Τον περασμένο μήνα μόλις έγραφα αποτελέσματα αγώνων μεταξύ του Πυθαγόρα και του νεφελοποιητή και της ινσουλίνης. Τότε ο Πυθαγόρας νικούσε και τους δύο με σκορ ένα-μηδέν, από προχθές όμως ίσαμε σήμερα ισοφαρίσαμε σε ένα-ένα.
Αυτό σημαίνει ότι από τούδε, θα πρέπει να συμβιώνουμε μαζί μέχρι το τέλος του αγώνα.
Αυτά σκεπτόμουνα μετά την έξοδο από το ιατρείο σήμερα, πηγαίνοντας να πάρω το αυτοκίνητο από εκεί που το είχα σταθμεύσει. Το κλωθογύριζα στο μυαλό μου, να βρω τον τρόπο σερβιρίσματος στους αναγνώστες του Πυθαγόρα. Πλησίαζα στα φανάρια, (τώρα έχουμε ακόμα και στην Σάμο Φανάρια να ρυθμίζουν την κυκλοφορία των οχημάτων), όταν ένα φρενάρισμα με επανέφερε στην πραγματικότητα.
Το φανάρι πράσινο και ο νεαρός οδηγός υπολόγιζε πως προλάβαινε να περάσει, οδηγούσε ένα μικρό φορτηγό και έκανε μάλλον διανομές εμπορευμάτων, μια ηλικιωμένη κυρία περνούσε αμέριμνη. Το κακό αποφθέχθηκε αλλά ο νεαρός έβγαλε το κεφάλι από το παράθυρο, και κατά την ελληνική συνήθεια στόλισε κατάλληλα την γυναίκα. Την πλησίασα την πήρα από τον αγκώνα και κάτσαμε στο παρακείμενο καφενείο, να συνέλθει από την ταραχή και να πιεί ένα ποτήρι νερό. Πράγματι ο καφετζής μας έφερε κρύο νερό, απάντησε στην γλώσσα την κατάλληλη στον οδηγό και εκείνος έφυγε, κυνηγώντας και αυτός ο φουκαράς το μεροκάματο.
Ο καφετζής στην συνέχεια ήρθε να μαλώσει και την κυρία για την απροσεξία της, έχει αυτοδιοριστεί φαίνεται «παιδαγωγός φαναριού». Του παρήγγειλα δυο πορτοκαλάδες για να τον ξεφορτωθώ, και έπιασα την κουβέντα με την ηλικιωμένη γυναίκα.
-από πού έρχεσαι; Θέλεις να σε πάω σπίτι; Ρώτησα, νομίζοντας πως είναι από κάποιο χωριό.
Με κοίταξε στα μάτια με ένα ύφος που δυσκολεύομαι να περιγράψω.
-έρχομαι από το νοσοκομείο, άφησα τον άνδρα μου για αιμοκάθαρση, τριάντα τέσσερα χρόνια κάνει αυτήν την δουλειά Δευτέρα Τετάρτη και Παρασκευή, έκανε έντεκα χειρουργεία, και τώρα άρχισε να γκρινιάζει πως βαρέθηκε την ζωή του και θα σκοτωθεί. Πώς να του αλλάξω μυαλά, αυτά σκεφτόμουν και δεν είδα το αυτοκίνητο, δεν είμαι χαζή.
-ναι ασφαλώς και δεν είσαι, είπα εγώ, αλλά τα φανάρια. . . .
-ξέρω μην με ζαλίσεις και συ, ξέρω, τι να κάνω έγινε
-σωστά ότι έγινε δεν ξεγίνετε, θες να σε πάω πουθενά είσαι καλά;
-εγώ είμαι καλά, μου είπε με παράπονο, του άνδρα μου τα μυαλά ποιος θα τα αλλάξει;
Υποσχέθηκα πως θα πάω να δώ τον άνδρα της, στο σπίτι τους, θα πιούμε και καφέ και κουβεντιάσουμε, την χαιρέτησα και συνέχισα τον δρόμο μου.
Μετά από αυτό το γεγονός ξαναγύρισα στα δικά μου, και μονολογούσα, αυτή η χρονιά αποδεικνύεται δύσκολη, αλλά τα μυαλά μου ακόμα δουλεύουν ικανοποιητικά, Δώξα τω Θεώ! Χίλιες δόξες.
Εάν ακόμα με τον Χάρο παίζουμε στην παράταση, μετά από αυτήν ακολουθούν και τα πέναλτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου