνωσε πως ανεξάρτητα από την γνώμη του πατέρα της αυτός θα προχωρούσε στον συνεταιρισμό με τον Μάκη, γιατί τέτοιες ευκαιρίες δεν παρουσιάζονται συχνά στην ζωή.
Πέρασαν δύο εβδομάδες και έφτασε στην Αθήνα ο Μάκης, βρήκε σπίτι στην Γλυφάδα και εγκαταστάθηκε. Μετά ανεζήτησε τους συνεταίρους του και αντάμωσαν για πρώτη φορά στο σύνταγμα μοιράζοντας την απόσταση και βρεθήκαν σε γνωστό τόπο ζαχαροπλαστείο, πίνοντας καφέ έθεσαν τα πρώτα θεμέλια στην συνεργασία τους. Πρώτο μέλημα ήταν, ώσπου να έρθει ο πατέρας Κώνος να έχουν εντοπίσει την έδρα της επιχείρησης, την ονομασία της και το αντικείμενο της. Χωρίσανε ανταλλάσσοντας τηλέφωνα και ανανεώνοντας το ραντεβού για την επομένη στο ίδιο μέρος.
Ο Μπάμπης πήγε να βρει τον πεθερό του στο χυτήριο να του εξηγήσει πως με τα κεφάλαια του συνεταιρισμού θα μπορούσε να μεταφερθεί το εργαστήριο στην βιομηχανική ζώνη να επεκταθεί στα ανοξείδωτα σκεύη και με αυτόν τον τρόπο να συνεχίσει για άλλα πενήντα χρόνια να υπάρχει. Ο Πεθερός του όμως αντέδρασε έντονα, υποστηρίζοντας πως την οικογενειακή ιστορία δεν την ξεπουλά, επειδή βρέθηκε κάποιος με λεφτά να την αγοράσει και ακόμα πως υπάρχει ο γιός του, που είναι ακόμα μαθητής, αλλά δεν θα αργήσει να αναλάβει την συνέχεια της, για να καταλήξει στη απειλή πως αν επιμένει καλά θα κάνει να τα μαζεύει και να φύγει.
Ο Χρόνης βρήκε το κυρ Ανδρέα που τον περίμενε με αγωνία και του ζήτησε γνώμη τι να κάμει την επομένη. Ο Λυκούδης το έπιασε από τον ώμο:
-Ψηλά το κεφάλι, τώρα θα είσαι κυρίαρχος, θα γίνεις αφεντικό και πρέπει να φέρεσαι έτσι, για να σε υπολογίζουν έτσι όλοι οι άλλοι. Θα πάμε μαζί στο τέρμα Αχαρνών έχω ένα φίλο που διαθέτει μια μεγάλη αποθήκη που αδειάζει αυτές τις μέρες, έχει ηλεκτρικές εγκαταστάσεις και δυο γραμμές τηλεφώνου, να την δούμε και αποφασίζεις, μετά θα πάμε να πάρουμε ένα αυτοκίνητο γιατί δεν επιτρέπεται πια να κυκλοφορείς με το δίκυκλο, εγώ θα το αναλάβω και όποτε μπορείς με εξοφλάς. Όσο για την φίρμα μην ανησυχείς καθόλου ούτε και να κάνεις σχέδια, ο καλός έμπορος είναι εκείνος που οικονομάει όχι εκείνος που φαίνεται, αυτό έρχεται αργότερα, αν έρθει ποτέ. Του είπε και άλλα πολλά σαν παρακαταθήκη από την πείρα όλων αυτών των χρόνων και ο Χρόνης άκουγε με πραγματικό ενδιαφέρον, ένοιωθε πως έφτανε η ώρα του και ήθελε να γίνει αετός, ο ρόλος της κότας δεν του ταίριαζε, ίσως ναι ήταν η ευκαιρία της ζωής ήταν και δεν έπρεπε να χαθεί.
Την επομένη μέρα στο ίδιο σημείο συναντήθηκαν οι τρείς νέοι εκκολαπτόμενοι επιχειρηματίες να συνεχίσουν την συζήτηση, ο Χρόνης ήταν οργανωμένος καλά που εξέπληξε τους άλλους δύο. Είχε βρει χώρο για την έδρα του, έμενε το οριστικό κλείσιμο της συμφωνίας και άφησε στον Μάκη της επιλογή της επωνυμίας, ενώ ο Μπάμπης αντίθετα έθετε ως όρο να μπουν τα δύο ονόματα με πρώτο το δικό του Γιαουρτάς-Κώνος για την έδρα θα πρότεινε μετά τις υπογραφές μήπως και ο πατέρας Κώνος άλλαζε εν τω μεταξύ γνώμη, παρά τις διαβεβαιώσεις του Μάκη πως δεν υπάρχει τέτοια πρόθεση, ο Μπάμπης επέμενε υπολογίζοντας πως ο πεθερός του θα άλλαζε στάση όταν έβλεπε ρευστό χρήμα. Με το αυτοκίνητο του Μάκη έφτασαν στο τέρμα Αχαρνών είδαν την αποθήκη που πρότεινε ο Χρόνης συμφώνησε ο Μάκης και πρότεινε προσωρινά να συστεγάζονται οι δύο εταιρίες, έτσι θα προκύψουν οικονομικά οφέλη για όλους, η πρόταση έγινε αμέσως αποδεκτή από όλους. Μένανε δέκα μέρες ακόμα ώσπου να έρθει ο Ηλίας Κώνος στην Αθήνα να γίνουν τα εταιρικά και  αρχίσουν οι δραστηριότητες. Αυτές οι μέρες ήταν για τον Χρόνη αγωνιώδεις, ρωτούσε συνέχεια τον κυρ Ανδρέα και εκείνος πάντα πρόθυμος του εξηγούσε και τον νουθετούσε πως θα συμπεριφέρεται τι παγίδες θα έχει να υπερβεί, στο άλλο στρατόπεδο ο Μπάμπης μάταια προσπαθούσε να πείσει τον πεθερό του να συμβιβαστεί για να γίνει επέκταση, η Ευγενία πείστηκε όταν της υποσχέθηκε πως θα δουλεύει και εκείνη στην υπό διοργάνωση εταιρία και θα έχει προσωπική αντίληψη και γνώμη για την δράση της, έθετε έναν μοναδικό όρο να μην ασχοληθούν με το αντικείμενο του πατέρα της και χάσει πελάτες, να στραφεί η νέα εταιρία σε άλλο τομέα.
Η ιστορική ημέρα ήταν στις 29 Οκτωβρίου 1977, έφτασε στην Αθήνα ο Ηλίας Κώνος συνοδευόμενος από δυο δικηγόρους. Ο Χρόνης ήθελε η συνάντηση να γίνει στο τέρμα Αχαρνών στην έδρα της επιχείρησης, ο Κώνος είχε αντίρρηση λέγοντας πως δεν θέλει να ελέγξει ούτε να ξέρει τι γίνεται και πως θα δράσουν, τον ενδιέφερε κυρίως το αποτέλεσμα. Έγινε η συνάντηση στο Χίλτον, μόλις μπήκαν οι υπογραφές στα εταιρικά συμβόλαια, υπέγραψε ο Κώνος τις επιταγές και τις παρέδωσε στους συμβαλλόμενους. Όρος απαράβατος στην συμφωνία ήταν πως όλες οι συναλλαγές με τις τράπεζες ή τρίτους απαιτούσαν δύο υπογραφές, ή μια θα ήταν του Μάκη και η άλλη του συνεταίρου του κατά περίπτωση. Ο Κώνος με την ευκαιρία έδωσε δώρο στους νέους επιχειρηματίες από ένα χαρτοφύλακα δερμάτινο και από ένα στυλό με χρυσή πένα, λέγοντας «Βάλτε τα συμβόλαια μέσα και καλά κέρδη» ο Χρόνης γέλασε, «Εγώ τσαντάκιας δεν γίνομαι» αλλά πήρε τον χαρτοφύλακα. Ο Μάκης πρότεινε μια και η ώρα ήταν περασμένη να γιορτάσουν το γεγονός και κατέληξαν στις τζιτζιφιές ακούσουν την Ρίτα να τραγουδά «ιστορία μου αμαρτία μου».
Μετά τα πρώτα ποτά θεώρησε ο Χρόνης κατάλληλη στιγμή για να αρχίσει τις μπίζνες, καθόταν πλάι από τον Κώνο και τον σκούντησε:
-Άκου κυρ Ηλία
-Μπράβο θράσος, έγινα κι όλας κυρ Ηλίας
-Μα γι αυτό το θράσος δε με προτίμησες;
-Έχεις δίκιο, παραδέχθηκε ο Ηλία, -Τι θέλεις;
-Γνωρίζω πως ετοιμάζεις μια νέα σειρά χυτρών που την λες Μαργαρίτα, ξέρω πως ετοιμάζεται μεγάλη διαφημιστική καμπάνια, τα δύο εκατομμύρια που θα εκταμιεύσουμε ανά εξάμηνο, θεώρησε τα ως χρεόγραφα έναντι εμπορεύματος, δώσε μας τώρα άλλα τόσο που θα πληρώσουμε μετρητά και καθυστέρησε δυο εβδομάδες τους τσαντάκηδες σου, θα είναι για μας ένα καλό ξεκίνημα.
-Βρέ Χρόνη, είπαμε πως οι δουλειές κλείνονται σε τέτοια μέρη, αλλά όχι τόσο εύκολα, ο Μάκης τι λέει;
-Αυτός χορεύει άμα έρθει θα συμφωνήσει οπωσδήποτε.
-Μεγάλη σιγουριά βγάζεις και μ’αρέσει, κόλλα το, είπε και άπλωσε το χέρι του.
-Ευχαριστώ κυρ Ηλία, να ξέρεις πως έχω καλό Δάσκαλο και θα στον γνωρίσω μια μέρα.
Όταν ο Μάκης γύρισε από την πίστα χαμογελώντας ο πατέρας του, του είπε «-Ο συνεταίρος σου έκανε παραγγελία, τι λές;» ανέμελος ο Μάκης «εγκρίνεται αύριο θα το οργανώνουμε, τώρα διασκεδάζουμε»
Όντως την άλλη μέρα βρεθήκανε στην αποθήκη στο τέρμα Αχαρνών, και ο Μάκης ήταν τελείως άλλος άνθρωπος. Κρατούσε στο χέρι μια τσάντα μαύρη μεγαλύτερη από τον χαρτοφύλακα που τους χάρισε ο πατέρας του την προηγούμενη μέρα, και ο Χρόνης τον πείραξε.
-Τσαντάκιας και σύ; Τι έχει μέσα;
-Κάτσε Χρόνη, κάτσανε στο μοναδικό πάγκο που υπήρχε και δίπλα σε ένα κουτσό τραπέζι που είχε τα τηλέφωνα ο Μάκης άρχισε να αναλύει σοβαρά την κατάσταση.
-Έκλεισες μια δουλειά στο περίπου, έτσι κλείνονται οι δουλειές αλλά τώρα πρέπει να την αναλύσουμε, θα μας στείλει ότι σκεύη θέλει η «Κώνος» ή αυτά που θα επιλέξουμε; Ασφαλώς ότι θέλουμε εμείς, αλλά πρέπει τώρα να συγκεκριμενοποιήσουμε τι θέλουμε, τι ποσότητα από κάθε νούμερο και πως θα αποθηκεύσουμε, έχουμε το χώρο χρειάζονται ράφια, θα πουληθούν χρειάζονται παραστατικά, χρειάζεται γραφείο για κάθετε κάποιος να κόβει αυτά τα παραστατικά, χρειάζεται ακόμα τρόπος να διανεμηθούν τα προϊόντα αφού πουληθούν. Η πώληση η διανομή και η είσπραξη είναι δική σου υπόθεση η υπόλοιπη οργάνωση είναι δική μου, αυτό ακριβώς σπούδασα και πρέπει να το αποδείξω, όπως εσύ χθες το βράδυ απέδειξες ποιος θα είναι το πραγματικό αφεντικό εδώ μέσα.
-Έχεις δίκιο Μάκη, παραδέχθηκε ο Χρόνης, το πείραγμα ήταν άκομψο συγνώμη.
-Δεν υπάρχει λόγος και μένα μου αρέσουν τα πειράγματα, αλλά όχι την ώρα της δουλειάς, όταν θα γνωριστούμε καλλίτερα θα πηγαίνουμε και για ψάρεμα τότε θα είναι αλλιώς, αλλά τώρα πρέπει να αποδείξουμε την αξία μας και θα τα καταφέρουμε, εγώ είμαι σίγουρος εσύ;
-Και γώ, τι κάνουμε τώρα;
-Φρόντισε να βρεις τρόπο και πελάτες να πουληθούν τόσα σκεύη που παρήγγειλες. Μεθαύριο θα έρθουν τα δείγματα και σε δυο τρείς εβδομάδες θα παραλάβουμε, ξέρω τον πατέρα μου καλά θα μας πνίξει.
Ο Χρόνης για μια στιγμή δείλιασε αλλά την αμέσως επόμενη είχε την λύση έτοιμη, ο Μπάμπης είχε έναν κύκλο πελατών θα τον εκμεταλλευότανε. Τον ανεζήτησε στο τηλέφωνο και δεν το έβρισκε και πήρα την απόφαση να πάει μέχρι το σπίτι του στα κάτω Πετράλωνα. Αυτοκίνητο είχε άρα και ευχέρεια κινήσεων, δεν τον βρήκε ούτε σπίτι του, γνώρισε όμως την Ευγενία. Όταν συστήθηκε τον πέρασε μέσα και του πρότεινε να περιμένει λίγο να επιστρέψει είχε πάει πάλι στον πεθερό του για μια ύστατη προσπάθεια. Δεν απήπιε  τον καφέ όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Μπάμπης νευριασμένος. «-Σκουριασμένα μυαλά».
-Τι έτρεξε φίλε; Προσπάθησε να ευθυμήσει την ατμόσφαιρα ο Χρόνης
-Σκουριασμένα και αγύριστα κεφάλια, όχι μόνο δεν κατάλαβε τι λέω, όχι μόνο δεν συμφωνεί αλλά είπε να παραδώσω και το αμάξι.
-Τι έγινε; Αυτό είναι απαράδεκτο, μπήκε στη μέση η Ευγενία, δεν το δίνουμε πως θα κυκλοφορούμε;
-Μην σε νοιάζει γυναίκα, θα πάρουμε δικό μας, της εταιρίας δηλαδή, έχουμε χρήματα δεν τον έχω ανάγκη.
-Μπάμπη είναι πατέρας μου, μην το ξεχνάς,
-Εγώ να φεύγω, μίλησε ο Χρόνης για να προλάβει έναν καυγά στην γέννηση του, τα λέμε άλλη φορά
-Όχι, όχι φίλε κάτσε, κάποιο λόγο θα έχεις που ήρθες, ώσπου να μαγειρέψει η Ευγενία πάμε στο καφενείο να τα πούμε.
Λίγα λεπτά αργότερα στο καφενείο ο Μπάμπης και ο Χρόνης είχαν μπροστά τους ένα καραφάκι ούζο και σχεδιάζανε το μέλλον. Πρότεινε ο Χρόνης να κάνουν μαζί ένα γύρω στους πελάτες του Μπάμπη, στην Αθήνα και στην επαρχία, να τον γνωρίσουν να δειγματίσει τα μαγειρικά σκεύη «Μαργαρίτα» και να ωφεληθεί ο Μπάμπης την προμήθεια. Αυτός αντέδρασε, «-Θα πάμε στο γύρο χωρίς προμήθεια, μόνο για να την σπάσω στο γέρο». Ακόμα ισχυρίστηκε πως αυτές τις μέρες που θα γυρνάν μαζί, θα γνωριστούν καλλίτερα και θα συζητήσουν και τα δικά του σχέδια. Έλεγε πως η γυναίκα του είχε επηρεαστεί από τον Σκλαβενίτη και σκεφτότανε κάτι παρόμοιο, ενώ αυτός είχε πεισθεί αγωνιούσε πως θα έπειθε τον Μάκη ή ακόμα πως μπορούσε ασχοληθεί με κάτι που δεν γνώριζε καθόλου. Με την κουβέντα πέρασε η ώρα και γυρνώντας στο σπίτι για φαγητό είδε το αμάξι του Χρόνη.
-Βρέ μπαγάσα Κορτίνα;
-Ας είναι καλά ο κυρ Ανδρέας, αυτός μου το πήρε
-Και μένα μου ζητά την κλούβα πίσω, θα την δώσω και θα πάρω τέτοιο.

Αργά το βράδυ γύρισε στο σπίτι ο Χρόνης, τον περίμενε ο Λυκούδης στο μπαλκόνι και τον φώναξε να ανέβει για λίγο.
-Δεν μου είπες παιδί μου τι κάνατε;
-Υπογράψαμε κυρ Ανδρέα, έκανα και την πρώτη παραγγελία σκλαβώνοντας περισσότερο από τα μισά λεφτά και ο Κώνος δεν αντέδρασε, του είπα πως θα στον γνωρίσω.
-Και εγώ θέλω να τον γνωρίσω, όμως δεν είναι απερισκεψία τόσο μεγάλη επένδυση σε ένα είδος;
-Κυρ Ανδρέα, πιο καλά είναι να πουλάς πολλά σε λίγους, παρά λίγα σε πολλούς.
Δάκρυσε ο Λυκούδης, -Είδες τώρα, ξύπνησε ο αετός και διδάσκει την κότα.
-Όχι δεν το είπα να σε προσβάλω, ούτε να σου κάνω τον έξυπνο
-Όχι δεν το είπες, αλλά αυτή είναι η αλήθεια θα μεγαλώσεις θα μεγαλώσεις πολύ, ευτυχώς που βρέθηκε αυτός ο Κώνος, εδώ θα πνιγόσουνα και θα ήμουν εγώ αιτία που δεν είχα ευκαιρίες να σου προσφέρω.
Βούρκωσε ο Χρόνης
-Αν δεν ήσουν εσύ κυρ Ανδρέα και ο γιατρός που θα ήμουν εγώ σήμερα; Σηκώθηκε να φύγει αλλά γύρισε πίσω
-Γιατί με φώναξες, τι συμβαίνει;
-Έδωσα το ηλεκτρικάδικο, θα διαλύσω το επιπλάδικο και θα μείνει μόνο το γιαλάδικο για δύο χρόνια μέχρι την σύνταξη, ποιος θα τα συνεχίσει τώρα, οι γαμπροί; Αυτοί έχουν μόνιμοι δουλειά είναι γραφειοκράτες, εκτελωνιστής ο ένας και δάσκαλος ο άλλος, δεν ενδιαφέρονται.
-Θές να τα αναλάβω εγώ; Να χαλάσω την συμφωνία; Το κάνω αύριο το πρωί. Είπε ο Χρόνης με αποφασιστικότητα.
-Όχι, ποτέ, η ζωή τώρα σου γελάει, άρπαξε τον ταύρο από τα κέρατα και καβαλίκεψε τον, μόνο θέλω να τα λέμε κάπου-κάπου
-Κυρ Ανδρέα πάντα θα σε συμβουλεύομαι πάντα, καληνύχτα τώρα, και τά έπιπλα μην τα σκοτώσεις, μας χρειάζονται.
Αποσύρθηκε ο Χρόνης και την άλλη μέρα στην αποθήκη πάνω στο σπασμένο τραπέζι με τα τηλέφωνα, είχε μπροστά του ένα χάρτη και σκάρωνε δρομολόγια. Όταν ο Μάκης ήρθε του είπε τα χθεσινά γεγονότα και τον προέτρεψε ότι έπιπλα χρειαστούν να πάρουν από τον Λυκούδη χωρίς να τα παζαρέψουν. Επίσης του ανακοίνωσε πως μόλις έχει τα δείγματα θα φύγει για την επαρχία. Κουβεντιάζοντας πέρασε η ώρα όταν φάνηκε ο Μπάμπης να τους κοινοποιήσει τις αποφάσεις του. Είχε πάει το πρωί με την γυναίκα του στον Κηφισό στου Σκλαβενίτη και εντυπωσιάστηκε τόσο που θέλησε να τον ανταγωνιστεί, θα γίνουν είπε κι άλλα τέτοια μαγαζιά και ήθελε να είναι και αυτός ένας τέτοιος μαγαζάτορας, ο Μάκης το δέχθηκε απόλυτα ψύχραιμα.
-Μια επιχείρηση με τρόφιμα, ένα μεγάλο Μπακάλικο, ένα πολυκατάστημα ίσως; Αυτό έχεις κατά νού;
-Περίπου, πρέπει να βρούμε που θα το στήσουμε.
-Θα το βρούμε να είσαι σίγουρος, θα το οργανώσουμε πρέπει να το οργανώσουμε κι αυτό.
-Δεν είναι δύσκολο, ράφια εμπόρευμα και όλα μετρητά,
-Θέλει οργάνωση, επέμενε ο Μάκης, -Πολύ περισσότερη από ότι βάζεις με το νού σου, αλλά αφού αυτή είναι η απόφαση θα το κάνουμε και θα το πετύχουμε.
-Εσύ τι λές; Χρόνη, είπε ο Μπάμπης.
-Δεν μου πέφτει λόγος εμένα, δικός σας είναι ο συνεταιρισμός, αλλά εγώ διαφωνώ για το είδος, (γυαλί-μαλλί-σίδερο), που λέει ο κυρ Ανδρέας δεν χαλούν δεν παλιώνουν δεν σαπίζουν.
-Ο κόσμος κάθε μέρα τρώει, και για να φάει πληρώνει και εγώ θα τα παίρνω, κανείς δεν μπορεί να κόψει την μάσα-μπούκα, και εδώ δεν χωρούν επιταγές και γραμμάτια, «μαμ, κακά και νάνι, μετρητά στο χέρι και ούτο βοήσομεν» που λέει ο κυρ Μπάμπης εγώ δηλαδή, τι λέτε τώρα πάμε για φαί;

Δυο μέρες αργότερα ήρθαν τα δείγματα και οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες, με την Κορτίνα του Χρόνη μαζί με τον Μπάμπη, φύγανε για την Πελοπόννησο. Ο Μπάμπης έκανε τις συστάσεις κα μετά ο Χρόνης άρχιζε τον δειγματισμό και την πώληση, οι πελάτες που μπορούσαν να αποφύγουν την παραγγελία ήταν ελάχιστοι, ενέπνεε εμπιστοσύνη και σιγουριά ο τρόπος που διαπραγματευότανε. Το πρόγραμμα ήταν εβδομαδιαίο, αλλά δεν μπόρεσαν να το ολοκληρώσουν, αντί να γυρίσουν στην Αθήνα προτίμησαν να μείνουν στην Καλαμάτα, σε αυτό συνέβαλε και η προτροπή του Μάκη για οικονομία στα μετακινήσεις και τα έξοδα. Όταν στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας γύρισαν στην αποθήκη των Αχαρνών τους περίμεναν πολλές εκπλήξεις.
Στην αυλή ήταν σταθμευμένα εκτός από του Μάκη το αυτοκίνητο μια καινούργια Κορτίνα και ένα Φορντ Τράνζιτ, με την φίρμα «SUPER TEAM» γραμμένη στα πλαϊνά.
Η αποθήκη ήταν αγνώριστη, είχε βαφεί και συγυριστεί, ένα μέρος στη άκρη και κοντά στην μικρή πόρτα είχε χωριστεί με τζαμαρίες σε τρία δωμάτια γραφεία, το πρώτο ήταν αρκετά μεγάλο και στην μια πλευρά του τοίχου είχε δύο πόρτες που οδηγούσαν σε δύο μικρότερα, ακριβώς τα μισά του πρώτου, πλήρως εξοπλισμένα, μια κοπέλα βρισκότανε στο μεγάλο γραφείο και ταξινομούσε στο φωριαμό μπλοκ και χαρτιά ενώ μια στοίβα ντοσιέ περίμενε την σειρά της. Στις δύο πλαϊνές πλευρές της αποθήκης υπήρχαν σειρές από ράφια γεμάτα από  σκεύη ταξινομημένα κατά μέγεθος και δύο καινούργια καρότσια στο βάθος. Πλάι από την μεγάλη πόρτα υπήρχε ένα προκατασκευασμένο καμαράκι σκοπιά και εκεί βρισκόταν ένας νεαρός άνδρας, που μόλις τους είδε σηκώθηκε από το σκαμπό του και τους πλησίασε. Με το νεύμα που του έκανε ο Μάκης, γύρισε και έκατσε πάλι στην θέση του.
-Καλώς τους ταξιδεμένους;
-Καλώς σε βρήκαμε, τι γίνεται εδώ; Ρώτησε ο Χρόνης.
-Οργάνωση Χρόνη, οργάνωση σημαίνει αυτό το θέαμα που βλέπεις σε δεκαπέντε μέρες, αυτό σπούδασα και αυτό θα αποδείξω στο πατέρα μου.
-Ναι, αλλά είμαι και εγώ εδώ, το ξεχνάς αυτό;
-Όχι Χρόνη, ποτέ δεν ξεχνώ πως είμαστε συνέταιροι, όμως ο καθένας έχει το τομέα του και πρέπει να συνεργαζόμαστε χωρίς γκρίνια, εσύ ταξίδευες δυο εβδομάδες και έφερες παραγγελίες, εγώ θα πρέπει να τις εκτελέσω, δεν έλεγξα τι και πως έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στην κρίση σου, αυτός είναι ο τομέας σου αυτόν ξέρεις εκεί θα αναδειχθείς και θα αποδείξεις στον πατέρα μου, αλλά και στον κυρ Ανδρέα τις ικανότητες σου.
-Ναι ρε Μάκη, έχεις δίκιο μην παρεξηγείς.
-Δεν παρεξηγώ, δουλειές κάνουμε έλα να σου δείξω παρακάτω.
Τον οδήγησε στα γραφεία πέρασε από το πρώτο που η κοπέλα μόλις τους είδε να μπαίνουν σταμάτησε την δουλειά μέχρι να περάσουν στο δεξιό από τα δύο δωμάτια. Εκεί βρισκόντουσαν δυο μικρά γραφεία ένας καναπές και δυο καρέκλες, ένα τραπεζάκι στη μέση ήταν στολισμένο με λουλούδια. Του Χρόνη του φανήκαν γνώριμα τα έπιπλα.
-Κάπου τα ξέρω αυτά;
-Ναι είναι δώρο του κυρ Ανδρέα, δεν έπαιρνε λεφτά με τίποτα
-Ας είναι καλά, του χρωστάω τόσα.
-Άστα αυτά τώρα, εδώ θα είναι το γραφείο μας, διάλεξε πιο από τα δύο θέλεις.
-Δεν με νοιάζει αλλά το διπλανό δωμάτιο τίνος είναι;
-Θέλεις να πάμε από κεί, ούτε εμένα με νοιάζει, αλλά το ένα θα γίνει λογιστήριο και θα εγκατασταθεί λογιστής που θα δουλεύει αποκλειστικά για μας, όταν οργανωθούμε καλά δεν θα κρεμόμαστε από κανέναν, όλα θα γίνονται από μέσα.
-Βρέ θηρίο τι πιστεύεις θα γίνουμε, Κώνος της Αθήνας;
-Όχι βέβαια, εμείς είμαστε η «SUPER TEAM», η «Κώνος» είναι ένας από τους πολλούς συνεργάτες μας και αυτούς θα τους επιλέξεις εσύ, εγώ απλά θα οργανώνω γιατί αυτό ξέρω να κάνω.
-Ας είναι, τι γίνεται με τις παραγγελίες τώρα;
-Αμέσως που τις έχεις σημειωμένες;
Έβγαζε ο  Χρόνης από την τσάντα του τα μπλοκάκια με τις παραγγελίες και τον πείραξε ο Μάκης, «-Τσαντάκιας-Τσαντάκιας Χρόνη;». Γέλασε ο Χρόνης, «-Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, Μάκη»
Όταν τα πήρε τα μπλοκάκια ο Μάκης φώναξε την κοπέλα από δίπλα,
να φέρει μπλοκ παραγγελιών, όταν μπήκε τις έδωσε αυτά που πήρε από τον Χρόνη με την εντολή να κοπούν αμέσως δελτία αποστολής και να φορτώνονται. Γύρισε μετά στον Χρόνη «-Κάτσε τώρα ήσυχος».
Ο Μπάμπης τόση ώρα κοιτούσε αμίλητος, όταν έκατσαν ρώτησε:
-Καφέ κερνά το κατάστημα; Περισσότερο για αποφορτισθεί η ατμόσφαιρά. Σηκώθηκε ο Μάκης πήγε στη καφετιέρα στη γωνιά του μεγάλου γραφείου, έβαλε ένα φλιτζάνι και το πήγε του Μπάμπη, εκείνος συνέχισε στο ίδιο ύφος:
-Μόνο για μένα; Εσείς;
-Ο καφές είναι για τους επισκέπτες, εμείς εδώ δουλεύουμε.
Προσβλήθηκε ελαφρά ο Μπάμπης αλλά δεν ήθελε να το δείξει και προσπάθησε με το ίδιο ύφος να συνεχίσει:
-Και εγώ δούλεψα, μαζί γυρίζαμε
-Εάν διεκδικείς προμήθεια να το κανονίσουμε.
-Όχι σηκώθηκε ο Μπάμπης δεν διεκδικώ τίποτε, αλλά είμαι αδικημένος δεν είμαι και εγώ συνεταίρος;
-Ηρέμισε Μπάμπη, δεν είσαι συνέταιρος εδώ, εδώ πέρα είσαι φίλος καλοδεχούμενος, όταν οριστικοποιήσεις που θα δραστηριοποιηθούμε θα οργανώσουμε την δική σου επιχείρηση που θα είναι ο Χρόνης μουσαφίρης. Για την ώρα πάντως η Κορτίνα που είδες στην αυλή είναι δική σου, δηλαδή της εταιρία μας, Γιαουρτάς-Κώνος.
Έσκυψε το κεφάλι ο Μπάμπης, κοίταξε τον Χρόνη και είπε:
-Εγώ κρατώ τις υποσχέσεις μου, αυτήν την εβδομάδα θα γυρίσουμε στην Αθήνα και από την άλλη κάνε καλά μόνος σου. Φεύγω τώρα και τα λέμε αύριο το πρωί.
Το απόγευμα πέρασε από τον Λυκούδη να του ζητήσει την γνώμη του, σκεπτότανε να μετακομίσει κοντά στην αποθήκη, ο κυρ Ανδρέας τον απέτρεψε λέγοντας πως ο Μάκης κάθετε στην Γλυφάδα, αυτό δεν τον εμποδίζει να είναι καλός επιχειρηματίας, εάν μείνει δίπλα στην αποθήκη, θα υποχρεώνετε συνέχεια να δουλεύει και αυτό θα τον καταβάλει, ο Χρόνης επέμενε κυρίως επειδή ντρεπότανε τον ευεργέτη του, θεωρούσε πως δεν του ανταπέδιδε όσα έκανε εκείνος για αυτόν. Τελικά ο Λυκούδης κατέληξε
-Τι με ρωτάς; Αφού στο τέλος θα κάνεις του κεφαλιού σου, έχε εμπιστοσύνη σε αυτό το κεφάλι και προχώρα.
Πήρε θάρρος ο Χρόνης για μια εβδομάδα το πρωί γυρνούσε με τον Μπάμπη και μάζευε παραγγελίες και γνώριζε πελάτες και τα απογεύματα έψαχνε για σπίτι κοντά στην Αχαρνών. Το φορτηγό πηγαινοερχότανε στα πρακτορεία να στέλνει και να παίρνει εμπορεύματα, ήταν μεγάλο το ποσό που είχε κλείσει με την συμφωνία και δεν το είχε αντιληφθεί. Είχαν εκτελεσθεί όλες οι παραγγελίες και τα ράφια εξακολουθούσαν να είναι φορτωμένα.
Στο τέλος της εβδομάδας ο Μπάμπης ανακοίνωσε πως βρήκε το μέρος που θα έστηνε την δική του επιχείρηση, ήταν ένα αίθουσα κινηματογράφου στην Πατησίων που δεν απόδιδε και ο ιδιοκτήτης της
την πούλαγε σε καλή τιμή θα ήταν μια καλή ευκαιρία. Ο Μάκης ρώτησε πως έμαθε τις λεπτομέρειες και ο Μπάμπης είπε από τις αγγελίες.
-Μπάμπη, πριν ξεκινήσουμε να το ελέγξουμε, μάθε τα στοιχεία και θα βάλουμε δικηγόρο να ερευνήσει, μήπως και είναι παγίδα.
-Τι λές ρε Μάκη, θα κάνουμε συμβόλαια στον συμβολαιογράφο και θα κατοχυρωθούμε.
-Δεν είναι όλοι οι συμβολαιογράφοι καθαροί, που ξέρουμε τι θα γίνει, πιο καλά να το δούμε λίγο.
-Ωραία θα πάω όμως σε δικό μου δικηγόρο.
-Πήγαινε σε όποιον θέλεις, είπε ο Μάκης, αλλά πρέπει να ξέρεις ο συνεταιρισμός βασίζεται κυρίως στην αμοιβαία εμπιστοσύνη των μελών του, εάν αυτή δεν είναι απόλυτη σίγουρα θα διαλυθεί κάποια στιγμή.
-Αυτά τα λένε στα πανεπιστήμια, εγώ είμαι της πιάτσας και δεν τα ξέρω.
-Στα λέω εγώ που τα ξέρω, θα περιμένω και να ξέρεις εγώ σε εμπιστεύομαι.
Βρήκε δικηγόρο ο Μπάμπης του ανέθεσε την έρευνα για την συγκεκριμένη αίθουσα κα διαπίστωσε πως άλλος ήταν ο αιθουσάρχης και άλλος ο ιδιοκτήτης, ο οποίος την είχε υποθηκευμένη για ένα δάνειο με το οποίο σήκωνε οικοδομή πέντε τετράγωνα παρακάτω. Ντρεπότανε ο Μπάμπης να ομολογήσει την γκάφα του και απέφευγε την συνάντηση με τον Μάκη. Εκείνος όμως έκανε το επόμενο βήμα και πήγε να τον βρει σπίτι του.
-Μπάμπη οι δουλειές οι μεγάλες έχουν και απογοητεύσεις και αναποδιές , μαζί θα τις ξεπεράσουμε γιατί θα είμαστε συνέταιροι. Θέλεις να κάνουμε μεγαλομπακάλικο σε λίγο καιρό θα τα λένε Super market, έχει στο εξωτερικό πολλά τέτοια, θα το κάνομε αλλά πρώτα πρέπει να το οργανώσουμε.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή πρέπει να βρούμε πρώτα την κατάλληλη αίθουσα και την αρμόζουσα τοποθεσία, αν παίρναμε εκείνο το σινεμά που έλεγες, που θα στάθμευαν οι πελάτες μας; Γρήγορα θα αγανακτούσαν και θα τους χάναμε, έπειτα γιατί να το αγοράσουμε εάν μπορούμε να το νοικιάσουμε; Για να εξανεμισθεί γρηγορότερα το κεφάλαιο μας;
-Τι νομίζεις πρέπει να κάνουμε τώρα; ρώτησε ο Μπάμπης που είχε αρχίσει να παραδέχεται τις γνώσεις του Μάκη.
-Να βρεις ένα μεσιτικό γραφείο, να δηλώσεις τι σε ενδιαφέρει και να ελέγξεις μετά τις προσφορές και ανάλογα πράττεις.
-Μα θα βγάλει προμήθεια.
-Ασφαλώς, αφού αυτή είναι η δουλειά του, πρέπει να μάθουμε πως όλα τα πράγματα και οι υπηρεσίες έχουν την τιμή τους.
-Αύριο κι όλας ξεκινώ, έχω υπ’ όψιν μου δύο τέτοια γραφεία.

Βρέθηκε γρήγορα το ζητούμενο και δεν ήταν αίθουσα κινηματογράφου, αλλά ένας μεγάλο συγκρότημα στην Καλογρέζα που προοριζότανε για αντιπροσωπία αυτοκινήτων, πήγαν να το δούνε ο Μπάμπης και ο Μάκης, ο Χρόνης ευγενικά αρνήθηκε να πάει λέγοντας πως δεν του πέφτει λόγος, αλλά νόμιζε πως η Καλογρέζα ήταν μακριά από την Αθήνα για να εισπράξει την απόκριση του Μπάμπη «Και ο Σκλαβενίτης κοντά είναι;» το είδανε συμφωνήσανε να το νοικιάσουν για τέσσερα χρόνια.
Ο Μάκης άρχισε να επεξεργάζεται την οργάνωση του. Πληροφορήθηκε πως το διπλανό και το παραδίπλα οικόπεδο πουλιόντουσαν. Κάλεσε τον Μπάμπη και του πρότεινε να τα αγοράσουν θα τους χρειάζονταν αν πήγαιναν καλά οι δουλειές και επεκτεινόντουσαν, αλλά αυτός είχε αντίθετη άποψη λέγοντας.
-Αν είναι να αγοράσουμε κάτι να είναι το μαγαζί μας.
-Μπάμπη αν πιάσουμε θα μας εκμεταλλευτούν και πρέπει να το προλάβουμε τώρα.
-Καλλίτερα να έχουμε τα χρήματα σε εμπόρευμα παρά σε οικόπεδα.
-Εσύ αποφασίζεις, Εσύ είσαι το αφεντικό, εγώ απλά οργανώνω, είπε υποχωρώντας ο Μάκης. Από την άλλη εβδομάδα θα είμαι εδώ για την οργάνωση.
-Θα είμαστε εδώ θέλεις να πεις, τον διόρθωσε ο Μπάμπης.
-Ναι Μπάμπη θα είμαστε εδώ.
Τσατισμένος πέρασε από την Αχαρνών βρήκε τον Χρόνη να τακτοποιεί στα ράφια σκεύη και τον επέπληξε
-Βρέ συ  Χρόνη σταμάτα, δεν είναι δουλειά σου αυτή, Εσύ είσαι αφεντικό και πρέπει να φέρεσαι έτσι. Πάμε στο γραφείο  να σου πώ ή μάλλον πάμε να φάμε κάπου να ξεσκάσουμε να πάρω ανάσα
-Είσαι με τα καλά σου; Αντέδρασε ο Χρόνης, ακριβώς επειδή είμαι αφεντικό πρέπει να δώνω το καλό παράδειγμα να εργάζομαι σε όλα τα πόστα και να ξέρω όλες τις φάσεις τις δουλειάς
-Δεν έχεις δίκιο, αν το κάνεις αυτό θα το κάνεις για όλη σου την ζωή, το αφεντικό δεν είναι εκείνος που δουλεύει περισσότερο, αλλά ο μαέστρος που διευθύνει την ορχήστρα χωρίς να παίζει κανένα όργανο, ένα ξυλάκι κουνάει και υπακούνε όλοι οι μουσικοί στα κελεύσματα του, πάμε για το Φάληρο θέλω μαριδούλα και θάλασσα.
Κλείσανε και φύγανε και στην παραλία συνέχισαν την κουβέντα τους του εξήγησε που διαφωνεί με τον Μπάμπη αλλά υποχωρεί γιατί η δουλειά του είναι μόνο η οργάνωση αυτό θέλει να αποδείξει στον πατέρα του και ο Χρόνης άρπαξε την ευκαιρία να ρωτήσει περισσότερες λεπτομέρειες για τα οικόπεδα. Ζήτησε να μάθει ποιος είναι ο μεσίτης αυτός γιατί ενδιαφερόταν και αυτός να μετακομίσει πιο κοντά στην αποθήκη για να ακούσει από τον Μάκη αυτά που του έλεγε ο κυρ Ανδρέας, Μακριά το σπίτι από την δουλειά. Και του πρότεινε να βρει ένα σπίτι στην Γλυφάδα να μένουν κοντά. Υποσχέθηκε να το σκεφτεί και το ίδιο βράδυ βρήκε τον Λυκούδη και του είπε την ιστορία με τα οικόπεδα και πως είναι ευκαιρία να επενδύσει εκεί τα χρήματα από το ηλεκτρικάδικο παρά να μένουν στην τράπεζα και να φθείρονται. Χωρίς να το πολυσκεφτεί ο κυρ Ανδρέας συμφώνησε και σε λίγες ημέρες ήταν δικά του τα οικόπεδα.

Μέρος Γ΄. Η καθιέρωση

 Μέρος Γ΄. Η καθιέρωση

Τα Χριστούγεννα του 1977 έφυγε για την Θεσσαλονίκη ο Μάκης να περάσει τις ημέρες των διακοπών με την οικογένεια του. Ο Χρόνης είχε μετακομίσει στην Γλυφάδα ενώ ο Μπάμπης αγωνιούσε πότε επιτέλους θα άρχιζε η λειτουργία του δικού του μαγαζιού, σε αυτό το χρονικό διάστημα ξόδευε χρήματα από το κεφάλαιο και του κακοφαινόταν. Είχαν συμφωνήσει με τον Μάκη να εκταμιεύουν ο καθένας από ένα ορισμένο ποσό ως μισθό κάθε μήνα και στο τέλος του χρόνου θα γινόταν εκκαθάριση να πάρει ο καθένας τα κέρδη του, η ίδια συμφωνία ήταν σε ισχύ και με τον Χρόνη. Οι πελάτες της SUPER TEAM στην Αθήνα και στην Επαρχία (Πελοπόννησο) είχαν προμηθευτεί σκεύη μαγειρικά «Μαργαρίτα» και τα ράφια στην αποθήκη είχαν ακόμα μεγάλες ποσότητες. Το προσωπικό της εταιρίας ήταν τρία άτομα δυο στην αποθήκη ό ένας οδηγός και η κοπέλα στο λογιστήριο επικουρούμενη από έναν επαγγελματία λογιστή που ερχότανε δυο φορές την εβδομάδα για να διευθύνει το λογιστήριο. Τις ημέρες που ο Μάκης έλειπε, οι ρυθμοί ήταν χαλαροί, κάνανε απογραφή αλλά δεν χρειάζονταν αφού ήταν στο ξεκίνημα, επέμενε όμως ο Μάκης να γίνει επειδή το απαιτούσε η οργάνωση της επιχείρησης. Αυτές τις ημέρες ερχότανε και ο κυρ Ανδρέας αφήνοντας το δικό του μαγαζί στον τελευταίο υπάλληλο που είχε, καμαρώνοντας για την πρόοδο του Χρόνη και συμβουλεύοντας τον.
-Έτσι που είναι η αποθήκη Χρόνη, είναι σαν παράρτημα της «Κώνος», αν κάποια στιγμή θελήσει ο Κώνος σε διαλύει.
-Τι πρέπει να κάνω;
-Να υπάρχει εδώ μέσα εμπόρευμα από μια άλλη βιομηχανία του ιδίου μεγέθους, τουλάχιστον το ένα τρίτο.
-Τι προτείνεις κυρ Ανδρέα;
-Στο Αιγάλεω είναι η «Φαιστός» με τα ποτήρια βρές την και όρμα.
-Δεν τους γνωρίζω, θα μου πουλήσουν;
-Σε λίγο καιρό θα αγοράσεις και την φίρμα τους, αρκεί να το πιστέψεις. Καλά είναι τα σκεύη και όταν θα σπάσουνε τα νούμερα στα μαγαζιά θα πουλάς συνέχεια, αλλά κάποια στιγμή θα σε κοντράρει ο Κώνος, πρέπει πάντα να έχεις εναλλακτική λύση, με είδος που πάλι θα σπάνε νούμερα και θα σε έχουν ανάγκη τα μαγαζιά, σε αυτήν την περίπτωση το κέρδος είναι περιορισμένο αλλά είναι συνεχές. Παράλληλα να βρίσκεις εκείνα τα αντικείμενα που θα πουλιούνται μια φορά και θα φέρουν το μεγάλο όφελος, αυτά πρέπει να είναι το άλλο τρίτο στην αποθήκη.
Μετά τα φώτα ήρθε ο Μάκης στην Αθήνα, πρώτη του δουλειά ήταν να συναντήσει τον Μπάμπη, για να τον ηρεμήσει. Για να αρχίσει η λειτουργία του Super market έπρεπε να γίνουν απαραίτητες μετατροπές στο οίκημα, αυτό ήταν σχεδιασμένο για έκθεση αυτοκινήτων, δεν είχε τις απαραίτητες ηλεκτρικές και υδραυλικές  υποδομές, αυτές απαιτούσαν να μπουν συνεργία, απαιτούσαν άδειες, αυτές οι διαδικασίες δεν γινόντουσαν χωρίς χρήματα, ξοδεύοντας ο Μάκης γκρίνιαζε ο Μπάμπης. Ενώ έπρεπε να φροντίζει να βρει τους προμηθευτές αυτός παρασυρόμενος από την γυναίκα του ήθελε να έχει λόγο ακόμα και για τα πιο ασήμαντα, από πού θα περάσουν τα καλώδια ή που θα τοποθετηθούν οι βρύσες, πόσο βαθύς θα είναι ο βόθρος των λυμάτων κάνοντας δύσκολη την ζωή των εργατών. Εκείνο που ενδιέφερε τον Μάκη περισσότερο ήταν να μην διαλυθεί η συνεργασία τους για δεκαπέντε χρόνια και έκανε υπομονή. Το μεγάλο στοίχημα ήταν αν θα μπορούσε το Πάσχα να λειτουργήσει και αυτό για την ώρα, ήταν το πρώτο του μέλημα.
Με την άλλη εταιρία δεν είχε πρόβλημα, η συνεργασία με τον Χρόνη εξελισσόταν ομαλά, είχε συμφωνήσει με τον πατέρα του να καθυστερήσει μέχρι το Πάσχα την διάθεση της «Μαργαρίτας» από τους δικούς του τσαντάκηδες και αυτός θα φρόντιζε να αναπληρώσει την κατανάλωση. Επαρχία ο Χρόνης εννοούσε την Πελοπόννησο, τώρα του παρουσιαζότανε η ευκαιρία να επεκταθεί περισσότερο. Πήρε ένα χάρτη και άρχισε να καταστρώνει τα δρομολόγια, έπρεπε να περνά σε τακτά διαστήματα, ενός ή δυο το πολύ μηνών, γιατί κυκλοφορούσαν και άλλοι τσαντάκηδες. Ξεκίνησε την πρώτη μέρα για Χαλκίδα, Θήβα, Λειβαδιά οι παραγγελίες πέρα από κάθε προσδοκία, η «Μαργαρίτα» διαφημιζόταν από το ράδιο και την τηλεόραση και την περίμεναν, συνέχισε το ίδιο ταξίδι μέχρι την Λαμία και γύρισε πίσω, φοβόταν πως δεν θα μπορούσε να καλύψει όλη την ζήτηση, είχε κατά νου πόσο στοκ υπήρχε στην αποθήκη. Στην αποθήκη ο Μάκης είχε στην μια πλευρά του γραφείου τους, κρεμασμένο έναν τεράστιο χάρτη της Αθήνας και πάνω του βελάκια πολύχρωμα με νούμερα. Αφού πήρε τις παραγγελίες από τον Χρόνη και φρόντισε να διεκπεραιωθούν, έστησε τον Χρόνη μπροστά στον χάρτη.
-Τι βλέπεις φίλε;
-Ένα χάρτη με βελάκια
-Έχει 148 βελάκια, όσοι ακριβώς και οι πελάτες μας και ακριβώς στις θέσεις που βρίσκονται.
-Λοιπόν; Απόρησε ο Χρόνης
-Λοιπόν, αυτός ο χάρτης βοηθά στην στον προγραμματισμό των παραγγελιών να μην πελαγοδρομεί το αυτοκίνητο, ταξινομούνται με την σειρά οι παραδόσεις.
-Ω! καλό αυτό!
-Το δεύτερο είναι πως, είναι πολλοί για να τους φέρνεις βόλτα εσύ, αν λογαριάσεις και της επαρχίας θα τρελαθείς.
-Δουλειά δεν θέλουμε, θα τρέξουμε αλλιώς θα χάσουμε το παιχνίδι.
-Ακριβώς, έχουμε περίπου 100 μέρες συνεταιρισμό, πρέπει να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα, πρέπει να προσλάβουμε προσωπικό.
-Μα έχουμε είδη τρία άτομα, αν βάλεις και τους εργάτες που ξεφορτώνουν σε κάθε παραλαβή είναι αρκετοί.
-Όχι Χρόνη, θα πάρουμε τέσσερεις τσαντάκηδες να δουλεύουν για μας και εσύ θα κρατάς το ξυλάκι να διευθύνεις τη ορχήστρα. Επί πλέον έναν αποκλειστικό δικό μας λογιστή που θα τον δανείζουμε και στην άλλη εταιρία μέχρι να πάρει και εκείνη δικό της, ακόμα δεν τον χρειάζεται.
-Και που θα τους βρούμε τους τσαντάκηδες, έχεις κάποιους υπ’όψιν σου;
-Έβαλα αγγελία στις εφημερίδες, θα αρχίσουν να έρχονται μόνοι τους, εσύ θα διαλέξεις ποιους νομίζεις κατάλληλους. Κοίταξε τώρα τον χάρτη, τον χώρισα σε τέσσερα μέρη, ο κάθε πωλητής θα πάρει και από ένα τομέα, στον οποίο θα υπάρχει μαγιά οι τωρινοί πελάτες.
-Σύμφωνοι, μα με ένα είδος θα βγάζουν μεροκάματο; Αναρωτήθηκε ο Χρόνης
-Να τρέξουν, να τρέξουν, Εσύ γιατί τρέχεις;
-Πρέπει να βρούμε κι άλλο είδος
-Αυτό εσύ το αποφασίζεις, το διαλέγεις, εγώ το οργανώνω, σύμφωνοι;
-Πάντα να συμφωνούμε τουλάχιστον για δεκαπέντε χρόνια.
-Κοίτα τώρα να απλώσεις όσο περισσότερο μπορείς την «Μαργαρίτα» αλλά μην περάσεις την Λάρισα.
-Γιατί;
-Εκεί έβαλε όριο ο πατέρας μου, και δεν συμφέρει να κοντράρουμε.
-Ακόμη, είπε με νόημα ο Χρόνης.

Την στιχομυθία αυτή μετέφερε στον Λυκούδη ο Χρόνης και εκείνος του υπενθύμισε τα περί μονοπωλιακών καταστάσεων.
-Πρέπει να βρεις κι άλλο είδος αμέσως, αν τώρα αφήνει να αιωρούνται απειλές, σκέψου τι θα κάνει αν πράγματι απειλείται.
-Ναι κυρ Ανδρέα ούτε εμένα μ’άρεσε, αύριο κι όλας πάω στη «Φαιστός» ξέρεις ποιος είναι αφεντικό εκεί μέσα;
-Ξέρω και είναι κατάλληλη εποχή, έχει χάσει χρήματα στον ιππόδρομο μπορείς να επωφεληθείς, ζήτα τον Λιαπάκη. Κάνε και λίγο τον θεατρόφιλο, του τα τρώνε οι θεατρίνες. Κάτσε να πάρω τηλέφωνο γνωρίζω και κάποιον εκεί μέσα να σε περάσει στα γρήγορα, μετά χαρτζιλίκωσε τον. Άνοιξε το μπλοκάκι με τα τηλέφωνα και σχημάτισε ένα αριθμό, μετά τα πρώτα τυπικά λόγια, του είπε «-Μιχάλη, θα σου στείλω αύριο έναν δικό μου, φρόντισε να δει τον Λιαπάκη και δεν θα χάσεις, να είσαι σίγουρος»
-Μα κυρ Ανδρέα πρέπει να λαδώσω; Δεν ξέρω πως;
-Με το μέτρο, όπως το λίπασμα, αν βάλεις πολύ θα κάψεις το φυτό, αν βάλεις λίγο αναπτύσσεται γρηγορότερα.
-Πόσα έχω να μάθω ακόμη; Σε ευχαριστώ κυρ Ανδρέα.
Την επομένη κι όλας ημέρα πήγε και βρήκε στο Αιγάλεω τον Λιαπάκη μέσω του Μιχάλη του οποίου ούτε καν ενδιαφέρθηκε να μάθει το επώνυμο, του φάνηκε πολύ γλοιώδης τύπος. Το γραφείο του Λιαπάκη βρισκόταν στον τρίτο όροφο. Ο ίδιος ήταν περίπου σαραντάρης με ένα χοντρό πούρο στο στόμα, εκείνη την ώρα πηγαινοερχότανε ανάμεσα στα γραφεία του ορόφου κρατώντας στο χέρι του ένα μεγάλο ντοσιέ, όταν συστήθηκε ο Χρόνης περάσανε μέσα στο γραφείο που βρώμαγε καπνό.
-Λοιπόν θέλετε να με δείτε; Άρχισε ο Λιαπάκης χωρίς να βγάλει το πούρο από το στόμα του,
-Ήρθα να προτείνω συνεργασία, χρειάζομαι εμπόρευμα από το εργοστάσιο σας
-Έχετε μαγαζί; Αφήστε την διεύθυνση σας και θα σας επισκεφτεί ο πωλητής μας.
-Δεν έχω μαγαζί, ούτε και μιλώ για μικρή δουλειά, είμαστε αποθήκη με δίκτυο πανελληνίας εμβέλειας. Θέλουμε να επενδύσουμε και στα ποτήρια, να συνεχίσω ή να σηκωθώ να φύγω; Έδειξε αποφασιστικότητα ο Χρόνης.
Ο Λιαπάκης έσβησε το πούρο και τον κοίταξε στα μάτια, -Πόσο καιρό είστε στην αγορά ποια είναι η φίρμα σας;
-Είμαστε η SUPER TEAM
-Α Α το παράρτημα του Κώνου στην Αθήνα
-Δεν είμαστε κανενός παράρτημα, αφού δεν ενδιαφέρεστε χαίρετε.
Σηκώθηκε να φύγει ο Λιαπάκης σηκώθηκε να τον ακολουθήσει αλλά το μετάνιωσε και ξαναπήρε το πούρο στο στόμα.

Ταπεινωμένος ο Χρόνης πήγε στην Αποθήκη, ο Μάκης έλειπε ήταν στο Super market στην Καλογρέζα. Η κοπέλα στο λογιστήριο τον ενημέρωσε πως αύριο θα είχε ραντεβού με τους υποψηφίους πωλητές που απήντησαν στην αγγελία. Κοίταζε τον χάρτη, βγήκε από το γραφείο και ξαναμπήκε πολλές φορές, μέχρι να περάσει η ώρα να έρθει ο Μάκης κάθε πρωί ήταν στην Καλογρέζα και το μεσημέρι στην Αχαρνών. Μόλις πέρασε στο κατώφλι ο Χρόνης του φώναξε,
-Άστα όλα κι έλα εδώ θέλω να σου πω, και γυρνώντας στη κοπέλα Εσύ μπορείς να σχολάσεις για σήμερα
-Έρχομαι αμέσως, τι έπαθες;
-Παίζεις άσχημο παιχνίδι πίσω από την πλάτη μου;
-Ηρέμησε Χρόνη και πες μου τι συμβαίνει;
-Έχουμε εταιρία εδώ, έχουμε συνεταιρισμό, αντιπροσωπία, αποθήκη ή σε τελική ανάλυση είμαι ο τσαντάκιας του πατέρα σου;
-Άσε τον πατέρα μου ήσυχο, αυτός είναι μια άλλη επιχείρηση,  εμείς μια άλλη που συνεργάζονται, που είναι το πρόβλημα;
-Αυτό νόμιζα και εγώ, αλλά άλλα ακούγονται στην πιάτσα, πως είμαι το παράρτημα του Κώνου στην Αθήνα και βλέποντας τα ράφια δεν σχηματίζω αντίθετη άποψη.
-Καλά εσύ δεν είπες πως θα βρεις κι άλλα αντικείμενα, εγώ τι φταίω; Ρε Χρόνη;
-Ακριβώς, σήμερα πήγα να κάνω παζάρια και συμφωνίες και με αντιμετώπισαν σαν παράρτημα του Κώνου.
-Πού πήγες;
-Στον Λιαπάκη, «Φαιστός» ποτήρια.
-Αυτός μωρέ είναι «αλογάκιας» και «ζαράκιας» βρήκε το εργοστάσιο από τον πατέρα του και του το τρώνε  οι θεατρίνες.
-Αυτό είναι δική του υπόθεση, εγώ πήγα και έφαγα τα μούτρα μου, προσβλήθηκα και ταπεινώθηκα, όταν με είπε παράρτημα του Κώνου, όταν με λέγανε παραγιό του Λυκούδη δεν με ένοιαζε, αλλά παράρτημα; Εγώ δεν είμαι ούτε θα γίνω παράρτημα κανενός.
-Χρόνη δεν πρέπει να μαλώσουμε και ούτε υπάρχει λόγος γι αυτό, να είσαι σίγουρος πως αν όχι αυτή την άλλη εβδομάδα θα έρθει εδώ ο Λιαπάκης αναζητώντας συνεργασία.
-Εσύ θα τον εξαναγκάσεις;
-Όχι, σε καμία περίπτωση, εγώ δεν ασχολούμαι με την πώληση μόνο με την οργάνωση, το έχουμε ξεκαθαρίσει αυτό. Το πάθος του και η ανάγκη για μετρητά θα τον φέρουν εδώ, κάνε υπομονή και σκέψου πως θα εκμεταλλευτούμε την περίπτωση. Άντε τώρα πάμε να φύγουμε.

Φύγανε χώρια για να ξανασμίξουνε το βράδυ στην Γλυφάδα. Στην Γλυφάδα έμενε ένας φίλος και παλιός συμφοιτητής του Μάκη, ο Μάριος με τον οποίο κάνανε συχνά παρέα, έμαθε να βγαίνει τα βράδια ο Χρόνης, τον ξεναγήσανε οι άλλοι στα μπαράκια και στις ντίσκο και ανακάλυψε πως υπάρχουν και άλλα ποτά εκτός του κρασιού και του ούζου, τα οποία και απολάμβανε σε κάθε ευκαιρία. Ο Μάριος γόνος πλούσιας οικογενείας με ξενοδοχεία στην Ύδρα και στον Πόρο, απλώς ροκάνιζε όσα του έστελναν. Ο πατέρας του προτιμούσε να βρίσκεται μακριά επειδή γιατί έτσι του στοίχιζε λιγότερα, ήταν μοναχοπαίδι και πολύ κακομαθημένος. Ήξερε, και τον γνώριζαν σχεδόν όλα τα κλαμπ και τα μπαρ  όχι μόνο της Γλυφάδας αλλά σχεδόν όλης της Αθήνας και του Πειραιά, καυχούτανε πως με ένα τηλεφώνημα εξασφάλιζε γυναικεία παρέα για όσα άτομα χρειαζότανε. Ανέμελος και ευχάριστος κατάλληλος για συντροφιά αλλά τελείως ακατάλληλος για δουλειά. Εκείνο το βράδυ σμίξανε οι τρείς και ο Μάριος ζήτησε να μάθει την αιτία που φαινόντουσαν ψυχραμένοι μεταξύ τους. Ενώ είχαν για κανόνα να μην μιλούν για δουλειές τα βράδια στις εξόδους, ο Μάκης είπε πως ο Λιαπάκης πρόσβαλε τον Χρόνη και νομίζει πως ήταν βαλτός. Γέλασε ο Μάριος πολύ δυνατά, «-Μην είσαι αφελής Χρόνη, το πολύ-πολύ την άλλη εβδομάδα θα είναι στο γραφείο σου να ζητά συγνώμη, τότε ξεβράκωσε τον» ο Χρόνης χαμογέλασε «Μπορώ;» «-Άκου και μένα».
Την επομένη μέρα για τον Χρόνη ήταν πολύ σημαντική, θα έκανε προσλήψεις για πρώτη φορά, είχε τελεία άγνοια του θέματος αλλά είχε τα θάρρη του στις σπουδές του Μάκη που αποδειχνόντουσαν πολύτιμες. Στο μεγάλο γραφείο περιμένανε επτά νέοι άνδρες και μια κοπέλα, στο δικό τους γραφείο με κλειστή την πόρτα συζητούσαν οι δύο συνεταίροι. Βλέποντας ο Χρόνης από την τζαμαρία να περιμένουν οι υποψήφιοι είπε στον Μάκη να αρχίσουν τις συνεντεύξεις, εκείνος αντείπε «άφησε τους, να περιμένουν για συνειδητοποιούν ποιος είναι το αφεντικό» μετά από είκοσι λεπτά αναμονής άνοιξαν την πόρτα και άρχισαν την επιλογή. Τα ερωτήματα αν έχουν μεταφορικό μέσο και αν γνωρίζουν την Αθήνα, αν ζητούν αποκλειστική απασχόληση ή έχουν παράλληλα και άλλα προϊόντα που πουλούν, αν είναι διατεθειμένοι να καταθέσουν εγγυητική επιστολή τραπέζης και άλλες που έκανε ο Μάκης εξέπληξαν τον Χρόνη, τελικά από τους επτά προκρίθηκαν οι δύο και τους ζητήθηκε να επικοινωνήσουν την άλλη εβδομάδα, στην νεαρά προτάθηκε αν θέλει να εργαστεί στην γραμματεία και την κράτησαν. Την επομένη ήρθαν κι άλλοι υποψήφιοι καθώς και την Τρίτη ημέρα, για να προκριθούν τελικά εξ άτομα, δύο για την επαρχία και τέσσερεις για το Λεκανοπέδιο. Ο Μάκης είπε πως πρέπει να φτιαχτεί ένα ακόμη χώρισμα που θα γίνει το γραφείο των πωλητών,  σε δυο μέρες ήταν έτοιμο και εκεί έγινε η ενημέρωση χωριστά των πωλητών της επαρχίας και χωριστά της Αθήνας. Ο Χρόνης είχε καταλάβει πλέον τι είδους συμπεριφορά απαιτούσε η περίσταση και όταν μαζεύτηκαν μιλούσε από θέση ισχύος. Τους άφησε να διαλέξουν αυτοί ποιο από τα τέσσερα μέρη που ήταν χωρισμένος ο χάρτης ήθελε να αναλάβει ο καθένας, για να διαπιστώσει εάν είχαν πνεύμα συνεργασίας και δεν έπεσε έξω, όλοι θέλανε το κέντρο. Επειδή δεν καταλήγανε αποφάσισε να γίνει κλήρωση και δύο φορές το χρόνο θα αλλάζουν οι τομείς με την φορά του ρολογιού, έτσι θα περνάνε όλοι από όλους τους πελάτες στο γύρισμα της διετίας. Έπαιρναν όλοι από ένα αριθμό πελατών και είχαν υποχρέωση τον πρώτο χρόνο, κάθε μήνα να προσθέτουν πέντε καινούργιους, είχαν και δέσμευση να μην πουλούν άλλα αντικείμενα εκτός από ότι διέθετε η εταιρία. Τώρα είναι η «Μαργαρίτα» η πολυδιαφημισμένη σειρά σκευών και θα ακολουθούσαν και άλλα. Στους πωλητές της επαρχίας μίλησε με άλλο πνεύμα, απαίτησε οπωσδήποτε εγγυητική τραπέζης, επειδή θα κάνανε εισπράξεις στο όνομα της εταιρίας και ήθελε να είναι εξασφαλισμένος πως θα έφερναν τα χρήματα.  Ό ένας ανέλαβε Πελοπόννησο Κρήτη και ο άλλος την υπόλοιπη Ελλάδα. Όταν ο Μάκης έμαθε τις λεπτομέρειες τον πένεσαι (Εσύ είσαι ταλέντο, έχει δίκιο ο πατέρας μου).
Ο Μάκης φρόντιζε ταυτόχρονα και την οργάνωση του super market έβαλε απάνω στην ταράτσα μια μεγάλη επιγραφή,  super market Νέα Εποχή και με μικρά γράμματα Γιαουρτάς-Κώνος, όταν το είδε ο Μπάμπης του κακοφάνηκε και ζήτησε εξηγήσεις γιατί το μέγεθος των ονομάτων ήταν  ασήμαντο μπρος την φίρμα, ο Μάκης μάταια προσπάθησε να του εξηγήσει πως η φίρμα χρειάζεται για να θυμάται εύκολα ο κόσμος το μαγαζί και εκείνος επέμενε το αντίθετο για να καταλήξουν στην απόφαση να γράφει η πινακίδα super market Γιαουρτάς, όπως Σκλαβενίτης και έγινε, αναρωτιόταν όμως γιατί τόση βιασύνη για την πινακίδα αφού ακόμα βρισκόντουσαν στην φάση του εξοπλισμού σε ράφια ψυγεία πάγκους και λοιπά. Υπομονετικά του εξήγησε ο Μάκης πως έτσι θα ερχόντουσαν οι τσαντάκηδες να προτείνουν τις συνεργασίες που είχαν ανάγκη και από αυτές τις συνεργασίες μπορεί να κέρδιζαν ψυγεία ή σταντ που χρειάζονταν για την έκθεση των προϊόντων ακόμα θα άρχιζε ο συναγωνισμός μεταξύ των προμηθευτών για την καλλίτερη διαφήμιση μέσα στο μαγαζί. Άκουγε ο Μπάμπης και καταλάβαινε λίγα περίμενε πότε θα έρθει η μέρα να κάνει εγκαίνια. Αγνοούσε ακόμα τι προσωπικό θα χρειαζότανε, νόμιζε πως με την γυναίκα του θα τα βόλευε.
Ένα απόγευμα ο Μάκης είπε του Μπάμπη να πάρει την Ευγενία και να πάνε όλοι μαζί στου Σκλαβενίτη και έγινε. Φθάνοντας στο χώρο σταθμεύσεως υπολογίσανε με το μάτι πάνω από 60 με 70 αυτοκίνητα, μπαίνοντας στο μαγαζί άφησαν την Ευγενία να ψωνίζει και περιηγηθήκαν σχολιάζοντας τον τρόπο που είναι εκτεθειμένα τα προϊόντα στα ράφια, το προσωπικό που απασχολούταν, οι συσκευασίες και οι προσφορές πως συσταινόντουσαν. Όταν τελείωσε τα ψώνια η Ευγενία και μπήκαν στο αμάξι για την επιστροφή, ο Μάκης άνοιξε την κουβέντα.
-Χρειαζόμαστε έναν άνθρωπο στα ψυγεία, έναν άνθρωπο στα ράφια, έναν άνθρωπο στην παραλαβή, έναν άνθρωπο στην αποθήκη, έναν άνθρωπο στο ταμείο συνολικά δέκα άτομα, για αρχή.
-Τι λές; Ψυγεία, ράφια, παραλαβή, αποθήκη είναι τέσσερα άτομα στο ταμείο θα κάτσει η Ευγενία, για να είμαστε σίγουροι.
-Αυτοί θα είναι η μία βάρδια, η άλλη δεν χρειάζονται άλλο τόσοι, έπειτα εσύ θα είσαι το αφεντικό δεν μπορείς να είσαι σε κανένα πόστο και ταυτόχρονα θα είσαι σε όλα. Ακόμα χρειαζόμαστε έναν λογιστή με βοηθό.
-Πολλοί είναι Μάκη.
-Μπάμπη αυτοί είναι οι λιγότεροι που μπορεί να ξεκινήσει η δουλειά, βάλε αγγελία και από όσους παρουσιαστούν επέλεξε εσύ για είσαι σίγουρος. Εγώ δεν θα ανακατευτώ σε αυτήν τη φάση, μετά θα τους οργανώσω. Αυτό είναι δική μου δουλειά, έχε μου εμπιστοσύνη όση σου έχω και γώ.
Με την κουβέντα έφτασαν στα Πετράλωνα στο σπίτι του Μπάμπη, ανέβηκαν για φαγητό να συνεχίσουν την συζήτηση. Εξήγησε ο Μάκης πως πρέπει να φερθεί στους υποψηφίους υπαλλήλους του, να μην είναι υπερόπτης αλλά ταυτόχρονα να τους δείξει από την πρώτη στιγμή ποιος είναι το αφεντικό. Να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός με τις γυναίκες υπαλλήλους αν προσλάβει γιατί ο κίνδυνος ελλοχεύει, εδώ επέμβει η γυναίκα του «-Αν θέλει να του βγάλω τα μάτια;» και άλλα πολλά που πρώτη φορά ο Μπάμπης δεν έφερνε αντιρρήσεις. Κάποια στιγμή που έπρεπε να φύγει προσφέρθηκε να τον πάει μέχρι το σπίτι του αλλά αρνήθηκε και έφυγε με ταξί. Ήταν ευχαριστημένος ο Μάκης που δρομολογούσε και αυτήν την εταιρία, όταν θα άρχιζε η δουλειά θα είχε χρόνο ελεύθερο για άλλα πράγματα τώρα πνιγότανε.

Στην SUPER TEAM ο Χρόνης είχε δρομολογήσει τους πωλητές του, ιεραρχούσε τις παραγγελίες και διεύθυνε την αποθήκη ικανοποιητικά ψάχνοντας και ρωτώντας που μπορεί να επενδύσει. Πέρασαν δυο εβδομάδες από τότε που πήγε στην «Φαιστός» και σχεδόν είχε ξεχάσει το επεισόδιο, όταν του είπαν από την γραμματεία πως ο Λιαπάκης ζητάει ραντεβού, στην αρχή δεν ήθελε να του απαντήσει αλλά μετάνιωσε και του έκλεισε ραντεβού σε δυο μέρες, έτσι όπως είχε μάθει από τον Μάκη, για να ξέρει ποίος είναι το αφεντικό.
Οι δυο μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα και ο Λιαπάκης φάνηκε στην αποθήκη της Αχαρνών, πέρασε στις τζαμαρίες και μόλις τον είδε ο Χρόνης σήκωσε το τηλέφωνο και έκανε πως μιλούσε, για να καταλάβει ξανά ποιος είναι το αφεντικό, θυμότανε την προτροπή του Μάριου να τον ξεβρακώσει και το είχε βάλει σκοπό. Μετά από δέκα λεπτά άνοιξε την πόρτα και του είπε να περάσει, εκείνος έκατσε στη καρέκλα απέναντι από το γραφείο και έκανε να ανάψει το πούρο του, ο Χρόνης τον πρόλαβε
-Ξέρετε εδώ δεν καπνίζουμε, κάνει κακό στα πνευμόνια μας
-Συγνώμη δεν ήξερα.
-Τι μπορώ να κάνω για σας;
-Ξέρετε πριν από λίγες ημέρες ήρθατε και αφήσαμε μια κουβέντα στην μέση, ήρθα να δούμε τι είδους συνεργασία μπορούμε να κάνουμε.
-Αφού θα μιλήσουμε για δουλειές πειράζει να αφήσουμε τα σας και τα μας και να μιλήσουμε απλά
-Δεν έχω αντίρρηση κύριε Χρόνη και μένα οι ευγένειες δεν μου πάνε.
-Άκου Λιαπάκη, υπάρχουν 500 χιλιάρικα ρευστό τα θέλεις;
-Βεβαίως
-Τι προσφέρεις;
-Έκπτωση στα ποτήρια μου ίσαμε 60%
-Δεν μου αρκεί.
-Μέχρι 70%
-Πάλι δεν μου αρκεί
-Καλά πλάκα μου κάνεις;
-Άκου Λιαπάκη τι θέλω, απαιτώ δικό μου καλούπι σε πέντε μεγέθη, νερού, κρασιού, ουίσκι, ούζου και ρακοπότητρο, μπορείς;
-Πέντε καλούπια αποκλειστικά πρέπει να το σκεφτώ.
-500 χιλιάρικα μετρητά με την παράδοση και άλλα τόσα μέχρι τέλος του χρόνου, πάλι μετρητά με την παράδοση. Με τόσα βρίσκω κι αλλού και ετοιμοπαράδοτα.
-Πρέπει να κάνω τσιγάρο.
-Άντε μια βόλτα στην αποθήκη κάνε τσιγάρο και έλα σε περιμένω.
Ο Λιαπάκης βγήκε από την τζαμαρία, κοίταξε τα ράφια με τα σκεύη και άναψε τσιγάρο, εκείνη την ώρα μπήκε το αυτοκίνητο που επέστρεφε από την διανομή και άρχισε να φορτώνει για τα πρακτορεία, φαντάστηκε πως μπορεί να γινότανε και τα ποτήρια του το ίδιο και έσβησε επί τόπου το τσιγάρο, πέρασε μέσα στη τζαμαρία πάλι.
-Εντάξει κύριε Χρόνη, σύμφωνοι
-Όχι ακόμα, να δώ το σχέδιο πρώτα, και να συμφωνήσουμε στις συσκευασίες.
-Σε δυο μέρες θα έχω έτοιμα δείγματα.
-Να τα φέρεις εδώ Λιαπάκη θα είναι και ο Μάκης εδώ.
-Θα τα φέρω αλλά χρειάζεται αρραβώνας.
-Αλλού αυτά, Μην ξεχνάς 500 με την παράδοση και άλλα τόσα μέσα στο χρόνο, δεν θα ξαναβρείς τόσα λεφτά. Άντε τώρα ώρα σου  καλή και σε περιμένω μεθαύριο με τα δείγματα, και κοίτα να έρθεις μεσημεράκι μετά τις δύο.
Όταν έφυγε ο Λιαπάκης ο Χρόνης μπήκε στο WC και κοιτάχτηκε στον καθρέπτη, «-Πως φέρθηκα έτσι προσβλητικά χωρίς προσπάθεια;» Μονολόγησε και έριξε νερό στο πρόσωπο του.

Το μεθαύριο ήρθε πολύ γρήγορα και ο Λιαπάκης το μεσημέρι βρισκόταν στην Αχαρνών με τα σχέδια πάνω στο γραφείο του Χρόνη, έβλεπε ο Χρόνης μια τα σχέδια και μια τον Μάκη που αμίλητος από το διπλανό γραφείο παρακολουθούσε.
-Κύριε Χρόνη, είναι μπομπέ αλλά θα μπορούσε να είναι και κοίλο αν θέλεις.
-Δεν θα το πάρει κανείς άλλο το καλούπι αυτό, αν θές να έχεις κατανάλωση από μας.
-Κανείς και άμα θέλετε κάνουμε και συμβόλαια
-Λιαπάκη, για μένα τα συμβόλαια είναι περιττά, έχω λόγο Εσύ έχεις;
-Με προσβάλεις, αλλά με βρίσκεις σε ανάγκη και δεν μιλώ
-Σε τι συσκευασία και πότε παραδίδεις;
-Οι κούτες θα έχουν 48 τεμάχια παράδοση σε δεκαπέντε μέρες από σήμερα.
-Η παράδοση εδώ με δικούς σου εργάτες, σύμφωνοι
-Είσαι σκληρός, έστω, με δικούς μου εργάτες, σύμφωνοι.
-Ωραία πάρε τώρα για αρραβώνα εκατό και αυτά επειδή επέμενε ο Μάκης και θα σε περιμένω σε δύο εβδομάδες.
Ευχαριστώντας τους συνεταίρους και πελάτες του από σήμερα αποχώρησε ο Λιαπάκης, ο Χρόνης γύρισε στον Μάκη
-Εσύ δεν μιλάς;
-Εσύ είσαι το αφεντικό, εγώ το οργανώνω δεν το έχουμε ξεκαθαρίσει αυτό;
-Ναι σωστά, Εσύ οργανώνεις αλλά είσαι και Εσύ το άλλο αφεντικό, συνεταίροι είμαστε.
-Με χωριστές αρμοδιότητες, και αν έχω κάτι να σου πω ή διαφωνώ μαζί σου δεν θα το πώ ποτέ μπροστά σε τρίτους, όπως και Εσύ όταν εγώ οργανώνω δεν μπορείς να με διορθώσεις μπροστά σε τρίτους. Με αυτόν τον τρόπο κρατάμε το κύρος της εταιρίας ψηλά.

Ο Μάκης αποδεικνυόταν όσο περνούσαν οι μέρες σε ένα νηφάλιο και ψύχραιμο επαγγελματία, χωρίς να παρασύρεται από συναισθηματισμούς και μεγαλομανίες. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν η επιτυχία της συνεργασίας και δευτερεύοντος το κέρδος που προέκυπτε από αυτή. Θεωρούσε όπως και ο πατέρας του, πρακτική εξάσκηση των όσων έμαθε στο πανεπιστήμιο του εξωτερικού, η προοπτική του ήταν οι επιχειρήσεις του πατέρα του και εκείνες πήγαιναν καλά. Χαιρόταν που είχε για συνεταίρους δυο διαφορετικές προσωπικότητες επειδή αυτό τον έκανε περισσότερο ευέλικτο. Έξω από την δουλειά όμως ήταν ο ανέμελος νέος που η ζωή του χαμογελούσε και τον καλούσε να την χαρεί, παρασύροντας και τον Χρόνη, γνώριζαν κορίτσια για εφήμερες περιπέτειες την διασκέδαζαν, άλλες φορές παρασυρόμενος από τον Μάριο. Ο Μπάμπης δεν ακολουθούσε ποτέ στις εξόδους της παρέας επειδή ήταν παντρεμένος και δεν ήθελε να αφήνει την γυναίκα του μονάχη.

Ο καιρός περνούσε το Super market οργανώνονταν, είχε προσληφθεί προσωπικό, οι πρώτες παραλαβές άρχισαν να έρχονται και σύμφωνα με το πρόγραμμα πριν το Πάσχα θα δεχότανε τους πρώτους πελάτες. Είχαν τυπωθεί και μοιραστεί διαφημιστικά φυλλάδια στις κοντινές γειτονιές. Το μόνο που καθυστερούσε ακόμα ήταν να περάσει το υγειονομικό, χρειάζονταν λάδωμα και δεν είχε βρει ακόμα τον τρόπο ο Μάκης αλλά έψαχνε, σε αυτό είχε ζητήσει και την βοήθεια του Μάριου.
Στην SUPER TEAM η αποθήκη είχε γεμίσει με ποτήρια και σκεύη, ο Χρόνης κατεύθυνε τις πωλήσεις με μεγάλη μαεστρία, αυτό που δεν υπολόγισε ήταν οι ζημιές στα ποτήρια. Ενώ τα σκεύη όντας μεταλλικά δεν έσπαγαν τα γυάλινα ποτήρια είχαν τακτικά απώλειες. Συνεπής προς τους πελάτες αντικαθιστούσε τα σπασμένα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Όταν το κουβέντιασε με τον Μάκη θαύμασε την προνοητικότητα του.
-Κοίτα Χρόνη, έχουμε ένα καλούπι δικό μας, πως το εξασφαλίζουμε; Με το λόγο τιμής του Λιαπάκη; Αυτός είναι ανεύθυνο άτομο. Έχουμε απώλειες υπολογίσιμες,  γι αυτόν δεν είναι απώλειες επειδή το σπασμένο το ξαναχύνει για μας είναι. Λίγα είναι τα κιβώτια που δεν έχουν τουλάχιστον ένα σπασμένο.
-Καλά μωρέ Μάκη αυτά τα ξέρω, τι κάνουμε;
-Όταν δίνεις στο μαγαζί την κούτα με τα 48 κομμάτια, του επιτρέπεις να τα πουλά ένα ένα, αφού ένα ένα τα βρίσκει στην συσκευασία, θα τα συσκευάζουμε και εμείς εξι έξι για να πουλάει εξάδες, η κάθε κούτα θα έχει 8 εξάδες, υποχρεωτικά θα αγοράζει 48 και υποχρεωτικά πάλι θα πουλά έξι και δεν θα έχει απώλειες αφού θα είναι συσκευασμένα έτσι.
-Ποιος θα τα συσκευάζει εμείς;
-Όχι ο Λιαπάκης, εμείς θα του προμηθεύσουμε την συσκευασία, αυτός θα έχει κέρδος την κόστος της δικής του συσκευασίας και πιστεύω δεν θα φέρει αντίρρηση κι ας χάσει από την φθορά που θα εξαλειφτεί.
-Καλό ακούγεται, αλλά που θα βρούμε αυτήν την συσκευασία;
-Θα βρούμε, θα ρωτήσουμε και θα μάθουμε, αν θές ρωτάω και τον πατέρα μου, εκεί που συσκευάζει τις χύτρες θα βοηθήσουν.
-Πάλι μωρέ ο πατέρας Σου, από αυτόν θα κρεμόμαστε συνέχεια;
-Δουλειά κάνουμε, πάρε τον Εσύ, θα ευχαριστηθεί, να ξέρεις σε υπολογίζει, λέει πως είσαι αετός.
-Και βέβαια είμαι, τι νόμιζε πως θα μείνω κότα.
Έβγαλε το μπλοκάκι και έβαλε το δάκτυλο στο καντράν του τηλεφώνου σχηματίζοντας τον αριθμό του Κώνου, μετά τυπικά του είπε τι τον ήθελε, και ο Ηλίας Κώνος γέλασε:
-Δεν μου λές δικής σου ιδέα ήταν ή του γιού μου
-Ήταν ιδέα της  SUPER TEAM αυτό σε απασχολεί; Ή, ότι θα σου έχουν υποχρέωση αυτοί που θα μας στείλεις;
-Εσύ έπρεπε να δουλεύεις για μένα, αλλά. . . έκοψε την φράση εκεί και του εξήγησε που θα βρει αυτό που ζητούσε και την επομένη το πρωί ο Χρόνης έφευγε για την Πάτρα, εκεί ήταν μια χαρτοβιομηχανία που βρήκε ακριβώς αυτό που έψαχνε, ανθρώπους να τον εξυπηρετήσουν. Παρήγγειλε τις συσκευασίες όπως τις ήθελε και επιπλέον θα υπήρχε τυπωμένη η φίρμα SUPER TEAM τόσο στις εξάδες όσο και στην κούτα. Το βράδυ γυρνώντας στην Αθήνα και αναφέροντας το γεγονός στον Μάκη, αντιμετώπισε την γκρίνια του, αλλά για λίγο, «-Δεν είπαμε πως η οργάνωση είναι τα δικά μου χωράφια, γιατί μπλέκεσαι με την διαφήμιση». Δεν ήταν επίπληξη, ήταν μια επισήμανση από πλευράς του Μάκη τελείως φιλική χωρίς καθόλου ίχνος εμπάθειας, ήθελε όμως να διαχωρίσει τα καθήκοντα επειδή γι αυτόν ήταν μέρος της εκπαιδεύσεως του. Με αυτό τον τρόπο η εταιρία τους αποκτούσε το πρώτο επώνυμο της προϊόν.
Όταν το Σεπτέμβριο του 1978 γινότανε η διεθνής έκθεση της Θεσσαλονίκης ο Χρόνης δεν είχε καμία όρεξη να πάει, είχε πολλά πράγματα να φροντίσει στην Αχαρνών, επέμενε όμως ο Μάκης και επέμενε επιτακτικά πως πρέπει να κάνουν βόλτα τουλάχιστον για ενημέρωση και υποχώρησε. Ο Μπάμπης δεν θα τους ακολουθούσε επειδή οι υποχρεώσεις στο Super market ήταν πολλές, ήθελε ό Μάριος να ταξιδέψει μαζί τους, τον δέχθηκαν με κρύα καρδιά, αυτός είχε στο νου του μόνο την διασκέδαση και η εποχή ήταν κατάλληλη. Αυτήν την φορά δεν χρειάστηκε να ψάξει για ξενοδοχείο ο Χρόνης Φιλοξενήθηκε στο πατρικό του συνεταίρου του. Είχε την ευκαιρία να γνωριστεί καλλίτερα με τον Ηλία Κώνο και εκείνος να εκτιμήσει τις ικανότητες του. συμφώνησαν η «Μαργαρίτα» να διατίθεται αποκλειστικά από την SUPER TEAM και να υπάρχει και αυτοκόλλητη μεγάλη ετικέτα στην συσκευασία της, σε αντάλλαγμα θα προωθούσε στην αγορά έναν καθορισμένο ελάχιστο τζίρο τον χρόνο. Ο Ηλίας Κώνος όταν έκανε την συμφωνία αυτή κατέληξε με την εξής προτροπή προς τον Χρόνη
-Εγώ σου δίνω το χέρι και έχω μπέσα επειδή αφορά τον γιό μου η υπόθεση, μην δεχθείς από κανέναν άλλο συμφωνία με το λόγο τιμής, στο εμπόρια δεν υπάρχει μπέσα, αυτό μην το ξεχνάς ποτέ, να κάνεις πάντα κοντράτα. (συμβόλαια).
Γυρίσανε την έκθεση με τον Μάκη πολλές φορές και εντοπίσανε τρείς μικρές επιχειρήσεις με ενδιαφέρον. Ήταν μικρές βιοτεχνίες, η μια παρήγαγε σεσουάρ, η δεύτερη ηλεκτρικά σίδερα και τοστιέρες, (νέο είδος τότε)  και η τρίτη βαλίτζες, κοινό χαρακτηριστικό η έδρα τους, ήταν στην Αθήνα. Δώσανε στοιχεία και θα περίμεναν στην Αχαρνών για κλείσουν συμφωνίες. Μέχρι τα Χριστούγεννα εκείνου του χρόνου κυκλοφορούσαν στην αγορά σεσουάρ τοστιέρες και σίδερα ηλεκτρικά με την φίρμα, SUPER TEAM. Με συμβόλαια και ποινικές ρήτρες υπήρχε συμφωνημένη  παραγωγή και απαγόρευση να διαθέτουν αυτά τα προϊόντα στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών. Με αυτά τα δεδομένα ισχυροποιούταν η θέση της εταιρίας στην πιάτσα.
Με τις βαλίτζες δεν επετεύχθη συμφωνία, αλλά άρχισαν να προστρέχουν στην εταιρία μικροί παραγωγοί προτείνοντας συνεργασία. Ο Χρόνης είχε έμφυτο ταλέντο και ό,τι είχε επιλέξει μέχρι στιγμής, πουλιόταν και κέρδιζαν όλοι, μέχρι που έγινε η δουλειά με τα πιάτα, ήταν η πρώτη αναποδιά. Μια πολύ μεγάλη παρτίδα πιάτων έσκαγε μόλις βρεχόταν. Τα παράπονα από τους πελάτες ήταν πολλά. Υποχρεώθηκε η SUPER TEAM να τα πάρει όλα πίσω για να μην χαλάσει την φήμη της ως η συνεπέστερη νέα εταιρία και να τα στοιβάξει σε μια γωνιά στην αποθήκη.
Ο Λυκούδης έβλεπε την πρόοδο και χαιρότανε, ήταν η τελευταία χρονιά πριν πάρει σύνταξη και δεν είχε αποφασίσει τι είδους λύση να δώσει στο γιαλάδικο του. Ο Χρόνης του πρότεινε να το αγοράσει αυτός και αρνήθηκε, λέγοντας πως είναι κρίμα να δεσμεύσει χρήματα εκεί που δεν θα μπορούσε να κουμαντάρει και στο τέλος θα είχε χασούρα.
Φιλάνθρωπος ο Λυκούδης έχοντας λύσει το οικονομικό του πρόβλημα, πούλησε το μαγαζί στον υπάλληλο του παρουσία και του Χρόνη ζητώντας 50 χιλιάδες δραχμές σε γραμμάτια για δέκα χρόνια. Ελεύθερος τώρα θα μπορούσε, αν δεν είχε αντίρρηση ο Μάκης να τριγυρνά στην αποθήκη της Αχαρνών, και δεν βρήκε καμία αντίδραση.
Όποτε βρισκόταν στην αποθήκη στεκότανε μπροστά στα πιάτα, τα έβλεπε σωρό και λυπόταν. Τον έβλεπε και Χρόνης και λυπόταν τον Λυκούδη που λυπόταν τα πιάτα.
-Ε κυρ Ανδρέα, δεν έχουν μόνο κέρδος οι δουλειές, έχουν και ζημιές
-Όχι Χρόνη, και αυτό κεφάλαιο είναι που θα αξιοποιηθεί στην κατάλληλη ευκαιρία, γυαλί, μαλλί, σίδερο, δεν χαλάνε το ξέχασες;
-Όχι δεν το ξέχασα, αλλά τι να κάνω;
-Θα βοηθήσω, θέλεις ή όχι;
-Ασφαλώς και θέλω, τι να κάνω; Ξαναρώτησε ο Χρόνης.
-Θα πάω να βρώ τον Λιούτα στον Υμηττό.
-Ποιος είναι αυτός;
-Καροτσάκιας, μαμά καροτσάκιας.
-Μα κυρ Ανδρέα στα καροτσάκια θα πέσουμε, θα χάσουμε την υπόληψη μας.
-Το εμπόριο δεν έχει υπόληψη παιδί μου έχει μόνο κέρδος, άφησε το σε μένα το θέμα και πούσαι χωρίς προμήθεια.
Βρήκε τον Λιούτα στον Υμηττό και συμφώνησε να πάρει όλο το στοκ των πιάτων και να το διαθέσει στα πανηγύρια του καλοκαιριού, ο Λιούτας είχε ολόκληρο στρατό με καροτσάκια, τριάντα συνολικά, τα φόρτωνε και ότι πουλάγανε πληρώνανε οι καροτσάκιδες, έψαχνε τέτοιου είδους εμπορεύματα και η συμφωνία έκλεισε. Ήρθε στην Αχαρνών φόρτωσε τα πιάτα ελευθερώθηκε η γωνιά και ανάσανε ο Λυκούδης. Ο Μάκης βλέποντας την κίνηση αυτή αισθάνθηκε μεγάλη ευγνωμοσύνη στο πρόσωπο του και του πρότεινε να έχει μόνιμο θέση μέσα στην αποθήκη απλά για παρατηρεί και να προτείνει ότι νομίζει.
Είχε βάλει στόχο ο Μάκης την επόμενη έκθεση να έχει και η SUPER TEAM δικό της περίπτερο. Όλα ήταν ευοίωνα, η συνεργασία άριστη και οι προοπτικές πολλές. Ο Χρόνης διαφωνούσε λέγοντας πως τίποτα από όσα πουλάγανε δεν ήταν δικό τους, άρα ήταν ατιμία να προβάλλονται είς βάρος των κατασκευαστών τους και ο Μάκης του εξηγούσε πως το αφεντικό είναι αυτός που φαίνετε πάντα, σαν τον στρατηγό στην μάχη, αυτός παίρνει το παράσημο άσχετα αν οι φαντάροι σκοτώνονται. Τον έπεισε λέγοντας, πως προσδοκά από αυτήν την κίνηση να διπλασιαστεί ο τζίρος τους και έτσι άρχισε να οργανώνει την έκθεση της επόμενης περιόδου.
Στην έκθεση του 1979 πλάι στο περίπτερο της «Κώνος» υπήρχε το περίπτερο της SUPER TEAM, εκεί εκτίθεντο τα προϊόντα που εμπορευόντουσαν. Από τις πολλές γνωριμίες που έκανε ο Μάκης, μια του κέντρισε το ενδιαφέρον, ένας Ιταλός του πρότεινε συνεργασία με μικροηλεκτρονικές και ηλεκτρικές συσκευές που παρήγαγε. Είχε την έδρα του στο Μιλάνο, η έκθεση του Μιλάνου γινόταν τον Νοέμβριο. Όταν το συζήτησε με τον Χρόνη, αντιμετώπισε δυσπιστία:
-Αν είναι σαν και μας τι κάνουμε;
-Τίποτα κάνουμε ένα ταξίδι για ολιγοήμερες διακοπές και γυρνάμε.
Πήγανε τελικά και τους ξενάγησαν σε ένα εργοστάσιο, είδαν πως γίνεται η παραγωγή των συσκευών και κλείσανε συμφωνίες και λανσάρανε τις πρώτες ηλεκτρονικές αριθμομηχανές που εκτελούσαν τέσσερες πράξεις μόνο, αλλά ήταν πρωτόγνωρο είδος στην Ελλάδα, λανσάρανε τα τηλέφωνα με το ηλεκτρονικό καντράν, δεν χρειάζονταν πλέον να γυρνάς με το δάκτυλο το νούμερα απλά πατούσες πλήκτρα, ακόμα ρολόγια χωρίς δείκτες ψηφιακά και μια ολόκληρη σειρά από τέτοια είδη. Απόκτησε την φήμη της πρωτοποριακής η Εταιρία SUPER TEAM και εδραιωνόταν.
Παράλληλα και η άλλη εταιρία του Μάκη με τον Μπάμπη πρόκοβε, αλλά σε τελείως διαφορετικό στιλ και ρυθμό. Κάθε βράδυ ο Μπάμπης έκανε ταμείο και χαιρότανε με τόσα μετρητά που είχε στο χέρι του και το άλλο πρωί τα ακουμπούσε στην τράπεζα να καλύψει τις υποχρεώσεις του. Κουραζότανε σωματικά αφού δεν ήθελε να κάνει βάρδια, δεν εμπιστευότανε κανέναν εκτός τη γυναίκα του, η Ευγενία δούλευε την πρωινή βάρδια και ερχότανε το απόγευμα για να αποτελειώσει και την βραδινή. Όταν μεγάλωσαν οι απαιτήσεις και χρειάστηκε και δεύτερο ταμείο, μελαγχόλησε ο Μπάμπης, σκεπτόταν ποια θα έβαζε στο ταμείο. Μάταια του εξηγούσε ο Μάκης πως η ταμιακή μηχανή είναι και τρόπος ελέγχου του χρήστη της, εκείνος δεν το κατανοούσε και έμενε με ένα ταμείο, και όποτε χρειάζονταν καθόταν αυτός στο δεύτερο ταμείο.

Τα Χριστούγεννα του 1982 βρήκε τις δύο εταιρίες σε ακμή και τον Ηλία Κώνο να απαιτεί να έρθουν οι συνέταιροι στην Θεσσαλονίκη να γιορτάσουν μαζί την πρώτη φάση της αποδέσμευσης τους. Ο Μπάμπης δεν υπέκυψε στην πίεση του και έμεινε στο μαγαζί να μαζέψει τα μετρητά των εορτών, αντιθέτως ο Μάκης πήγε ευχαρίστως, είχε μάθει να ταξιδεύει συχνά σε όλη την Ελλάδα να βλέπει τους πελάτες της εταιρίας τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο, για να διατηρείτε η σχέση ζωντανή, αλλά και στο εξωτερικό με παρέα τον Μάκη επειδή δεν ήξερε ξένες γλώσσες, αλλά προσπαθούσε και είχε μάθει τις χρησιμότερες λέξεις για τις συνεργασίες. Παραμονές των εορτών αρχίζοντας η απογραφή, φύγανε για την Θεσσαλονίκη παίρνοντας και τον Λυκούδη μαζί τους. Χάρηκε και ο Κώνος βλέποντας να αποδίδει το ρίσκο που είχε πάρει. Από αυτήν την στιγμή θα άρχιζαν οι νέοι επιχειρηματίες να είναι πιο υπεύθυνοι, αφού θα ρισκάρανε πλέον δικά τους κεφάλαια. Η δουλειά έπεφτε κυρίως στους ώμους του Χρόνη, αφού από τώρα, κάθε χρόνος που θα περνούσε θα ανέβαινε το ποσοστό του και θα φαινόταν η εντιμότητα του Μάκη, αν μπορούσε να αντέξει σε μια εταιρία που ανεξάρτητα από την πορεία της θα έπρεπε να την παραδώσει στον Χρόνη.