Έχουμε συνηθίσει τα Χριστούγεννα με «χιόνια στο καμπαναριό» όπως λέει το κλασικό παιδικό τραγούδι, εκείνη την χρονιά όμως του 1973 είχε γλυκό καιρό. Παραμονή των Χριστουγέννων, η Αθήνα στολισμένη αλλά μουδιασμένη, οι περιπολίες των αστυνομικών και των Εσατσίδων (ΕΣΑ= Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία), δίνουν στους αθηναίους την αίσθηση της ασφάλειας. Για κάποιους άλλους αθηναίους, το αίσθημα της σκλαβιάς, ένα μήνα νωρίτερα είχε συμβεί η εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Ο Νάσος, παλικαράκι δεκαεννιάχρονο, με τα χέρια στις τσέπες του νάϊλον μπουφάν, σεργιανάει στο μοναστηράκι. Φορά ένα τριμμένο τζίν παντελόνι, χοντρά παπούτσια και τζόκεϊ, στο κουρεμένο του, γουλί κεφάλι. Ήρθε από το νησί του εδώ και δύο χρόνια στην Αθήνα, με απώτερο στόχο να μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Εκεί άκουσε πως υπάρχουν πολλές ευκαιρίες να τα οικονομήσει. Ορφανός από πατέρα, και παρά τις αντιρρήσεις της μάνας του, αποφάσισε να ξενιτευτεί και να μην γυρίσει στο νησί του αν δεν πετύχει τον σκοπό του. Έτσι βρέθηκε στην Αθήνα να μένει σε μια κάμαρα 3Χ3 και κοινόχρηστο WC, στην Νέα Ελβετία. Το νοίκι 280 δραχμές, και τα έπιπλα του λιγοστά, ένα μπαουλοντίβανο, δυο καρέκλες και ένα τραπέζι. Στον τοίχο πολλές πρόκες αντικαθιστούν τις κρεμάστρες, ενώ σε μια γωνιά υπάρχουν στοιβαγμένα τα σύνεργα της μπουγάδας. Μοναχικός και ολιγόλογος έξ ανάγκης, είχε φροντίσει για όλες τις απαραίτητες διαδικασίες της μεταναστεύσεως με την ΔΕΜΕ, διαμεταναστευτική επιτροπή. Δεν είχε υπολογίσει πως, έπρεπε πρώτα να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία, και μετά θα ήταν ελεύθερος να φύγει, έτσι περίμενε.
Μόνιμη δουλειά δεν είχε, χωρίς ποτέ να μένει άνεργος. Πότε στην οικοδομή και πότε στις μετακομίσεις, εύρισκε πάντα το μεροκάματο, διότι και φιλότιμος ήτανε αλλά και ευκίνητος και πρόθυμος. Αν καμιά φορά ξέμενε, ήξερε πως αν πάει μέχρι την λαχαναγορά, να ξεφορτώσει καφάσια ή καρπούζια θα βγάλει το μεροκάματο του τίμια και όμορφα, περιμένοντας το πλήρωμα του χρόνου. Στο μαγέρικο της γειτονιάς κατέληγε όταν εκεί που δούλευε δεν εύρισκε φαγητό. Διασκέδαση του ήταν σεργιανάει μέσα στο πλήθος, αναπολώντας τα πανηγύρια στο νησί του. Όπου υπήρχε κοσμοσυρροή, πήγαινε και εκείνος, τριγυρνούσε στο μοναστηράκι στην ομόνοια, στα Χαφτία, άλλοτε ανέβαινε την Πατησίων μέχρι την λεωφόρο Αλεξάνδρας. Όποτε περισσεύσανε χρήματα, τα ξόδευε να αγοράσει βιβλία ή να πάει στον κινηματόγραφο.
Έτσι απλά ζούσε μέχρι τον Νοέμβριο του 1973. Τότε είχε πιάσει δουλειά, σε μανάβικο και από το μεσημέρι και ύστερα έκανε σεργιάνι. Στις 16 του μηνός, πέρασε από το πολυτεχνείο, είδε κόσμο μαζεμένο, χάζεψε και έφυγε. Την άλλη μέρα που κορυφώνονταν οι διαμαρτυρίες, ξαναπήγε, για να βρεθεί μέσα σε κόσμο. Αυτή την φορά όμως δεν έκανε βόλτα όπως προγραμμάτιζε, αλλά τον συνέλαβαν οι αστυνομικοί, τον βάλανε στην κλούβα μαζί με πολλά νεαρά άτομα, αγόρια και κορίτσια, τον πήγαν στο στρατόπεδο στο Γουδί, το ξυλοκόπησαν αρκετά και τον κουρέψανε γουλί. Προτού τον αφήσουν ελεύθερο του κοινοποίησαν το έγγραφο υποχρεωτικής στρατεύσεως του τον Ιανουάριο του επομένου έτους με την πρώτη ΕΣΣΟ.
Όταν γύρισε στο καμαράκι του, τα είδε όλα άνω κάτω, είχε περάσει η Ασφάλεια και τα έκανε φύλο και φτερό για να ανακαλύψει ποιος ξέρει τι! Ο νοικοκύρης του ο Κος Παύλος του είπε πως μπορεί να μένει μέχρι την στράτευση του χωρίς ενοίκιο, του είπε όμως ψιθυριστά πως αυτό είναι και διαταγή της Αστυνομίας για να ελέγχει την συμπεριφορά του. Την άλλη μέρα πήγε στο μανάβικο, εκεί τον περίμενε δεύτερη έκπληξη, ο κυρ Στέφανος, δεν τον άφησε να μπει στο μαγαζί του καθόλου, άκου παιδί μου εγώ με κουμουνιστές δεν θέλω πάρε δώσε, πάρε αυτά και φύγε, και του έδωσε λίγα χαρτονομίσματα στο χέρι. Αμίλητος πήγε στο καφενείο να πιεί έναν καφέ, ο καφετζής τον έδιωξε άσχημα, φύγε από εδώ κομούνι.
Με σκυμμένο το κεφάλι πήρε τους δρόμους, αναρωτιότανε όμως τι είναι το κομούνι, τι είναι οι κομουνιστές. Αφού περπάτησε αρκετά πείνασε και μπήκε στο μαγέρικο να φάει, ο Θανάσης τον πείρε από το χέρι και τον έβαλε στην κουζίνα, άκου εδώ Νάσο, θα έρχεσαι από την πίσω πόρτα, στην κουζίνα θα τρως το βρισκούμενο και θα φεύγεις το ίδιο αθόρυβα. –Μα γιατί; Ψέλλισε. Και η απάντηση τον αποσβόλωσε, και εγώ αγωνιστής είμαι, καλή λευτεριά. Έφαγε και έφυγε.
Την επομένη βγήκε για δουλειά, δεν τον έπαιρνε κανείς, ούτε στην οικοδομή, ούτε στην λαχαναγορά, κάποιοι μάλιστα τον ειρωνεύτηκαν για το κούρεμα του. Ο φουκαράς ο Νάσος δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει τι έτρεξε και άλλαξε έτσι η ζωή του από μια αθώα βόλτα που έκαμε να ανακατευτεί με κόσμο. Πέρασε πάνω από ένας μήνας, που σεργιανίζει στην Αθήνα, Μοναστηράκι Σύνταγμα Ομόνοια είναι το τρίγωνο που γυρνά χαζεύοντας. Τα χρήματα που του έδωσε ο μανάβης τελείωσαν εχθές και σήμερα είναι παραμονή Χριστουγέννων. Ο Νάσος έκανε την βόλτα του, είδε τα μαγαζιά στολισμένα, και έβαλε μπρός για τον γυρισμό στην καμαρούλα του, γυρίζει με τα πόδια διότι δεν έχει το αντίτιμο του εισιτηρίου, πεινάει και αναλογίζεται θα προλάβει το μαγέρικο πριν κλείσει για Χριστούγεννα, να φάει να στυλωθεί.
Κουράστηκε από την οδοιπορία, κόντεψε την απόσταση, όταν είχε φτάσει στη διασταύρωση της Μαριάνας, κάθισε σε ένα παγκάκι να πάρει ανάσα. Φιλικά ένα χέρι τον κτύπησε στην πλάτη, γύρισε και είδε κάποιον άγνωστο συνομήλικο του, για σου σύντροφε, έλα εδώ μένω, ποιος είσαι; πάμε μέσα και θα σου πώ. Στην πίσω μεριά του δρόμου σε ένα από τα προσφυγικά με τα κεραμίδια τον έμπασε, δεν με θυμάσαι, μαζί ήμασταν στο ΕΑΤ ΕΣΑ, δεν θυμάμαι; Ψιθύρισε ο Νάσος. Ο Άγνωστος σώπασε για λίγο –θέλεις ένα τσαγάκι να ζεσταθείς λιγάκι, περπατάς πολύ ώρα, έφαγες; Ο καταιγισμός των ερωτήσεων και το φυσικό ενδιαφέρον τον εκπλήξανε, η κούραση τον κατέβαλε, θέλω να φτάσω στο σπίτι μου και να κοιμηθώ λιγάκι. Ξάπλωσε λιγάκι στον καναπέ, και θα σε πάω εγώ, ξέρω που μένεις. Αποκαμωμένος άπλωσε λίγο τα πόδια ο Νάσος και ο ύπνος δεν άργησε να τον καταλάβει. Θα είχε περάσει καμιά ώρα και κτύπησε η πόρτα, ο άγνωστος νεαρός άνοιξε γρήγορα, και ακόμα γρηγορότερα πέρασε μέσα ένας παππάς. Από τον κτύπο άνοιξε τα μάτια ο Νάσος και όταν είδε τον ιερωμένο μπροστά του τρόμαξε, εκείνος δε, χαμογέλασε, ήταν μεσόκοπος λίγο καμπουριασμένος, καλησπέρα ξέρεις τι γιορτάζουμε σήμερα; Ρώτησε για να σπάσει ο πάγος, Χριστούγεννα απήντησε ο Νάσος, όχι παιδάκι μου, μεγάλη εβδομάδα έχουμε, μα δεν αργεί η Ανάσταση, σοβαρά μιλάτε; Ναι αγόρι μου πλησιάζει η ώρα της ανάστασης για την πατρίδα μας, λίγο θέλει ακόμα και η δημοκρατία έρχεται, φάτε τώρα ότι υπάρχει και το πρωί σας περιμένω στην εκκλησία.
Δεν είπε τίποτα άλλο ο παππάς και έφυγε με τις ίδιες προφυλάξεις που ήρθε. Άδειασαν την τσάντα που έφερε στο τραπέζι και φάγανε μαζί με τον άγνωστο του νεαρό, το ψωμί το τυρί και το ζαμπονάκι, τα μήλα και τα μελομακάρονα, τρώγοντας συστηθήκανε καλά, Μιχάλης λεγότανε ο συνομήλικος του και πιάσανε καλή φιλία.
Έκτοτε περάσανε πολλά χρόνια, ο Μιχάλης και ο Νάσος στρατευτήκαν και η Ελλάδα όπως είπε και ο παππάς αναστήθηκε άλλη μια φορά. Ο Νάσος κάθε παραμονή πηγαίνει στην Εκκλησία προσεύχεται για εκείνον τον ιερωμένο χωρίς να ξέρει το όνομα του, δεν έφυγε ποτέ από την Ελλάδα, έμεινε και γύρισε στο νησί του, ταπεινός μα νοικοκύρης, ο Μιχάλης ανακατεύτηκε με τα πολιτικά και ακόμα μέχρι σήμερα ζει από το κόμμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου