Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Ξέχασες τα δικά σου; Όχι βέβαια

Μαζεύοντας υλικό για τον δεύτερο τόμο του βιβλίου  από το Blog του Πυθαγόρα έφτασα στην Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010 και έγραφα τότε
Τετάρτη, 27 Ιανουαρίου 2010
Ξέχασες τα δικά σου
Με δύο μηνύματα που χρήζουν απαντήσεως ασχολούμαι σήμερα. Το πρώτο αφορά ένα σχόλιο, στον Παπαγιάννη, που ήρθε ολιγόλογο και λιγάκι περιπαιχτικό, αλλά σίγουρα καλοπροαίρετο, αφού ο αποστολέας του είναι πολλά χρόνια συνοδοιπόρος. Γνωρίζοντας την αίσθηση του χιούμορ που τον διακρίνει, ήθελε να με πειράξει. Γράφει λοιπόν, «Καημένε, ξέχασες τα δικά σου;». Αυτό είναι το δεύτερο θέμα για απόψε, (Ξέχασες τα δικά σου;). και να θέλω μπορώ να ξεχάσω;. Επειδή αναφέρεται στο θέμα Παπαγιάννης, θέλει να μου θυμίσει την πλημύρα την δικιά μου. Εκτός από το περιστατικό που αναφέρω στην ανάρτηση ο σκύλος, http://pythagorass151.blogspot.com/2009/10/blog-post_6067.html
έχω άλλες δυο φορές έρθει αντιμέτωπος με την κακοκαιρία.
Για να καταλήξω έτσι
Υπάρχει και άλλη μια περιπέτεια με τα στοιχεία της φύσεως, την παραλείπω όμως επειδή είναι σχετικά πρόσφατη. Θα έρθει όμως η ώρα της.
Σήμερα
Με την ευκαιρία αυτή περιγράφω την περιπέτεια αυτή με την οποία πρώτη φορά ίσως και μοναδική θύμωσα με τα καιρικά φαινόμενα:
Ημέρα του Αγίου Φανουρίου 28 Αυγούστου 2003, ήταν όταν εγκαταστάθηκα στο Κουρουντερέ, ένα μοναστηριακό κάθισμα που ήταν ακατοίκητο 160 χρόνια και σήμερα μετά από την δική μου αναχώρηση εξακολουθεί να είναι ακατοίκητο. Χρειάζεται ηρωισμός για να ανταπεξέλθεις στα καιρικά φαινόμενα που επικρατούν εκεί. Κουρουντερέ στα τούρκικα σημαίνει ξεροπόταμος  και αυτό είναι κτισμένο ανάμεσα σε δύο ξερά ρέματα. Στις δόξες του κατοικούσαν επτά Μοναχοί με εργόχειρο  την παραγωγή κάρβουνου, υπήρχε κοντά ένα πυκνό δάσος και βρίσκανε εύκολα την ξυλεία που χρειάζονταν. Όταν έγινε η μεγάλη κατολίσθηση απόμεινε μόνο το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου χωμένο κάτω από τον δρόμο. Τα τελευταία χρόνια ο Νικόλαος Παριανός μαζί με άλλους οδηγούς λεωφορείων προσπάθησαν την αναστήλωση του και δημιούργησαν στοιχειώδεις υποδομές που βρήκα εγώ. Δεν ήταν στα σχέδια τους ή ακόμα στην φαντασία τους πως μπορεί να ξανανοίξει το κάθισμα αυτό. Όταν ο Βαγγέλης ο γιός του Νικόλα Παριανού μου παρέδωσε τα κλειδιά με ειδοποίησε ότι τα κεραμίδια στάζουν. Οι λέξη στάζουν δεν ήταν η αρμόδια αλλά κομμάτια να γίνει, στο εσωτερικό του καταλύματος κρεμότανε ένα νάιλον χοντρό, διπλωμένο σαν νεροχύτης, που κατέληγε σε ένα πλαστικό βαρέλι, το θεώρησα  υπερβολικό και το ξήλωσα.
Ανέβηκα στην στέγη και επιθεώρησα τα κεραμίδια, τα είδα σε πολλή καλή κατάσταση και ηρέμησα. Το κατάλυμα με τον Ναό είχαν κοινό τελείωμα, στρωμένο με τσιμέντο και στην μπροστινή πλευρά ένα φράγμα για να μην πέφτουν τα νερά στην μπροστινή αυλή.
Από τις πρώτες ανάγκες που παρουσιάστηκαν και ήταν επιτακτικές η διάνοιξη βόθρου η κατασκευή μαγειρείου και αφοδευτηρίου. Ώσπου να δικτυωθώ να βρω υλικά και ανθρώπους ο καιρός περνούσε και φτάσαμε στον Νοέμβριο. Στα μισά χωρίς να μπορώ σήμερα να προσδιορίσω με ακρίβεια την ημέρα, άρχισε ο χειμώνας που εκείνη την χρονιά ήταν βαρύς. Κρύο και αέρας με κούραζαν, ένας λόγος παραπάνω το αφοδευτήριο στην ήταν στην αυλή και τα νάιλον που χρησιμοποιούσα για τοίχος προστασίας, ακόμα τα υλικά που σκορπούσαν με το άνεμο. Μια μέρα μόλις άρχισε να σουρουπώνει άρχισε η βροχή, μπήκα μέσα στο κατάλυμα να ελέγξω την κατάσταση. Κοίταζα την οροφή ήταν στεγνή,  με τον λογισμό μου κακόβαλα πως με κοροΐδεψε ο Βαγγέλης, αλλά για λίγο. Η βροχή δυνάμωνε, άρχισαν οι πρώτες σταγόνες να πέφτουν, έβαλα μια λεκάνη εκεί που έσταζε και σε λίγο άρχισε πιο πέρα και πιο πέρα και πιο πέρα και δεν είχα άλλες λεκάνες. Έπιασα την σκούπα να σπρώχνω το νερό προς την πόρτα, η βροχή εν τω  μεταξύ όλο και δυνάμωνε, το κρύο τσουχτερό είχε σκοτεινιάσει καλά, στο δρόμο δεν κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα επειδή λόγω κατολισθήσεων είχε αποκλεισθεί ο δρόμος από το Βαθύ. Το νερό που έπεφτε μέσα στο κατάλυμα τολμώ να πω, πως ήταν περισσότερο από της αυλής ή έτσι μου φαινότανε. Μουσκεμένος και αγχωμένος ανέβηκα στην στέγη και κατάλαβα τι συνέβαινε. Το τσιμεντένιο φράγμα στην μπροστινή πλευρά εμπόδιζε το νερό να μην φύγει, μαζεύοντας το, το ξεχείλιζε πάνω στα κεραμίδια, με αυτόν τον τρόπο όλο το νερό της βροχής έμπαινε υποχρεωτικά μέσα στο κατάλυμα. Ενώ ήταν καλή σαν ιδέα στην σύλληψη, στην κατασκευή έγινε το λάθος, η κλίση του νεροχύτη ήταν ανάποδη. Κατέβηκα πήρα την βαριά και το κασμά και ξανανέβηκα να σπάω μέσα στην κρύα και βροχερή νύχτα με τον φακό στο στόμα το τσιμεντένιο φράγμα. Είχα μουσκέψει μέχρι τα εσώρουχα, έτρεμα από το κρύο αλλά έπρεπε να σπάσει το φράγμα για να βρει το νερό διέξοδο. Όταν επετεύχθη ο στόχος θέλησα να κατέβω από την στέγη, αλλά μέσα στην νύχτα δεν αντιλήφθηκα το τελείωμα των κεραμιδιών και βρέθηκα στο έδαφος απότομα. Τότε θύμωσα πολύ. Με τα πόδια να πονάνε και το κορμί βρεγμένο μέχρι το κόκαλο, μπήκα στο κατάλυμα να αλλάξω ρούχα. Τι έκπληξη με περίμενε; Πλημμυρισμένο το οίκημα όλο, οι βαλίτσες με τα ρούχα πλέανε, ακόμα δεν είχα ντουλάπες, τα κρεμασμένα στο τοίχο μουσκεμένα και το ντιβάνι που κοιμόμουν σε απελπιστική κατάσταση. Κοιτάω το ρολόι και έδειχνε μιάμιση την νύχτα. Ο Ναός δίπλα δεν είχε σταγόνα αλλά ήταν παγωμένος, η μοναδική εστία θερμάνσεως μια σόμπα ηλεκτρική, φοβήθηκα το βραχυκύκλωμα και δεν την έβαλα στην πρίζα καθόλου. Βγήκα στην αυλή παρότι έβρεχε με την σκέψη πως βρέχομαι λιγότερο και κοίταξα στον ουρανό θυμωμένα, «-Πότε επιτέλους θα σταματήσεις;» φυσικά δεν μου απάντησε. Κρύωνα και απελπισμένος τηλεφώνησα στον Βαγγέλη, τον μοναδικό άνθρωπο που θα με καταλάβαινε εκείνη την ώρα.
-Ετοίμασε μου χώρο να κοιμηθώ και έρχομαι.
Το σπίτι του στο Καρλόβασι απείχε 6 χιλιόμετρα. Τρόμαξε ο φουκαράς μόλις με είδε μες στη νύχτα σε τέτοια χάλια, μού έδωσε ρούχα να αλλάξω με κέρασε κονιάκ και με έβαλε στο κρεβάτι του γιού του, που σπούδαζε στο εξωτερικό, να κοιμηθώ. Την άλλη μέρα το πρωί σταμάτησε η βροχή.
Την ώρα που πίναμε καφέ μου λέει ο Βαγγέλης «-Εγώ στα είπα» και εγώ απήντησα «Εσύ τα είπες, εγώ δεν άκουγα». Παρά τις επίμονες προσπάθειες του δεν με έπεισε να μείνω εκείνη την ημέρα στο σπίτι του, επέστρεψα στο Κουρουντερέ να νοικοκυρέψω ότι μπορούσα, αλλά απογοητεύτηκα όταν είδα την κατάσταση τα υλικά είχαν σκορπίσει, κομμάτια από δέντρα είχαν γεμίσει την αυλή, το πεζοδρόμιο είχε γεμίσει πέτρες και ξύλα, αλλά, για άλλη μια φορά σήκωσα τα μανίκια και άρχισα τις επισκευές με πρώτο μέλημα την στέγη, η οποία τελικά στεγανοποιήθηκε χάρη στο φιλότιμο και την εργασία του Γιάννη. Περιττό να αναφέρω πως το Κουρουντερέ ξετέλεψε  ένα αξιοζήλευτο μικρό ανάκτορο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: