Μέρος Α΄. Η ευκαιρία
Ο μονότονος ήχος ενός τραίνου που ταξιδεύει είναι το
καλλίτερο νανούρισμα, ειδικά όταν το ταξίδι είναι νυχτερινό. Σε αυτό το βαγόνι που
ταξίδευε ο Χρόνης Βαγγερέλος, επικρατούσε το νανούρισμα, αλλά εκείνος δεν
κοιμόταν. Προσπάθησε να κλείσει τα μάτια του, αλλά άδικος κόπος. Κοιτούσε την
βαλίτζα στο απέναντι κάθισμα και το μυαλό του έτρεχε. Πρώτη φορά στην ζωή του
έπαιρνε άδεια.
Βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ο Χρόνης
είναι ένας νέος γύρω στα 26, δουλεύει σε ένα συνοικιακό κατάστημα με οικιακό
εξοπλισμό. Στον ίδιο εργοδότη βρίσκεται από μικρό παιδί, όταν ήρθε από την
Κεφαλονιά συνοδεύοντας την χήρα μάνα του στο Λοιμωδών, εκεί που άφησε την
τελευταία της πνοή. Τότε παρακαλούσε τον Γιατρό να κάνει καλά την μάνα του
επειδή δεν είχε χρήματα για την κηδεία και είχε την τύχη να πέσει σε φιλάνθρωπο
γιατρό και να είναι τόσο φιλεύσπλαχνος που ανέλαβε και όλα τα έξοδα και ακόμα
τον οδήγησε στον φίλο του τον Ανδρέα Λυκούδη που τον προσέλαβε παραγιό στο
μαγαζί του, προσφέροντας του διατροφή και στέγη. Από τα δεκατέσσερα του χρόνια
πλάι στον Λυκούδη έμαθε να επιβιώνει. Φιλότιμος και ευγνώμων προς τον ευεργέτη
του, αρνήθηκε όσες φορές του προσφέρανε δουλειά από τα γειτονικά
καταστήματα. Εξαιρετικά έξυπνος με
αντίληψη και ετοιμολογία που λίγοι διέθεταν, ότι έβλεπαν τα μάτια του το κάμανε
τα χέρια του. Καθ’ όλη την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του τον
χαρτζιλίκωνε ο εργοδότης του και μετά την απόλυση του τον προσέλαβε αμέσως
επειδή γνώριζε ακριβώς όλα του τα χαρίσματα. Ο καημός και των δύο ήταν κοινός, τα χρήματα
που έπαιρνε και οι προοπτικές μέσα στο κατάστημα δεν ήταν ανάλογες με τις
ικανότητες του. Δεν μπορούσε να του δώσει παραπάνω μισθό ο Λυκούδης και δεν τον
ζητούσε ο Χρόνης. Πρότεινε κάποιες φορές να τον βοηθήσει με τις γνωριμίες του
να μπεί σε καμιά εταιρία από αυτές που συνεργάζονταν ως πωλητής και ο Χρόνης
απαντούσε «Δεν γίνομαι τσαντάκιας». Ασφυκτιούσε αλλά περίμενε, ήταν σίγουρος
για την τύχη του, όπως του φανέρωσε στη ζωή τον γιατρό πρώτα και τον Λυκούδη
μετά, θα φανέρωνε και κάτι άλλο που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Ταξίδευε
με το νυχτερινό τραίνο, τελικός προορισμός η διεθνής έκθεση του Σεπτεμβρίου.
Είναι εκείνη η εποχή που η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλες δόξες. Φεστιβάλ
τραγουδιού και κινηματογράφου, αλλά και φεστιβάλ πολιτικών. Την πρώτη Κυριακή ο
Πρωθυπουργός κάνει τα εγκαίνια και ακολουθούν κατά τάξη όλοι οι υπόλοιποι. Στο
περιθώριο της εκθέσεως γίνονται γνωριμίες κλίνονται δουλειές και παρουσιάζονται
ευκαιρίες για σταδιοδρομίες. Αυτά έχει κατά νου ο Χρόνης και βλέπει την βαλίτζα
του και προσπαθεί να κοιμηθεί, αλλά ο ύπνος δεν έρχεται. Καταστρώνει σχέδια,
πρώτη δουλειά να βρει ένα ξενοδοχείο να αφήσει την βαλίτζα του, να πάρει πρωινό
και μετά θα πάει στην έκθεση και ότι προκύψει, έχει μια ολόκληρη εβδομάδα
άδεια, όχι πως θα υπάρξει πρόβλημα αν την παρατείνει αλλά το φιλότιμο του δεν δέχεται
να είναι στο κατάστημα ο κυρ Ανδρέας μονάχος, κι ας είχε άλλα τρία άτομα
προσωπικό. Ξημερώματα το τραίνο έφτασε και ο Χρόνης με την βαλίτζα στο χέρι
άρχισε να ψάχνει για ξενοδοχείο. Στο πρώτο που μπήκε απέναντι από τον σταθμό
πήρε την πρώτη κρυάδα, «Άδικα ψάχνεις νεαρέ μου, αυτήν την εποχή δεν υπάρχει
τίποτα». Δεν το έβαλε κάτω πήγε σε δεύτερο σε τρίτο σε τέταρτο και άρχισε να
απογοητεύεται, «-Αν δεν βρω και στο επόμενο θα γυρίσω στην Αθήνα με το βραδινό
τραίνο» σκέφτηκε. Πράγματι ούτε στο πέμπτο δεν βρήκε δωμάτιο, με την βαλίτζα
στο χέρι ξεκίνησε για την έκθεση με σκοπό να περάσει η μέρα και να επιστρέψει
στην βάση του. Στην είσοδο έπρεπε να κόψει εισιτήριο, καμιά σαρανταριά άτομα
περίμεναν στην ουρά να ανοίξει το ταμείο, μπροστά από αυτόν ήταν ένας
τσαντάκιας με τον οποίο προσπάθησε να πιάσει κουβέντα:
-Καλημέρα.
-Καλημέρα.
-Τι ώρα θα ανοίξει το ταμείο; Ρώτησε ο Χρόνης
-Κανονικά στις οκτώ, αλλά εδώ είναι Ελλάδα. Συνάδελφος
είσαι;
-Δεν είμαι τσαντάκιας εγώ, απήντησε ελαφρά θιγμένος, εγώ
ήρθα για ενημέρωση.
-Συγνώμη κρατάς μεγαλύτερη τσάντα από την δικιά μου,
γι αυτό ρώτησα, λέγομαι Μπάμπης Γιαουρτάς.
-Εγώ συγνώμη για την αγένεια μου, δεν ήθελα να σε προσβάλω,
αλλά ταξίδευα όλη νύχτα και δεν βρήκα ξενοδοχείο και θα υποχρεωθώ να
ξαναταξιδέψω νύχτα, γι αυτό και κρατώ
την τσάντα δεν ξέρω που να την αφήσω.
-Παρακάτω έχω παρκάρει το αυτοκίνητο μου, αν θέλεις την
αφήνεις εκεί, βλέπουμε μαζί την έκθεση και γυρνώντας σε πάω μέχρι τον σταθμό
και φεύγεις, πως είπες το όνομα σου;
-Χρόνης λέγομαι, Χρόνης Βαγγερέλος, θα ήμουν ευγνώμων αν το
έκανες.
-Πάμε, τώρα αμέσως.
Οι δυο μαζί περπάτησαν λίγα τετράγωνα παρακάτω που είχε
αφήσει αραγμένο το αυτοκίνητο ο Μπάμπης, μια κλούβα FIAT 238. Περίμενε μια έκπληξη τον Χρόνη,
όταν άνοιξε την πόρτα να βάλει την βαλίτζα του. Η κλούβα ήταν διαρρυθμισμένη με
ράφια στις τρείς πλευρές, ενώ στη μέση της καρότσας υπήρχε στρωμένος ένας
υπνόσακος.
-Βλέπεις Χρόνη, ούτε εγώ έχω ξενοδοχείο, είπε ο Μπάμπης,
αλλά δεν θα φύγω θα κάνω το πρόγραμμα μου.
-Ποιο είναι το πρόγραμμα σου; Απόρησε ο Χρόνης.
-Πάμε να ποιούμε καφέ και θα σου εξηγήσω.
Όντως ξεκίνησαν για καφέ αλλά μπήκαν σε ένα γαλατάδικο
φάγανε την περίφημη μπουγάτσα και εκεί ο Μπάμπης εξήγησε πως ήρθε στην
Θεσσαλονίκη ψάχνοντας πελάτες, δούλευε για λογαριασμό του πεθερού του. Αυτός
είχε μια βιοτεχνία παραγωγής μπρικιών αλουμινίου και ταψιών στο Ρουφ, διέθετε
δυο πρέσες και χυτήριο που κατά καιρούς έφτιαχνε φωτιστικά καρέκλες και
τραπέζια. Φόρτωνε το αυτοκίνητο και έβγαινε στην Αθήνα και την Επαρχία μέχρι
ξεπουλήσει και γύρναγε να δώσει λογαριασμό και να ξαναφορτώσει. Το μεροκάματο
ήταν ικανοποιητικό αλλά οι προοπτικές μικρές, καθώς χάνουμε συνέχεια έδαφος από
το ανοξείδωτο σκεύος. Ο Χρόνης ομολόγησε πως ήρθε χωρίς ιδιαίτερο λόγο, απλά
είχε άδεια και χρόνο για χάσιμο δεν ήταν και δεν ήθελε να γίνει τσαντάκιας, του
αρκούσε το μεροκάματο του, έστω κι ας ήταν μικρό, μικρό μεν αλλά σίγουρο.
Ο Μπάμπης αντέδρασε λέγοντας πως, άνθρωπος νέος δίχως σχέδια και φιλοδοξία
είναι καταδικασμένος να ζήσει και να πεθάνει στην αφάνεια. Πρότεινε ακόμα αν
θέλει να τον επακολουθήσει εκείνη την ημέρα να δει πως κινούνται οι τσαντάκηδες
και μετά να τους καταδικάσει, ο Χρόνης δέχθηκε και ξεκίνησαν για την έκθεση.
Μικρή η ουρά στο ταμείο κόψανε εισιτήρια γρήγορα και πέρασαν
την πύλη της εκθέσεως. Ο Χρόνης πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο θέαμα, μεγάλα αγροτικά
μηχανήματα και αυτοκίνητα παρατεταγμένα
στις αυλές. Ένας ψιλός πύργος του Ο.Τ.Ε. που γύριζε, κεραίες δορυφορικές που
έβλεπε μόνο στο σινεμά τις έβλεπε τώρα από κοντά. Πλήθος από καντίνες που
σερβίρανε μαύρη μπίρα στο ποτήρι και λουκάνικο Φραγκφούρτης από το πρωί μέχρι
το βράδυ, ακόμα περίπτερα που μοίραζαν δωρεάν τσιγάρα ένα-ένα τη φορά και
παιδιά στημένα εδώ και εκεί μοιράζανε διαφημιστικά φυλλάδια. Ο Μπάμπης τον
επανέφερε στην τάξη:
-Ξύπνα ακόμη δεν είδες τίποτα, όταν περάσουμε στα περίπτερα
θα τρελαθείς.
Συνήλθε ο Χρόνης και στρεφόμενος προς τον Μπάμπη ψιθύρισε
-Τυχερός είμαι που σε βρήκα μπροστά μου, ας είσαι και
τσαντάκιας που πάμε;
-Ακολούθα και όπου μας βγάλει έχουμε χρόνο μέχρι τις οκτώ το
βράδυ.
Πέρασαν από πολλά περίπτερα ώσπου να εντοπίσουν εκείνο το
κτήριο που ενδιέφερε και τους δύο. Η πινακίδα έγραφε οικιακός εξοπλισμός, μόλις
το διαβάσανε μπήκαν μέσα. Ήταν μια μεγάλη αίθουσα χωρισμένη σε τμήματα μικρά
και μεγάλα ανάλογα με τον εκθέτη, το κάθε τμήμα από αυτά το λέγανε περίπτερο,
περάσανε μπροστά από κάμποσα για να καταλήξουν σε ένα γωνιακό μεγάλο περίπτερο
με μαγειρικά σκεύη και νεροχύτες, όλα φτιαγμένα από ανοξείδωτο, «-Εδώ είμαστε»
είπε ο Μπάμπης «-Για να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε». Ανέβηκαν τον αναβαθμό και
βρέθηκαν μέσα στο χώρο της εταιρίας «Κώνος». Αμέσως τους πλησίασε χαμογελώντας
μια κοπέλα φορτωμένη με διαφημιστικά φυλλάδια,
«-Καλημέρα σας καλώς ορίσατε, τι μπορώ να κάνω για εσάς». Ο Μπάμπης
απήντησε πως ζητούν τον υπεύθυνο του περιπτέρου για να μιλήσουν για ενδεχόμενη
συνεργασία. Η κοπέλα τους πέρασε πίσω από ένα χώρισμα που βρισκόντουσαν τρία
γραφεία. Ένα μεγάλο στην αρχή και δύο μικρά στο βάθος, στο ένα από τα μικρά
καθότανε ένας άνδρας γύρω στα 55-60 χρονών, φορούσε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι
και ξεχώριζε η κοιλίτσα του, είχε στα χέρια του έναν κατάλογο και τον
μελετούσε, υπογραμμίζοντας ή διαγράφοντας
με ένα μολύβι, το άλλο ήταν άδειο, το μπροστινό γραφείο ήταν γεμάτο από
φακέλους και χαρτιά, εκεί καθόταν ένας νεώτερος άνδρας με γραβάτα, αυτός τους
υποδέχθηκε:
-Παρακαλώ καθίστε, είμαι ο Νίκος Βέρος, πως μπορώ να φανώ
χρήσιμος;
Έκατσαν απέναντι του, ο Χρόνης ήταν αμίλητος ενώ ο Μπάμπης πήρε
αμέσως τον λόγο και εξήγησε πως διαθέτει πρέσες και καλούπιά για αλουμίνια και
ενδιαφέρεται για την παραγωγή και σε ανοξείδωτο και αναζητά πρώτη ύλη, πως ακόμα
διαθέτει δίκτυο πελατών σε Αθήνα και επαρχία για να προωθήσει την παραγωγή. Ο
Βέρος άκουγε με προσοχή ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε, όταν ο Μπάμπης σταμάτησε να
μιλά, τον κοίταξε διερευνητικά στα μάτια, (αυτήν την ματιά την είδε ο Χρόνης
και δυσανασχέτησε), και αντιπρότεινε.
-Αφού υπάρχει το δίκτυο και οι πελάτες, σου δίνουμε εμείς το
εμπόρευμα έτοιμο και δουλεύεις για την εταιρία μας.
-Δηλαδή θα είμαι αντιπρόσωπος της εταιρίας;
-Ακριβώς με την τσαντούλα σου θα γυρνάς και θα παίρνεις
παραγγελίες και εισπράξεις, όλα τ’ άλλα άστα σε μας.
-Η προμήθεια μου πόση θα είναι; Ρώτησε με ενδιαφέρον ο
Μπάμπης
-Αυτό θα εξαρτηθεί από την δυναμικότητα σου, ανάλογα με τους
στόχους που θα θέτουμε κάθε φορά.
-Θα υπάρχει βασικός μισθός και προμήθεια; Έψαχνε για
επιβεβαίωση ο Μπάμπης.
-Ασφαλώς θα υπάρχει, αφού θα είσαι στην ουσία μέλος του
προσωπικού της εταιρίας.
-Με ενδιαφέρει η περίπτωση, κατέληξε ο Μπάμπης, -Πότε θα
μπορέσουμε να πούμε λεπτομέρειες;
-Οπωσδήποτε πριν κλείσει η έκθεση, δηλαδή μέσα στην εβδομάδα
είπε ο Βέρος και στράφηκε προς τον Χρόνη: -Εσάς πως μπορώ να εξυπηρετήσω;
Ο Χρόνης τον κοίταξε με αυθάδεια στα μάτια:
-Τι μου δίνεται για να σας προσφέρω την συνεργασία μου;
Μπορώ και πουλάω οτιδήποτε σε οποιονδήποτε.
-Αστειεύεσαι νεαρέ μου, δεν σε χρειαζόμαστε.
-Εσείς χάνεται, συνέχισε ο Χρόνης στο ίδιο ύφος και
σηκώθηκε, -Πάμε Μπάμπη.
Σηκωθήκανε να φύγουν, πέρασαν το χώρισμα βρεθήκανε πάλι στη
σάλα του περιπτέρου κατέβηκαν τον αναβαθμό για να συνεχίσουν την περιπλάνηση τους,
πριν απομακρυνθούν τρία τέσσερα περίπτερα, τους πρόλαβε η χαμογελαστή κοπέλα
λέγοντας να περάσουν και οι δύο το απόγευμα από το περίπτερο, το αφεντικό ο
κύριος Κώνος θέλει να μιλήσει και στους δύο.
Τα περίπτερα κλείνανε για μεσημέρι στις μιάμιση και
ξανανοίγανε στις πέντε, προτίμησαν οι δύο νέοι να κάτσουν σε μια καντίνα παρά
να βγούν έξω και να ξαναπληρώσουν στην είσοδο, εκεί θα είχαν την ευκαιρία να
γνωριστούν καλλίτερα. Ο Μπάμπης πρότεινε να μην φύγει ο Χρόνης αλλά να
στριμωχτεί όπως μπορεί στο κάθισμα της κλούβας και την άλλη μέρα να ταξιδεύει
με ηρεμία. Ο Χρόνης δέχθηκε με κρύα καρδιά αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Απολογήθηκε
για την αναίδεια του, τον είχε θυμώσει η υπεροψία του Βέρου, έκανε το αφεντικό
χωρίς να είναι. Ήπιαν από δυο μπίρες και άρχισαν να φέρνουν βόλτα στις αυλές
της εκθέσεως κοιτάζοντας τα εκτιθέμενα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια. Είχε ο
Χρόνης σκοπό να αλλάξει εκείνο που διέθετε, το ανέβαλε συνέχεια επειδή τα
οικονομικά του δεν το επιτρέπανε. Πέρασε η ώρα και ο Μπάμπης βιαζότανε να πάει
στον «Κώνο», αντίθετα ο Χρόνης του έλεγε να καθυστερήσουν όσο περισσότερο
μπορούν, να μην τους περάσουν για λιγούρηδες, περίπου στις έξι, πέρασαν στο
γνωστό περίπτερο, από μακριά τους είδε η κοπέλα και τους έγνεψε «ελάτε»,
εκείνοι πλησίασαν και ανέβηκαν τον αναβαθμό δεύτερη φορά, τους πέρασε η κοπέλα
από πίσω. Στο ίδιο μικρό γραφείο καθόταν
το ίδιο πρόσωπο που είδαν το πρωί, στο διπλανό καθόταν ένας νέος στην δική τους
ηλικία, το μεγάλο γραφείο ήταν άδειο. Όταν τους είδε σηκώθηκε λέγοντας, «-Πάρτε
από μια καρέκλα και ελάτε κοντά, είμαι ο Ηλίας Κώνος και αυτός ο γιός μου ο
Μάκης» πήραν από μια καρέκλα, αυτές που κάθισαν το πρωί και πλησίασαν,
χαιρέτισαν το Κώνο και το γιό του και κάθισαν περιμένοντας.
-Οι μεγάλες δουλειές δεν κλείνονται στα γραφεία, συνήθως
κλείνονται στις ταβέρνες ή στα μπουζούκια, που μένετε;
Οι δύο νέοι κοιταχτήκαν μεταξύ τους και πριν προλάβουν να
πουν τίποτα ο Κώνος συνέχισε.
-Κατάλαβα δεν βρήκατε ξενοδοχείο και θα φύγετε, όμως εγώ θα
σας βρώ ξενοδοχείο τώρα, επειδή η κουβέντα μας δεν εξαντλείται σε μια και δύο
μέρες, αν μπορείτε ξεχάστε την πρωινή κουβέντα με τον Βέρο, θα μιλάτε με μένα.
-Ναι; Πήρε τον λόγο ο Χρόνης, -Τι άλλαξε;
-Ο Βέρος είναι υπάλληλος με προσδιορισμένες εξουσίες εγώ
είμαι το αφεντικό, θέλετε να συνεχίσω ή να τελειώσω εδώ;
-Συνεχίστε, μίλησε ο Μπάμπης
-Θέλετε να συνεταιριστούμε;
-Τι; Πως; Είπαν, μ’ ένα στόμα
-Σας προσφέρω μια μοναδική ευκαιρία, αν θέλετε να την
συζητήσουμε μεθαύριο Τρίτη θα φάμε μαζί στο ξενοδοχείο, αν δεν θέλετε φεύγετε
τώρα και δεν τρέχει τίποτα.
-Γιατί μας το προτείνετε; Ρώτησε ο Χρόνης
-Γιατί εσύ έχεις περισσή αυθάδεια που κάποτε είναι χρήσιμη,
και ο φίλος σου που είναι αφεντικό θέλει να γίνει υπάλληλος, αυτά τα
χαρακτηριστικά με γοητεύσανε, λοιπόν θα τα ξαναπούμε ή όχι; Δεν έχω άλλο χρόνο
για σήμερα.
-Ασφαλώς, Εγώ τουλάχιστον θα είμαι, είπε ο Μπάμπης
-Θα είστε και οι δύο ή κανένας.
-Θα είμαστε και δύο συμπλήρωσε, ο Χρόνης -Και ότι βρέξει ας
κατεβάσει
Ο Κώνος στράφηκε στον γιό του που αμίλητος έβλεπε τόση ώρα
και του παρήγγειλε:
-Μάκη φρόντισε τα παιδιά στο ξενοδοχείο να έχουν ότι
χρειάζονται, εγώ φεύγω τώρα, χαιρέτισε τους νέους και έφυγε. Οι δύο κοιτάξανε
προς το μέρος του Μάκη, εκείνος πλησίασε κοντά τους.
-Θα πρέπει να γίνουμε φίλοι αφού θα συνεργαζόμαστε, θα πάμε
στο ξενοδοχείο να βολευτείτε τώρα και το βράδυ θα έχουμε έξοδο. Φύγανε μαζί από
την έκθεση χωριστήκαν στην έξοδο για σμίξουνε ξανά στο πολυτελές ξενοδοχείο Μακεδονία.
Όταν έφτασε η κλούβα στο συγκρότημα ο Μάκης τους περίμενε στην είσοδο, ανέβηκε
και αυτός μαζί τους για να τους επιτρέψει το προσωπικό την στάθμευση στο χώρο
του ξενοδοχείου. Μετά πέρασαν από την ρεσεψιόν πήραν το κλειδί του
διαμερίσματος τους στον δέκατοτέταρτο όροφο, ένα σαλονάκι και ένα μπαλκόνι
ένωνε τα δύο δωμάτια που κατέλυσαν οι μόλις μια ημέρας φίλοι. Μόλις
εγκαταστάθηκαν τους άφησε ο Μάκης δίνοντας ραντεβού για την βραδινή έξοδο στις
δέκα, αυτοί κατάκοποι πέσανε στα κρεβάτια τους.
Το παρατεταμένο κουδούνισμα του τηλεφώνου ξύπνησε πρώτα τον
Μπάμπη ο οποίος σκούντησε τον Χρόνη για να ξυπνήσει. Στο τηλέφωνο ήταν ο Μάκης
από την ρεσεψιόν, υπενθυμίζοντας την έξοδο για την οποία δεν είχαν καθόλου
όρεξη και οι δύο, ντύθηκαν όμως και κατέβηκαν. Στο σαλόνι τους περίμενε ο Μάκης
με συντροφιά τρία κορίτσια, ο Μπάμπης πλησίασε κοντά και του είπε πως είναι
παντρεμένος και δεν έχει όρεξη για περιπέτειες, ενώ ακολουθούσε ο Χρόνης λέγοντας
πως τον βασανίζει πονοκέφαλος από τις μεσημεριανές μπίρες και δεν έχει όρεξη
για απόψε, ο Μάκης χωρίς καθόλου να χάσει καιρό άλλαξε το πρόγραμμα προτείνοντας
το δείπνο να γίνει στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, έδιωξε τα κορίτσια και
κατευθύνθηκαν στο εστιατόριο. Τρώγοντας τους εξήγησε το σχέδιο του πατέρα του,
δηλαδή, πως ήθελε να επενδύσει χρήματα και σε άλλους τομείς εκτός από αυτούς
που δραστηριοποιούτανε και ο συνεταιρισμός θα γινότανε με αυτόν και με έδρα την
Αθήνα, το περιεχόμενο και οι δραστηριότητες της εταιρίας θα καθορίζονταν στην
συνάντηση της Τρίτης με τον πατέρα του.
Ο Χρόνης ήταν σίγουρος πως η τύχη του τον ευνοούσε άλλη μια
φορά φέρνοντας στον δρόμο του τον Μπάμπη πρώτα και μετά τον Κώνο. Δεν του
πολυάρεσε ο γιός Κώνος αλλά ο πατέρας φαινότανε να ξέρει τι κάνει. Το άλλο πρωί
επικοινώνησε με τον Λυκούδη τηλεφωνικά και του εξιστόρησε τα γεγονότα και
ζήτησε την γνώμη το για το πρακτέο. Εκείνος του είπε πως το εμπόριο ποτέ δεν
πεθαίνει, αρρωσταίνει μόνο και αλλάζει χέρια και τον προέτρεψε να αφήσει το
ένστικτο του να δραστηριοποιηθεί, ακόμα του είπε πως καλοί είναι οι
συναισθηματισμοί αλλά δεν κτίζουν καριέρες. Με αυτές τις νουθεσίες περίμενε την
αυριανή συνάντηση. Ο Μπάμπης, κι αυτός επικοινώνησε με την γυναίκα του και
τον πεθερό του να ανακοινώσει τις σκέψεις του, λέγοντας πως είναι καιρός να
γίνει επέκταση στην βιοτεχνία, για να τον προσγειώσει απότομα ο πεθερός του
λέγοντας πως το χυτήριο το πήρε από τον πατέρα του και θα το παραδώσει στον γιό
του. Μάλλον κατηφής περίμενε και αυτός την αυριανή συνάντηση. Και οι δύο πάντως
αρνήθηκαν να πάνε στην θάλασσα για μπάνιο όταν το πρότεινε ο Μάκης.
Την επομένη μέρα μεσημέρι στο εστιατόριο του ξενοδοχείου
βρέθηκαν οι δύο νέοι απέναντι από τον Ηλία Κώνο και τον γιό του Μάκη. Ο Κώνος
χωρίς περιστροφές μπήκε στο θέμα:
-Δώστε βάση τι σας λέω, εγώ δόξα τω Θεώ έχω αρκετά λεφτά,
έχω εργοστάσια ένα που φτιάχνει μαγειρικά σκεύη, άλλο που κατασκευάζει
νεροχύτες, γνωρίζετε άλλωστε πως έρχεται η εποχή του ανοξείδωτου σκεύους, έχω
και στη Νάουσα την κονσερβοποιία. Όλα αυτά τα διευθύνω με έμπιστους ανθρώπους
αλλά προπάντων δοκιμασμένους. Δεν τα έκανα μόνος μου όλα, βρήκα από τον πεθερό
μου και εκείνος είχε βρει από τον πεθερό του και αυξήθηκαν, εγώ δεν έχω κόρη
για να τα πάρει ο γαμπρός αλλά έχω ένα γιό τον Μάκη, και θέλω όταν αναλάβει,
εάν τα αναλάβει κάποτε να είναι έτοιμος. Σπούδασε στο εξωτερικό διοίκηση
επιχειρήσεων, αλλά τις σπουδές που κάνεις στην πιάτσα δεν τις βρίσκεις πουθενά.
Σκέφτηκα να επενδύσω ένα ποσό για την εκπαίδευση του και παράλληλα να ωφελήσω
και δυο ανθρώπους αν δειχτούν άξιοι, τι λέτε να συνεχίσω;
-Τι μας προτείνετε; Ρώτησε ο Χρόνης
-Θα συστήσουμε δύο εταιρίες στις οποίες θα έχετε το 50% ο
καθένας σας και το άλλο μισό θα είναι του Μάκη. Δεν με ενδιαφέρει που θα
δραστηριοποιηθείτε, παράκληση κάνω μόνο να μην ασχοληθείτε με τα τροχοφόρα, έχω
μια φοβία με αυτά, είναι όμως παράκληση δεν είναι απαίτηση. Η κάθε εταιρία θα
έχει κεφάλαιο από τέσσερα εκατομμύρια δραχμές, και δυνατότητα για άλλα δυο
χρόνια να εκταμιεύσει άλλα δύο από μισό κάθε εξάμηνο. Επιβάλετε η συνεργασία
για να ωφεληθείτε όλοι.
-Θα κάνει κουμάντο δηλαδή ο Μάκης επειδή βάζει τα λεφτά; Τον
έκοψε ο Χρόνης
-Όχι η εταιρία είναι 50-50 θα είστε ίσοι, αν διαλυθεί η
εταιρία πριν τα πέντε χρόνια, όλα τα κεφάλαια και τα αποθέματα θα τα πάρω εγώ
πίσω, από τα έξι και ύστερα αν διαλυθεί θα παίρνει ο Μάκης 90 και εσείς 10 από
τα επτά ο Μάκης 80 και εσείς 20 έπειτα από οκτώ εσείς 30 και ο Μάκης 70 και
πάει δέκα τοις εκατό για κάθε χρόνο, έτσι αν διαλυθεί μετά από δεκαπέντε χρόνια
όλη η περιουσία της θα σας ανήκει και ο Μάκης θα είναι έτοιμος να αναλάβει τα
εργοστάσια, ακόμα μπορεί και να σας απορροφήσει σε αυτά, αν όμως δεν κρατήσει ο
συνεταιρισμός μέχρι τότε δεν θα είναι ικανός να ανταπεξέλθει και θα πρέπει να
βρώ λύση για τα εργοστάσια. Τι λέτε;
-Πρέπει να το σκεφτώ λίγο, είπε ο Μπάμπης μίλησα με τον
πεθερό μου και έχει ενδοιασμούς.
-Ο συνεταιρισμός γίνετε με σένα δεν γίνεται με τον πεθερό
σου.
-Εγώ συμφωνώ, θέλω όμως μερικές ημέρες να μην κρεμάσω τον
κυρ Ανδρέα. Είπε ο Χρόνης
-Ποιος είναι ο κυρ Ανδρέας;
-Είναι εκείνος που με μάζεψε και μου δίνει ψωμί όλα αυτά τα
χρόνια, δεν έχει αντίρρηση αλλά δεν μπορώ έτσι ξαφνικά να τον αφήσω, τα
μιλήσαμε στο τηλέφωνο αλλά πρέπει να βρεθεί πρώτα λύση στο μαγαζί και μετά
είμαι ελεύθερος.
-Σύμφωνοι. Χρειάζεται χρόνος να γίνουν τα εταιρικά, θα είμαι
στην Αθήνα στο τέλος του Οκτωβρίου με τα κοντράτα έτοιμα, κανονίστε με τον Μάκη
που θα βρεθούμε, αλλά μην ξεχνάτε ή θα γίνουν δυο εταιρίες ή καμιά. Θα σας
δώσει ο Μάκης ένα τηλέφωνο να με παίρνετε όταν είναι ανάγκη και θα σας συνδέουν
αμέσως.
Με την κουβέντα αυτή τέλειωσε και το φαγητό σηκώθηκε ο Ηλίας
Κώνος να φύγει και έμεινε πίσω ο Μάκης να γράψει τα στοιχεία που χρειάζονταν
για τα συμβόλαια, όταν έγινε αυτή η δουλειά και σηκωθήκαν να φύγουν έβαλε ο
Χρόνης το χέρι στην τσέπη να πληρώσει και τον έκοψε ο Μάκης, «-Εδώ δεν
πληρώνουμε, είναι όλα τακτοποιημένα». Το βράδυ εκείνο βγήκαν βόλτα να
γιορτάσουν την συνεργασία που ξεκινούσε, δεν πήγαν στα μπουζούκια που επέμενε ο
Μάκης αλλά κατέληξαν σε μια ψαροταβέρνα στην Αγία Τριάδα.
Την επομένη μέρα Τετάρτη τους πήρε ο Μάκης μια βόλτα να
γνωρίσουν την πόλη και το μεσημέρι ξεκίνησαν για την Αθήνα με την κλούβα του
Μπάμπη. Κατά την διάρκεια της διαδρομής δεν αλλάξανε πολλές κουβέντες, ο
καθένας ήταν στον δικό του φανταστικό κόσμο κάνοντας σχέδια πως θα επένδυε
εκείνα τα ουρανοκατέβατα χρήματα. Ο Μπάμπης φαντάζονταν τον εαυτό του
εργοστασιάρχη ενώ ο Χρόνης ήταν σίγουρος πως η τύχη του δούλευε και θα φανερωνόταν
πάλι στην κατάλληλη στιγμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου