Λαϊκό τραγούδι εμπνευσμένο από τον χαμό που έγινε
στο χωριό Τσίβλικ της της Σελεύκειας στην Μικρά Ασία στα 1922, γράφτηκε στα
1995 και τραγουδιέται στον ρυθμό του Ερωτόκριτου.
Το φονικό του μύλου
Πέρασαν χρόνια αρκετά από την μέρα εκείνη
πού όλοι μας ευχόμαστε ποτέ μην ξαναγίνει.
Τσίβλικ έλεγαν το χωριό που γράφει η ιστορία
και οι κάτοικοι του έζησαν μεγάλη τραγωδία.
πού όλοι μας ευχόμαστε ποτέ μην ξαναγίνει.
Τσίβλικ έλεγαν το χωριό που γράφει η ιστορία
και οι κάτοικοι του έζησαν μεγάλη τραγωδία.
Τσίβλικ λέγανε το χωριό κοντά στη Σελευκεία
την ξακουστή μητρόπολη πέρα στη Μικρά Ασία.
Ρωμιοί και Τούρκοι αρμονικά ζούσαν στον ίδιο τόπο
δουλειές εκάμανε μαζί πού αξίζανε τον κόπο.
Ήταν μύλος κει παλιός με το νερό γυρνούσε
την ξακουστή μητρόπολη πέρα στη Μικρά Ασία.
Ρωμιοί και Τούρκοι αρμονικά ζούσαν στον ίδιο τόπο
δουλειές εκάμανε μαζί πού αξίζανε τον κόπο.
Ήταν μύλος κει παλιός με το νερό γυρνούσε
κι ο μυλωνάς του μερακλής συνέχεια τραγουδούσε.
Στον μύλο κείνο το παλιό και πλάι στο ποτάμι
Στον μύλο κείνο το παλιό και πλάι στο ποτάμι
εγίνηκε το μακελειό π’ ανθρώπου νους δεν βάνει.
Σε τούτο το νερόμυλο πού να’ ταν μαύρη η ώρα
έγινε τούτο το κακό πού θα σας πούμε τώρα.
Τροχάδην εκείνο το πρωί πήγαν οι νιοι αντάμα
δεν ξέραν πως θα ζήσουνε τόσο μεγάλο δράμα.
Καρτέρι τους εστήσανε οι άτακτοι οι Τούρκοι
ποτέ ας μη ξημέρωνε Θεέ μου η μέρα ετούτη.
Δίχως να χάσουνε καιρό χωρίς ν’ αργοπορούνε
κεφάλια κόβουνε σωρό στο αίμα κολυμπούνε.
Σαν τα τραγιά τους σφάξανε χωρίς να λυπηθούνε
μετά γελώντας φύγανε τα νέα διαλαλούνε.
Οι άλλοι κάτω στο χωριό ζούσαν με αγωνία
και ο πόλεμος μαινότανε με μίσος και μανία.
Το τελευταίο στήριγμα ήταν οι νέοι εκείνοι
αφού κανείς εις το χωριό άνδρας δεν είχε μείνει.
Ήταν όλοι τους μακριά σ’ ανατολή και δύση
γιατί ο Τούρκικος στρατός τους είχε εξορίσει.
Το μεσημέρι έφτασε, κι ακόμα να φανούνε
και τότε αρχίσαν σοβαρά πολύ ν’ ανησυχούνε.
Και βγάλανε απόφαση, να πάνε και να δούνε
ποιος είναι ο λόγος άραγε πού οι νεαροί αργούνε.
Τρέχει αμέσως ο παππούς, Νικόλα τον ελέγαν
κι από τον μεγάλο του καημό τα μάτια δεν στερεύαν.
Πρώτος είδε το κακό, στον μύλο πούχε γίνει
ποτέ δεν ξαναμίλησε από την ώρα εκείνη.
Νεκρούς ο μύλος γέμισε, ο τόπος δεν τους βάνει
κόκκινο απ’ αίμα βάφτηκε, το διπλανό ποτάμι.
Φτερά στα πόδια έβγαλε, να πάει στο χωριό τους
μαύρο χαμπάρι για να πει, πως σφάξανε τους
ανθρώπους.
Στην εκκλησιά κλειστήκανε, πού ήταν του Αϊ
Γεωργίου
και έκτοτε σηκώσανε Σταυρό του μαρτυρίου.
Εις το καράβι μπήκανε, με ζόρι μάνι-μάνι
στα πέλαγα γυρίζανε, και ψάχνανε λιμάνι.
Κόντρα τους βρήκε καιρός και η θάλασσα ν’ αφρίζει
δεν ήταν όμως μπορετό να βρούνε άλλη λύση.
Στην προσευχή κατέφυγαν, έκαμαν τον Σταυρό τους
ελπίζοντας εις τον Θεό, να βρούνε το καλό τους.
Πέρασαν μέρη αρκετά, λιμάνι δεν εβρήκαν
ώσπου στην Κεφαλλονιά μία μέρα κατεβήκαν.
Εκεί δεν έκατσαν πολύ δεν μπόρεσαν να ζήσουν
τόπο
καλλίτερο γι’ αυτούς έπρεπε ν’ αναζητήσουν.
Με περιπέτειες πολλές, μετά από πέντε χρόνια
στην Κρήτη καταστάλαξαν, να μένουνε αιώνια.
περισσότερα για το χωριό που Πανηγυρίζει αυτές τις ημέρες θα βρείτε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου