Γ΄. Βασίλης και Ηρώ.
Ο Βασίλης μόλις κατέβηκε από το καράβι, ρώτησε και βρήκε το ξενοδοχείο του Χιώτη, άφησε την βαλίτζα του και ξεκίνησε για την Αθήνα. Είχε σχέδιο δράσης. Είχε προγραμματίσει τις κινήσεις του. Θα έβλεπε το Μπακόπουλο, παλιό γνώριμο του Μπαλωμένου, και θα ζητούσε βοήθεια στα πρώτα βήματα μέχρι να αρχίσει να πουλά τις πατέντες που θα σκαρφιζόταν.
Τα γραφεία του Γιάννη Μπακόπουλου, ήταν στην οδό Θησέως 16 στο κέντρο, θυμότανε το πάροδος Κολοκοτρώνη. Ρωτώντας έφτασε μέχρι εκεί. Ο δεύτερος όροφος ήταν όλος του Μπακόπουλου, είχε και εργοστάσιο στο Αιγάλεω που ετοίμαζε υλικά για γραφικές τέχνες. Το γραφείο διεύθυναν οι δύο του γιοί. Αριστερά, στην μία πόρτα έγραφε Γιώργος Μπακόπουλος εμπορικός διευθυντή και στην άλλη Μανόλης Μπακόπουλος τεχνικός διευθυντής. Από την δεξιά πλευρά υπήρχαν καμιά δεκαριά γραφεία, ενώ μια πόρτα στο βάθος έγραφε λογιστήριο.
Κοίταξε γύρω μια ματιά και περίμενε, το πλησίασε ένας ηλικιωμένος κλητήρας, και τον ρώτησε αν θέλει κάτι, ο Βασίλης ζήτησε τον κύριο Γιάννη.
-ο κύριος Γιάννης δεν έρχεται εδώ του εξήγησε ο κλητήρας
-πρέπει να τον δω, αυτήν την διεύθυνση μου έχει δώσει, ποιος είναι αρχηγός εδώ;
-έλα μαζί είπε αυτός και τον οδήγησε στο γραφείο του Γιώργου Μπακόπουλου, κτύπησε την πόρτα και διστακτικά το πέρασε μέσα. Ζητά το κύριο Γιάννη είπε και έφυγε πισωπατώντας. Ο Βασίλης θαρρετά πλησίασε τον Μπακόπουλο και άπλωσε το χέρι «καλημέρα σας είμαι ο Βασίλης Ράπτης».
-παρακαλώ σε τι μπορώ να φανώ χρήσιμος;
-πρέπει να δώ τον πατέρα σας, μπορείτε να τον ειδοποιήστε πως ήρθα από την Χίο για να τον βρώ.
-ναι αμέσως είπε αυτός νομίζοντας πως έχει μπροστά του έναν υποψήφιο πελάτη, και σήκωσε το τηλέφωνο, κάλεσε τον πατέρα του στο εργοστάσιο και εκείνος το είπε να τον κρατήσει οπωσδήποτε μέχρι να έρθει να τον συναντήσει, ο Βασίλης πρότεινε να πάει ο ίδιος στο Αιγάλεω αλλά δεν ήξερε τους δρόμους και θα χρειαζόταν βοήθεια. Επέμενε όμως ο Γιώργος Μπακόπουλος, στην εντολή του πατέρα του, και ο Βασίλης έκατσε στον καναπέ και περίμενε.
Μεσημέριασε και το προσωπικό περνούσε από το γραφείο του Μπακόπουλου να κτυπήσει την κάρτα στο ρολόι που κρέμονταν δίπλα στην πόρτα. Πεινούσε ο Βασίλης, και ρώτησε τον Μπακόπουλο αν υπήρχε στο κυλικείο στο κτίριο. Αρνητική ήταν η απάντηση, ένα καφενείο στην είσοδο υπάρχει μονάχα, εκεί παρήγγειλε ούζο και μεζέ για να ανοίξει η όρεξη όπως είπε. Μόλις έφτασε ο καφετζής, από πίσω ήταν ο Γιάννης Μπακόπουλος.
-βρέ-βρέ πόσο μεγάλωσες Βασίλη, άντρα με τα όλα σου, κάτσε κάτω,
Ο Βασίλης έτεινε το χέρι του, με θυμάστε καλά,
-ποιος σε ξεχνάει εσένα, πιες το ούζο και πάμε να φάμε να τα πούμε.
Ο γιός Μπακόπουλος έμεινε με το στόμα ανοικτό, ποιος ήταν αυτός ο νεαρός που έχαιρε τέτοιας εκτιμήσεως από τον πατέρα του. Για χάρη του ήλθε στα γραφεία, που σπάνια πατούσε, του άρεσε και έκανε κουμάντο από το εργοστάσιο.
Κάτσανε σε ένα εστιατόριο, και ο Βασίλης ανέπτυξε τα σχέδια του, πως ήθελε δηλαδή να ανοίξει ένα γραφείο να πουλά τις πατέντες που θα του παραγγέλνανε. Έπρεπε να βρεθεί ο κατάλληλος τόπος και η σχετική διαφήμιση. Ο Μπακόπουλος είχε διαφορετική άποψη, νέος άνθρωπος σε μια μεγάλη πόλη ξένος σίγουρα θα χαθεί, καλλίτερα να δούλευε για λογαριασμό του, ο Βασίλης ανένδοτος, «θα γίνω αφεντικό και θα με λένε μια μέρα όλοι κύριο Ράπτη». Αφού είδε πως δεν μπορεί να του αλλάξει μυαλά, πρότεινε ο Μπακόπουλος, να έρθει στο εργοστάσιο να δει, και αν έχει να προτείνει κάτι αυτός θα ήταν ο πρώτος του πελάτης. Και μετά θα τον βοηθούσε με ένα γραφείο στην Θησέως και γραμματειακή υποστήριξη. Δεν τα κατάλαβε όλα, αλλά έδωσε ραντεβού την επομένη στο εργοστάσιο στο Αιγάλεω στο Άνω Λιούμι.
Χαιρετηθήκαν και ο Βασίλης επέστρεψε στο Πειραιά στο ξενοδοχείο, ο δε Μπακόπουλος στην Θησέως να επικοινωνήσει με τον Κυριάκο Μπαλωμένο να τον ενημερώσει πως ο Βασίλης βρέθηκε.
Το επόμενο πρωινό ο Βασίλης έφθασε στο εργοστάσιο του Μπακόπουλου. Μετά το κέρασμα του καφέ, ρώτησε ο Μπακόπουλος, τι θα είχε χρήσιμο κόλπο ή πατέντα να του πουλήσει, και ο Βασίλης ζήτησε πίστωση χρόνου μέχρι το μεσημέρι. Άρχισε να περιφέρεται στο εργοστάσιο και να παρατηρεί. Στο εργοστάσιο αυτό ετοίμαζαν υλικά και μηχανήματα για τα λιθογραφία. Απασχολούσε περίπου 20 άτομα.
Στον κάτω όροφο υπήρχαν σε σειρά 10 μηχανές, που φρέσκαραν τους τσίγκους. Σε μια μεγάλη σκάφη στρώνονταν οι τσίγκοι που είχαν πρωτίστως τριφτεί με το χέρι με χημικά υλικά, και έπεφταν πάνω τους χιλιάδες ατσάλινες μπίλιες, που λείαναν με παλμικές κινήσεις, και ετοίμαζαν την επιφάνια να δεχθεί την νέα απεικόνιση και έτσι να καταστεί κατάλληλη για το τυπογραφείο. Η παλμική κίνηση επιταχύνονταν, με ηλεκτρικό μοτέρ, που με ιμάντα ταρακουνούσε την σκάφη. Οι μπίλιες κάποιες φορές αν είχαν παραπάνω σκόνη σβολιάζανε και χρειαζόταν κατάβρεγμα με το λάστιχο να σπάνε οι σβόλοι. Αυτό σήμαινε καθυστέρηση στην παραγωγή και ασταθή χρόνο. Στο τέλος της κάθε παρτίδας, ανοίγοντας της πόρτα έσπρωχνε με την στέκα τις μπίλιες στον κουβά.
Πήρα μια καρέκλα ο Βασίλης και έκατσε απέναντι από τις μηχανές. Δεν κάπνιζε, δεν μίλαγε, μόνο κοίταζε. Θα πέρασαν δυο ώρες, όταν ζήτησε χαρτί και μολύβι από τον Μπακόπουλο, και του ανακοίνωσε πως έχει την πατέντα έτοιμη. Εκείνος χωρίς να βιάζεται τον προέτρεψε να αρχίσει να λέει ότι έχει να πεί. Ο Βασίλης του ζήτησε να πάνε σε μια από τις μηχανές να του δήξει τι ήθελε να αλλάξει. Περισσότερο από περιέργεια και λιγότερο από ενδιαφέρον, τον ακολούθησε.
-πέστε τους να σταματήσει η μηχανή αυτή. Κατόπιν πλησιάσανε και του είπε να σκύψει κάτω από την σκάφη.
-αν το μοτέρ εκείνο στην άκρη μετακινηθεί ακριβώς στο κέντρο, σε ένα άξονα, και γυρίζει έκκεντρα, θα έχουμε αντί την παλινδρομική κίνηση κυκλική προς τα έξω. Οι μπίλιες δεν θα σβολιάζουν γιατί συνέχεια θα σπρώχνονται, σημαίνει σταθερός χρόνος παραγωγής, εν συνεχεία με αμορτισέρ στην πίσω μεριά η σκάφη, θα ανασηκώνετε και δεν θα χρειάζεται το χασομέρι με την στέκα, θα πέφτουνε στο κουβά αυτόματα, στον οποίο θα τρέχει νερό για να πλένονται, μέχρι να στρωθούν οι επόμενες λαμαρίνες θα είναι καθαρές.
-στάσου, στάσου Βασίλη, είμαστε από τους λίγους που έχουμε τέτοια μηχανήματα, άλλοι τρίβουν ακόμα με τα χέρια. Αλλά περίμενε, να έρθει ο Μανώλης.
Πήρε τηλέφωνο στα γραφεία και ζήτησε να αφήσει οτιδήποτε κάνει ο Μανόλης και να έρθει στο εργοστάσιο, το μεσημέρι δε να ακολουθήσει και ο Γιώργος μόλις κλείσουν. Πράγματι σε καμιά ώρα φάνηκε ο Μανώλης και άκουσε τα σχέδια του Βασίλη για τις μηχανές. Ενθουσιάστηκε με τις ιδέες, και για να κλείσουν συμφωνία παρήγγειλαν τα ούζα στο διπλανό καφενείο. Συζήτησαν πολλές λεπτομέρειες και ο Βασίλης είχε λύση σε κάθε απορία του Μανόλη. Όταν ο Γιώργος έφτασε, στράφηκε η κουβέντα στο κέρδος που θα είχαν. Σταθερή παραγωγή, σημαίνει δυνατότητα σωστού προγραμματισμού, λιγότερα κολλήματα σημαίνει περισσότερη παραγωγή, και ακόμη είπε ο Βασίλης θα μπορούσαν να ενωθούν δύο σκάφες σε κάθε έκκεντρο μοτέρ, που σήμαινε τα μισά μεροκάματα για την ίδια δουλειά με λιγότερο ρεύμα.
Ο Μπακόπουλος έβλεπε του γιούς του, να κουβεντιάζουν με τον Βασίλη και χαιρόταν. Αποφάσισε κάποια στιγμή να μπει και αυτός στην συζήτηση.
-τώρα που μας τα είπες αυτά Βασίλη, τι όφελος έχεις;
-θα σας πουλήσω την πατέντα
-αν δεν θέλουμε να την αγοράσουμε, τι θα κάνεις, εσύ θα φύγεις και εμείς θα κάνουμε ότι σκέφτηκες, μας άνοιξες τα μάτια.
-χωρίς να με πληρώσετε; Αυτό δεν είναι τίμιο, ας είναι ευχαριστώ χαίρετε, και σηκώθηκε να φύγει.
-κάτσε παιδί μου κάτω, είπε ο Μπακόπουλος. Θα πλερωθείς και καλά μην αμφιβάλεις, έκανα αυτήν την κίνηση για να σε προφυλάξω, είναι πολλά που δεν ξέρεις όσο μυαλό και να κουβαλάς. Οι γιοί μου ξέρουν άλλα πράγματα που δεν τα φαντάζεσαι. Θα σου δώσω μια ευκαιρία να το διαπιστώσεις. Θα πάρεις ένα γραφεία στην Θησέως, και θα έχεις γραμματειακή υποστήριξη, μέχρι να αδειάσει κανένα γραφείο στο μέγαρο, να το νοικιάσεις μόνος σου. Θα σε βοηθήσουν τα παιδιά να κατοχυρώνεις τις πατέντες σου, να μην σε ξεγελάει κανένας, ακόμα θα σου μάθουν πως και πόσο να πουλάς, ότι σκάφτεσαι, γιατί εσένα εργαλείο είναι το μυαλό σου. Πάμε να φάμε τώρα να το γιορτάσουμε.
Από εκείνη την μέρα άλλαξε η ζωή του Βασίλη. Τον βοήθησαν οι Μπακόπουλοι, βρήκε ένα σπίτι στην πλάκα στα Αναφιώτικα, κοντά υπήρχε μια ταβέρνα που τα μεσημέρια πήγαινε για φαγητό, πλήρωνε κάτι παραπάνω στην νοικοκυρά μια ηλικιωμένη χήρα, και του φρόντιζε τα ρούχα και την καθαριότητα του σπιτιού. Τα βράδια άμα γυρνούσε ή αν ήτανε μέσα έβγαινε μέχρι το καφενείο να πιεί ένα καραφάκι ούζο, και να γυρίσει πίσω. Διάβαζε ότι βρισκότανε μπροστά του. Η Αθήνα ταλανιζόταν από απεργίες από διαδηλώσεις από την πολιτική αστάθεια, αλλά αυτός δεν καταλάβαινε τίποτα. Πολλές φορές του πρότειναν οι Μπακόπουλοι να βγουν παρέα να διασκεδάσουν, ποτέ δεν τους ακολούθησε. Στην τσέπη του είχε ένα μπλοκ και ένα μολύβι και κατά καιρούς σημείωνε και έκανε σκαριφήματα. Παράλληλα επέβλεπε μαζί με τον Μανόλη την ανακατασκευή των δυο μηχανών, που αποφάσισε ο Μπακόπουλος για να μην σταματήσει η παραγωγή.
Κόντευαν τα Χριστούγεννα του 1964 και ο Γιάννης Μπακόπουλος, θέλησε να συστήσει τον Βασίλη κα σε άλλους εργοστασιάρχες, να διευρύνει τον κύκλο των πελατών του. Ένα μεσημεράκι τον έβαλε στο αυτοκίνητο και φύγανε για το τυπογραφείο του τυπογραφείο του Δοξιάδη, όταν φτάσανε επικρατούσε πανικός στο προσωπικό. Είχε συμβεί ατύχημα, ένας εργάτης έκοψε το χέρι του στο ηλεκτρικό ψαλίδι, και δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε.
Ο Δοξιάδης μόλις γύρισε από το νοσοκομείο που πήγαν τον εργάτη, ενημέρωσε το προσωπικό ότι έχασε οριστικά τέσσαρα δάκτυλα ο εργάτης. Με κατεβασμένα τα κεφάλια γύρισαν στις δουλειές τους οι υπόλοιποι. Ο Βασίλης άκουγε και κατά την προσφιλή του συνήθεια δεν έβγαζε μιλιά. Όταν ησύχασαν όλοι ζήτησε να δει τον τόπο του ατυχήματος. Ο Δοξιάδης απόρησε, «ιατροδικαστική έρευνα θα κάνεις;» ο Μπακόπουλος όμως του είπε να μην βιάζεται να βγάλει συμπεράσματα μόνο να οδηγήσει τον Βασίλη εκεί. Πήγαν στο ψαλίδι.
Ζήτησε ο Βασίλης να δει πως δουλεύει, ο Δοξιάδη του έδειξε βάζοντας ένα σωρό βιβλίων για ξάκρισμα (να κοπούν τα περισσεύματα), και κρατώντας την ντάνα πάτησε το κουμπί να κατέβει ο ψαλίδι.
-θα γίνουν και άλλα ατυχήματα πολλά και φταίει το ψαλίδι. Πρέπει να βάλετε μια βέργα οδηγό να σπρώχνει το σωρό των βιβλίων, από κάτω να έχετε δύο μπουτόν που να πατάει με τα δάκτυλα και στο πόδι θα είναι ο διακόπτης που κατεβάζει το ψαλίδι.
Ο Δοξιάδης κοίταζε τον Μπακόπουλο στα μάτια, εκείνος χαμογέλασε
-σκέψου πόσα θα γλυτώσεις στο μέλλον από αποζημιώσεις, και κόψε μια επιταγή για τον Βασίλη,
-πόσα;
-όσα μπορείς περισσότερα, και θα τον ξανακαλέσεις να είσαι σίγουρος
Ο Βασίλης άκουγε αλλά σιωπούσε, κοίταζε γύρω τα άλλα μηχανήματα και με το μυαλό του σκεφτότανε τι είδους βελτιώσεις μπορούν να γίνουν.
Ο Δοξιάδης ήταν ο πρώτος από μια σειρά γνωριμιών που έκανε ο Βασίλης. Ακολούθησαν και άλλοι που ζήτησαν να τον γνωρίσουν, να ακούσουν προτάσεις να βελτιώσουν τις δουλειές τους. εκείνος για όλα είχε απαντήσεις και λύσεις εφαρμόσιμες. Λιγόλογος πάντα και μαζεμένος. Δεν κυκλοφορούσε στην πιάτσα, δεν είχε παρέες εκτός από τους γιούς του Μπακόπουλου, και αυτούς μόνο στην Θησέως 16. Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για χρήματα, όποτε χρειάζονταν πήγαινε στην τράπεζα και έβγαζε, φρόντιζε ο Μπακόπουλος για τις αμοιβές του, εκείνος άλλωστε ήταν εξαιρετικά ολιγοέξοδος. Μόνο τα τελείως απαραίτητα ξόδευε, και ο λογαριασμός της τράπεζας αυξάνονταν. Του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «ο Τρελός επιστήμων»
Περνούσαν τα χρόνια μονότονα, οι κυβερνήσεις αλλάζανε, έγινε η «επανάσταση» στρατιωτικοποιήθηκε η χώρα, αυτός δεν καταλάβαινε τίποτα, συνέχιζε την ζωή του στο ίδιο ρυθμό. Μέχρι την άνοιξη του 1968. Είκοσι πέντε χρονών τότε ο Βασίλης, είχε ένα μοτοσακό, να κυκλοφορεί στην Αθήνα να προλαβαίνει τις υποχρεώσεις του. Είχε εν τω μεταξύ είχε αδειάσει γραφείο στην Θησέως στον τρίτο όροφο και μετακόμισε. Ο Μπακόπουλος είχε συμβιβαστεί και του παρεχώρησε μια κοπέλα έμπειρη από το δικό του λογιστήριο, έγραψε στην πόρτα με μεγάλα γράμματα (Βασίλης Ράπτης Ευρεσιτεχνίες).
Εκείνη την άνοιξη, γέμισε η Αθήνα από αφίσες διαφημιστικές, για ένα λάδι της θάλασσας. Ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα ξαπλωμένη στην παραλία. Κοίταζε ο Βασίλης την διαφήμιση και του φαινότανε γνώριμη η φυσιογνωμία αυτή. Δεν μπορούσε να θυμηθεί που την γνώρισε. Απέφευγε γενικώς τις συναναστροφές, κι όμως αυτήν κάπου την γνώριζε. Ήθελε να ρωτήσει το όνομα της αλλά ντρεπότανε, ποιόν να ρωτήσει την κοπέλα στο γραφείο ή την νοικοκυρά του; Θα τον κακοχαρακτήριζαν, αλλά πάλι είχε έντονη την περιέργεια να θυμηθεί που την γνώριζε.
Την περιέργεια του την ικανοποίηση με ένα τρόπο αναπάντεχο. Ένα τηλεφώνημα από τα συνηθισμένα του Μπακόπουλου, του όριζε ραντεβού για το απόγευμα να δούνε κάποιον υποψήφιο πελάτη. Πέρασε από τα Αναφιώτικα, ο Γιάννης Μπακόπουλος πήρε τον Βασίλη και ξεκίνησαν με προορισμό την Νέα Χαλκηδόνα, χωρίς να τον ενημερώσει. Ο Βασίλης τρωγόταν από την περιέργεια πέταξε την σπόντα.
-γέμισε η Αθήνα με το αντηλιακό, ποιος το κυκλοφόρησε
-μάλλον δουλειά του Δοξιάδη μοιάζει,
-ναι μάλλον βρήκε όμως το κατάλληλο μοντέλο
-ναι το βρήκε, χαμογέλασε, σε ενδιαφέρει; Θέλεις μήπως να στην γνωρίσω;
-όχι, έτσι το είπα, είπε ο Βασίλη και κοκκίνισε.
Σταμάτησαν μπροστά σε ένα σπίτι, του φάνηκε γνώριμο, αλλά δεν θυμότανε.
-πάμε μέσα Βασίλη. Πέρασαν την πόρτα του κήπου και πριν προλάβουν να κτυπήσουν η πόρτα άνοιξε. Μια κυρία ηλικιωμένη τους υποδέχθηκε.
-περάστε, ο κύριος σας περιμένει,
Η φωνή ήταν γνώριμη, ο Βασίλης άρχισε να συνειδητοποιεί που βρισκότανε. Καθώς ανέβαιναν την σκάλα γύρισε να δει την κυρία αλλά αυτή είχε χαθεί. Στο κεφαλόσκαλο τους περίμενε ο Κυριάκος Μπαλωμένος.
-καλώς τους, τι κάνεις κύριε πατενταδόρε;
Ο Βασίλης δάκρυσε έπιασε το χέρι του Κυριάκου και το φίλησε με πολύ σεβασμό
-δεν τα ξανάπαμε παπάς είμαι; Να μην μου φιλάς το χέρι έλα να σε αγκαλιάσω. Τον αγκάλιασε μια στιγμή και την επόμενη τον έσπρωξε «κάτσε να δω, πως έγινες έτσι, πως μεγάλωσες»
Ο Βασίλης ήταν αμίλητος, κοιτούσε μια τον Μπαλωμένο και μια τον Μπακόπουλο. Αισθανότανε άσχημα ήθελε να ανοίξει η γη να το καταπιεί, τόσο μεγάλη ήταν η αμηχανία του. Ο Μπακόπουλος το πείραξε
-άντε να δούμε τώρα τι πατέντα θα κάνεις;
-κύριε, μίλησε ο Βασίλης προς τον Κυριάκο, κύριε συγχωρέστε την αχαριστία μου.
-παιδί μου όλα το χρόνια ήξερα που είσαι και τι κάνεις, δεν σε έχασα, όχι εσένα δεν σε έχασα, έχασα όμως την Ηρώ.
-θυμάμαι, το γράμμα εκείνο ακόμα το έχω φυλαγμένο, δεν την ξαναείδατε από τότε;
-την είδα αυτές τις ημέρες, όλη η Αθήνα την βλέπει, δεν βλέπεις τα χάλια μας, που καταντήσαμε, αυτή η κοπέλα είναι η Ηρώ.
Ο Βασίλης σώπασε, σηκώθηκε πήγε μέχρι το παράθυρο, κοίταξε λίγο την αυλή του σπιτιού ξαναγύρισε και έκατσε
-πέστε μου κύριε τι έτρεξε;
Ο Μπακόπουλος σηκώθηκε να φύγει.
-δεν νομίζω να χρειάζομαι, θα τα πούμε αύριο, σύμφωνοι Βασίλη.
Μόλις έφυγε ο Κυριάκος τράβηξε ένα κορδόνι και κτύπησε ένα κουδούνι, «θυμάσαι η πρώτη σου πατέντα» «όχι η πρώτη ήταν τα παπούτσια». Ανέβηκε εν τω μεταξύ η κυρία που τους άνοιξε την πόρτα.
-με ζητήσατε κύριε;
Ο Κυριάκος στράφηκε προς τον Βασίλη, «η Χρύσα» τότε ο Βασίλη την αναγνώρισε και αυθόρμητα την αγκάλιασε «αχ κυρία Χρύσα πόσο μου λείπετε, καθίστε μαζί μας.»
-φέρε μας καφέδες σε παρακαλώ, και να ειδοποιήσεις τον Άρη να έρθει. Είπε ο Κυριάκος και γύρισε πάλι προς τον Βασίλη και άρχισε να του εξιστορεί τα διατρέξαντα. Μετά την φυγή της Ηρώς, δεν είχε πρόσωπο να κυκλοφορεί στην κοινωνία, και αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα, με δύο στόχους, ο ένας να μπορέσει ευκολότερα το κορίτσι να επιστρέψει στο σπίτι του και δεύτερος, να τακτοποιηθεί ο Άρης, που δεν ήταν ιδιαίτερα ευφυής, και τσακωνότανε συνέχεια με τον Αλέξανδρο. Άφησε λοιπόν την φάμπρικα στον Αλέξανδρο, και ξεκίνησε στην Αθήνα οικοδομικές επιχειρήσεις, αγοραπωλησίες οικοπέδων, αντιπαροχές και όλα τα συναφή. Ο Άρης μαζί του από την αρχή, για να έχει πλήρη αντίληψη, αλλά πάλι ήταν λίγος. Ώρες και φορές σκεπτότανε να του ανοίξει ένα ψιλικατζίδικο αν και γι αυτό αμφέβαλε αν το καταφέρει. Από την Ηρώ δεν είχε κανένα νέο, καμιά προσπάθεια συμφιλίωσης δεν έγινε. Δεν ήξερε που να την βρει μέχρι αυτές τις ημέρες που γέμισε η Αθήνα με τις αφίσες της. Ρώτησε στην διαφημιστική εταιρία, να μάθει που μπορούσε να βρει το μοντέλο, και έμαθε πως λεγότανε Κική Ράπτη, και αν θέλουν οποιαδήποτε διαφήμιση μόνο μέσω της εταιρίας.
Όσο μιλούσε ο Κυριάκος, ο Βασίλης τον κοίταζε αμίλητος με το ερευνητικό του μάτι. Τον έβλεπε γερασμένο και πονεμένο. Ένοιωθε την υποχρέωση να βοηθήσει αλλά δεν ήξερε πως. Εδώ δεν χωρούσαν πατέντες. Κάποια στιγμή που σταμάτησε να μιλά τον ρώτησε
-τι μπορώ να κάνω κύριε;
-αν θέλεις να βοηθήσεις έλα να δουλέψεις μαζί μου, θα είσαι συνέταιρος, να κάνουμε μαζί εταιρία να την πούμε Ράπτης-Μπαλωμένος, όταν φύγω από αυτήν την ζωή να είναι εξασφαλισμένος ο Άρης. Αυτός είναι ο καημός μου. Έχασα το κορίτσι μου, είναι μακριά ο μεγάλος μου και ο Άρης δεν τα καταφέρνει, βοήθησε με, και θα στο χρωστώ χάρη, είπε παρακαλετά
-μη κύριε, όχι μην παρακαλάτε, θα κάνω ότι θέλετε, αν είμαι άνθρωπος σήμερα το οφείλω σε σας. Μην παρακαλάτε, πέστε μόνο τι πρέπει να κάνω.
Αναθάρρησε ο Κυριάκος Μπαλωμένος, τράβηξε πάλι το κορδόνι και παρήγγειλε στην Χρύσα να ετοιμάσει το βραδινό με ένα πιάτο παραπάνω. Στο τραπέζι έκατσε και ο Άρης που είχε ειδοποιηθεί να επιστρέψει, έπαιζε μπιλιάρδο στην λέσχη της γειτονιάς. Χάρηκε που ξαναείδε τον Βασίλη και μετά το φαγητό άρχισαν να καταστρώνουν τα σχέδια της εταιρίας που ξεκινούσε την πορεία της. Βράδιασε καλά όταν η Χρύσα εμφανίστηκε πάλι, «ο Βασίλης θα μείνει εδώ;» όταν πήρε καταφατική απάντηση με το κούνημα των κεφαλιών και των τριών, πήγε να ετοιμάσει το δωμάτιο.
Η νοικοκυρά και ο καφετζής στα Αναφιώτικα, περιηγήθηκαν επειδή πρώτη φορά στα τόσα χρόνια ο Βασίλης, δεν ακολούθησε το συγκεκριμένο πρόγραμμα του. Η περιέργεια τους μεγάλωσε περισσότερο όταν ανακοίνωσε στην νοικοκυρά πως θα μετακομίσει.
Στο τέλος του χρόνου άδειασαν και άλλα γραφεία στο τρίτο όροφο της Θησέως, και τα νοίκιασε η νέα εταιρία οικοδομικών επιχειρήσεων αντιπαροχών, αγορών και πωλήσεων οικοπέδων και διαμερισμάτων με τίτλο ΜΠΑΡΑ από Μπαλωμένος-Ράπτης. Όλος ο όροφος ήταν της ΜΠΑΡΑ εκτός από ένα γραφείο που υπήρχε η ταμπέλα (Βασίλης Ράπτης Ευρεσιτεχνίες). Σε αυτό διανυχτέρευε πολλές φορές ο Βασίλης, όταν οι υποχρεώσεις δεν του αφήναν περιθώρια χρόνου να πάει μέχρι την Νέα Χαλκηδόνα.
Εκεί σε ένα σπίτι δίπλα στου Μπαλωμένου είχε εγκατασταθεί. Είχε μάθει να είναι μόνος, δεν μπορούσε να μείνει με κανέναν άλλον όσο κι αν του ήταν αγαπητός. Κυριακές και σχόλες τις περισσότερες φορές τον βρίσκανε στην Θησέως, με το μολύβι στο χέρι να σχεδιάζει πατέντες και να ψάχνει λύσεις, οι οικοδομές του παρείχανε πολλές ευκαιρίες να αναδεικνύει το ταλέντο του, Ο Άρης τον παραδεχότανε, δεν έφερνε αντιρρήσεις, το επιτελείο που είχε οργανώσει ο Κυριάκος ήταν συνεργάσιμο και όλα πήγαιναν καλά.
Ο μόνιμος καημός του Κυριάκου ήταν η απουσία της Ηρώς, τον είχε μεταφέρει και στον Βασίλη. Λίγο τον ένοιαζε για την Ηρώ, αλλά πολύ περισσότερο ενδιαφερότανε να μην στεναχωριέται ο Κυριάκος. Ο Άρης την είχε ξεγράψει εντελώς, και όποτε ο πατέρας του την ανέφερε, δυσανασχετούσε και άλλαζε κουβέντα. Έτσι κύλησαν δυο χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων σε τακτικά διαστήματα γέμιζε η Αθήνα από αφίσες με την Ηρώ (Κική Ράπτη) άλλοτε να διαφημίζει κραγιόν, άλλοτε αρώματα, άλλοτε γυαλιά, και τις περισσότερες καλτσόν και εσώρουχα.
Παραμονή πρωτοχρονιάς του 1970, ο Βασίλης βρισκόταν στο γραφείο της Θησέως, δυο άτομα μονάχα στο λογιστήριο της ΜΠΑΡΑ εκείνη την ώρα, κλείσανε το ταμείο, και τον χαιρετίσανε «καλή χρονιά κύριε Ράπτη» «στο καλό καλή χρονιά» αντευχήθηκε και πήγε στη πόρτα, την έκλεισε και επειδή ήταν αργά σκέφτηκε να διανυχτερεύσει στο διπλανό γραφείο, το είχε κάνει πολλές φορές. Μόλις μπήκε και προσπάθησε να κλείσει την πόρτα αισθάνθηκε κάποιο εμπόδιο, έσπρωξε δυνατότερα, αλλά πάλι δεν έκλεινε, άνοιξε να ερευνήσει τι συμβαίνει και έμεινε άλαλος. Μπροστά του στεκότανε η Ηρώ.
-παρακαλώ, έκανε πως δεν την γνώριζε
-θα με αφήσεις να περάσω; Ρώτησε και έσπρωξε την πόρτα,
-περάστε, τι μπορώ να κάνω για σας, συνέχισε στον ίδιο τόνο
-Βασίλη, μη με κοροϊδεύεις, βλέπω στα μάτια σου πως με αναγνώρισες, είμαι η Ηρώ, είπε και έκλεισε την πόρτα πίσω της, δύο ώρες περίμενα να φύγουν οι υπάλληλοι για να μπω
-η Ηρώ, α! μάλιστα η Ηρώ, ο Βασίλης τα είχε χαμένα, ήταν εικοσιεπτά χρόνων και δεν είχε βρεθεί μόνος του με γυναίκα σε κλειστό χώρο, δεν ήξερε πώς να φερθεί, την κοίταξε μια στιγμή στα μάτια και αμέσως τα χαμήλωσε, ήταν τόσο όμορφη. Κοκκίνισε, -τι μπορώ να κάνω για σας;
-να μου πεις να κάτσω πρώτα, είπε και έβγαλε το παλτό της, ένα ευχάριστο άρωμα πλημμύρησε το χώρο, -ήξερα πως θα σε βρω εδώ, τέτοια μέρα και τέτοια ώρα μόνο άνθρωποι σαν εσένα δουλεύουν.
-κάτσε Ηρώ είπε αφού επιστράτευσε όλο το θάρρος του, αλλά πάλι δεν άντεχε να την βλέπει στα μάτια.
-είμαι σε δύσκολη θέση Βασίλη, πρέπει να με βοηθήσεις
-εγώ εσένα, εσύ είσαι φίρμα, όλη η Αθήνα είναι γεμάτη από τις αφίσες σου, τι μπορώ να κάνω εγώ για σένα;
-άκου, είπε και άρχισε να του διηγείται, όλα όσα νόμιζε πως δεν γνώριζε. Το φευγιό με τον Μπάμπη, την γνωριμία με την Φλώρα, στην οποία αρνήθηκε όταν της ζήτησε να κάνει βίζιτες, και την προσπάθεια να σταθεί στα πόδια της στον κόσμο του θεάματος. Για να γίνει φίρμα και φτάσει να γεμίσουν την Αθήνα με την φωτογραφία της, υποχρεώθηκε να κάνει παραχωρήσεις, να κοιμηθεί σε διάφορα κρεβάτια και όχι πάντα μόνη της, και τώρα κυοφορούσε, χωρίς να είναι σίγουρη ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού, έλεγε και έκλεγε, για καταλήξει,
-λυπήσου με και θυμήσου, πριν κάποια χρόνια σε έβγαλα από το κολαστήριο, βγάλε με τώρα εσύ από τον βούρκο, και τον κοίταξε ικετευτικά στα μάτια, εκείνος πάλι χαμήλωσε τα δικά του, εκείνη συνέχισε, -εγώ πρέπει να χαμηλώνω το βλέμμα όχι εσύ,
Ο Βασίλης σηκώθηκε από την καρέκλα, πήγε όπως συνήθιζε μέχρι το παράθυρο, κοίταξε λίγο έξω, ψιλόβρεχε, απέναντι υπήρχε αφίσα με την Ηρώ να διαφημίζει ένα ποτό. Γύρισε και την είδε να έχει ακουμπήσει το κεφάλι της στο γραφείο πάνω στα κουλουριασμένα χέρια της. Την πλησίασε, την άγγιξε στο ώμο δειλά, όταν σήκωσε το κεφάλι της χαμογέλασε
-Ηρώ, μια είναι η λύση,
-ποια
-θα σε παντρευτώ αν θέλεις, να έχει το παιδί έναν πατέρα, και σου υπόσχομαι να το φροντίσω μέχρι να ξεσκολίσει.
Σηκώθηκε η Ηρώ από την καρέκλα της, του έπιασε το κεφάλι και το φίλησε στο στόμα, «θα το κάνεις στ αλήθεια;»
Σαστισμένος από την αντίδραση της, πρώτη φορά είχε τέτοια εμπειρία, τραβήχτηκε πίσω. Γι αυτήν ήταν μια συνηθισμένη εκδήλωση μέσα στο κύκλωμα που ζούσε.
-με ξέρεις από μικρό πως ήμουν πάντα άνδρας με λόγο, δεν άλλαξα εγώ, εσύ εξόκειλες, σε δέκα μέρες από σήμερα υπόσχομαι να είμαστε επίσημα ζευγάρι, αλλά απαιτώ την υποταγή σου, για όσο καιρό θα είμαστε μαζί, αν συμφωνείς. Αν πάλι δεν θέλεις πες τι άλλο σκέφτεσαι.
-τίποτα Βασίλη, τίποτα, ότι πεις θα γίνει, και όποτε εσύ βαρεθείς σήκω και φύγε, το παιδί θα έχει όνομα.
Αφού συμφωνήσαν, σήκωσε το τηλέφωνο και πήρα στο σπίτι του Μπαλωμένου, ήταν η Χρύσα που σήκωσε το ακουστικό. Ο Κυριάκος είχε πάει στου Μπακόπουλου να παίξουν χαρτιά να υποδεχτούν τον νέο χρόνο. Της παρήγγειλε να τον βρει οπωσδήποτε, και να επιστρέψει στο σπίτι γιατί θα ερχότανε εκεί και έπρεπε να τον δει. Η Χρύσα δεν είχε μάθει να φέρνει αντιρρήσεις, και εκτέλεσε την εντολή. Δεν άργησε ο Κυριάκος να έρθει σπίτι του, ήξερε πως για να ζητάει κάτι ο Βασίλης σίγουρα θα άξιζε τον κόπο. Άργησε να φτάσει ο Βασίλης όμως, ερχότανε με το μοτοσακό και φέρνοντας μαζί του την Ηρώ. Κτύπησε την πόρτα περασμένα μεσάνυκτα, όταν άνοιξε με το κορδόνι από ψιλά, πέρασε μέσα και φώναξε χαρούμενα,
-καλή χρονιά, τι σας έχω για ποδαρικό;
-ανέβα πάνω και άσε τα αστεία, μίλησε ο Κυριάκος
-όχι, κατέβα τώρα εσύ, έλα να δεις ποιος θα κάνει ποδαρικό, μην αργείς έλα έλα, με τόνο που σήκωνε αντιρρήσεις.
Κατέβηκε τις σκάλες ο Κυριάκος και πλησίασε την πόρτα, ευτυχώς ήταν κοντά του ο Βασίλης και τον κράτησε, αλλιώς θα είχε σωριαστεί κάτω, από την έκπληξη του, μόλις είδε την κόρη του, την επόμενη στιγμή που στάθηκε στα πόδια του, άλλαξε το ύφος του και πήρα μια παγωμένη έκφραση. Κοίταξε τον Βασίλη στα μάτια με ένα βλέμμα ακαθόριστο, έκπληξη, θυμός, ενθουσιασμός και χαρά συνυπήρχαν. Ο Βασίλης τον πρόλαβε πριν πει καμιά κουβέντα.
-κύριε, από δω είναι η αρραβωνιάρα μου,
-μη λες κύριε πλέον, πες με πατέρα, είπε και άνοιξε την αγκαλιά του να σφίξει την κόρη του, -με την ευχή μου χίλιες φορές.
-μια μας φτάνει, μετά τα φώτα θα γίνει ο γάμος,
-Χρύσα φώναξε ο Κυριάκος, έλα να δεις ποιος μας κάνει ποδαρικό, βγήκε η Χρύσα, αγκάλιασε κλαίγοντας την Ηρώ, «παιδάκι μου που ήσουν;»
-κυρία Χρύσα ντύσου και στολίσου πάμε να γλεντήσουμε, σήμερα έχουμε αρραβωνιάσματα είπε ο Βασίλης και πλησίασε την Ηρώ την αγκάλιασε από το ώμο, -σε λίγες μέρες παντρευόμαστε.
Πρώτη φορά στην ζωή του ο Βασίλης, έκανε νυχτερινή έξοδο την πρωτοχρονιά του 1970, ζαλίστηκε από την φασαρία και την οχλοβοή που συνάντησε στο κέντρο διασκεδάσεως, και ζήτησε να φύγουν γρήγορα. Ο Κυριάκος κουρασμένος και η Χρύσα το ίδιο, δεν φέρανε αντίρρηση, ενώ η Ηρώ κοίταζε το Βασίλη στα μάτια και δεν έβγαζε κουβέντα. Επιστρέφοντας στο σπίτι του Μπαλωμένου, κατέβηκε νωρίτερα στο δικό του, τους χαιρέτισε και δώσανε ραντεβού για το αυριανό μεσημεριανό φαγητό.
Σε δέκα ημέρες έγινε στον Μητροπολιτικό ναό και ο γάμος. Πέρασαν πολλοί να ευχηθούν, κυρίως από το επιχειρηματικό κόσμο, (αγαπούσαν όλοι τον «τρελό επιστήμονα» με τις ευρεσιτεχνίες του οποίου οικονομούσαν χρήματα). Κάποιοι από τον καλλιτεχνικό και δημοσιογράφοι. Καρτερικά χαιρετούσαν όσους παρέλαυναν από μπροστά τους, μέχρι κάποια στιγμή που η Ηρώ, σήκωσε το χέρι της και άστραψε ένα χαστούκι σε αυτόν που ήταν μπροστά της, «εξαφανίσου από εδώ», εκείνος ταπεινωμένος και κρατώντας το μάγουλο του, οπισθοχώρησε πέφτοντας σε άλλους που περίμεναν να χαιρετίσουν το ζευγάρι. Γύρισε στον Βασίλη η Ηρώ, «ο Μπάμπης, πάμε να φύγουμε». Την ίδια στιγμή ξεκίνησαν να φύγουν, αφήνοντας να περιμένουν άδικα όσοι θελαν να τους ευχηθούν.
Γράφανε οι εφημερίδες την άλλη μέρα για τον επεισοδιακό γάμο της ομορφότερης και του εξυπνότερου. Πολλά τα σχόλια και καλοπροαίρετα και κακοπροαίρετα. Πολλά πληρωμένα από τις διαφημιστικές εταιρίες που συντηρούσαν ένα μύθο. Τίποτα από αυτά δεν διάβασε, το νιόπαντρο ζευγάρι, αφού την επομένη κι όλας μέρα ταξίδευαν για το Μιλάνο, να περάσουν τον μήνα του μέλιτος. Με το ίδιο αεροπλάνο ταξίδευε και ο Γιώργος Μπακόπουλος, προκειμένου μαζί με τον Βασίλη να κατοχυρώσουν διεθνώς την νέα ευρεσιτεχνία του, που αφορούσε σωληνωτές σκαλωσιές, που γινόντουσαν πύργοι. Και παράλληλα να βρουν και χρηματοδότη ή εργοστάσιο που θα αναλάμβανε την παραγωγή.
Άρχισε ο έγγαμος βίος για τον Βασίλη ήταν ένα βασανιστικό μαρτύριο. Αγαπούσε την Ηρώ, όμως το φιλότιμο του και ο εγωισμός δεν του επέτρεπαν να το παραδεχθεί. Αυτός την παντρεύτηκε για να έχει πατέρα και όνομα το παιδί και όχι να επωφεληθεί αυτός, έτσι σκεφτότανε. Όταν επέστρεψαν μετά από είκοσι μέρες, τους περίμενε ένα τεσσάρι ρετιρέ στη Φωκίωνος Νέγρη. Είχε φροντίσει ο Κυριάκος την αγορά και η Χρύσα είχε αναλάβει τον εξοπλισμό. Πήγε το ζευγάρι να εγκατασταθεί. Ο Βασίλης πέρασε στην κρεβατοκάμαρα και είδε ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι, έκλεισε την πόρτα και είπε στην Ηρώ πως θα γυρίσει σε λίγο. Κατέβηκε αναζήτησε μια έκθεση επίπλων κα παρήγγειλε δυο μονά κρεβάτια, και επέστρεψε. Ανακοίνωσε στην Ηρώ την παραγγελία και το βράδυ κοιμήθηκαν σε χωριστά δωμάτια. Αυτό συνεχίστηκε λίγες ημέρες, μέχρι που ήρθαν τα κρεβάτια που αντικατάστησαν το μεγάλο. Από τότε κοιμόντουσαν δίπλα και χώρια, στο ίδιο δωμάτιο. Σε αυτό το δωμάτιο δεν έμπαινε κανείς εκτός απ την Χρύσα, που ερχότανε και βοηθούσε στο νοικοκυριό.
Γέννησε η Ηρώ ένα όμορφο αγόρι, και δεν σκεφτήκαν πολύ για το ονομάσουν Κυριάκο. Η ζωή του ζευγαριού κυλούσε ομαλά, το παιδάκι μεγάλωνε φυσιολογικά, ο Βασίλης υποδειγματικός πατέρας, και τρυφερός σύζυγος, όσο υπήρχαν ξένοι δίπλα τους, το ίδιο και η Ηρώ.
Κουβέντα δεν ξαναέγινε στο σπίτι για τον Μπάμπη, ή την περιπέτεια της Ηρώς, με την Φλώρα και τα μοντέλα, όλα ξεχαστήκανε. Η Χρύσα έμαθε την Ηρώ να πηγαίνει στην εκκλησία της γειτονιάς, την έμαθε ακόμα να μαγειρεύει, και να φροντίζει το σπιτικό της. Όλα αυτά δεν αρκούσαν για την Ηρώ, ήταν ανήσυχο πνεύμα. Προσπάθησε πολλές φορές να πλησιάσει το Βασίλη, με διάφορους τρόπους, εύρισκε μπροστά της ένα τοίχος. Κανείς εκτός από την Χρύσα δεν είχε καταλάβει τίποτα.
Όταν ο μικρός Κυριάκος πήγε στο σχολείο, περίσσευε χρόνος. Για να μη πηγαίνει χαμένος, ο Βασίλης της πρότεινε να έρχεται στην ΜΠΑΡΑ, να βοηθάει και να μαθαίνει την εταιρία, μια και ο Άρης ήταν πάντα λίγος. Δεν είχε αντίρρηση αυτή και σε λίγο καιρό είχε γίνει απαραίτητη στην εταιρία. Όσο περνούσαν οι μήνες, αποσυρόταν από την ΜΠΑΡΑ ο Βασίλης ρίχνοντας το βάρος του στις ευρεσιτεχνίες, ερχότανε η εποχή του αλουμινίου στα κουφώματα και σχεδίαζε πατέντες να μην πηγαίνουν χαμένα υλικά από ρετάλια. Είχε οργανωθεί καλά, αλλά δεν σταμάτησε την συνεργασία με τους Μπακόπουλους, ούτε και το είχε σκοπό, ήταν ευγνώμων και το έδειχνε σε κάθε ευκαιρία. Αποκαλούσε τον Κυριάκο Μπαλωμένο πατέρα και το ένοιωθε. Όλες τις πατέντες τις κατοχύρωνε στο όνομα της γυναίκας του, όπως και ότι περιουσιακό στοιχείο αποκτούσε. Είχε ακόμα αποσύρει την συμμετοχή του στην ΜΠΑΡΑ, υπέρ της Ηρώς. Στην ουσία δεν είχε κρατήσει για το εαυτό του τίποτα, τα είχε δώσει όλα στην οικογένεια.
Η Ηρώ αυτό έβλεπε και δεν ήξερε πώς να ανταποδώσει αυτήν την ευτυχία, που όμως δεν ήταν ολοκληρωμένη.
Πέθανε η Χρύσα και η Ηρώ πολλαπλασίασε τις επισκέψεις στην εκκλησία, παρέσυρε και τον Βασίλη και κάθε Κυριακή η οικογένεια έδινε παρών στην λειτουργία, έπειτα ο περίπατος και το φαγητό κάπου έξω. Και ο καιρός περνούσε ρουτινιάρικος. Στα 1981 η Αθήνα ξαναζούσε στιγμές έντασης, αλλά ο Βασίλης δεν καταλάβαινε από αυτά.
Το παιδί μεγάλωσε το επόμενο χρόνο τέλειωνε το δημοτικό, ξεσκόλιζε κατά την προσφιλή του έκφραση. Τελείωνε το συμβόλαιο, είχε τηρήσει τον λόγο του σαν άνδρας, έπρεπε να σκεφτεί το επόμενο βήμα. Αυτό που τον προβλημάτιζε ήταν που έπρεπε να δικαιολογήσει την όποια απόφαση έπαιρνε στον Κυριάκο Μπαλωμένο.
Ο Κυριάκος Μπαλωμένος είχε αποσυρθεί από όλες τις δουλειές. Είχε πιάσει φιλίες με τον Παπά, και ξόδευε τις ώρες του ως επίτροπος στην εκκλησία της γειτονιάς. Δοξολογούσε τον Θεό, που τελείωνε η ζωή του, ήρεμα μετά την μεγάλη περιπέτεια με την κόρη του, και την ντροπή που ένιωσε. Θεωρούσε ανταμοιβή από τον Θεό, για όσα πρόσφερε στον Βασίλη και στα άλλα παιδιά που μάζευε στην φάμπρικα, άσχετα αν από αυτό πάντα είχε όφελος.
Μια φορά από τις πολλές που παρακολουθούσε την ακολουθία να εξελίσσεται, πίσω από το παγκάρι, έγειρε προς τα μπρός και ένας γδούπος ακούστηκε όταν έπεσε. Κάλεσαν ασθενοφόρο αλλά μάταια, τον είχε προδώσει η καρδιά του. Καλό σημάδι λέγανε οι θρησκόληπτοι, να πεθάνει στον ναό, κακό σημάδι λέγανε οι αντίθετοι, δεν τον ήθελε ο Θεός στην εκκλησία. Έγινε η κηδεία και Βασίλης θεώρησε πως ελευθερώθηκε. Ήταν ο ουσιαστικός αρχηγός της οικογένειας, αλλά όχι ο τυπικός.
Το καλοκαίρι 1982 ήρθε, ο μικρός Κυριάκος θα έλειπε πρώτη φορά σε κατασκήνωση. Το διάστημα αυτό νόμιζε ο Βασίλης πως έπρεπε να δράσει. Είχε φτάσει ο καιρός του χωρισμού, από την άλλη αγαπούσε την Ηρώ, είχε μάθει κοντά της, είχε συνηθίσει σε ένα τρόπο ζωής και του άρεσε αυτός ο ρυθμός. Αλλά ο εγωισμός του έλεγε, πως το συμβόλαιο τελείωσε. Μετά από πολύ σκέψη, πρότεινε στην Ηρώ να περάσουνε ένα διήμερο στο Πήλιο. Εκείνη δεν έφερνε ποτέ αντίρρηση στον Βασίλη, ούτε και τώρα. Στο ξενοδοχείο που φτάσανε, θέλησε να εκφράσει ότι τον βασάνιζε και μετά το βραδινό φαγητό της πρότεινε να περπατήσουν, εκεί άνοιξε το στόμα του, και τι δεν είπε τότε.
Μίλησε με πίκρα για το γεγονός που τον άφησαν στην Χίο και έφυγαν, έβγαζε ένα βάρος χρόνων, δεν είχε το θάρρος να τα πεί στον πατέρα της και τα έλεγε στην Ηρώ, μίλαγε για τις δυσκολίες που πέρασε για την μοναξιά που το κυνηγά πάντα. Ακόμα είπε πως όταν είδε τις αφίσες της τρελάθηκε να την γνωρίσει αλλά δεν ήξερε ποια είναι, και όταν εκείνη πήγε στο γραφείο προτιμούσε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της τόσα χρόνια, και τα περνούσε μαρτυρικά δίπλα της, αλλά σαν άνδρας κρατούσε τον λόγο του. Τώρα που το παιδί ξεσκόλιζε, έφτασε η ώρα που έπρεπε να τον αφήσει, και τι θα γίνει παρακάτω. Μιλούσε και έκλεγε. Δεν το φανταζότανε ποτέ θα κλάψει έτσι, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Είχε παράπονα πολλά, είχε περάσει τα σαράντα του χρόνια, και γυναίκα δεν είχε γνωρίσει, κι ας είχε δίπλα του μια από τις πλέον επιθυμητές της Αθήνας.
Η Ηρώ άκουγε, και δάκρυζε. Σκούπιζε τα μάτια της αλλά αυτά δεν έλεγαν να σταματήσουν. Όσο ο Βασίλης μιλούσε ένα μαχαίρι τις ξέσκιζε τα σωθικά. Πήρε τον λόγο κάποια στιγμή για να εκφράσει και αυτή τον πόνο της, να του πεί πως του είναι ευγνώμων για την σωτηρία που τις προσέφερε, αλλά ο εγωισμός του πάντα την κρατούσε μακριά, ήθελε να τον πλησιάσει, αλλά θυμόταν το πρώτο σπρώξιμο όταν τον φίλησε στο γραφείο και τα δυο μονά κρεβάτια όταν εγκατασταθήκαν στο σπίτι και είχε ενδοιασμούς. Φοβόταν μήπως κάνει κάτι και τον δυσαρεστήσει, γι αυτό ήταν πάντα τόσο προσεκτική και τυπική, είπε και άλλα πολλά, αυτός πάλι είπε τα δικά του, και κλαίγοντας και οι δύο επέστρεψαν στο ξενοδοχείο.
Στο δωμάτιο τους η Ηρώ θέλησε να τον πλησιάσει να ζευγαρώσουν επί τέλους, μετά από τόσα χρόνια γάμου. Εκείνος στο παράθυρο κοίταζε έξω αμίλητος. Η Ηρώ αδημονούσε
-έλα άνδρα μου στο κρεβάτι μας, πρώτη φορά το αποκάλεσε άνδρα μου.
Πλησίασε αυτός ακούμπησε τα χέρια στην μέση του και έβγαλε από μέσα του πολλή κακία.
-γιατί; Για να κάνεις σύγκριση με τους άλλους;
Γύρισε από την άλλη η Ηρώ και ξέσπασε σε λυγμούς, ο Βασίλης ντύθηκε και κατέβηκε στο μπαρ. Από την μία πλευρά η αγάπη νίκησε το πόνο, από την άλλη νικήθηκε από τον εγωισμό. Το άλλο πρωί η Ηρώ τον μάζεψε από το μπαρ, τον έβαλε στο αυτοκίνητο κα γυρίσανε σπίτι τους. όταν ξύπνησε ο Βασίλης αναρωτιόταν που βρίσκεται και πως είχε έρθει μέχρι εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου