Οι δρόμοι της Αθήνας ήταν ακόμη έρημοι. Χαράματα χειμωνιάτικης μέρας. Ο αγαθός λευίτης βάδιζε για την εκκλησία του, όπου θα έψελνε τον Όρθρο.
Ξάφνου, μία μισοσβησμένη φωνή, από τη γωνιά του δρόμου τον σταματά.
Ήταν ένας ρακένδυνος γέρος ζητιάνος, πού άπλωνε το ισχνό χέρι του, ζητώντας βοήθεια.
Ο παπάς, πατέρας πολυμελούς οικογενείας, του κάκου ψάχνει και ξαναψάχνει τις τσέπες του. Δεν βρίσκει ούτε πεντάρα. Λυπάται πολύ γι αυτό.
Τότε, αυθόρμητα, σκύβει στο ζητιάνο, αδράχνει με τα ζεστά πατρικά του χέρια το σκελετωμένο χέρι πού απλωνόταν πατρικά του χέρια το σκελετωμένο χέρι πού απλωνόταν, το σφίγγει και με φωνή γεμάτη αγάπη και συμπόνια, λέει.
-Αδελφέ μου, δε βρίσκω τίποτε να σου δώσω. Θα ξαναπεράσω να σε βρω, σαν θ΄άχω κάτι για σένα.
Τα ζεστά χέρια του παπά θέρμαναν το παγωμένο χέρι του ζητιάνου. Η απαλή και στοργική φωνή του γλύκανε σαν χάδι τη βασανισμένη καρδιά. Κι ο ζητιάνος τότε, με νέα φωνή απαντά.
-Δέσποτα, μούδωσες το πάν. Νάξερες πόσα χρόνια είχε να πιάσει ανθρώπινο χέρι το δικό μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου