Είναι πολλά εκείνα τα προνόμια που χάσανε οι γυναίκες, από την εποχή
που άρχισε το μεγάλο διεθνές κίνημα του φεμινισμού. Εδώ τουλάχιστον
στην Ελλάδα, άσχετα αν φαινόταν ή όχι επικρατούσε η μητριαρχία. Η
γυναίκα είχε το ρόλο της νοικοΚΥΡΑΣ, και διαφέντευε το σπίτι όπως
εκείνη νόμιζε, και ο άνδρας υποδυόταν το αφεντικό.
Σήμερα δεν είναι λίγες εκείνες που αναγνωρίζουν πως το κίνημα αυτό
απέβη εις βάρος τους, και αυτές που επιμένουν το κάνουν κυρίως διότι
δεν μπορούν να νικήσουν τον εγωισμό τους και να παραδεχτούν πως
ισότητα όπως την εννοούν δεν είναι ποτέ να υπάρξει. Επειδή άνδρας και
γυναίκα είναι ίσοι μεν διαφορετικοί δε.
Μια τέτοια γυναίκα είναι και η Ελένη της ιστορίας μας, από τις καλές
μαθήτριες, του εξαταξίου τότε γυμνασίου, έγραψε στις Πανελλαδικές και
πέρασε με υψηλή βαθμολογία, αλλά δεν πήγε ποτέ στο πανεπιστήμιο. Ο
λόγος ήταν η φτώχια και η ανέχεια. Η μάνα της χήρα, μοδίστρα στο
Κουκάκι, την μεγάλωσε με πολλές στερήσεις. Δεν της χάλασε το χατίρι να
πάρει μέρος στις εξετάσεις, ελπίζοντας να απορριφτεί και να κοπούν οι
φιλοδοξίες της. Όταν όμως πέρασε το ξέκοψε μαχαίρι «είσαι κορίτσι, δεν
χρειάζονται σπουδές, ένας γάμος, σου πρέπει να κάνεις οικογένεια,
άλλωστε δεν υπάρχουν χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες».
Η Ελένη το δέχθηκε μοιρολατρικά, δεν υπήρχαν περιθώρια να αλλάξει
γνώμη η μάννα της. Εκείνη την εποχή κουμάντο στο σπίτι κάνανε ακόμα οι
γονείς, σήμερα. . . . .
Επιασε δουλειά σε ένα εμπορικό στην γειτονιά πωλήτρια, μέχρι να βρεθεί
ο γαμπρός, και σε λίγο καιρό άλλαξε και εργαζότανε σε βιοτεχνία
πλεκτών στην Νέα Φιλαδέλφεια. Έπαιρνε το λεωφορείο μέχρι το κέντρο,
και από εκεί το τρένο μέχρι το εργοστάσιο.
Κάθε πρωί στο ίδιο λεωφορείο ανέβαινε και ο Σταύρος, ένα παλικάρι από
κάποιο νησί, από εκείνα τα παλικάρια που ερχόντουσαν στην Αθήνα, για
να φτιάξουν την ζωή τους. Δούλευε στις οικοδομές, έχοντας αφήσει πίσω
τους γονείς του. Κάποιες κλεφτές ματιές στην αρχή και τα ραβασάκια που
ακολούθησαν, έφεραν κοντά τους δυο νέους, και σε λίγο καιρό αποφάσισαν
πως ταιριάζουν και θα πρέπει να παντρευτούν να κάνουν οικογένεια. Τον
παρουσίασε η Ελένη στην μάνα της, εκείνη είχε αντίρρηση, «δεν τον
ξέρουμε, δεν ξέρουμε από πού κρατά η σκούφια του, μήπως είναι
κουμουνιστής;»
Αυτές ήταν οι αντιρρήσεις της μάνας της, και η αιτία για την πρώτη
επανάσταση της Ελένης. «Επιτέλους εγώ παντρεύομαι εγώ αποφασίζω». Έτσι
και έγινε, πήγανε στο νησί γνωρίσανε τους γονείς του που πολύ πρόθυμα
δώσανε τη ευχή τους. Ο πατέρας του Σταύρου ήταν άρρωστος και ήθελε να
δει εγγόνια πριν πεθάνει. Ο γάμος δεν άργησε να γίνει στο νησί.
Αμέσως μετά ο πατέρας είπε πως τώρα θα πρέπει να εγκατασταθούν στο
νησί και να φροντίζει τα κτήματα ο Σταύρος. Αυτός δεν είχε αντίρρηση
αλλά η Ελένη δεν ήταν διατεθειμένη να αφήσει στην Αθήνα την μάνα της
μονάχη. Πείσμωσε και επέμενε τόσο που ο Σταύρος υποτάχτηκε.
Το νέο τους σπιτικό το στήσανε στην Νέα Φιλαδέλφεια, να είναι μακριά
από την μάνα της, που ήθελε να κάνει κουμάντο, και κοντά στην δουλειά
της. Ο Σταύρος δεν είχε σταθερή εργασία. Οι οικοδομές ήταν παντού στην
Αθήνα, άρα όπου και να μένανε το ίδιο έκανε. Στην αρχή του εγγάμου
βίου ο Σταύρος ζήτησε από την Ελένη να σταματήσει την δουλειά και να
αρκεστεί στο νοικοκυριό, εκείνη όμως είχε αντιρρήσεις, διάβαζε και στα
περιοδικά για το φεμινιστικό κίνημα και έπαιρνε θάρρος. Έλεγε πως ενώ
αυτή έχει κάθε μέρα δουλειά, ο άντρας της, έχανε μεροκάματα. Ο
Σταύρος, όταν δεν είχε εξασφαλίσει το μεροκάματο βρισκόταν στο
καφενείο περιμένοντας ποιος θα τον προσλάβει. Ανένταχτος δεν ήθελε να
υπαχθεί σε κανένα εργολάβο, ο τρόπος αυτός θα του εξασφάλιζε συνέχεια
δουλειά αλλά με μικρότερο μεροκάματο, αυτός το θεωρούσε κοροϊδία και
άρχισε να χάνει μεροκάματα. Δεν τον ένοιαζε και πολύ όμως γιατί η
γυναίκα του δούλευε και κατάφερνε να ανταπεξέρχεται σε όλες τις
υποχρεώσεις τους, νοίκι δόσεις κλπ.
Τέσσερα κορίτσια έκανε η Ελένη, Χαρά, Σοφία, Ελπίδα και Ειρήνη τα
ονόματα τους, χωρίς να σταματήσει την δουλειά της, ήρθε η μάνα της στη
γειτονιά και βοηθούσε όσο μπορούσε. Συνεισέφερε και οικονομικά, γιατί
τα έξοδα είχαν πολλαπλασιαστεί. Οι γονείς του Σταύρου στέλνανε από το
χωριό στο νησί το λάδι της χρονιάς. Έξι στόματα για τραφούν και να
ντυθούν είναι δαπάνη υπολογίσιμη, άρχισαν να στερούνται, ο Σταύρος
όμως απαθής εξακολουθούσε να χάνει μεροκάματα, και την ώρα που
καθόταν στο καφενείο έπαιζε χαρτιά. Φυσικό επόμενο ήταν να αρχίσει η
γκρίνια, η οποία κατοικεί πάντα όπου υπάρχει φτώχια.
Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση στο ζευγάρι έγινε όταν πέθανε ο πατέρας του
Σταύρου, και δεν υπήρχαν τα λεφτά για να πάνε στο νησί όλοι τους. με
το ζόρι και με δανικά πήγε μόνο ο Σταύρος. Όταν επέστρεψε ήταν άλλος
άνθρωπος. Σκεπτικός και λιγομίλητος λες και κάτι τον βασάνιζε. Η Ελένη
τον ρωτούσε πολλές φορές, αλλά εκείνος δεν αποκρινότανε. Ένα μήνα
συνέχεια δεν είχε χάσει ούτε ένα μεροκάματο. Το βράδυ ερχότανε νωρίς
στο και έπαιζε με τα παιδάκια του, το μεγαλύτερο ήταν οκτώ χρόνων, το
μικρότερο τριών.
Ένα βράδυ που ήταν και η πεθερά του στο σπίτι, ανακοίνωσε την απόφαση
του, θα μετακομίσουν στο νησί. Κεραυνοβολήθηκαν οι δύο γυναίκες. Ήταν
τελείως απροετοίμαστες να ακούσουν κάτι τέτοιο. Δεν είχαν ιδέα τι
είναι η ζωή στο χωριό. Εκείνος όμως είχε επιχειρήματα, δεν θα
πληρώνανε νοίκια, δεν θα δούλευε στο εργοστάσιο η Ελένη μα θα ήταν
αφεντικό, εκείνος θα έκανε οικοδομικές εργασίες στο χωριό αλλά και
στην Χώρα και σε όλο το νησί, θα είχαν τα γεωργικά προϊόντα δικά τους
φρέσκα αβγά και γάλα για τα παιδιά και άλλα πολλά που μόνο η ύπαιθρος
μπορεί να δώσει.
Η Ελένη αντίδρασε έντονα, «εδώ βολευτήκαμε, γιατί να μπούμε σε
περιπέτειες;» ο Σταύρος την έκοψε αμέσως «εγώ είμαι ο άνδρας και εγώ
αποφασίζω, αν θέλεις κάτσε με την μάνα σου κα εγώ πάω στην δική μου».
Ούτε κλάματα ούτε απειλές του αλλάξανε γνώμη, έδωσε διορία μέχρι την
Κυριακή να συμφωνήσουν ή αλλιώς θα έφευγε μόνος του, ήταν Παρασκευή
και σε δυο μέρες έφυγε για το νησί του.
Όταν στο χωριό τον ρωτούσαν που είναι η οικογένεια, έλεγε πως ήρθε
πρώτος να ετοιμάσει το έδαφος για την εγκατάσταση. Απόλυτα σίγουρος
πως θα ερχόντουσαν, είχε τα θάρρη του στην Ελένη, που δεν θα ήθελε να
μεγαλώσουν τα κορίτσια χωρίς πατέρα. Βρήκε τους παλιούς του γνώριμους,
αναζήτησε δουλειά και εντάχθηκε σε μια ομάδα που αναλαμβάνανε κάθε
είδους οικοδομικές δουλειές και μερεμέτια.
Η Ελένη συνέχισε την δουλειά της, μάζεψε και την μάνα της στο ίδιο
σπίτι, να γλυτώνουν ένα ενοίκιο και άρχισε να εξασκεί και την
μοδιστρική τέχνη. Από το πρωί μέχρι αργά την νύχτα κοπίαζε υπερβολικά,
τα δύο πρώτα παιδιά πηγαίνανε στο σχολείο. Η μάνα της γκρίνιαζε
συνεχώς, για το ακαμάτη γαμπρό, τα παιδιά ζητούσαν συνεχώς τον πατέρα
τους. Δεν άντεξε πολύ καιρό και πήρε την απόφαση, να φύγουν όλοι για
το χωριό.
Όλο το βάρος της μετακόμισης έπεσε στους ώμους της Ελένης. Κατάφερε να
εξασφαλίσει ένα δάνειο από την Εθνική τράπεζα που είχε και στο νησί
υποκατάστημα για να πληρώνει τις δόσεις.
Μετά τις αργίες του Πάσχα, έφτασε στο νησί η Ελένη με τα παιδιά και
την μάνα της, για να εγκατασταθούν στο χωριό. Στο νησί υπήρχαν τέσσερα
μικρά χωριά και η Χώρα (η πρωτεύουσα), στην ουσία ένα μεγαλύτερο χωριό
με 2000 κατοίκους περίπου, που ήταν και το λιμάνι. Εκεί τους
υποδέχτηκε ο Σταύρος με τους φίλους του και τους οδήγησε στο πατρικό
του.
Από την πρώτη ημέρα της εγκατάστασης, άρχισε και η γκρίνια. Υπήρχαν
στο σπίτι δυο γιαγιάδες, που θέλανε και οι δύο να έχουν λόγο για όλα.
Δυο ηλικιωμένες που απαιτούσαν να έχουν το κουμάντο του νοικοκυριού. Ο
Σταύρος αδιαφορούσε λέγοντας απλά βρέστε τα, η Ελένη σήκωνε όλο το
βάρος της διαιτησίας, έδινε δίκιο πότε στην μία και πότε στην άλλη
προσπαθώντας να κρατά ισορροπία. Μαθημένη να δουλεύει αναζήτησε
εργασία, αλλά ο Σταύρος της το ξέκοψε, «η γυναίκα η δική μου δεν πάει
στο μεροκάματο», ο ίδιος εν τούτοις, δεν εξασφάλιζε πάντα το
μεροκάματο.
Το σπίτι είχε τρία δωμάτια, εκτός από την μεγάλη σάλα που ήταν και
κουζίνα και καθιστικό. Η γριές σε καμία περίπτωση δεν θέλανε να
μείνουν στο ίδιο δωμάτιο, έτσι πήρε η κάθε μια από ένα, τα παιδιά στο
τρίτο, ενώ το ζευγάρι έστρωσε το κρεβάτι του στην αποθήκη, ένα χώρισμα
με κουρτίνα ήταν αρκετό. Έλεγε ο Σταύρος προσωρινά και θα έχτιζε άλλο
σπίτι παραδίπλα για να έχει κάθε παιδί το δικό του δωμάτιο. Ουδέν
μονιμότερο του προσωρινού.
Πριν περάσουν δυο μήνες, η μάνα της Ελένης ζήτησε να φύγει να πάει να
μείνει στην χώρα, να νοικιάσει σπίτι να κάμει την μοδίστρα και εδώ.
Είχε κάνει σχετική ενημέρωση ο Σταύρος, και φέρνανε οι κυράδες
δουλειά, διορθώματα κυρίως και μετατροπές, αλλά δεν είχε χώρο.
Πίστευε πως στην Χώρα θα ήταν ανετότερα. Η Ελένη είχε αντιρρήσεις,
επειδή είχαν μόνο μία ραπτομηχανή, και αν την έπαιρνε μαζί της, εκείνη
πως θα βολευόταν; Πριν ακόμα βρούνε το σπίτι στην Χώρα, η πεθερά της
εντελώς ξαφνικά, πέθανε από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Αλλάξανε τα
σχέδια μετά την κηδεία. Το δωμάτιο που άδειαζε θα γινότανε το
εργαστήριο, εκεί είχε ο Σταύρος αντιρρήσεις, ήθελε να φύγει από την
αποθήκη, που βρωμούσε από ένα σωρό πράγματα, και επιστρέψει στο σπίτι.
Την πολύ ένταση και τους καυγάδες που ακολούθησαν, δεν άντεξε η γριά
και έπαθε εγκεφαλικό. Το κέντρο υγείας του νησιού δεν είχε δυνατότητες
να προσφέρει πολλά πράγματα, την πήγαν στην Αθήνα, αλλά δεν την
ξαναφέρανε. Άφησε την τελευταία της πνοή στο ασθενοφόρο. Χωρίς δεύτερη
σκέψη η Ελένη έθαψε την μάνα της στο κοιμητήρι του Μενιδίου και
επέστρεψε στο νησί.
Πριν σαραντίσει η πεθερά της έφυγε κα η μάνα της Ελένης, νοικοκυρά
πλέον η ίδια στο σπιτικό, ανεξέλεγκτη έκανε τα μνημόσυνα κα των δύο
μαζί, αδιαφορώντας για ότι κι αν λέγανε οι άλλες γριές του χωριού.
Έκανε το ένα δωμάτιο εργαστήριο, και στο άλλο μεταφέρθηκε με τον
Σταύρο.
Αυτός πάλι όσο έβλεπε πως η Ελένη ισχυροποιούτανε, τόσο αδιαφορούσε.
Δούλευε στα χωράφια, εκτός από τις ελιές, είχε βάλει και ζαρζαβατικά,
είχε δυο κατσίκες και κότες. Έμαθε η Ελένη εκτός από την ραπτική να
αρμέγει, να ξεβοτανίζει και να σφάζει κοτόπουλα, αυτή, που στην θέα
του αίματος λιποθυμούσε. Μάταια οι άλλες γυναίκες του χωριού της
έλεγαν πως αυτές είναι αντρικές δουλειές, εκείνη πίστευε πως μπορούσε
να καταφέρει τα πάντα.
Ότι μάθαινε εκείνη, σταματούσε να κάνει εκείνος. Άρχισε να γίνετε
βίαιος με τα παιδιά στην αρχή και συνέχισε με την γυναίκα του. όταν
εκείνη αντιστάθηκε, άρχισε να κοπανάει με την ζωστήρα. Σταμάτησε την
οικοδομή, και το ελεύθερο χρόνο του βρισκόταν στο καφενείο είτε του
χωριού είτε σε άλλο χωριό ακόμα και στην Χώρα. Καμάρωνε για την
γυναίκα του που τα προλάβαινε όλα. Πήρε κουτάβια να εκπαιδεύσει για το
κυνήγι, αγόρασε καραμπίνα που την κρέμασε πάνω από το κρεβάτι τους.
Τα χρόνια πέρασαν με αυτό τον ρυθμό, η μεγάλη κόρη η Χαρά, τελείωσε το
δημοτικό. Δεν συνέχισε στο γυμνάσιο, ήταν απαίτηση του Σταύρου, «τα
κορίτσια δεν χρειάζονται γράμματα, γαμπρό χρειάζονται, και
παντρεύονται εύκολα όταν ξέρουν να κάνουν όλες τις δουλειές». Ήταν το
μόνο και μόνιμο επιχείρημα του. Έσερνε από τότε το κορίτσι μαζί του,
όποτε πήγαινε στα χωράφια, ή σε οιαδήποτε άλλη εργασία μακριά από το
σπίτι. Εκείνο ακολουθούσε πάντα αμίλητο και σκυθρωπό, κάτι το βασάνιζε
αλλά δεν έβγαζε μιλιά. Προσπάθησε πολλές φορές η Ελένη να κουβεντιάσει
με το πρωτότοκο της, αλλά δεν τα κατάφερε ποτέ. Όταν ο Σταύρος έμπαινε
στο σπίτι μαζευόταν σε μια άκρη και περίμενε να εκτελέσει οποιαδήποτε
προσταγή του.
Εξαιρετικά δύσκολη η ζωή της Ελένης στο χωριό, και επιπλέον είχε να
αντιμετωπίσει και την ειρωνεία των άλλων γυναικών. Η Αθηναία, ήταν το
παρατσούκλι της, που τα ξέρει και τα καταφέρνει όλα.
Όταν η δεύτερη κόρη η Σοφία ξεσκόλισε, επέμενε η μάνα της να πάει στο
γυμνάσιο στην Χώρα. Ήταν καλή μαθήτρια, και αφού η πρώτη δεν πήγε να
πάνε τα άλλα παιδιά να μάθουν γράμματα, να ξεφύγουν από την μιζέρια
του χωριού. Με αυτό το πρόσχημα, αγόρασε και αυτοκίνητο ο Σταύρος να
πηγαίνει την κόρη τους στο σχολείο.
Ένα μεσημέρι άργησε να γυρίσει ο Σταύρος με την Σοφία από την Χώρα.
Ήρθε μονάχος και στη ερώτηση της Ελένης που είναι το παιδί, είπε πως
το άφησε στο κτήμα και θα έρθει σε λίγο και έφυγε για το καφενείο. Η
ώρα περνούσε και η Σοφία δεν φαινότανε. Ανήσυχη η μάνα της ξεκίνησε να
την φέρει. Την βρήκε μαζεμένη φοβισμένη και κλαμένη μέσα στο κοτέτσι,
την σκούντησε και την σήκωσε με όση δύναμη είχε στη αγκαλιά της.
Ρωτούσε επίμονα μα μάθει τι έτρεξε, το παιδί δεν μιλούσε, έκλεγε
συνέχεια και παραπατούσε. Όταν φτάσανε στο σπίτι, την έγδυσε παρά τις
αντιρρήσεις της, να την λούσει να συνέλθει και έκπληκτη είδε το
κορίτσι ματωμένο. «τι συνέβη μωρέ, πες μου τι συνέβη», με τις φωνές
ήρθε και η Χαρά και μόλις είδε κατάλαβε, αγκάλιασε την Σοφία
κλαίγοντας, «ο μπαμπάς και εμένα πολλές φορές». τρελάθηκε η Ελένη.
Το ίδιο βράδυ η Ελένη περίμενε τον Σταύρο εναγωνίως να δώσει
εξηγήσεις, να μάθει τι συμβαίνει επιτέλους στα κορίτσια. Όταν εκείνος
ήρθε και του είπε πως βρήκε την Σοφία σε κακό χάλι, εκείνος γέλασε,
ήταν λίγο μεθυσμένος, «δεν έχεις ακούσει τον παπά να λέει πως ο
γεωργός δοκιμάζει πρώτος τους καρπούς του;» ήταν η σταγόνα που
ξεχείλισε το ποτήρι, πήγε στην κρεβατοκάμαρα ξεκρέμασε το ντουφέκι, το
όπλισε και περίμενε. Μόλις ο Σταύρος φάνηκε στη πόρτα, δίχως κουβέντα
πυροβόλησε και ξανά πυροβόλησε, έπεσε άψυχος κάτω ο Σταύρος, έτρεξαν
τα παιδιά στην αγκαλιά της μάνας τους και κλαίανε όλοι μαζί.
Σε λίγο ήρθε από το διπλανό σπίτι ο γείτονας που άκουσε το
πυροβολισμό, έσπασε την πόρτα και με μια ματιά κατάλαβε. Η Ελένη τον
κοίταξε στα μάτια, έκατσε σε μια καρέκλα και του είπε «ειδοποίησε τους
χωροφυλάκους».
Τα υπόλοιπα γεγονότα ακολούθησαν μια προδιαγεγραμμένη πορεία.
Καταδικάστηκε για φόνο η Ελένη 20 χρόνια. Όταν επέστρεψε στο χωριό τα
δύο μεγάλα κορίτσια μένανε στο πατρικό τους περιμένοντας την να
γυρίσει, τα μικρότερα είχαν παντρευτεί και είχαν φύγει από το νησί για
πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου