Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Το μικρό δέντρο

Όταν δεν ξέρεις πόσο μακριά πηγαίνεις, είναι πάντα πολύ μακριά. Κανείς δεν μου το είχε πει. Μάλλον ο παππούς δεν ήξερε.


Ένα ακόμα απόφθεγμα από το έργο του Φόρεστ Κάρτερ «Η εκπαίδευση του μικρού δένδρου» του οποίου ολοκλήρωσα το διάβασμα σήμερα. Ανεπιφύλακτα το συνιστώ ως χριστουγεννιάτικο δώρο για τα μεγάλα παιδιά αλλά και τους μεγάλους. Αναφέρεται στην εκπαίδευση ενός ορφανού παιδιού 5 έως 8 χρόνων από τον παππού και την γιαγιά Ινδιάνους Τσεροκί. Αποδεικνύει όλη την φιλοσοφία και τον τρόπο επιβίωσης με βάση την συμπεριφορά της φύσης. Αλλά και την καταδυνάστευση του αδύνατου από τον δυνατό που λέγεται κράτος, νόμος και εξουσία. Τέλος παραθέτω ένα ακόμα απόσπασμα που δεν είναι τόσο χριστιανικό, αλλά είναι ο τρόπος που ο Τσεροκί αντιλαμβάνεται καταστάσεις. Το μικρό δέντρο βρίσκεται στο ορφανοτροφείο με επέμβαση του νόμου και το μαθαίνουν τι εστί νόμος.



«Μας έκανε μάθημα μια χοντρή κυρία. Ήταν πολύ σοβαρή και δεν δεχόταν ανοησίες.
Μια φορά μας έδειξε μια εικόνα ελαφιών που έβγαινε από ένα ποτάμι. Πηδούσαν το ένα πάνω στο άλλο, λες και σπρωχνόντουσαν για να βγούν από το νερό. Ρώτησε αν ήξερε κανείς τι έκαναν.
Ένα αγόρι είπε ότι έτρεχαν για να ξεφύγουν από κάτι, μάλλον κάποιον κυνηγό. Ένα άλλο αγόρι είπε ότι δεν τους άρεσε το νερό και έτρεχαν να περάσουν απέναντι. Η κυρία είπε ότι αυτό ήταν σωστό. Σήκωσα το χέρι μου.
Είπα ότι είχα καταλάβει αμέσως πως ζευγάρωναν, γιατί τα αρσενικά πηδούσαν πάνω από στα θηλυκά. Ακόμα, φαινόταν από τους θάμνους και τα δέντρα ότι ήταν η εποχή του ζευγαρώματος.
Η χοντρή κυρία βουβάθηκε. Άνοιξε το στόμα της, μα δεν είπε τίποτα. Κάποιος γέλασε. Χτύπησε το μέτωπο της με το χέρι της, έκλεισε τα μάτια της και πέταξε κάτω την εικόνα. Κατάλαβα αμέσως ότι ήταν άρρωστη.
Έκανε δυο βήματα προς τα πίσω, προτού χάσει τα λογικά της. Τότε μου χίμηξε. Όλοι σώπασαν. Με άρπαξε από το λαιμό και άρχισε να με ταρακουνά. Το πρόσωπο της κοκκίνησε και άρχισε να γκαρίζει «έπρεπε να το περιμένω-όλοι έπρεπε να το περιμένουμε…βρωμιές…μόνο βρωμιές…βγαίνουν από το στόμα σου μπάσταρδε»
Μου ήταν αδύνατο να καταλάβω για ποιο λόγο γκάριζε και ήμουν έτοιμος να της εξηγήσω το θέμα. Με ταρακούνησε λίγο ακόμα και έπειτα με έπιασε από τον αυχένα και με έσπρωξε έξω από την αίθουσα.
Προχωρήσαμε στο διάδρομο μέχρι το γραφείο του Αιδεσιμότατου. Με έβαλε να περιμένω απέξω και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Τους άκουγα που μιλούσαν, μα δεν καταλάβαινα τι έλεγαν.
Ύστερα από λίγο βγήκε από το γραφείο του Αιδεσιμότατου και προχώρησε στο διάδρομο δίχως να με κοιτάξει. Ο Αιδεσιμότατος στεκόταν στην πόρτα. «μπές μέσα» είπε σιγανά. Μπήκα μέσα.
Τα χείλη του ήταν μισάνοιχτα, σαν να ήθελε να χαμογελάσει, μα δεν ήθελε. Συνέχεια έγλειφε τα χείλη του. στ πρόσωπο του έτρεχε ιδρώτας. Μου ζήτησε να βγάλω το πουκάμισο μου. το έβγαλα.
Έπρεπε να βγάλω τις τιράντες μου και όταν έβγαλα το πουκάμισο μου έπρεπε να κρατώ την φόρμα μου με τα δύο χέρια. Ο Αιδεσιμότατος έβαλε το χέρι του πίσω από το γραφείο του και πήρε ένα μακρύ ραβδί.
«είσαι σπορά του κακού» είπε «και γνωρίζω πως δεν μπορείς να μετανοήσεις. Όμως στο όνομα του Κυρίου, θα μάθεις να μην επιβάλεις το κακό στους χριστιανούς. Δεν μπορείς να μετανοήσεις….μα θα κλάψεις πικρά»
Με κτύπησε με το ραβδί στην πλάτη. Την πρώτη φορά πόνεσα. Μα δεν έκλαψα. Με είχε διδάξει η γιαγιά. Μια φορά, που είχε βγει το νύχι στο πόδι μου, μου είχε διδάξει πως αντέχει το πόνο ο ινδιάνος. Αφήνει τη σωματική ψυχή του να αποκοιμηθεί και βγαίνει από το σώμα του και με την πνευματική ψυχή του βλέπει τον πόνο χωρίς να τον νιώθει.
Η σωματική ψυχή αισθάνεται μόνο τον σωματικό πόνο. Η πνευματική ψυχή αισθάνεται μόνο πνευματικό πόνο. Έτσι αποκοίμισα την σωματική ψυχή μου.
Το ραβδί χτυπούσε ξανά και ξανά την πλάτη μου. ύστερα από λίγο έσπασε. Ο Αιδεσιμότατος πήρε άλλο ραβδί. Είχε λαχανιάσει «Το κακό είναι επίμονο» είπε λαχανιάζοντας. «Μας το όνομα του Κυρίου, το καλό θα νικήσει»
Συνέχισε να με κτυπά, ώσπου έπεσα κάτω. Είχα ζαλιστεί αλλά σηκώθηκα. Ο παππούς έλεγε ότι, αν μπορείς να σταθείς όρθιος, σίγουρα είσαι καλά.
Το πάτωμα έγερνε λίγο, μα καταλάβαινα ότι τα κατάφερνα. Ο Αιδεσιμότατος είχε χάσει την ανάσα του. Μου ζήτησε να φορέσω το πουκάμισο μου, το φόρεσα.
Το πουκάμισο ρούφηξε λίγο από το αίμα. Το περισσότερο είχε κυλίσει στα πόδια μου μέχρι τα παπούτσια μου, καθώς δε φορούσα εσώρουχο για να το μαζέψει. Έτσι τα πόδια μου κολλούσαν.
Ο Αιδεσιμότατος είπε να επιστρέψω στο κρεβάτι μου και ότι δεν θα έτρωγα δείπνο για μία εβδομάδα. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν έτρωγα δείπνο. Είπε ότι δεν θα επέστρεφα στην τάξη ούτε θα έβγαινα από το δωμάτιο για μια εβδομάδα.
Ένοιωθα καλλίτερα δίχως τις τιράντες μου, έτσι εκείνο το σούρουπο κρατούσα τη φόρμα μου, καθώς στεκόμουν στο παράθυρο και κοιτούσα το άστρο του σκύλου»

Δεν υπάρχουν σχόλια: