Β΄. Η Ηρώ.
Αφήνοντας το Βασίλη να ταξιδεύει, και μέχρι να καταπλεύσει στο Πειραιά, θα ασχοληθούμε με την Ηρώ.
Ξεκίνησε τα γυμνασιακά της χρόνια, στην Νέα Χαλκηδόνα, αλλά πριν έρθουν τα Χριστούγεννα του 1956, επέστρεψε στην Αφρικανική παροικία, δίπλα στον πατέρα της. Δικαιολογία ήταν η υγεία της Χρύσας, αυτό όμως ήταν η πρόφαση μόνο. Μακριά από το σπίτι και τον πατέρα της η Ηρώ, δεν ήταν το φρόνιμο κοριτσάκι που μεγάλωσε, και δεν μπορούσε να το κουμαντάρει. Ξεφεύγοντας το κορίτσι από το αυστηρό περιβάλλον του ιδρύματος και την συνεχή παρακολούθηση, εξελίχτηκε σε ζιζάνιο, και η Χρύσα ζήτησε την επιστροφή.
Μετά την επιστροφή γράφτηκε Ελληνικό γυμνάσιο της παροικίας, εκεί οι επιδώσεις ήταν ικανοποιητικές αλλά όχι άριστες. Ήτανε η χρυσή μετριότητα, που με την οικονομική επιφάνεια της οικογένειας περνούσε τις τάξεις, όπως πριν από αυτήν ο αδελφός της Αριστοτέλης. Μεγαλώνοντας ομόρφαινε, την κυνηγούσαν πολλά αγόρια αλλά μάταια. Έφτασε μέχρι την πέμπτη τάξη.
Εκείνη την χρονιά είχε έρθει αποσπασμένος ένας πρωτοδιόριστος γυμναστής από την Ελλάδα. Ο Χαράλαμπος Γρηγοριάδης, ζήτησε από τα παιδιά να τον φωνάζουν κύριο Μπάμπη. Αθλητής του Πανελληνίου στο άλμα επί κοντώ, είχε τελειώσει την γυμναστική ακαδημία και αφού δεν υπήρχε κενή θέση γυμναστού στα Αθηναϊκά σχολεία ζήτησε απόσπαση και βρέθηκε να διδάσκει σωματική αγωγή στο Ελληνικό γυμνάσιο της παροικίας. Αυτός ήταν ο νέος 25 χρόνων τότε, που ερωτεύτηκαν όλες οι μαθήτριες του γυμνασίου. Κολακευμένος αυτός, έκανε το μεγάλο βήμα, και συνδέθηκε με την Ηρώ. Το πάθος του ήταν τόσο μεγάλο, όσο και η απειρία της Ηρώς, και αποφάσισαν να κλεφτούν. Το τελευταίο πρωινό πριν κλείσουν τα σχολεία για το Πάσχα 1961, έβαλε λίγα πράγματα στην σχολική της τσάντα, και αντί να πάει στην στάση που το σχολικό λεωφορείο σταματούσε, έστριψε ένα τετράγωνο νωρίτερα. Όταν το μεσημέρι την αναζητούσαν, αυτή είχε ήδη με το Μπάμπη επιβιβαστεί στο καράβι και ταξιδεύανε για τον Πειραιά.
Κάνανε όνειρα και έπλεαν σε πελάγη της ευτυχίας. Άπειροι και οι δύο δεν ξέρανε τι είχαν αποτολμήσει. Λέγανε πως η Ηρώ είναι δεκαεπτά χρόνων, ώσπου να κινηθούν οι διαδικασίες θα ενηλικιωνότανε, δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Σε πρώτη ευκαιρία θα παντρευόντουσαν, θα πουλούσαν το σπίτι στην Νέα Χαλκηδόνα, που ήταν στο όνομα της Ηρώς και θα άνοιγαν ένα γυμναστήριο και θα περνούσαν ζωή χαρισάμενη. Όνειρα της νιότης και του έρωτα, δυστυχώς αυτά τα όνειρα είναι συνήθως ουτοπίες, αλλά η διαπίστωση πάντα έρχεται αργά.
Μόλις φθάσανε στον Πειραιά, ξεκίνησαν με το τραίνο για την Νέα Χαλκηδόνα, αλλά στα μισά κατεβήκανε. Μήπως και τους περίμενε η αστυνομία ειδοποιημένη. Δεν έβαλαν με το νού τους, πως ο Κυριάκος Μπαλωμένος δεν θα τους κυνηγούσε. Είχαν το αίσθημα του φυγά και λαθραίου. Πήγαν στο σπίτι του Μπάμπη. Η μάνα του τους καλοδέχθηκε, τους έβαλε να φάνε, χωρίς να περιμένει την επιστροφή του πατέρα του. Ο Πατέρας του ήρθε μόλις είχαν αποφάει. Έκπληκτος άκουσε το Μπάμπη να του λέει πως αγαπά την Ηρώ και κλέφτηκε ναζί της για να παντρευτούν. Εκείνος, άστραψε και βρόντησε.
-δεν ντρέπεσαι; Σε έστειλε η πατρίδα να διδάξεις και εσύ κλέβεις ότι πολυτιμότερο υπάρχει για ένα δάσκαλο, την μαθήτρια σου. Πως θα μπορέσεις να αντικρίσεις τους γονείς της; Πως θα κυκλοφορήσει ο πατέρας αυτού του παιδιού στη κοινωνία; Να το έλεγες τουλάχιστον και στο αρνιότανε, θα είχες κάποια δικαιολογία, αλλά κρυφά σαν κλέφτης ενήργησες. Πως θα ζήσετε; Θα σε απολύσουν και δεν πρόκειται να ξαναβρείς δουλειά, το σκέφτηκε αυτό καθόλου;
Άφωνοι οι δύο νέοι παρακολουθούσαν τον πατέρα Γρηγοριάδη, να αγορεύει σε έντονο ύφος. Κατεβάσανε τα μάτια και περιμένανε να τελειώσει για να ακούσουν τι αποφάσισε. Μια στιγμή μετά από ώρα σταμάτησε, γύρισε στην γυναίκα του.
-στρώσε στον καναπέ θα κοιμηθεί ο προκομμένος, και η σουσουράδα στο δωμάτιο του, στρεφόμενος στους νέους συνέχισε. –αύριο πρωί θα πάμε στον ΟΤΕ να πάρουμε τηλέφωνο τον πατέρα της.
-όχι αυτό, είπε η Ηρώ,
-αυτό που λέω εγώ δεν σηκώνει αντίρρηση, σε αυτό το σπίτι αφεντικό είμαι εγώ
-μα δεν καταλαβαίνετε;
-καταλαβαίνω και πολύ καλά, ό άλλος τρόπος είναι η αστυνομία, ξέρεις πως είσαι ανήλικη, και για χάρη σου θα μπει φυλακή ο προκομμένος ο γιός μου;
-πατέρα σταμάτα, μπήκε ο Μπάμπης στην κουβέντα, θα παντρευτούμε, είμαστε αποφασισμένοι
-αποφασισμένοι ή όχι λίγο με ενδιαφέρει, απόψε κοιμάστε και αύριο το πρωί φεύγετε από εδώ, και δεν ξαναέρχεστε παρά μόνο στεφανωμένοι με όποιον τρόπο νομίζετε, τέλος, δεν ακούω τίποτα, το πρωί φεύγετε.
Το άλλο πρωί πριν φύγει ο πατέρας του Μπάμπη, φώναξε να μην σας βρω όταν γυρίσω. Σηκωθήκαν τα παιδιά φάγανε πρωινό, πήρανε χρήματα από την μητέρα του. Υποσχέθηκε ο Μπάμπης να την κρατά ενήμερη, για τις κινήσεις τους. Πήγαν στον πανελλήνιο, ζήτησε να δει τον πρόεδρο, εκείνος έλειπε αλλά ειδοποιήθηκε από το τηλέφωνο και του περίμενε στο σπίτι του. Έμενε στο Κουκάκι, φτάσανε εκεί μεσημέρι, και έκατσαν στο τραπέζι να φάνε και να κουβεντιάσουν. Ο πρόεδρος άκουγε και σκεφτότανε. Προσπαθούσε με το μυαλό του να βρει λύση στο πρόβλημα. Διατηρούσε εμπορικό κατάστημα στο κέντρο της Αθήνας, και πρότεινε. Η Ηρώ θα μπορούσε να πιάσει δουλειά στο κατάστημα, ενώ ο Μπάμπης θα επέστρεφε στον σύλλογο. Στους κοιτώνες που μένανε οι αθλητές η Ηρώ δεν θα μπορούσε να έχει πρόσβαση, έπρεπε να βρει έναν χώρο να μείνει. Ήταν διατεθειμένος να δανείσει και χρήματα που θα παρακρατούσε από τον μισθό της.
Η Ηρώ ρώτησε αν υπήρχαν κοιτώνες για αθλήτριες, για να πάρει την απάντηση πως «τα καλά κορίτσια κοιμούνται όλα στα σπίτια τους». προσβλήθηκε άσχημα και σηκώθηκε να φύγει, αμέσως έκατσε πάλι, που να πήγαινε; Ο πρόεδρος συνέχισε σκεφτείτε το, και μου λέτε. Μετά από δύο ώρες φεύγανε από το σπίτι του προέδρου, με σκυμμένα τα κεφάλια. Το δίλημμα μεγάλο, η πόλις άγνωστη για την Ηρώ, τα χρήματα λίγα και το Πάσχα ερχότανε. Κάτσανε στο παγκάκι της στάσεως του λεωφορείου αμίλητοι. Έσπασε την σιωπή ο Μπάμπης λέγοντας
-Ηρώ, κάναμε λάθος, δεν τα μετρήσαμε σωστά,
-τι λές Μπάμπη, αγαπιόμαστε δεν είναι;
-και βέβαια αγαπιόμαστε, αλλά που θα κοιμηθούμε το βράδυ; Τι θα φάμε αύριο; δεν υπάρχει περίπτωση να επιστρέψω σε κανένα σχολείο, μόνο στο σύλλογο έχω λίγα χρόνια ακόμα, και μετά θα γίνω προπονητής
-εγώ τι θα γίνω; Που θα μένω;
-θα ζητήσουμε από τον πρόεδρο να βρει μια δουλειά μέσα στο σύλλογο,
-τι ξέρω να κάνω;
-ότι χρειαστεί, θα το μάθεις, έλα να επιστρέψουμε στον πρόεδρο να του το πούμε
Επέστρεψαν στο σπίτι του προέδρου, εκείνος του δέχθηκε με χαμόγελα
-αποφασίσατε να δεχθείτε την βοήθεια μου;
-αποφασίσαμε να κουβεντιάσουμε περισσότερες λεπτομέρειες, είπε η Ηρώ.
-καθίστε είπε, και τους πέρασε στο σαλόνι, έχω ένα δωμάτιο άδειο δυο δρόμους παρακάτω από εδώ, μένετε εκεί μέχρι να περάσουν οι Άγιες μέρες του Πάσχα, και μετά κανονίζουμε τα υπόλοιπα. Θα σας δώσω χρήματα να πορευτείτε, μην ανησυχήστε θα περάσουμε καλά. που θα μείνετε απόψε;
-δεν ξέρω, μίλησε ο Μπάμπης.
-θα μείνετε εδώ, θα σας φιλοξενήσω εγώ, το πρωί θα πάμε να πάρουμε τα απαραίτητα έπιπλα, και ότι άλλο είναι αναγκαίο.
Σκύψανε το κεφάλι οι νέοι, ευχαρίστησαν τον πρόεδρο. Φώναξε την γυναίκα του, είπε να φροντίσει για τον βραδινό ύπνο του ζευγαριού κα εκείνος βγήκε έξω. Εκείνη έστρωσε στο δωμάτιο των ξένων, εκεί φιλοξενούσε συχνά ο πρόεδρος αθλητές και παράγοντες από την επαρχία. Και το ζευγάρι των ερωτευμένων κοιμήθηκαν στο ίδιο μεν δωμάτιο, αλλά σε χωριστά κρεβάτια. Το άλλο πρωί πήγανε μαζί με τον πρόεδρο που τους παρήγγειλε να τον φωνάζουν Θανάση, στο δωμάτιο που είχε άδειο. Η αυλή αυτή ήταν ιδιοκτησία του, με οκτώ δωμάτια τα οποία νοίκιαζε. Πέρασαν στην αυλή, τρίτη πόρτα αριστερά, άνοιξε και μπήκαν, πίσω από την πόρτα ήταν το κλειδί, το έβγαλε από την κλειδαριά κα τους το παρέδωσε.
-πάρτε το, δικό σας από τώρα, εδώ θα στεγάσετε την ευτυχία σας, πάμε τώρα να πάρουμε έπιπλα.
Κατευθύνθηκαν στην αγορά του συνοικισμού. Από όπου περνούσαν καλημέριζαν το πρόεδρο. Μπήκαν σε ένα κατάστημα, και έδωσε εντολή ο Θανάση, «Μάκη ότι θέλουν τα παιδιά δικά μου». Γύρισε στους νέους «εγώ φεύγω τώρα, ότι χρειαστείτε ελάτε σπίτι». Ο Μπάμπης και η Ηρώ ζήτησαν από τον Μάκη τον καταστηματάρχη να τους προμηθεύσει ένα κρεβάτι μια ντουλάπα πλαστική ένα τραπέζι δυο καρέκλες και τα απολύτως απαραίτητα σκεύη για στηθεί ένα νοικοκυριό, γκαζιέρα τσουκάλι πιάτα κλπ. Αφού συμπληρώθηκε ο κατάλογος, γυρίσανε στην αυλή πέρασαν την πόρτα, και ανοίξανε την δική τους πόρτα. Ένα μεγάλο δωμάτιο με φρεσκοβαμμένους τοίχους, και ένα παράθυρο που έβλεπε στην αυλή, το ανοίξανε. Το αφοδευτήριο κοινό στην αυλή, όπως και η βρύση. Δάκρυσε η Ηρώ, τα παιδιά στην φάμπρικα του Μπαμπά μου, είχαν δωμάτια με καλλίτερες προδιαγραφές, κι ας κοιμόντουσαν τρείς ή τέσσαρες μαζί.
-Ηρώ γιατί δακρύζεις μάτια μου;
-τίποτα-τίποτα κάτι θυμήθηκα
-αν έχει μετανιώσει δεν είναι αργά, να δανειστώ χρήματα να επιστρέψεις στον πατέρα σου.
-όχι Μπάμπη μου, θα παλέψουμε και θα νικήσουμε θα δείς θα νικήσουμε.
Εκείνη την ώρα κτύπησε η πόρτα, η γειτόνισσα της διπλανής πόρτας έφερε σε ένα δίσκο δυο καφέδες, «που θα το βάλουμε δεν έχετε έπιπλα ακόμα, ελάτε στην δική μου κάμαρα ελάτε ελάτε» και με το ζόρι σχεδόν του παρέσυρε στο δικό της δωμάτιο. Το ίδιο φτωχικό περιβάλλον με όλες τις κάμαρες της αυλής. Σταματημό δεν είχε η γλώσσα της προσπαθούσε να μάθει από πού ήρθαν, πως τους λένε, αλλά παράλληλα δεν σταματούσε να μιλά για τους γείτονες, να αναλύει ποιοι μένουν στα άλλα δωμάτια, τι να προσέχουν και πολλά άλλα. Κουράστηκαν με την πολυλογία της, όταν σαν λύτρωση ήρθε ο Μάκης με τα πράγματα. Ξετρυπώσανε από όλα σχεδόν τα δωμάτια της αυλής παιδιά κυρίως να βοηθήσουν στην μεταφορά και την τακτοποίηση του νέου νοικοκυριού. Έφτασε εν τω μεταξύ το μεσημέρι, το ζευγάρι το έκοβε η πείνα, αλλά κανείς από την αυλή δεν του πρότεινε να γευματίσουν μαζί. Βγήκε ο Μπάμπης να βρει το μπακάλικο και επιστρέφοντας άρχισε η κοινή ζωή του ζευγαριού με ψωμί τυρί και ντομάτα.
Σε αυτό το δωμάτιο ολοκληρώσανε την σχέση τους, ζήσανε τις πρώτες μέρες της ευτυχίας τους, όπως νόμιζαν μέσα στην φτωχική αυλή. Τα χρήματα του προέδρου, τους επαρκούσαν, ενώ ο Μπάμπης είδε και την μάνα του και πήρε και από εκεί χρήματα, έτσι πέρασαν εκείνο το Πάσχα του 1961.
Το Πάσχα πέρασε και του Θωμά, και έπρεπε να προσγειωθούν στην πραγματικότητα. Αν δεν θέλανε οι ίδιοι του προσγείωσε η πραγματικότητα με την μορφή του Θανάση.
Οι υπηρεσίες ανοίξανε, πρέπει να φτιάξουμε χαρτιά να νομιμοποιηθείτε. Να επαναφέρουμε το δελτίο του Μπάμπη για να έχει δικαίωμα τροφής και ύπνου στον σύλλογο, και να μπορέσει η Ηρώ να έχει ασφάλεια ως εργαζόμενη. Άγνωστα πράγματα και καταστάσεις που δεν τις φανταζόντουσαν. Μια εβδομάδα τρεχάματα σε υπηρεσίες και εξασφαλίστηκαν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, και νομιμοποιηθήκαν.
Ο Μπάμπης αναχώρησε για τον σύλλογο, κάθε Τετάρτη θα είχε απογευματινή έξοδο, και επιστροφή για ύπνο. Η Ηρώ έπιασε δουλειά στο εμπορικό του Θανάση.
Το μαγαζί αυτό ήταν στην οδό Ερμού, απασχολούσε δέκα γυναίκες και δυο παλικάρια κυρίως για τα κουβαλήματα. Πελάτες πολλοί, κυρίως γυναίκες αλλά και άνδρες που μεταπουλούσαν ότι παίρνανε από τον Θανάση. Εκτός από το προσωπικό του, όλοι τον φωνάζανε πρόεδρο και εκείνος καμάρωνε.
Τις πρώτες ημέρες πήγαινε στο μαγαζί μαζί με τον Θανάση, περνούσε από το σπίτι του και περίμενε να βγει και έμπαινε μαζί του στο αυτοκίνητο. Ο πρόεδρος άλλοτε τυχαία και άλλοτε επίτηδες άπλωνε το χέρι του στην Ηρώ. Αυτή αθώα δεν καταλάβαινε. Μια μέρα στο μαγαζί άλλες κοπέλες που δουλεύανε μαζί της, της είπαν να προσέχει τον πρόεδρο γιατί δεν έχει τόσο αγνές προθέσεις όσο δείχνει. Και επειδή είναι άβγαλτη και όμορφη είναι γι αυτόν πρόκληση. Ένα πρωινό την στρίμωξε στην αποθήκη, να φιλήσει και εκείνη αντέδρασε, «ντροπή σας». Την άρπαξε από το χέρι, «χρωστάς τόσα πως θα με ξεπληρώσεις;» τραβήχτηκε απότομα μακριά του και βγήκε πάνω με τις άλλες κοπέλες. Από τότε δεν ξαναήρθε στην δουλειά με το αυτοκίνητο, έπαιρνε το λεωφορείο της γραμμής.
Πελάτισσες του μαγαζιού ήταν και αρκετές μοδίστρες. Μια εξ αυτών η κυρία Φλώρα καλοέβλεπε την Ηρώ, της καλομιλούσε και στο τέλος τις πρότεινε να φωτογραφηθεί με τα ρούχα της, γιατί είναι άδικο τέτοιο σώμα να μην το εκμεταλλεύεται. Μετά από δυο τρείς φορές, το συζήτησε με τον Μπάμπη και αποφάσισε να ενδώσει στην πρόταση. Ο Μπάμπης γνώρισε αυτήν την Κυρία, έκανε παζάρια για την αμοιβή και ήταν σημαντική. Μια Κυριακή πρωί, Αύγουστος μήνας, μπροστά στην αυλή ήρθε ένα αυτοκίνητο και την πείρε. Πήγανε σε ένα στούντιο άλλαξε ένα σωρό φορέματα, φωτογραφήθηκε με μαγιό πολλές φορές. Πληρώθηκε καλά, και το ίδιο αυτοκίνητο την πήγε πίσω. Την Τετάρτη που βγήκε ο Μπάμπης του έδειξε τα χρήματα, και μαζί βρήκαν τον πρόεδρο και του έδωσαν μέρος από αυτά που χρωστούσαν. Δεν είχε πεί κουβέντα η Ηρώ στον Μπάμπη για την συμπεριφορά του Θανάση.
Στις αρχές του Οκτωβρίου, η κυρία Φλώρα έκανε πάλι την ίδια προσφορά στην Ηρώ, της είπε να παρουσιάσουν τα χειμωνιάτικα μοντέλα, αυτή την φορά δέχθηκε χωρίς ενδοιασμούς. Όταν τελείωσε η φωτογράφηση, πέρασε στο γραφείο να πληρωθεί, της είπε η Φλώρα, «πως αν θέλει μπορεί να βγάζει περισσότερα χρήματα από αυτήν την δουλειά. Είναι και άλλα κορίτσια που φορούν τα ρούχα και τα επιδεικνύουν. Λέγονται μοντέλα, η δουλειά είναι εύκολη, ευχάριστη και θα φύγει από εκείνη την αυλή, που χαραμίζει τα νιάτα της» κουρασμένη η Ηρώ και απογοητευμένη ζήτησε λίγο χρόνο να το κουβεντιάσει και με τον Μπάμπη.
Την Τετάρτη αυτή ο Μπάμπης ήταν αλλιώτικος, πήγαν στον πρόεδρο του δώσανε και άλλα χρήματα έναντι του χρέους εκείνος τα πείρε αμίλητος και δεν τους έβαλε καθόλου μέσα στο σπίτι. Είχε έρθει στον σύλλογο ειδοποίηση να παρουσιαστεί ο Μπάμπης στην στρατολογία, διότι διακόπηκε η αναβολή στρατεύσεως λόγω κακής διαγωγής στην αλλοδαπή που εξέθεσε το Ελληνικό κράτος. Μαζί με αυτό και η ακύρωση του αθλητικού δελτίου. Έτσι ο Μπάμπης θα έφευγε και δεν γνώριζε που και πως θα καταταγεί. Έμεινε στην αυλή μερικές ημέρες, ξαναχαρήκανε τον έρωτα τους, μέχρι που ήρθε ένα πρωινό η ΕΣΑ και τον συνέλαβε.
Αυτές τις ημέρες κουβεντιάσανε και την πρόταση της Φλώρας, ο Μπάμπης δεν είχε αντίρρηση, αντίθετα το θεωρούσε ευκαιρία. Την επόμενη φορά που η Φλώρα ήρθε στο μαγαζί, της είπε πως δέχεται την πρόταση της. Άδικα τα υπόλοιπα κορίτσια του μαγαζιού την απέτρεπαν, αυτή όμως είχε πάρει την απόφαση της.
-πόσα χρωστάς κορίτσι μου ακόμα στον πρόεδρο; ρώτησε η κυρία Φλώρα, άκουσε το ποσό, αύριο θα έρθω να σε πάρω από εδώ να έχεις μαζί σου μόνο τα χαρτιά σου, για οτιδήποτε άλλο χρειαστείς θα το φροντίσουμε μαζί.
Την άλλη μέρα ήρθε πάλι η Φλώρα, ζήτησε τον πρόεδρο, και του έδωσε όσα χρήματα χρωστούσε η Ηρώ, την πήρε και φύγανε με ταξί για την Καστέλα. Φθάσανε στο σπίτι που έμενε η Φλώρα, ένα μεγάλο δίπατο με μεγάλη αυλή γεμάτη λουλούδια, της θύμισε το πατρικό της. Για μια στιγμή η Ηρώ βούρκωσε, την αγκάλιασε η κυρία Φλώρα, «τελείωσαν τα δύσκολα κορίτσι μου τελειώσανε».
Περάσανε μέσα είδε και άλλα κορίτσια της ηλικίας της λίγο μεγαλύτερες. Η Ηρώ ακολούθησε την Φλώρα σε ένα δωμάτιο που της έδειξε,
-εδώ θα μένεις για όσο καιρό θελήσεις, θα φωτογραφίζεσαι και θα επιδεικνύεις ρούχα στις πελάτισσες, θα πάς σε ένα ταχύρυθμο φροντιστήριο να μάθεις περπατάς με χάρη, θα αποκτήσεις φινέτσα, θα αναδείξεις αυτό το όμορφο κορμί που διαθέτεις και θα αμείβεσαι καλά.
-έτσι απλά; Απόρησε
-ναι κορίτσι μου έτσι απλά, αλλά πρέπει να βρούμε ένα άλλο όνομα, γιατί αυτό το Μπαλωμένου είναι κακόηχο.
-και το Ηρώ;
-το Ηρώ είναι καλό, το Μπαλωμένου είναι μακρύ, θα σκεφτείς όλο το βράδυ και μου λές αύριο. πάμε να γνωρίσεις τα άλλα κορίτσια.
Στο σαλόνι καθόντουσαν πέντε νεαρά κορίτσια, δίπλα στο γυμναστήριο ήταν άλλα τρία, έκανε τις συστάσεις η κυρία Φλώρα. Εντύπωση έκανε στην Ηρώ πως ήτανε όλες περιποιημένες και περιποιητικές. Την καλοδέχθηκαν και άρχισαν να κουβεντιάζουν ανάλαφρα θέματα κυρίως γύρω από τον κόσμο του θεάματος. Μετά το φαγητό αποσύρθηκαν όλες και η Ηρώ.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι και την βασάνιζε ένας λογισμός, τι όνομα θα πάρει, με τι όνομα θα γίνει γνωστή. Ξενύχτισε για να αποφασίσει τα ξημερώματα, πως θα λέγεται από δω και ύστερα Κική Ράπτη. Έτσι και τον πατέρα της θα θυμάται και τον Βασίλη που χάθηκαν τα ίχνη του. Άρεσε και στην Φλώρα το όνομα αυτό και η Ηρώ μετονομάστηκε σε Κική Ράπτη. Άρχισε να κάνει καριέρα σαν μοντέλο έμαθε, και να χορεύει, έπαιρνε μέρος με μπαλέτα σε θεατρικές παραστάσεις. Φωτογραφιζόταν συχνά, και καμάρωνε όταν έβλεπε να φιγουράρει στα εξώφυλλα των περιοδικών. Έπαιρνε χρήματα στα χέρια της αλλά τα περισσότερα τα διαχειριζότανε η Φλώρα, αυτή έκλεινε συμφωνίες για λογαριασμό της, όπως και για όλα τα κορίτσια που μένανε στο σπίτι.
Γνώρισε πολύ κόσμο η Ηρώ, και ηθικό αλλά και ανήθικο. Πέρασαν δυο χρόνια, όταν ήρθε σε ρήξη με την Φλώρα, και αναγκάστηκε αποχωρίσει από το σπίτι. Η αιτία ήταν πως ζητούσε η Φλώρα να είναι πιο τρυφερή και παραχωρητική σε κάποιον, τότε αντιλήφτηκε πως της ζητούσε να κάνει βίζιτες, και με όσο κουράγιο είχε αρνήθηκε και η Φλώρα την έδιωξε από το σπίτι της.
Στην Καστέλα βρήκε ένα μικρό διαμέρισμα και το νοίκιασε. Αυτό τον καιρό είχε κάνει τις γνωριμίες της, και έτσι έβρισκε δουλειά. Πότε φωτογραφιζότανε, πότε χόρευε και άλλοτε ως ταξιθέτρια, πάντα δίπλα και γύρω από τον κόσμο του θεάματος. Ονειρευότανε πως θα εξελιχτεί σε τραγουδίστρια και θα γίνει βεντέτα. Μετρούσε τα εξώφυλλα και τα θεωρούσε εύσημα. Γνώρισε και έκανε καινούργιες παρέες, ο Μπάμπης δεν ξαναέδωσε σημεία ζωή ούτε και εκείνη τον έψαξε και έτσι τον διέγραψε από την ζωή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου