Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Μέρος στ΄. Η λύση.

Μέρος στ΄. Η λύση.

Πριν μπει ο Νοέμβριος ο Ηλίας Κώνος έκλεισε στο Club όλα τα τραπέζια πίσω από την ματ τζαμαρία. Συμπληρώνονταν η δεκαετία από την σύναψη των εταιρειών και θα περνούσαν στην τρίτη και τελευταία φάση. Το πείραμα πέτυχε, το ρίσκο που πείρε τότε να απέφερε πολλαπλάσια χρήματα από όσα επένδυσε. Με τον Γιαουρτά είχε τρία Super market και παραπάνω από σαράντα άτομα προσωπικό. Με τον Βεγγερέλο είχε μια από τις πρώτες εταιρίες εισαγωγής εμπορίας και διανομής οικιακών ειδών και συσκευών, ακόμα είχε το έλεγχο της παραγωγής στην υαλουργία «Φαιστός». Παραπάνω από εκατό άτομα ζούσαν από την δραστηριότητες της SUPER TEAM, ενώ το ERATO club, αναπτυσσόταν ικανοποιητικά.
Την βραδιά εκείνη ο Μπάμπης ήρθε συνοδευόμενος από την Ευγενία, όταν μπήκαν στο club η αδελφή της την πήρε από το μπράτσο να πάνε αλλού για να μιλήσουν οι άνδρες για δουλειές, εκείνη αντέδρασε «το μαγαζί δεν είναι μόνο δικό του, είμαι και εγώ το άλλο μισό» και πήγε στην ματ τζαμαρία κα έκατσε δίπλα στον άντρα της περιμένοντας τον Κώνο. Όταν ήρθε αυτός με τους δικηγόρους του, πλησίασε στο τραπέζι που ήταν ο Μπάμπης με την Ευγενία.
-Ο άλλος που είναι; Αργεί, αργεί, είναι γεννημένος αφεντικό, εσύ;
-Εγώ είμαι αφεντικό και με φίρμα, καθίστε κύριε Κώνο.
Έγνεψε στους δικηγόρους του και πήγαν σε άλλο τραπέζι, μετά γύρισε στον Μπάμπη,
-Γιαουρτάς! Φίρμα με τρία μαγαζιά, στην ουσία ενάμισι, αφού το υπόλοιπο είναι δικό μου.
-Σε πέντε χρόνια θα είναι όλο δικό μου και όσο επεκταθεί.
-Σε πέντε χρόνια Μπάμπη θα είσαι υπάλληλος και δεν θα το έχεις καταλάβει.
-Γιατί κύριε Κώνο; Έχετε σκοπό να διαλύσετε την εταιρία τώρα;
-Ναι θα την διαλύσω, άκουσε με, με προσοχή πριν από δέκα χρόνια είχες μια τσάντα και τα νιάτα σου, κοντεύεις τα σαράντα τώρα
-Τριάντα οκτώ, αλλά είναι άσχετο, υπάρχουν ρήτρες, υπάρχουν ασφάλειες υπάρχουν…
-Ξέρω, ξέρω εγώ έκανα το εταιρικό, όμως θα το διαλύσω σήμερα, και θα χαρείς κα σύ με την απόφαση, αλλά επιμένω πως σύντομα θα καταλήξεις να είσαι υπάλληλος, και αυτό το λέω επειδή σε μια τέτοια σοβαρή συνάντηση φέρνεις την γυναίκα σου μαζί, οι γυναίκες είναι για άλλες δουλειές. Βλέπεις ακόμα και τώρα σου τραβά το μανίκι.
-Λοιπόν; Ρώτησε ο Μπάμπης που έβαλε και του δύο αγκώνες στο τραπέζι πάνω, Λοιπόν;
-Αν συμφωνείς σήμερα θα περάσει όλη η εταιρία στο όνομα σου, θα αποσυρθούμε με μια μοναδική απαίτηση, ένα κιλό παγωτό κάθε χρόνο, θέλεις;
-Θέλουμε. Φώναξε η Ευγενία
-Θέλετε; Γέλασε ειρωνικά ο Ηλίας Κώνος, Ε! αφού θέλετε να γίνει, τα κοντράτα είναι έτοιμα οι δικηγόροι περιμένουν.
Ο Μπάμπης κοίταζε σαν χαμένος το Κώνο, -Δεν μπορώ να καταλάβω πως θα γίνω υπάλληλος, τώρα θα έχω τρία μαγαζιά δικά μου;
-Δεν θα καταλάβεις πολλά πράγματα, αλλά δεν πειράζει, θέλεις; Ή θέλετε;
-Θέλουμε, κύριε Κώνο.
-Αφού θέλετε, πηγαίνετε εκεί να υπογράψτε.
Σηκώθηκε το ζευγάρι από το τραπέζι αυτό και πήγαινε στο ακριανό που περίμεναν οι δικηγόροι, ο Μπάμπης κοντοστάθηκε:
-Μα τι όφελος έχετε;
-Ένα κιλό παγωτό τον χρόνο, προτιμώ φράουλα.

Έψαξε με το μάτι την σερβιτόρα και εκείνη την στιγμή μπήκε ο Χρόνης με τον Μάκη παρέα και τον πλησίασαν. Μόλις έκατσαν άρχισε το σερβίρισμα και ο Ηλίας Κώνος σχολίασε:
-Περιμένανε το αφεντικό για να αρχίσουν το σερβίρισμα.
Όταν τελείωσαν το φαγητό ο Ηλίας Κώνος αναρωτήθηκε που είναι η Ερατώ, και ο Χρόνης του εξήγησε πως έχει δουλειά και αυτά που θα κουβέντιαζαν τώρα δεν την αφορούσαν, όταν τέλειωναν οι δουλειές θα ερχόταν και εκείνη στην παρέα.
-Δεν ήσασταν στην έκθεση αυτήν την χρονιά, γιατί; Άρχισε την κουβέντα ο Κώνος, έχοντας απέναντι τους δυο συνεταίρους
-Και συ κυρ Ηλία έλειπες, αλλά όχι εντελώς, τι έγινε;
-Πάντα αυθάδης ο Χρόνης, αντί να απαντά ερωτά, χαρακτηριστικό των μεγάλων που πάντα ρωτούν και ποτέ δεν απαντούν.
-Μπα, μπα, έγινα μεγάλος; Αστειεύτηκε ο Χρόνης.
-Όχι ακόμη αλλά έχεις τα προσόντα, δεν παρακολουθείς τις εξελίξεις; Στην Έκθεση είδες ένα συνεταιρισμό εργατών, πούλησα το εργοστάσιο στον συνεταιρισμό και ησύχασα, όπως και το άλλο με τις κονσέρβες, εκείνο έγινε εταιρία λαϊκής βάσης. Τα εργοστάσια τα βρήκα από τον πεθερό μου και αυτός από τον δικό του πεθερό, κόρη δεν έκανα έτσι δεν έχω υποχρέωση να συνεχίσω την παράδοση αφού δεν έχω γαμπρό.
-Και βγήκες σύνταξη; Ρώτησε ο Χρόνης.
-Ένας επιχειρηματίας βγαίνει στην σύνταξη, μόνο όταν πεθάνει, αλλάζει επιχειρήσεις και δουλειές αλλά πάντα ρισκάρει, αυτή είναι η ζωή του.
-Αυτό λέει και ο κυρ Ανδρέας, το εμπόριο ποτέ δεν πεθαίνει.
-Ακριβώς έτσι, αυτά είναι τα δικά μου, εσείς γιατί δεν ήσασταν στην έκθεση; Επέμενε να μάθει.
Ο Χρόνης κοίταξε αμήχανα το Μάκη και εκείνος τον έβγαλε από την δύσκολη θέση.
-Το Club αυτό μας απορρόφησε, αλλάζουν τα πράγματα, χρήμα πολύ κυκλοφορεί και πρέπει να επωφεληθούμε.
-Αυτό λέω και εγώ, να επωφεληθείτε αλλά πώς; Χωρίς να διαφημίζεστε;
-Ανοιγόμαστε στις υπηρεσίες, είπε ο Μάκης, ο Χρόνης κοιτούσε αλλά δεν καταλάβαινε, στο μυαλό του νόμιζε πως μιλούσε για το club ο Ηλίας Κώνος καταλάβαινε τι έλεγε ο γιός του επειδή και εκείνος έκανε ακριβώς το ίδιο.
-Που ορίσατε έδρα;
-Εδώ στο πάνω όροφο, πατέρα μην ανησυχείς, όλα είναι υπό έλεγχο. Από σήμερα άλλωστε αρχίζει η απαγκίστρωση μου από την  SUPER TEAM, περνάμε στην Τρίτη φάση και γύρισε στον Χρόνη, -Έτσι δεν είναι συνέταιρε;  Από σήμερα εσύ θα δυναμώνεις και εγώ θα εξαφανίζομαι.
Ο Χρόνης αντιλαμβάνονταν πως κάτι μεγάλο παίζονταν αλλά δεν μπορούσε να το προσδιορίσει, με την πάγια τακτική του περίμενε να εξελιχθεί η συζήτηση και να επέμβει την κατάλληλη στιγμή. Ο πατέρας Κώνος πήρε πάλι τον λόγο:
-Χρόνη πριν από λίγο διέλυσα το συνεταιρισμό με τον Μπάμπη, είναι τώρα αφεντικό με τρία μαγαζιά και πολύ ευχαριστημένος, νομίζω πως πρέπει να διαλύσω και το δικό μας συνεταιρισμό, να αναλάβεις πλήρως την SUPER TEAM,
-Μα αν την χωρίσουμε θα πρέπει να την μοιράσουμε στα δύο.
-Όχι θα μείνει ολόκληρη δική σου, εμείς θα κρατήσουμε μόνο το club, εσύ θα έχεις τις αποθήκες γεμάτες γυαλί μαλλί σίδερο και τσαντάκηδες, εμείς θα πάρουμε τραπέζια και καρέκλες, νομίζω πως είναι συμφέρουσα συμφωνία, τι λές;
-Μια στιγμή κυρ Ηλία, πήρε αστραπιαία στροφές του μυαλό του, -Αυτά τα χρόνια που δουλέψαμε μαζί με τον Μάκη, αν ναυαγούσε η εταιρία θα έχανα εγώ τα λίγα και αυτός τα πολλά, τώρα αν ναυαγήσει χάνω πολλά  και αυτός τα λίγα.
-Δεν χάνει κανείς τίποτα. Θα πάρεις ολόκληρη την επιχείρηση, πριν από δέκα χρόνια δεν είχες τίποτα και τώρα βρίσκεσαι σε καλό σημείο επωφελήσου.
-Ακριβώς θα επωφεληθώ όπως λές κυρ Ηλία θα ανοιχτώ στις υπηρεσίες
Πατέρας και γιός κοιταχτήκαν με νόημα, αυτό περίμενε να δει ο Χρόνης, τώρα ήξερε πως αυτές οι υπηρεσίες έκρυβαν κάτι σημαντικό.
-Τι ξέρεις από υπηρεσίες;
-Όλα μαθεύονται κυρ Ηλία, εγώ δεν θέλω να διαλυθεί η εταιρία, αντίθετα θέλω να σου κάνω την δική μου πρόταση.
-Για λέγε, για λέγε,
-Το  Club είναι της Ερατώς για αυτήν φτιάχτηκε και αυτή το κουμαντάρει όπως βλέπεις καλά, το δικό μου ποσοστό στην SUPER TEAM αυτήν την στιγμή είναι 50% και θα ανεβαίνει κάθε χρόνο άλλες δέκα μονάδες, θα μείνουμε για πάντα στο 50-50 με την διαφορά πως το δικό μου 50 θα περάσει όλο στην Ερατώ και το στρατηγείο για τις υπηρεσίες θα μείνει ως έχει.
Δεν καταλάβαινε τους όρους υπηρεσίες και στρατηγείο άλλα με την πειθώ που εξέπεμπε τους άφησε άναυδους. Ο πατέρας Κώνος άπλωσε το χέρι του στον Χρόνη:
-Είσαι αετός ένας αιμοβόρος αρπαχτικός αετός, μα έχεις μπέσα, φώναξε την γυναίκα σου τώρα να πιούμε για τα καλορίζικα και γυρνώντας προς το ακριανό τραπέζι έγνεψε να φύγουν οι δικηγόροι.
Όταν πλησίασε η Ερατώ στο τραπέζι ο Κώνος με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση της είπε να ετοιμαστεί να φύγουν για την παραλία να το γιορτάσουν, εκείνη κοίταξε στην πλευρά του Χρόνη εκείνος σήκωσε τους ώμους, «-Αφού προστάζει ο κυρ Ηλίας, πάμε».
Ο Μάκης οδηγούσε έχοντας την Ερατώ δίπλα του, ενώ ο Χρόνης με τον Ηλία Κώνο έκατσαν στο πίσω κάθισμα. Ευχαριστιόταν ο Κώνος να συζητά με τον Χρόνη, του άρεσε η αυθάδεια του που δεν ήταν όμως ούτε χυδαία ούτε αποκρουστική, η ευφυΐα  του και η ετυμολογία του τον συνέπαιρναν.
-Δεν μου λες Χρόνη, πόσα ξέρεις από υπηρεσίες;
-Τίποτα, τίποτα απολύτως
-Το φαντάστηκα για μια στιγμή, δεν μου λες πάλι, τώρα που το ξέρω και δεν έχουμε ακόμα κάνει τα κοντράτα, πως το ομολογάς τόσο απερίσκεπτα.
-Αχά! Γέλασε δυνατά ο Χρόνης, -Έχεις μπέσα κυρ Ηλία και το ξέρω.
Γέλασε ο Ηλίας Κώνος με την καρδιά του.
-Θα σε μάθει ο Μάκης, αλλά θα σου πως εγώ κάτι άλλο, ψάξε να βρεις ζώνες ασφαλείας για τα αυτοκίνητα, φέρε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα, ίσως είναι και η τελευταία μεγάλη δουλειά που θα κάνεις με τα αγαπημένα σου υλικά, γυαλί, μαλλί, σίδερο.
-Ποιος θα τις πάρει;
-Φέρτε εσύ και μετά θα γίνει υποχρεωτικός νόμος και θα φάμε καλά.
-Τώρα κατάλαβα, αυτό σημαίνει υπηρεσίες, ε, αυτό σημαίνει.
-Περίπου αετέ μου, περίπου, θα κάτσω μερικές ημέρες στην Αθήνα, έλα να με βρεις να κουβεντιάσουμε οι δύο μας και ο Μάκης θα τα οργανώσει, έχει σπουδάσει γι αυτό και έχω εμπιστοσύνη στις σπουδές του, όσο εσένα στο ταλέντο σου, φτάσαμε τώρα φαί και γλέντι.
Περίπου στις τρείς τα ξημερώματα σε κατάσταση ευθυμίας, γυρίζανε στο Μαρούσι, ο Χρόνης επέμενε να τους φιλοξενήσει αυτήν την βραδιά, πατέρας και γιος συμφώνησαν. Το άλλο πρωί στις έξι ο Χρόνης κατά την προσφιλή του συνήθεια σηκώθηκε, με έκπληξη είδε στον καναπέ του σαλονιού να κάθεται ο Ηλίας Κώνος κρατώντας στο χέρι ένα χαρτί και με μολύβι σημείωνε και έσβηνε και ξανάσημείωνε, μόλις τον αντιλήφθητε σήκωσε τα μάτια του:
-Κάνε καφέ και έλα εδώ.
Έψησε δυο καφέδες και φορώντας ακόμα τις παντόφλες τους απόθεσε στο τραπέζι και έκατσε
-Καλημέρα κυρ Ηλία, πρωινός είσαι;
-Και εσύ σηκώνεσαι πρωί, για να κατακτήσεις τον κόσμο την ώρα που οι άλλοι κοιμούνται;
-Λες;
-Εγώ όμως είμαι ξυπνητός πιο νωρίς από σένα και δεν με κατακτάς.
-Κυρ Ηλία και να θέλω μπορώ;
-Άσε τις διπλωματίες τώρα, να ξέρεις πως εγώ δεν γελιέμαι, αυτήν την στιγμή είμαστε οι δύο μας και θέλω να κάνουμε κουβέντα μπεσαλίδικη.
-Εγώ είμαι πρόθυμος, ακούω τι συμβαίνει;
-Από πότε έχεις να δείς τον Λυκούδη;
-Είναι λίγος καιρός, από το καλοκαίρι
-Γιατί; Γιατί Χρόνη; Τι έτρεξε; Ξέχασες ποιος είναι;
-Κάθε άλλο, είναι ο ευεργέτης μου, τον αγαπάω και τον σέβομαι, αλλά οι δουλειές τον τελευταίο καιρό δεν αφήνουν χρόνο, θα πάω όμως αυτές τις μέρες.
-Μην πάς θα έρθει αυτός εδώ, το μεσημέρι θα φάμε εδώ όλοι μαζί, το έχει κανονίσει η Ερατώ, είσαι τυχερός που την έχεις αλλά δεν το έχεις συνειδητοποιήσει.
-Ευχαριστώ, αλλά δε λές να αφήνουμε τις γυναίκες έξω από τις δουλειές; Αυτό κάνω.
-Τέλος πάντων, αν την είχα εγώ θα ήταν η μόνιμη δουλειά μου, θα τις είχα κάνει μια ντουζίνα παιδιά να ασχολείται, είπε χαμογελώντας και σοβάρεψε απότομα μετά.
-Τι έγινε στην Θεσσαλονίκη και τρόμαξες τόσο; Δεν είδες το όνομα μου και φοβήθηκες πως το ίδιο θα γίνει και με σένα μια μέρα;
-Τώρα που το λές κυρ Ηλία, μπορεί αυτό να ήταν. Ανακάθισε ο Χρόνης.
-Αυτήν την περίοδο κυκλοφορούν πολλά χρήματα, εκδόθηκαν τα πεντοχίλιαρα σε λίγο θα έχουμε τα δεκαχίλιαρα, τα χρήματα αυτά είναι απλωμένα σε ακατάλληλα χέρια, σε ανθρώπους έτοιμους να ξοδέψουν και καταναλώσουν όσα μπορούν περισσότερα.
-Και εμείς είμαστε εδώ να τους βοηθήσουμε, προσφέροντας ότι θέλουν και οικονομάμε, σωστά;
-Εν μέρει μόνο, πρέπει να ικανοποιηθούν και να μας ευχαριστούν γι αυτό. Το εργοστάσιο με τα ανοξείδωτα εξελίχθηκε έφτασε στην κορυφή για ελληνικά δεδομένα, το έβαλα στο χρηματιστήριο, πούλησα τις μετοχές στους εργαζόμενους, έγιναν όλοι αφεντικά, όπως νομίζουν, μου έχουν υποχρέωση και όταν αρχίσει η πτώση θα χάσουν ότι επένδυσαν. Εγώ έχω την συνείδηση μου τακτοποιημένη τους παρέδωσα υγιή την επιχείρηση.
-Το ίδιο έκανες και στην κονσερβοποιία;
-Ο έξυπνος παίκτης υποχωρεί πριν αρχίσει να χάνει, όταν υπάρχει η ευημερία και η κατανάλωση θα ακολουθήσει οπωσδήποτε περίοδος των ισχνών αγελάδων, ξέρεις; Τότε πρέπει να έχουμε το σταράκι φιλαγμένο. Θα πρέπει να πουλάμε άλλου είδους εμπόρευμα.
-Δηλαδή; Με μεγάλο ενδιαφέρον ο Χρόνης άκουγε την διάλεξη που του έκανε ο Κώνος. Δηλαδή; Υπηρεσίες;
-Ακριβώς, αυτό κάνεις εσύ χρόνια τώρα αλλά δεν το καταλαβαίνεις, έχεις όμως τα προσόντα να διδαχθείς, όχι όμως ο φίλος σου όμως ο Μπάμπης, να είσαι σίγουρος πως σε λίγα χρόνια θα είναι υπάλληλος κάποιας αλυσίδας που θα τον αγοράσει, και με κάποιον τίτλο θα τον χρησιμοποιήσει για όσο καιρό θα είναι χρήσιμος, μετά άστα να πάνε, θα έχει να λέει κάποτε ήταν φίρμα.
-Εγώ δεν κατάλαβα; Τι υπηρεσίες έκανα;
-Μπήκες ανάμεσα στον καταναλωτή και τον παραγωγό, έδωσες και στον ένα και στον άλλο την ευκαιρία που ζητούσαν, ό ένας να αγοράσει και ο άλλος να διαθέσει, αν δεν ήσουν εσύ τι θα έκανα την Μαργαρίτα; Ξέρεις πόσα σου οφείλω;
-Εμένα; Θα έλεγα το αντίθετο και φοβόμουν κι όλας.
-Σε είχα ανάγκη να την απλώσω στην αγορά και εσύ πάλι αυτόν, τον Μπάμπη, εκμεταλλεύτηκα εγώ εσένα και εσύ αυτόν, μόνο που εσύ πληρώθηκες ενώ αυτός έκανε πείσματα στον πεθερό του, στις δουλειές δεν χωράν πείσματα και αυτός δεν το ξέρει.
-Κυρίως όμως κυρ Ηλία χρωστάμε στους τσαντάκηδες την εξάπλωση.
-Ο τσαντάκιας μοιάζει με τον κυνηγό που ανάλογα με τι όπλο κουβαλάει θα φέρει το ανάλογο θήραμα, άλλος πάει για τσίχλες και άλλος για αγριογούρουνο, άλλος μονάχος και άλλος οργανωμένος με ομάδα, όλοι κυνηγοί είναι, αλλά καμιά φορά γίνονται και ατυχήματα και σκοτώνονται μεταξύ τους.
-Καλό το παράδειγμα, εγώ όμως είμαι ψαράς, αστειεύτηκε για να αποσυμφορήσει την ατμόσφαιρα ο Χρόνης.
-Μην αστειεύεσαι, ψαράδες είναι οι μαγαζάτορες που απλώνουν τα δίκτυα και περιμένουν το ψάρι (πελάτη) να πέσει μέσα. Εσύ είσαι ψαροτουφεκάς,  κυνηγός και ψαράς ταυτόχρονα και αυτό είναι ταλέντο, δεν διδάσκεται και δεν μεταδίδεται. Εγώ σου έδωσα το ψαροτούφεκο, ο Λυκούδης σου έμαθε να κολυμπάς κι αυτό είναι σημαντικότερο.
Εκείνη την ώρα τους διέκοψε το κουδούνι, έπιασε το θυροτηλέφωνο ο Χρόνης:
-Ποιός είναι; Έλα πάνω, είπε και άνοιξε την πόρτα να περιμένει τον Λυκούδη. Αγκαλιαστήκαν με πολύ αγάπη και πέρασαν μέσα στο σπίτι, σηκώθηκε από την καναπέ Κώνος να τον υποδεχθεί και αυτός.
-Καλημέρα Ηλία, τα λέτε με τον νεαρό; 
-Καλημέρα Ανδρέα, έλα κάτσε να συνεχίσουμε;
-Μάλλον είστε συνεννοημένοι, μπήκε ο Χρόνης στην μέση, θα φτιάξω καφέ για τον κυρ Ανδρέα και έρχομαι.
Ώσπου να κάνει τον καφέ ο Χρόνης, ο Κώνος εξήγησε στον Λυκούδη τι συμφωνήσαν εχθές και πως η εταιρία θα περάσει στο όνομα του Μάκη και της Ερατώς σύμφωνα με την επιθυμία του Χρόνη. Όταν ήρθε ο καφές και έκατσε ο Λυκούδης άρχισε την κουβέντα χαμηλόφωνα μην ξυπνήσουν  οι υπόλοιποι.
-Τρελός είσαι Χρόνη; Τι μου λέει ο Ηλίας πως θα περάσουν όλα στο όνομα της Ερατώς;
-Που είναι το πρόβλημα;
-Το ξέρει εκείνη; Το δέχθηκε;
-Θα το μάθει άμα ξυπνήσει, γιατί να μην δεχθεί;
-Της έχεις τόση εμπιστοσύνη ρε παιδί μου;
-Άκου κυρ Ανδρέα, αν είναι να προσβάλεις την γυναίκα μου καλλίτερα να φύγεις από το σπίτι τώρα, σου χρωστάω την ζωή μου αλλά δεν θέλω να ανακατεύεσαι με την Ερατώ, είναι δική μου γυναίκα.
-Συγνώμη Χρόνη, άμα θέλεις να φύγω, φεύγω τώρα. έκανε να σηκωθεί από τον καναπέ, αλλά ο Κώνος άπλωσε το χέρι και τον συγκράτησε.
-Κάτσε Ανδρέα, νέος είναι και το αίμα του βράζει.
-Συγνώμη Κυρ Ανδρέα, συγνώμη παραφέρθηκα, μην ανακατεύεις όμως την Ερατώ, ότι θέλεις λέγε για εμένα μόνο.
Εκείνη την στιγμή έκανε την εμφάνιση της η Ερατώ στο σαλόνι καλημερίζοντας τους:
-Πω! Πω! Πόσο πρωινοί είστε; Εγώ νοικοκυρά τάχα κοιμάμαι ακόμα, πήγε στην μεριά του Λυκούδη τον αγκάλιασε και τον φίλησε, καλημέρα κυρ Ανδρέα, άπλωσε το χέρι της στον στον Κώνο και εκείνος παραπονέθηκε –Εγώ δεν δικαιούμαι φίλημα; Τον φίλησε και αυτόν, πήγε τέλος στον Χρόνη πέρασε το χέρι της γύρω από την μέση του και τον πείραξε -Έκανες καλούς τους καφέδες;
-Κάτσε Ερατώ, δεν είναι ώρα για αστεία.
-Τι συμβαίνει; Σοβάρεψε αυτή
-Άκου Ερατώ, άρχισε πολύ σοβαρά ο Κώνος, θέλω να ξέρω τη γνώμη έχεις για τον Μάκη, συνεργάζεστε λίγο καιρό μαζί, πως σου φαίνεται;
-Κύριε Ηλία, προξενιό μου κάνεις; Τι κουβέντες είναι αυτές; Απόρησε και ειρωνεύτηκε η Ερατώ κοιτώντας ταυτόχρονα τον Χρόνη στα μάτια και σφίχτηκε πιο κοντά του.
-Μην τρομάζεις παιδί μου, προξενιό με τον άνδρα σου μπροστά γίνεται;
-Τότε; Τι ερώτηση είναι αυτή;
-Θα σου εξηγήσει ο Χρόνης, είπε ο Κώνος και πήρε το μολύβι πάλι στα χέρια του, γυρνώντας το ανάμεσα στα δάκτυλα του αμήχανα.
-Ερατώ, ρωτάει ο κυρ Ηλίας, και ο κυρ Ανδρέας θέλει να μάθει πόσο αρμονική είναι η συνεργασία σου με τον Μάκη, γιατί το μεσημέρι θα υπογράψετε συμβόλαια και γίνεται συνεταίροι. Το Club θα γίνει η έδρα της νέας εταιρίας που θα έχει το όνομα σου για τίτλο.
-Εμένα δεν με ρώτησε κανείς αν θέλω να υπογράψω; αν θέλω να γίνω αφεντικό όπως ονειρεύονται κάποιο άλλοι ίσως; εγώ όμως όχι, εγώ θέλω να είμαι η γυναίκα σου και νοικοκυρά στο σπίτι μου, δεν είμαι για παραπάνω, καλός και χρυσός ο Μάκης αλλά είναι δικός σου συνέταιρος όχι δικός μου. Όσο μίλαγε ο τόνος της φωνή ανέβαινε, ο Λυκούδης σηκώθηκε από τον καναπέ και στράφηκε προς τον Κώνο
-Ηλία, είδες την θέα από το μπαλκόνι της κουζίνας, έλα να την δείς, εκείνος σηκώθηκε και τον ακολούθησε αφήνοντας πίσω το ζευγάρι να συνεχίσει το καυγά που μόλις άρχιζε. Μόλις έφυγαν πήρα τον λόγο ο Χρόνης χαμηλόφωνα και κρατώντας το χέρι της Ερατώς:
-Σε παρακαλώ μην φωνάζεις, μη εξάπτεσαι δεν θα κάνω κάτι που δεν θέλεις ποτέ, το ξέρεις αυτό.
-Το ξέρω, αλλά όλη αυτή συνομωσία πίσω από την πλάτη μου;
-Δεν υπάρχει καμία συνομωσία, είναι απλά μια ένδειξη αγάπης και εμπιστοσύνης σε Εσένα, στο πρόσωπο Σου, αντίστοιχη εκείνης που έκανες Εσύ στην έκθεση και την παρεξήγησα, φέρθηκα τότε πολύ άσχημα γιατί δεν ήξερα, από τότε μόνο σήμερα μίλησα με τον κυρ Ανδρέα και γνωρίζεις πόσο τον αγαπώ.
-Λυπάμαι, πόσο λυπάμαι, είπε η Ερατώ και το δάκρυ με δυσκολία κρατιόταν στην άκρη των ματιών της.
-Μην λυπάσαι, όλα διορθώνονται, πρέπει να με καταλάβεις σε ένα σημείο που θεωρώ σημαντικό, ο κυρ Ανδρέας με λέει κότα, ο κυρ Ηλίας με λέει αρπακτικό αετό, δεν είμαι όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο θέλω να είμαι άνθρωπος, ελεύθερος άνθρωπος, Εσύ με έχεις σκλαβώσει, επειδή με αφήνεις ελεύθερο και δεν υπάρχει μεγαλύτερη σκλαβιά από την ελευθερία. Σου έχω χαλάσει την ζωή και το ξέρουμε οι δύο μας…..
-Σταμάτα, τον έκοψε, -Και Εσύ ξέρεις πως είσαι η ζωή μου όλη, κάνε ότι θέλεις σου έχω απεριόριστη εμπιστοσύνη.
Άπλωσε το χέρι του με μια τρυφερή κίνηση να της σκουπίσει τα μάτια και πρόβαλε ο Μάκης στο σαλόνι:
-Μπα, Μπα πρωί, πρωί τα μέλια, που είναι ο γέρος κοιμάται ακόμα;
-Εσύ κοιμάσαι ολόρθος τεμπελχανά, ακούστηκε η φωνή του πατέρα του, που παρέα με τον Λυκούδη επέστρεψαν από το μπαλκόνι της κουζίνας στο σαλόνι. -Περασμένες δέκα και ακόμα είστε εδώ και οι δύο τραβάτε στην εταιρία σας, όσο την έχετε ακόμη και ελάτε το μεσημέρι θα φάμε εδώ όλοι μαζί και να φέρτε και κανένα καλό κρασί μαζί σας.
Φύγανε οι δύο συνεταίροι έκατσαν στο καναπέ ο Λυκούδης και ο Κώνος και αρχίσανε να κουβεντιάζουν για ένα σωρό άσχετα θέματα, όσο χρόνο μαγείρευε η Ερατώ στην κουζίνα. Το μεσημέρι νωρίτερα από το συνηθισμένο επέστρεψε ο Χρόνης παρέα με τον Μάκη, φάγανε παινέσανε την μαγειρική την Ερατώς και όταν εκείνη έφυγε για το club συνέχισε ο Ηλίας Κώνος την πρωινή του διάλεξη, μόνο που τώρα το ακροατήριο ήταν διευρυμένο, εξήγησε υπάρχει μια ευρύτατη γκάμα παροχής υπηρεσιών, πως ήρθε η εποχή που θα πουλάνε αέρα, πληροφορίες και ειδήσεις έχουν την αξία τους, τόσα πεντοχίλιαρα που κυκλοφορούν πρέπει να μαζευτούν σε έναν τόπο, το χρηματιστήριο και το ονόμασε ναό του χρήματος, θα μας ευγνωμονούν κι όλας που θα κάνουμε την Ελλάδα Ευρώπη, εξήγησε ακόμα με ποιους τρόπους πρέπει να εξαχθεί το χρήμα στο εξωτερικό, λέγοντας πως η SUPER TEAM πρέπει να επεκταθεί και σε άλλους τομείς, στο ελεύθερο ραδιόφωνο και την τηλεόραση που δεν θα αργούσε να έρθει, ακόμα στα τηλέφωνα γιατί ο ΟΤΕ θα έχανε το μονοπώλιο, είπε πολλά για καταλήξει:
-Όπως λένε οι Αμερικάνοι, ότι δεν αγοράζεται με λεφτά, αγοράζεται με πολλά λεφτά.
-Εγώ λέω, μίλησε  Λυκούδης, «γυαλί μαλλί σίδερο» δεν χαλούν, τ’ άλλα που λές Ηλία είναι αέρας, αέρας κοπανιστός.
-Ακριβώς έκλεισε την διάλεξη του ο Κώνος, αέρας, με τον αέρα ζούμε και αναπνέουμε, κάνουμε «μαμ, κακά και νάνι» και χρησιμοποιούμε «γυαλιά, μαλλιά και σίδερα».

Μια εβδομάδα που έκαναν οι δικηγόροι να συντάξουν τα συμβόλαια της νέας εταιρίας με συμβαλλόμενα μέλη τον Μάκη και την Ερατώ, ο Κώνος με τον Λυκούδη τα πρωινά έφερνε βόλτα τα νησιά του Σαρωνικού και τα βραδινά έκανε γνωριμίες στο Club με ανθρώπους του νέου αντικειμένου εργασίας που ξεκινούσε. Η Ερατώ αποδεικνυόταν εξαιρετική οικοδέσποινα, κοινωνική, ευγενική και ταυτόχρονα απρόσιτη και ψυχρή. Απέπνεε σεβασμό και αρχοντιά με μια απαράμιλλη γοητεία. Όταν μπήκαν οι υπογραφές ο Ηλίας Κώνος αναχώρησε για την Θεσσαλονίκη δίνοντας ραντεβού σε δέκα χρόνια πάλι, (αν ζούσε;) καθώς είπε.
Ο Μάκης έφυγε στο εξωτερικό να βρει τις ζώνες ασφαλείας, φροντίζοντας  να αρχίσει η εξαγωγή των χρημάτων με υπερτιμολογήσεις των εισαγομένων προϊόντων, αυτό ήταν μόνο η αρχή. Όταν η παραλαβή έγινε δεν είχε καλή απορρόφηση στην αγορά, δυσανασχέτησε αλλά ο Μάκης τον καθησύχασε.
-Θα πουληθούνε στην διπλάσια τιμή, σε δύο μήνες
-Πως το ξέρεις;
-Σήμερα κατατέθηκε στην Βουλή νόμος και είναι υποχρεωτικό όλα τα αυτοκίνητα να εφοδιαστούν με ζώνη, μην σκάς.
Πράγματι σε δύο εβδομάδες οι πελάτες άρχισαν να ζητούν και αυτός να μην πουλά, όταν διαπίστωσε πως δεν είχαν άλλη πηγή, είπε πως έχει νέα παραλαβή και διπλασίασε την τιμή, το κέρδος για την SUPER TEAM ήταν τεράστιο. Μετά από αυτήν την επιτυχία, ο Μάκης του είπε πως είχε έρθει η ώρα να απαγκιστρωθεί από την εταιρία, να ασχοληθεί περισσότερο με τις οικονομικές και χρηματιστηριακές υπηρεσίες. Θα είχε και περισσότερο ελεύθερο χρόνο, να ασχοληθεί με το νέο του χόμπι, που από ένα λόγο του Κώνου το έκανε πράξη, ασχολιόταν και με το ψαροτούφεκο.
Μάζεψε ένα πρωινό τους τσαντάκηδες σε πρώτη δόση και μετά όλο το προσωπικό της εταιρίας, τους ανακοίνωσε πως η εταιρία είναι από τις κορυφαίες του είδους και θα μπει στο χρηματιστήριο, όποιος θέλει να επενδύσει μικρό ή μεγάλο ποσό, αγοράζοντας μετοχές θα είχε ποσοστιαία συμμετοχή και λόγο στις αποφάσεις τις. Θα γίνονταν γενική συνέλευση θα εκλεγόταν ο νέος διευθυντής και σε τελευταία ανάλυση θα διοικούσαν οι μέτοχοι και όχι αυτός με τον Μάκη μόνο. Ακόμα διευκρίνισε πώς η αγορά μετοχών είναι ανοικτή για όσους το θελήσουν θα γίνει δημόσια, αλλά εκείνοι που το ξέρουν πρώτοι θα μπορούσαν να δηλώσουν το ενδιαφέρον τους από τώρα για προτιμηθούν. Η διαδικασία αυτή κράτησε τρείς μήνες, έμειναν στο χέρι του Μάκη το 10% της εταιρίας, στην πρώτη συνέλευση των μετόχων, παρά το γεγονός πως δεν προσήλθε ο Χρόνης, τον εξέλεξαν διευθύνοντα σύμβουλο με αρκετά παχυλό μισθό και βρέθηκε ο Χρόνης υπάλληλος της εταιρίας που δημιούργησε. Όταν του το ανακοίνωσε ο Μάκης, χαμογέλασε:
-Δηλαδή μετά από τόσο κόπο, τσαντάκιας πάλι;
Γεγονός είναι πάντως πως απελευθερώθηκε από το μεγάλο άγχος της υπεύθυνης διεύθυνσης, ένοιωθε πάλι ανέμελος όπως τα χρόνια που δούλευε στου Λυκούδη, είχε εξασφαλίσει την Ερατώ, που ήταν γι αυτόν όλη του η ζωή, είχε χρόνο να ασχολείται με το χόμπι του, και συχνά ταξίδευε για να το εξασκήσει, τις περισσότερες φορές στην Κινέττα.
Σε μια από αυτές τις εξορμήσεις στην Κινέττα, έφυγε χαράματα Κυριακής με το ψαροτούφεκο και δεν ξαναγύρισε, μάταια περίμενε η Ερατώ, πέρασε το μεσημέρι και ανησυχούσε, πήγε στο Club απόγευμα, βρήκε τον Μάκη του εξέφρασε τις ανησυχίες της, εκείνος την καθησύχαζε, αλλά εκείνη δεν ηρεμούσε. Κάλεσε την αστυνομία, της ξεκαθάρισαν πως πρέπει να περάσουν 24 ώρες και μετά να αναλάβουν δράση, εκείνη ανησυχούσε. Ζήτησε από τον Μάκη να πάνε στην Κινέττα, εκείνος για να μην μείνει ακέφαλο το Club, φώναξε τον Πάκη από την είσοδο και του επέστησε την προσοχή:
-Την Κυρία Ερατώ και μάτια σου, πήγαινε στην Κινέττα και ψάξτε:
Φύγανε με την Ερατώ για την Κινέττα, περίπου ξέρανε που βουτούσε ο Χρόνης, εντόπισαν το αυτοκίνητο του και πλησίασαν με ανακούφιση, σουρούπωνε και πολλά πυροσβεστικά αεροπλάνα κάνανε λήψεις νερού στην περιοχή, για να κατασβήσουν  την φωτιά στην Πάρνηθα. Στάθμευσε ο Πάκης το αμάξι δίπλα στου Χρόνη και περιμένανε, σκεφτότανε η Ερατώ, θα νυχτώσει δεν θα βλέπει και θα βγει, απλή λογική είναι, αλλά αυτή ανησυχούσε και δεν μπορούσε να το δικαιολογήσει. Νύχτωσε και ο Χρόνης δεν βγήκε από την θάλασσα, περίμενε όλη την νύχτα η Ερατώ δίπλα στο αυτοκίνητο, έδιωξε τον Πάκη παρά τις αντιρρήσεις του, να πάει να φέρει το Μάκη. Ο Μάκης με τα κατάλληλα τηλεφωνήματα που έκανε ξεσήκωσε υπηρεσίες, άρχισε το λιμενικό και η αστυνομία να κάνουν έρευνες, οι οποίες απέβησαν άκαρπες. Τα δελτία ειδήσεων μετά τις προσπάθειες για την κατάσβεση της φωτιάς στην Πάρνηθα αναφέρονταν στην εξαφάνιση του ψαροτουφεκά επιχειρηματία. Τέσσερεις μέρες αργότερα σταμάτησαν οι έρευνες, πήγε το αυτοκίνητο στο Μαρούσι, παρέλαβε η Ερατώ τα προσωπικά αντικείμενα που υπήρχαν μέσα, το πορτοφόλι ταυτότητα κλειδιά κλπ. Δεν βρέθηκαν το διαβατήριο του και η καδένα που φορούσε στο λαιμό του με το μονόγραμμα της «Ε», η Ερατώ ενοχλήθηκε από αυτό το γεγονός, αλλά το έκρυψε στα φυλλοκάρδια της, αισθανόταν πως ο Χρόνης είχε φύγει, ήταν σίγουρη γι αυτό αλλά δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τη σιγουριά αυτή. Θυμήθηκε και συνδύασε την ασφάλεια ζωής στην αρχή και την μεταφορά όλων των αγαθών στην δική της διαχείριση στο τέλος.
Σε λίγες ημέρες που έγινε αποτίμηση των ζημιών που προκάλεσε η πυρκαγιά στην Πάρνηθα, στα αποκαΐδια βρέθηκε σε κακή κατάσταση ένα απανθρακωμένο σώμα με στολή δύτη, διακρίνονταν ελάχιστα πράγματα που να πιστοποιούν σε ποιόν μπορεί να ανήκε. Απεφάνθησαν οι ειδήμονες πως το πιο πιθανό σενάριο είναι να τον απορρόφησαν τα πυροσβεστικά αεροπλάνα, όταν κάνανε λήψεις νερού και τον άδειασαν πάνω στην φωτιά και αυτός βρήκε τραγικό θάνατο. Κάλεσαν την Ερατώ μήπως και αναγνωρίσει τον άνδρα της, από τα υπολείμματα της στολής. Εκείνη ήρθε συνοδευόμενη από τον Μάκη, θλιμμένη και καταπονημένη, αναγνώρισε πως η στολή του Χρόνη είχε κοινά χαρακτηριστικά με αυτή, αλλά δεν ήταν σίγουρη για τον νεκρό, ήταν σίγουρη πως δεν ήταν του άνδρα της, και αν ακόμα με την πτώση χανότανε η καδένα, θα υπήρχε στο χέρι το ρολόι που είχε με ειδική παραγγελία το πρόσωπο της στο καντράν, έστω και καμένο, αλλά δεν υπήρχε.
Οι πυροσβεστικοί και οι αστυνομικοί πίεζαν τον Μάκη να την πείσει να προχωρήσει στην αναγνώριση, για να κλείσει η υπόθεση της εξαφάνισης και να γίνει και η κηδεία του πτώματος, την παρακάλεσε με την σειρά του κι αυτός, να το πάρει απόφαση πως το τέλος του Χρόνη ήταν τραγικό αλλά δεν μπορούν να μην το αποδέχονται. Το δέχθηκε η Ερατώ έκανε αναγνώριση του πτώματος και πήρε το απανθρακωμένο νεκρό να του κάμει την κηδεία, αλλά μέσα της δεν το δεχότανε.
Μετά τα συλλυπητήρια και όλες εκείνες τις κουραστικές κοινωνικές εκδηλώσεις που επακολουθήσαν, ευγενικά έδιωξε όσους ήταν στο σπίτι, δεν ήθελε εκείνη την ώρα να βλέπει άνθρωπο. Μάταια η μάνα της και η αδελφή της επέμεναν να της κρατήσουν παρέα εκείνη τουλάχιστον τη νύχτα, άδικα ο Λυκούδης επέμενε να την πάρει από αυτό το σπίτι στο δικό του. Ο μόνος που δεν μιλούσε καθόλου ήταν ο Μάκης, λυπόταν εξ ίσου με την Ερατώ, έχανε έναν άνθρωπο δούλεψαν μαζί παραπάνω από δέκα χρόνια, με την καθημερινή συναναστροφή του είχε γίνει απαραίτητος. Τον ζήλευε μερικές φορές για την γυναίκα που είχε, άλλοτε παραδεχότανε το μεγαλείο του που ζούσε μαζί της, γνωρίζοντας πως ήταν στέρφα. Φύγανε όλοι εκτός από τον Μάκη. Αμήχανα κοίταζε από το παράθυρο, σκέφτηκε να φύγει.
-Αντε να πηγαίνω κα εγώ, είπε στρεφόμενος προς το μέρος της.
Η Ερατώ θέλησε να εκμυστηρευτεί στον Μάκη τις αμφιβολίες της, να τον ενημερώσει πως το διαβατήριο δεν βρέθηκε, πως ήταν σίγουρη πως έφυγε, ένα περίεργο παιχνίδι της τύχης ήταν η φωτιά που τον βοήθησε στα σχέδια του, ήταν απόλυτα σίγουρη γι αυτό, το αισθανόταν και με μάτια βουρκωμένα τον πλησίασε, εκείνος άπλωσε τα χέρια του και την αγκάλιασε, την χάιδεψε λίγο φιλικά να ηρεμίσει, τράβηξε τα μαλλιά που σκέπαζαν το πρόσωπο της, εκείνη δεν ήξερε πώς να αρχίσει και τον κοιτούσε στα μάτια, κοιτούσε κι αυτός στα βουρκωμένα μάτια, και επειδή όταν η σπίθα βρει την βενζίνα αρπάζει φωτιά, ξέχασε αυτή τι ήθελε να του πεί και αυτός ποιάν είχε στην αγκαλιά του και για ποιόν λόγο και κατέληξαν να παρηγορούνται στενάζοντας στην κρεβατοκάμαρα. Όταν είδε αίματα στο σεντόνι τρόμαξε:
-Πρώτη φορά Ερατώ;
-Πρώτη φορά, ότι δεν μου έδωσε την ημέρα του γάμου, μου το έδωσε την ημέρα της κηδείας, απήντησε εκείνη κλαίγοντας και παίρνοντας απόφαση να μην του πεί τίποτα για τις  επιφυλάξεις της σχετικά με τον θάνατο του Χρόνη.
Η ασφαλιστική εταιρία δεν ήταν πρόθυμη να καταβάλει το ποσό που ήταν ασφαλισμένος ο Χρόνης και κωλυσιεργούσε, η Ερατώ πρότεινε στην εταιρία τα χρήματα αυτά να δοθούν ως χορηγία στα παιδιά του τρίτου κόσμου και να εκμεταλλευτεί η εταιρία όλη αυτήν την διαφήμιση, είχε μάθει από υπηρεσίες, ο Μάκης ήταν καλός δάσκαλος.
Εκτός από καλός δάσκαλος απεδείχθη και παραγωγικός, με την πρώτη συνεύρεση συνέλαβε η Ερατώ, και αδιαφορώντας για τα σχόλια, τον παντρεύτηκε έξ μήνες με την κοιλιά φουσκωμένη, για να έχει όνομα το παιδί, σε επτά χρόνια του χάρισε άλλα πέντε παιδιά. Το πολύτεκνο ζευγάρι περνούσε ζωή χαρισάμενη, λεφτά υπήρχαν αρκετά και γνώση για να τα διαχειρίζονται, επιπλέον η δυνατότητα να διακρίνουν τα παράσιτα και να τα απομακρύνουν έγκαιρα.

Το τέλος

 Όταν τελείωσε η διάρκεια του εταιρικού, ο Μάκης πρότεινε να συντάξουν ένα νέο, που να περάσουν τα περιουσιακά στοιχεία όλα στην Ερατώ και τα παιδιά και εκείνη έβαλε τις φωνές:
-Όχι ποτέ, να έχουμε τα ίδια, μήπως θέλεις και συ ψαροτούφεκο;
Ο Μάκης δεν ήθελε ψαροτούφεκο, ήθελε να χαρεί λίγο παραπάνω την ευτυχία του με την Ερατώ και της πρότεινε να ταξίδι χωρίς τα παιδιά, κάπου μακριά μόνοι τους λίγες ημέρες, να χαρούν ότι έχουν, και εκείνη επέλεξε να πάνε στην Αμερική που δεν είχε πάει ποτέ.
Μετά τις απαραίτητες διαδικασίες βρέθηκαν να γυρνάνε στην Αμερική, στην Νέα Υόρκη με τους περίφημους ουρανοξύστες, πέρασαν όπως όλοι σχεδόν από την Αστόρια, την Ελληνική γειτονιά. Θαύμαζαν πόσες ελληνικές σημαίες και πόσες επιγραφές ελληνικές υπήρχαν, ακόμα ακούγανε ελληνικά τραγούδια κυρίως του Καζαντζίδη και απόρησαν πως ακόμα και κράχτες είχαν να πιέζουν τους περαστικούς να περάσουν στα μαγαζιά. Είδαν πολλά εστιατόρια, σε ένα από αυτό η επιγραφή με νέον έγραφε, «ΣΟΥΒΛΑΚΙ Η ΕΡΑΤΩ», τους έκανε εντύπωση και πέρασαν να γευματίσουν. Έκατσαν στο τραπέζι και αντί να έρθει ο σερβιτόρος άκουσαν μια φωνή γνώριμη.
-Τώρα «μαμ, κακά και νάνι».
-Το ήξερα, το περίμενα πως θα σε δώ κάποτε, σηκώθηκε η Ερατώ και αγκάλιασε τον Χρόνη, γιατί ρε παλιόπαιδο το έκανες έτσι;
-Θα με άφηνες να φύγω; Θα μπορούσες να βρεις την ευτυχία που σου αξίζει;
Ο Μάκης δίπλα κοιτούσε άφωνος, μια στιγμή συνήλθε.
-Χρόνη, πόσα χρόνια πέρασαν; Σε έχουμε για νεκρό η Ερατώ και εγώ
-Όχι εγώ Μάκη, πάντα το ήξερα, το διαβατήριο έλειπε και κοίτα στον λαιμό του.
Κοίταξε ο Μάκης στον λαιμό του Χρόνη κρεμότανε η καδένα με το μονόγραμμα της, ο Χρόνης δοκίμασε να την βγάλει.
-Αν σε ενοχλεί που την έχω την βγάζω, απώθησε λίγο από την αγκαλιά του την Ερατώ κα αγκάλιασε τον Μάκη:
-Είστε μαζί έτσι; Βέβαια είστε μαζί, εγώ την βρήκα και συ την οργάνωσες.
-Ίδιος έμεινες, εσύ;
Ξαναγκαλιάζοντας από τους ώμους την Ερατώ, την κοίταξε με πολύ αγάπη στα μάτια.
-Έχω τρίδυμα κοριτσάκια, το πρώτο το βάπτισα Ερατώ.
-Και μείς έχουμε έξ, πρώτος είναι Χρόνης, ύστερα ο Ανδρέας, ο Ηλίας, ο Μπάμπης, Μήτρος και η Ευγενία το μοναδικό κορίτσι.
-Καθίστε, γυρίζω σε δυο λεπτά.
Πήγε στο ταμείο που βρισκόταν ένα μικρόφωνο και ανακοίνωσε, όσοι προσέλθουν σήμερα για φαγητό, είναι τζάμπα το κερνά η Ερατώ, έδωσε μετά το μικρόφωνο στην ταμία.
-Πές το και στα αμερικάνικα, και γύρισε στο τραπέζι δείχνοντας την.
-Η γυναίκα μου, αυτή κάνει το κουμάντο εγώ είμαι το γκαρσόνι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: