Ο Μανόλης
τους περίμενε και πρότεινε να φύγουν το βραδάκι για να είναι στην Ουρανούπολη
το πρωί και τη ίδια μέρα να μπει μέσα. Ο πάτερ Αβέρκιος συμφώνησε αμέσως, ήταν
χαρούμενος που τελείωσε η αποστολή του και γύριζε στα γνωστά του λημέρια. Ο γέροντας
πρότεινε να πάνε μέχρι το σπίτι του να φάνε μεσημεριανό και να ξεκουραστούν πριν
το ταξίδι έτσι έγιναν τα πράγματα, μόνο που ο γέροντας θέλησε να ταξιδέψει και αυτός,
χωράγανε στο αυτοκίνητο και θα περνάγανε ευχάριστα οι ώρες. Πράγματι με διάφορες
ιστορίες από το γεροντικό και αρκετά τροπάρια που θυμόντουσαν και έψελναν δεν
κατάλαβαν πότε πέρασε η νύχτα και βρέθηκαν στην Ουρανούπολη. Ήταν νωρίς για τον
απόπλου και κάθισαν για καφέ, ο γέροντας ανακοίνωσε πως θα διανυκτέρευαν στην
Ουρανούπολη να ξεκουραστούν και την επομένη θα γύριζαν στις δουλειές τους όλοι.
Ο πάτερ Ιάκωβος είχε αναζωογονηθεί βλέποντας στην πολίχνη αρκετούς μοναχούς να
τριγυρνάνε, πολλούς από αυτούς τους γνώριζε, άλλους τους ξεχώριζε από τον
βηματισμό τους πως είναι αγιορείτες, και του έδειχνε στον Μανόλη προσκαλώντας
τον να έρθει στο όρος να γνωρίσει που ζουν
οι Αγίοι άνθρωποι. Ο γέρων Ιάκωβος τον διόρθωσε. «-Λάθος πάτερ. Δεν σε αγιάζει ο
τόπος, αλλά ο τρόπος» Έσκυψε το κεφάλι ο πάτερ Αβέρκιος και κοίταξε αν άρχισε η
επιβίβαση, αυτή η παρατήρηση τον πρόσβαλε.
-Πάμε
στο αυτοκίνητο να πάρω το σακβουαγιάζ. Ο Μανόλης του άνοιξε, το πήρε και κατευθύνθηκε
προς τον γέροντα Ιάκωβο να τον αποχαιρετίσει, αγγελιαστήκανε και ο γέρων του υπενθύμισε
«-Μην ξεχάσεις τα γράμματα της μάνα σου, τα κρατά ο Ηγούμενος» μπήκε στο καράβι
και δυο ώρες αργότερα πατούσε τα αγιασμένα χώματα του περιβολιού της Παναγίας. Δεν
πήγε στον κελί του Αγίου Σάββα όπως θα είχε υποχρέωση, αλλά τράβηξε κρατώντας
στο χέρι το σακβουαγιάζ για το μοναστήρι, ζήτησε τον Ηγούμενο και απαίτησε τα
γράμματα της μάνας του. Εκείνος του έδωσε ένα χαρτόκουτο παπουτσιών γεμάτο
επιστολές και ρώτησε:
-Πάτερ
Αβέρκιε την έθαψες την μάνα σου;
-Όχι
Γέροντα δεν κοιμήθηκε ακόμα και άμα κοιμηθεί δεν έχω σκοπό να πάω, δεν
πρόκειται να βγω με τη θέληση μου από το όρος για κανέναν λόγο.
-Νάναι
ευλογημένο, θα πάς στο κελί ή να σε φιλοξενήσουμε απόψε, σκοτεινιάζει.
-Με
την ευχή σου να φύγω, γιατί τόσες ημέρες αναζήτησα το κρεβάτι μου.
-Έχει
δίκιο, ο Μοναχός έχει ένα μόνο κρεβάτι, εσύ σε πόσα πλάγιασες; Ρώτησε αστειευόμενος
ο Ηγούμενος
-Άστα
Γέροντα μην τα ρωτάς, ευλόγησον η ώρα περνά.
-Στην
Ευχή της Παναγίας πάτερ, καλώς όρισες.
Με ταχύ
βήμα ο πάτερ Αβέρκιος πήρε το μονοπάτι για τον Άγιο Σάββα, δεν υπήρχε περίπτωση
να χαθεί ακόμα και στο χειρότερο σκοτάδι, ήξερε όλα τα περάσματα, αισθανόταν
άνετα κα κυκλοφορεί στο δάσος να ακούει τους θορύβους και να οσμίζεται τις μυρωδιές
του. το μόνο μεμπτό ήταν πως δεν κρατούσε το κλαδοκόπι να καθαρίσει τυχών εμπόδια.
Όταν έφθασε είχε κλείσει η πόρτα του κελιού κτύπησε αλλά δεν πήρε απόκριση,
ήταν στην ακολουθία οι πατέρες, ήξερε που θα βρει το αντικλείδι και μπήκε και
αμέσως πήγε στο ναΐδριο του κελιού έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και έκατσε στο
στασίδι του, επιτέλους η περιπέτεια τελείωσε.
Μετά
την ακολουθία καθίσανε στην τράπεζα, ο Γέροντας είδε το σακβουαγιάζ και το
χαρτόκουτο ακουμπισμένο πάνω του.
-Τι
είναι αυτό πάτερ Αβέρκιε.
-Τα
γράμματα της μάνας μου τα είχε ο Ηγούμενος και τα πείρα, πάρτα Γέροντα.
-Όχι
δεν τα παίρνω αλλά έχω να σου δώσω και άλλα, τα φύλαγε ο Μακαρίτης ο Γέροντας,
είναι αλληλογραφία με τον παππού σου και την μάνα σου, ευκαιρία είναι.
-Μη
Γέροντα δεν τα θέλω, είναι πειρασμός, είπε ο πάτερ Αβέρκιος και άνοιξε το
σακβουαγιάζ, έβγαλε τον φάκελο που του έδωσε ο Δεσπότης και τον άλλο φάκελο που
έδωσε η Ηγουμένη στην Αίγινα, -Κοίτα εδώ είναι και άλλα, είναι πειρασμικά, δεν
τα θέλω.
-Εσύ
πάτερ πρέπει να νικήσεις τον πειρασμό, μπορεί διαβάζοντας τα να μάθεις πράγματα
που αγνοείς. Είπε και σηκώθηκε να πάει να φέρει ένα ακόμα χαρτόκουτο από παπούτσια,
-Εδώ τα φύλαγε ο Μακαρίτης» και τα έδωσε.
Αποσύρθηκε
ο πάτερ Ιάκωβος στο κελί του, πόσο αναπαυμένος αισθανότανε στο στενό αυτό χώρο
που βρισκόταν. Καμιά σχέση με ότι είχε γνωρίσει στον κόσμο. Μια πλευρά του
τοίχου γεμάτη εικόνες, κρέμονταν μπροστά ένα καντήλι σβηστό που το άναψε αμέσως,
δίπλα σε μια πρόκα κρεμόντουσαν κομποσκοίνια, ένα τραπεζάκι κοντό είχε επάνω σωρό
τα βιβλία με συναξάρια αγίων, το Ψαλτήρι πάνω από όλα παλιό και φθαρμένο από την
χρήση, ένα σκαμπό που έτριζε, ένα μπαούλο που αποθήκευε τα ρούχα του και για
κρεβάτι δύο μαδέρια στηριγμένα σε καβαλέτα, σκεπασμένα με μια κουβέρτα. Έκανε τον
κανόνα του και κοιμήθηκε ανέμελα. Αξημέρωτα ξύπνησε και κατέβηκε στην
ακολουθία, αμέσως μετά ετοίμασε τον ντορβά του για να πάει στο χωράφι, είχαν
φυτρώσει ζιζάνια θέλανε καθάρισμα, σχεδόν μια βδομάδα έλειπε, είχε αγωνία, και
το κυριότερο αποζητούσε τα μουλάρια του. όταν μπήκε στο βουρδουναριό και τους μίλησε,
εκείνα ανταποκρίθηκαν εκφράζοντας την αγάπη τους με τον δικό του τρόπο. Καβάλησε
στο ένα μουλάρι και το άλλο ακολουθούσε, στον ώμο του η ντουρβαδίνα ήταν
φουσκωμένη, εκτός από το κολατσιό κα το νερό περιείχε τα γράμματα και τους φακέλους
που όλοι του πρότειναν να διαβάσει. Την άφησε
κάτω από ένα δένδρο και άρχισε να καθαρίζει τι χωράφι και να στοιβάζει τα χόρτα
που θέλανε κάψιμο, όταν έφτασε η ώρα για κολατσιό, πήγε στον ντροβά το άνοιξε
και είδε τα χαρτιά, αποφασιστικά τα έπιασε όλα μαζί τα πήγε στο σωρό των χόρτων
και έβγαλε τον αναπτήρα από την τσέπη του.
-Δι’
ευχών των Αγίων δεν θα με νικήσεις πειρασμέ, είπε δυνατά, έβαλε φωτιά στα
χαρτιά και αναπαύτηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου