Η διαπίστωση πως τα χρόνια περνούν χωρίς να τα καταλάβεις δεν είναι καινούργια, αλλά για τον καθένα όταν το συνειδητοποιεί είναι πρωτόγνωρο αίσθημα, που επαναλαμβάνεται αρκετές φορές με την ίδια ένταση. Υπάρχουν κάποια συναισθήματα που δεν υπάρχουν λόγια να ερμηνεύσει κανείς. Ένα από αυτά είναι όταν βλέπεις κάποια παιδάκια να μεγαλώνουν και να έχουν παιδιά σήμερα μεγαλύτερα από κείνα που γνώρισες κάποτε.
Η σημερινή ανάρτηση είναι σειρά μαντινάδες, που πριν από είκοσι χρόνια ειπώθηκαν και γραφτήκαν στο χαρτί για τον καλό της, από κάποιο κορίτσι, κυρία σήμερα εκλεκτή μας φίλη, που διαβάζει τον Πυθαγόρα, αλλά δεν έχει ευχέρεια και γνώσεις να αναρτά. Μας τις εμπιστεύθηκε για δημοσίευση, έχω και στο παρελθόν φιλοξενήσει της ιδίας κείμενα.
Όταν σε πρωτοείδανε τα μάτια τα δικά μου, ήταν το στήθος μου ανοιχτό και μπήκες στην καρδιά μου.
Έκαμες ρίζες στη καρδιά και μπλιό δε ξαναβγαίνεις μέσα στα φύλλα της καρδιάς τον ασκιανό ξομένεις.
Κι αφού μου πήρες τη καρδιά τη βάση του κορμιού μου, δεν ευχαριστήθηκες επήρες και τον νου μου.
Με αιχμαλώτισες και δεν μπορώ να φύγω εσένα θέλω να θωρώ έστω και λίγο-λίγο
Να σου μιλούν τα χείλη μου, να σε κοιτά η ματιά μου, να σ΄αγκαλιάζει η σκέψη μου, να σ΄αγαπά η καρδιά μου!
Και τώρα που είσαι μακριά δε σ΄έχω αφήσει μόνο, με τη δικιά σου ανάμνηση βραδιάζω-ξημερώνω!
Μες της νυχτιάς τη σιγαλιά που λάμπει κάθε αστέρι δίνω φιλιά του φεγγαριού καλέ μου να στα φέρει
Και σαν θα φέξει η αυγή κι ο ήλιος θα προβάλει ο νούς κι η σκέψη φεύγουνε σε σένα να ΄ρθουν πάλι!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου