Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

Ο σκύλος


Γεννήθηκα κάπου μακριά δεν ξέρω που, την μάνα και τα αδέλφια μου ήμουν πολύ μικρός για να τους θυμάμαι… Όταν ήμουν μικρός είδα μόνο κάποιος να δίνει σε έναν μεγάλο κάτι χαρτιά τα λέγανε «λεφτά» και τότε με πήραν από την μάνα μου, πραγματικά δεν ήθελα να φύγω, φοβόμουνα πολύ, έκλαιγα με όλη μου την δύναμη για να με γυρίσουν πίσω, δεν τα κατάφερα όμως, όσο και αν ήθελα. 
Με πήγαν σε ένα άθλιο μέρος με πολλή βρωμιά και πεινούσα, πεινούσα πολύ αλλά με έδιναν πολύ λίγη τροφή, ερχόταν μεγάλοι με κοιτούσαν με ξανακοιτούσαν, φαινόντουσαν κάποιοι ότι με συμπαθούσαν κι όλας, αλλά κανένας δεν με έπαιρνε μαζί του, και ήθελα τόσο πολύ να φύγω από εκεί.
Μόλις είχε ξημερώσει μία ακόμα μία μέρα σε αυτό το κλουβί, που δεν μπορούσα
ούτε να παίξω ούτε να καν να κουνηθώ, νόμιζα πως θα πεθάνω και έκλαιγα, ειδικά τα βράδια ήμουν μόνος μου και φοβόμουν, φοβόμουν γιατί δεν ήξερα που είμαι, δεν ήξερα τι κάνω. Αλλά αυτή η μέρα ήταν διαφορετική για μένα, σκέφτηκα πως η τύχη επιτέλους και εμένα μου χαμογέλασε!
Ήρθε ένας μεγάλος έδωσε ακόμα πιο πολλά χαρτιά και με πήρε από εκεί, με πήγε σπίτι του, σκέφτηκα πως και εγώ έχω επιτέλους ένα σπίτι, έχω κάποιους που με αγαπάνε. Ήμουν πολύ χαρούμενος, όλη μέρα παίζαμε, και ακόμα και αν έκανα ζαβολιές γελούσανε.
Ζω σε έναν υπέροχο κόσμο σκέφτηκα, ήμουν πιο χαρούμενος από ποτέ! Ήθελα να μείνω εδώ για πάντα! Επιτέλους φαγητό, παιχνίδι, σπίτι και το σημαντικότερο, με αγαπάνε. Είμαι και εγώ μέλος μιας οικογένειας.
Το σπίτι που έμενα ήταν αρκετά μεγάλο, είχα επιτέλους την άνεση μου, ζούσα μαζί με άλλους 4 μεγάλους. Εγώ τα πήγαινα καλύτερα με τους 2 βέβαια, οι άλλοι με αγριοκοιτούσαν όταν έκανα ζαβολιές πλέον.
Πέρασαν σχεδόν 5 μήνες, έχω μεγαλώσει πλέον αρκετά σωματικά, άρχισαν να με αφήνουν μόνο μου κάποιες ώρες, τα πρωινά συνήθως γιατί το μεσημέρι ερχόταν αυτοί που με αγαπούσαν περισσότερο.
Πέρασε ένας χρόνος, κανένας πλέον δεν μου δίνει σημασία, πάω συνεχώς κοντά τους για να παίξουμε και αυτοί με διώχνουν. Αρχίζω να νιώθω ότι από τους 2 είμαι ανεπιθύμητος. Καταλαβαίνω πως μαλώνουν για μένα μεταξύ τους. Τι θα κάνω σκεφτομαι….
Και να που ήρθε η χειρότερη στιγμή για μένα, αυτή που με αγαπούσε περισσότερο φεύγει από το σπίτι, λένε ότι παντρεύτηκε και πλέον μένει κάπου αλλού, ο άλλος που με αγαπούσε έχει φύγει εδώ και 2 μήνες κάπου για να σπουδάσει, εγώ δεν ξέρω τι είναι αυτά αλλά μου λύπουνε πολύ και μετά από πολύ καιρό αρχίζω να φοβάμαι.
Έχω μείνει μέσα στο σπίτι 6 μέρες, χωρίς να βγω καθόλου έξω, το μόνο που έχω είναι φαγητό και νερό, πλέον δεν παίζω με κανέναν, δεν βλέπω άλλους όμοιους μου στο πάρκο, δεν ξέρω τι να κάνω για να τους πω ότι θέλω όλα αυτά αφού δεν μου δίνουν σημασία.
Για αυτό και εγώ την επόμενη μέρα που πάλι ήμουν μόνος μου μέχρι το απόγευμα κατέστρεψα ένα χαλί, βαριόμουν πολύ και ήθελα να περάσει η ώρα, δεν ήξερα ότι αυτό ήταν τόσο σημαντικό.
Μπήκαν στο σπίτι και άρχισαν να με φωνάζουν και να με χτυπάνε, πόνεσα πάρα πολύ και κρύφτηκα σε μία γωνιά για να σταματήσουν, αλλά ήμουν μικρός, δεν καταλάβαινα γιατί όλα αυτά; Νόμιζα απλά ότι ήταν ένα παιχνίδι και αυτό.
Την επόμενη μέρα που έλειπαν μου είχαν κλείσει και την πόρτα της «τουαλέτας» μου και έκανα τσισα σε έναν καναπέ, δεν μπορούσα να κρατηθώ όμως άλλο. Αυτοί φταίνε που δεν ήταν εκεί να με ανοίξουν, έτσι σκέφτηκα και τους περίμενα με λαχτάρα, τους αγαπούσα όσο τίποτα άλλο, ποτέ δεν σκέφτηκα κάτι κακό για αυτούς, ήταν οι μόνοι που είχα.
Μπήκαν σπίτι και αδιαφόρησαν για εμένα, πήγε η μεγάλη κυρία να κάτσει στον καναπέ και έγινε μούσκεμα, δεν την είχα ξαναδεί έτσι, φοβήθηκα, φώναζε πολύ δυνατά και με κοιτούσε με πολύ μίσος, ήθελα να της πω πως δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο αλλά δεν μπορούσα. Σκέφτηκα πως ο μεγάλος κύριος θα της το εξηγούσε αυτό και δεν θα με ξαναχτυπούσανε.
Δεν έγινε όμως έτσι, έφαγα πάρα πολύ ξύλο και φοβήθηκα δεν ήξερα τι να κάνω. Τότε αυτός πήρε ένα σχοινί που το λέγανε λουρί και χάρηκα πάρα πολύ, ήμουν σίγουρος πως θα ακούσω την λέξη που αγαπάω τόσο πολύ «ΒΟΛΤΑ!» και τότε λέω χαλάλι το ξύλο, επιτέλους θα βγω έξω.
Πάλι λάθος έκανα, αντί να βγούμε έξω με πήγε ψηλά στο σπίτι σε ένα μεγάλο χώρο άδειο και κρύο που δεν καλυπτόταν από πουθενά και με έδεσε, σε έναν πάσαλο. Σκέφτηκα πως κάτι θα θέλει να κάνει και θα φύγουμε από εδώ. Και όμως συνέβη αυτό που δεν ήθελα να φανταστώ. Με άφησε ΜΟΝΟ, για δεύτερη φορά στην ζωή μου έμεινα τελίως μόνος, έχασα ξανά την οικογένεια μου. Πέρασαν μέρες και το μόνο που ήθελα να ξέρω είναι τι θα γίνει, δεν άντεχα άλλο τέτοια μοναξιά, σκεφτόμουν πως ακόμα και κάτι άλλους σαν και έμενα που τους έλεγαν αδέσποτα περνούσαν καλύτερα, ήταν όλα μαζί και είχαν την ελευθερία τους.
Μετά ήρθαν τα χειρότερα, άρχισε να βρέχει και είχα γίνει μούσκεμα, κρύωνα και οι μέρες περνούσανε, βαριόμουν, πραγματικά σκεφτόμουν πως δεν έχω τίποτα, και δεν κατάλαβα και ποτέ το γιατί, αφού ήταν όλος ο κόσμος μου αυτοί οι άνθρωποι, τους αγαπούσα και τους αγαπάω γιατί μου φέρονται έτσι; Μακάρι να μπορούσα να το διορθώσω.
Πέρασαν ακόμα 8 μήνες έτσι, εκεί πάνω. Η ζωή μου πια δεν έχει κανένα νόημα εδώ σκέφτηκα, έτσι όταν με έλυσε για να καθαρίσει εγώ άρχισα να τρέχω για να φύγω, είχα γνωρίζει κάτι άλλους σαν και εμένα στο πάρκο που με έβγαζε παλιά η κοπέλα που με αγαπούσε, το έκανα και κατάφερα να φύγω.
Κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά και πήγα στο πάρκο! Βγήκα τους φίλους μου και επιτέλους τρέχαμε, παίζαμε. Σκέφτηκα πως δεν είναι τόσο καλά όσο παλιά αλλά πολύ καλύτερα από τον τελευταίο χρόνο, έτσι έμεινα εκεί.
Στεναχωρήθηκε που κανένας δεν με έψαξε, αλλά τουλάχιστον είχα τους φίλους μου, οι φίλοι μου πήγαιναν και έπαιρναν φαγητό από σημεία που ήξεραν και διάλεγαν, εγώ δεν ήξερα να το κάνω αυτό και έμενα νηστικός, έχει πολύ κρύο, και το χειρότερο; Κάθε μέρα πεθαίνουν 2-3 φίλοι μου από το φαγητό, πως γίνετε αυτό σκάφτομαι, δεν είχα φανταστεί ποτέ πως κάποιοι έχουν τόσο μίσος για εμάς και μας πετούν για να φάμε φάρμακα και γυαλιά.
Ξημέρωσε η καλύτερη μέρα για μένα. Επιτέλους με ψάχνουν αυτοί οι 2 που με αγαπούσαν και τους αγαπούσα πολύ. Ακούω να με φωνάζουν με το όνομα μου. Από την χαρά μου δεν ήξερα τι να κάνω, άρχισα να τρέχω προς τα εκεί που ακουγόταν οι φωνές, επιτέλους τους βλέπω, ήρθαν να με πάρουν και να ξαναπάμε στο σπίτι, έτρεχα προς αυτούς με όλη μου την δύναμη, μέχρι την στιγμή που ήρθε πάνω μου εκείνο το σιδερένιο πράγμα καθώς περνούσα έναν δρόμο, δεν πόνεσα πολύ, ήμουν χαρούμενος, δεν τους έβλεπα πια, παντού σκοτάδι, μύρισα ότι είναι δίπλα μου τους έγλυψα για να τους δείξω ποσό τους αγαπάω, το μόνο που θα ήθελα να τους ρωτήσω είναι: γιατί με άφησες μόνο; και μετά κοιμήθηκα.

http://www.filozwos.gr/2010-08-14-19-31-59/512-giatimeafisesmono

Δεν υπάρχουν σχόλια: