Τα Χριστούγεννα του 1977 έφυγε για την Θεσσαλονίκη ο Μάκης
να περάσει τις ημέρες των διακοπών με την οικογένεια του. Ο Χρόνης είχε
μετακομίσει στην Γλυφάδα ενώ ο Μπάμπης αγωνιούσε πότε επιτέλους θα άρχιζε η
λειτουργία του δικού του μαγαζιού, σε αυτό το χρονικό διάστημα ξόδευε χρήματα
από το κεφάλαιο και του κακοφαινόταν. Είχαν συμφωνήσει με τον Μάκη να
εκταμιεύουν ο καθένας από ένα ορισμένο ποσό ως μισθό κάθε μήνα και στο τέλος
του χρόνου θα γινόταν εκκαθάριση να πάρει ο καθένας τα κέρδη του, η ίδια
συμφωνία ήταν σε ισχύ και με τον Χρόνη. Οι πελάτες της SUPER TEAM στην Αθήνα και στην Επαρχία (Πελοπόννησο)
είχαν προμηθευτεί σκεύη μαγειρικά «Μαργαρίτα» και τα ράφια στην αποθήκη είχαν
ακόμα μεγάλες ποσότητες. Το προσωπικό της εταιρίας ήταν τρία άτομα δυο στην
αποθήκη ό ένας οδηγός και η κοπέλα στο λογιστήριο επικουρούμενη από έναν
επαγγελματία λογιστή που ερχότανε δυο φορές την εβδομάδα για να διευθύνει το
λογιστήριο. Τις ημέρες που ο Μάκης έλειπε, οι ρυθμοί ήταν χαλαροί, κάνανε
απογραφή αλλά δεν χρειάζονταν αφού ήταν στο ξεκίνημα, επέμενε όμως ο Μάκης να
γίνει επειδή το απαιτούσε η οργάνωση της επιχείρησης. Αυτές τις ημέρες ερχότανε
και ο κυρ Ανδρέας αφήνοντας το δικό του μαγαζί στον τελευταίο υπάλληλο που
είχε, καμαρώνοντας για την πρόοδο του Χρόνη και συμβουλεύοντας τον.
-Έτσι που είναι η αποθήκη Χρόνη, είναι σαν παράρτημα της «Κώνος»,
αν κάποια στιγμή θελήσει ο Κώνος σε διαλύει.
-Τι πρέπει να κάνω;
-Να υπάρχει εδώ μέσα εμπόρευμα από μια άλλη βιομηχανία του
ιδίου μεγέθους, τουλάχιστον το ένα τρίτο.
-Τι προτείνεις κυρ Ανδρέα;
-Στο Αιγάλεω είναι η «Φαιστός» με τα ποτήρια βρές την και
όρμα.
-Δεν τους γνωρίζω, θα μου πουλήσουν;
-Σε λίγο καιρό θα αγοράσεις και την φίρμα τους, αρκεί να το
πιστέψεις. Καλά είναι τα σκεύη και όταν θα σπάσουνε τα νούμερα στα μαγαζιά θα
πουλάς συνέχεια, αλλά κάποια στιγμή θα σε κοντράρει ο Κώνος, πρέπει πάντα να
έχεις εναλλακτική λύση, με είδος που πάλι θα σπάνε νούμερα και θα σε έχουν
ανάγκη τα μαγαζιά, σε αυτήν την περίπτωση το κέρδος είναι περιορισμένο αλλά
είναι συνεχές. Παράλληλα να βρίσκεις εκείνα τα αντικείμενα που θα πουλιούνται
μια φορά και θα φέρουν το μεγάλο όφελος, αυτά πρέπει να είναι το άλλο τρίτο
στην αποθήκη.
Μετά τα φώτα ήρθε ο Μάκης στην Αθήνα, πρώτη του δουλειά ήταν
να συναντήσει τον Μπάμπη, για να τον ηρεμήσει. Για να αρχίσει η λειτουργία του Super market έπρεπε να γίνουν
απαραίτητες μετατροπές στο οίκημα, αυτό ήταν σχεδιασμένο για έκθεση
αυτοκινήτων, δεν είχε τις απαραίτητες ηλεκτρικές και υδραυλικές υποδομές, αυτές απαιτούσαν να μπουν συνεργία,
απαιτούσαν άδειες, αυτές οι διαδικασίες δεν γινόντουσαν χωρίς χρήματα,
ξοδεύοντας ο Μάκης γκρίνιαζε ο Μπάμπης. Ενώ έπρεπε να φροντίζει να βρει τους
προμηθευτές αυτός παρασυρόμενος από την γυναίκα του ήθελε να έχει λόγο ακόμα
και για τα πιο ασήμαντα, από πού θα περάσουν τα καλώδια ή που θα τοποθετηθούν
οι βρύσες, πόσο βαθύς θα είναι ο βόθρος των λυμάτων κάνοντας δύσκολη την ζωή
των εργατών. Εκείνο που ενδιέφερε τον Μάκη περισσότερο ήταν να μην διαλυθεί η
συνεργασία τους για δεκαπέντε χρόνια και έκανε υπομονή. Το μεγάλο στοίχημα ήταν
αν θα μπορούσε το Πάσχα να λειτουργήσει και αυτό για την ώρα, ήταν το πρώτο του
μέλημα.
Με την άλλη εταιρία δεν είχε πρόβλημα, η συνεργασία με τον
Χρόνη εξελισσόταν ομαλά, είχε συμφωνήσει με τον πατέρα του να καθυστερήσει
μέχρι το Πάσχα την διάθεση της «Μαργαρίτας» από τους δικούς του τσαντάκηδες και
αυτός θα φρόντιζε να αναπληρώσει την κατανάλωση. Επαρχία ο Χρόνης εννοούσε την
Πελοπόννησο, τώρα του παρουσιαζότανε η ευκαιρία να επεκταθεί περισσότερο. Πήρε
ένα χάρτη και άρχισε να καταστρώνει τα δρομολόγια, έπρεπε να περνά σε τακτά
διαστήματα, ενός ή δυο το πολύ μηνών, γιατί κυκλοφορούσαν και άλλοι
τσαντάκηδες. Ξεκίνησε την πρώτη μέρα για Χαλκίδα, Θήβα, Λειβαδιά οι παραγγελίες
πέρα από κάθε προσδοκία, η «Μαργαρίτα» διαφημιζόταν από το ράδιο και την
τηλεόραση και την περίμεναν, συνέχισε το ίδιο ταξίδι μέχρι την Λαμία και γύρισε
πίσω, φοβόταν πως δεν θα μπορούσε να καλύψει όλη την ζήτηση, είχε κατά νου πόσο
στοκ υπήρχε στην αποθήκη. Στην αποθήκη ο Μάκης είχε στην μια πλευρά του
γραφείου τους, κρεμασμένο έναν τεράστιο χάρτη της Αθήνας και πάνω του βελάκια
πολύχρωμα με νούμερα. Αφού πήρε τις παραγγελίες από τον Χρόνη και φρόντισε να
διεκπεραιωθούν, έστησε τον Χρόνη μπροστά στον χάρτη.
-Τι βλέπεις φίλε;
-Ένα χάρτη με βελάκια
-Έχει 148 βελάκια, όσοι ακριβώς και οι πελάτες μας και
ακριβώς στις θέσεις που βρίσκονται.
-Λοιπόν; Απόρησε ο Χρόνης
-Λοιπόν, αυτός ο χάρτης βοηθά στην στον προγραμματισμό των
παραγγελιών να μην πελαγοδρομεί το αυτοκίνητο, ταξινομούνται με την σειρά οι
παραδόσεις.
-Ω! καλό αυτό!
-Το δεύτερο είναι πως, είναι πολλοί για να τους φέρνεις
βόλτα εσύ, αν λογαριάσεις και της επαρχίας θα τρελαθείς.
-Δουλειά δεν θέλουμε, θα τρέξουμε αλλιώς θα χάσουμε το
παιχνίδι.
-Ακριβώς, έχουμε περίπου 100 μέρες συνεταιρισμό, πρέπει να
προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα, πρέπει να προσλάβουμε προσωπικό.
-Μα έχουμε είδη τρία άτομα, αν βάλεις και τους εργάτες που
ξεφορτώνουν σε κάθε παραλαβή είναι αρκετοί.
-Όχι Χρόνη, θα πάρουμε τέσσερεις τσαντάκηδες να δουλεύουν
για μας και εσύ θα κρατάς το ξυλάκι να διευθύνεις τη ορχήστρα. Επί πλέον έναν
αποκλειστικό δικό μας λογιστή που θα τον δανείζουμε και στην άλλη εταιρία μέχρι
να πάρει και εκείνη δικό της, ακόμα δεν τον χρειάζεται.
-Και που θα τους βρούμε τους τσαντάκηδες, έχεις κάποιους
υπ’όψιν σου;
-Έβαλα αγγελία στις εφημερίδες, θα αρχίσουν να έρχονται
μόνοι τους, εσύ θα διαλέξεις ποιους νομίζεις κατάλληλους. Κοίταξε τώρα τον
χάρτη, τον χώρισα σε τέσσερα μέρη, ο κάθε πωλητής θα πάρει και από ένα τομέα, στον
οποίο θα υπάρχει μαγιά οι τωρινοί πελάτες.
-Σύμφωνοι, μα με ένα είδος θα βγάζουν μεροκάματο;
Αναρωτήθηκε ο Χρόνης
-Να τρέξουν, να τρέξουν, Εσύ γιατί τρέχεις;
-Πρέπει να βρούμε κι άλλο είδος
-Αυτό εσύ το αποφασίζεις, το διαλέγεις, εγώ το οργανώνω,
σύμφωνοι;
-Πάντα να συμφωνούμε τουλάχιστον για δεκαπέντε χρόνια.
-Κοίτα τώρα να απλώσεις όσο περισσότερο μπορείς την
«Μαργαρίτα» αλλά μην περάσεις την Λάρισα.
-Γιατί;
-Εκεί έβαλε όριο ο πατέρας μου, και δεν συμφέρει να
κοντράρουμε.
-Ακόμη, είπε με νόημα ο Χρόνης.
Την στιχομυθία αυτή μετέφερε στον Λυκούδη ο Χρόνης και
εκείνος του υπενθύμισε τα περί μονοπωλιακών καταστάσεων.
-Πρέπει να βρεις κι άλλο είδος αμέσως, αν τώρα αφήνει
να αιωρούνται απειλές, σκέψου τι θα κάνει αν πράγματι απειλείται.
-Ναι κυρ Ανδρέα ούτε εμένα μ’άρεσε, αύριο κι όλας πάω
στη «Φαιστός» ξέρεις ποιος είναι αφεντικό εκεί μέσα;
-Ξέρω και είναι κατάλληλη εποχή, έχει χάσει χρήματα στον
ιππόδρομο μπορείς να επωφεληθείς, ζήτα τον Λιαπάκη. Κάνε και λίγο τον
θεατρόφιλο, του τα τρώνε οι θεατρίνες. Κάτσε να πάρω τηλέφωνο γνωρίζω και
κάποιον εκεί μέσα να σε περάσει στα γρήγορα, μετά χαρτζιλίκωσε τον. Άνοιξε το
μπλοκάκι με τα τηλέφωνα και σχημάτισε ένα αριθμό, μετά τα πρώτα τυπικά λόγια, του
είπε «-Μιχάλη, θα σου στείλω αύριο έναν δικό μου, φρόντισε να δει τον Λιαπάκη
και δεν θα χάσεις, να είσαι σίγουρος»
-Μα κυρ Ανδρέα πρέπει να λαδώσω; Δεν ξέρω πως;
-Με το μέτρο, όπως το λίπασμα, αν βάλεις πολύ θα κάψεις το
φυτό, αν βάλεις λίγο αναπτύσσεται γρηγορότερα.
-Πόσα έχω να μάθω ακόμη; Σε ευχαριστώ κυρ Ανδρέα.
Την επομένη κι όλας ημέρα πήγε και βρήκε στο Αιγάλεω
τον Λιαπάκη μέσω του Μιχάλη του οποίου ούτε καν ενδιαφέρθηκε να μάθει το
επώνυμο, του φάνηκε πολύ γλοιώδης τύπος. Το γραφείο του Λιαπάκη βρισκόταν στον
τρίτο όροφο. Ο ίδιος ήταν περίπου σαραντάρης με ένα χοντρό πούρο στο στόμα, εκείνη
την ώρα πηγαινοερχότανε ανάμεσα στα γραφεία του ορόφου κρατώντας στο χέρι του
ένα μεγάλο ντοσιέ, όταν συστήθηκε ο Χρόνης περάσανε μέσα στο γραφείο που
βρώμαγε καπνό.
-Λοιπόν θέλετε να με δείτε; Άρχισε ο Λιαπάκης χωρίς να
βγάλει το πούρο από το στόμα του,
-Ήρθα να προτείνω συνεργασία, χρειάζομαι εμπόρευμα από το
εργοστάσιο σας
-Έχετε μαγαζί; Αφήστε την διεύθυνση σας και θα σας
επισκεφτεί ο πωλητής μας.
-Δεν έχω μαγαζί, ούτε και μιλώ για μικρή δουλειά, είμαστε
αποθήκη με δίκτυο πανελληνίας εμβέλειας. Θέλουμε να επενδύσουμε και στα
ποτήρια, να συνεχίσω ή να σηκωθώ να φύγω; Έδειξε αποφασιστικότητα ο Χρόνης.
Ο Λιαπάκης έσβησε το πούρο και τον κοίταξε στα μάτια, -Πόσο
καιρό είστε στην αγορά ποια είναι η φίρμα σας;
-Είμαστε η SUPER
TEAM
-Α Α το παράρτημα του Κώνου στην Αθήνα
-Δεν είμαστε κανενός παράρτημα, αφού δεν ενδιαφέρεστε
χαίρετε.
Σηκώθηκε να φύγει ο Λιαπάκης σηκώθηκε να τον ακολουθήσει
αλλά το μετάνιωσε και ξαναπήρε το πούρο στο στόμα.
Ταπεινωμένος ο Χρόνης πήγε στην Αποθήκη, ο Μάκης έλειπε ήταν
στο Super market στην
Καλογρέζα. Η κοπέλα στο λογιστήριο τον ενημέρωσε πως αύριο θα είχε ραντεβού με
τους υποψηφίους πωλητές που απήντησαν στην αγγελία. Κοίταζε τον χάρτη, βγήκε
από το γραφείο και ξαναμπήκε πολλές φορές, μέχρι να περάσει η ώρα να έρθει ο
Μάκης κάθε πρωί ήταν στην Καλογρέζα και το μεσημέρι στην Αχαρνών. Μόλις πέρασε
στο κατώφλι ο Χρόνης του φώναξε,
-Άστα όλα κι έλα εδώ θέλω να σου πω, και γυρνώντας στη
κοπέλα Εσύ μπορείς να σχολάσεις για σήμερα
-Έρχομαι αμέσως, τι έπαθες;
-Παίζεις άσχημο παιχνίδι πίσω από την πλάτη μου;
-Ηρέμησε Χρόνη και πες μου τι συμβαίνει;
-Έχουμε εταιρία εδώ, έχουμε συνεταιρισμό, αντιπροσωπία,
αποθήκη ή σε τελική ανάλυση είμαι ο τσαντάκιας του πατέρα σου;
-Άσε τον πατέρα μου ήσυχο, αυτός είναι μια άλλη επιχείρηση, εμείς μια άλλη που συνεργάζονται, που είναι το
πρόβλημα;
-Αυτό νόμιζα και εγώ, αλλά άλλα ακούγονται στην πιάτσα, πως
είμαι το παράρτημα του Κώνου στην Αθήνα και βλέποντας τα ράφια δεν σχηματίζω
αντίθετη άποψη.
-Καλά εσύ δεν είπες πως θα βρεις κι άλλα αντικείμενα, εγώ τι
φταίω; Ρε Χρόνη;
-Ακριβώς, σήμερα πήγα να κάνω παζάρια και συμφωνίες και με
αντιμετώπισαν σαν παράρτημα του Κώνου.
-Πού πήγες;
-Στον Λιαπάκη, «Φαιστός» ποτήρια.
-Αυτός μωρέ είναι «αλογάκιας» και «ζαράκιας» βρήκε το
εργοστάσιο από τον πατέρα του και του το τρώνε
οι θεατρίνες.
-Αυτό είναι δική του υπόθεση, εγώ πήγα και έφαγα τα μούτρα
μου, προσβλήθηκα και ταπεινώθηκα, όταν με είπε παράρτημα του Κώνου, όταν με
λέγανε παραγιό του Λυκούδη δεν με ένοιαζε, αλλά παράρτημα; Εγώ δεν είμαι ούτε
θα γίνω παράρτημα κανενός.
-Χρόνη δεν πρέπει να μαλώσουμε και ούτε υπάρχει λόγος
γι αυτό, να είσαι σίγουρος πως αν όχι αυτή την άλλη εβδομάδα θα έρθει εδώ
ο Λιαπάκης αναζητώντας συνεργασία.
-Εσύ θα τον εξαναγκάσεις;
-Όχι, σε καμία περίπτωση, εγώ δεν ασχολούμαι με την πώληση
μόνο με την οργάνωση, το έχουμε ξεκαθαρίσει αυτό. Το πάθος του και η ανάγκη για
μετρητά θα τον φέρουν εδώ, κάνε υπομονή και σκέψου πως θα εκμεταλλευτούμε την
περίπτωση. Άντε τώρα πάμε να φύγουμε.
Φύγανε χώρια για να ξανασμίξουνε το βράδυ στην Γλυφάδα. Στην
Γλυφάδα έμενε ένας φίλος και παλιός συμφοιτητής του Μάκη, ο Μάριος με τον οποίο
κάνανε συχνά παρέα, έμαθε να βγαίνει τα βράδια ο Χρόνης, τον ξεναγήσανε οι
άλλοι στα μπαράκια και στις ντίσκο και ανακάλυψε πως υπάρχουν και άλλα ποτά
εκτός του κρασιού και του ούζου, τα οποία και απολάμβανε σε κάθε ευκαιρία. Ο
Μάριος γόνος πλούσιας οικογενείας με ξενοδοχεία στην Ύδρα και στον Πόρο, απλώς
ροκάνιζε όσα του έστελναν. Ο πατέρας του προτιμούσε να βρίσκεται μακριά επειδή γιατί
έτσι του στοίχιζε λιγότερα, ήταν μοναχοπαίδι και πολύ κακομαθημένος. Ήξερε, και
τον γνώριζαν σχεδόν όλα τα κλαμπ και τα μπαρ
όχι μόνο της Γλυφάδας αλλά σχεδόν όλης της Αθήνας και του Πειραιά,
καυχούτανε πως με ένα τηλεφώνημα εξασφάλιζε γυναικεία παρέα για όσα άτομα
χρειαζότανε. Ανέμελος και ευχάριστος κατάλληλος για συντροφιά αλλά τελείως
ακατάλληλος για δουλειά. Εκείνο το βράδυ σμίξανε οι τρείς και ο Μάριος ζήτησε
να μάθει την αιτία που φαινόντουσαν ψυχραμένοι μεταξύ τους. Ενώ είχαν για
κανόνα να μην μιλούν για δουλειές τα βράδια στις εξόδους, ο Μάκης είπε πως ο
Λιαπάκης πρόσβαλε τον Χρόνη και νομίζει πως ήταν βαλτός. Γέλασε ο Μάριος πολύ
δυνατά, «-Μην είσαι αφελής Χρόνη, το πολύ-πολύ την άλλη εβδομάδα θα είναι στο
γραφείο σου να ζητά συγνώμη, τότε ξεβράκωσε τον» ο Χρόνης χαμογέλασε «Μπορώ;»
«-Άκου και μένα».
Την επομένη μέρα για τον Χρόνη ήταν πολύ σημαντική, θα έκανε
προσλήψεις για πρώτη φορά, είχε τελεία άγνοια του θέματος αλλά είχε τα θάρρη
του στις σπουδές του Μάκη που αποδειχνόντουσαν πολύτιμες. Στο μεγάλο γραφείο
περιμένανε επτά νέοι άνδρες και μια κοπέλα, στο δικό τους γραφείο με κλειστή
την πόρτα συζητούσαν οι δύο συνεταίροι. Βλέποντας ο Χρόνης από την τζαμαρία να
περιμένουν οι υποψήφιοι είπε στον Μάκη να αρχίσουν τις συνεντεύξεις, εκείνος
αντείπε «άφησε τους, να περιμένουν για συνειδητοποιούν ποιος είναι το αφεντικό»
μετά από είκοσι λεπτά αναμονής άνοιξαν την πόρτα και άρχισαν την επιλογή. Τα
ερωτήματα αν έχουν μεταφορικό μέσο και αν γνωρίζουν την Αθήνα, αν ζητούν
αποκλειστική απασχόληση ή έχουν παράλληλα και άλλα προϊόντα που πουλούν, αν
είναι διατεθειμένοι να καταθέσουν εγγυητική επιστολή τραπέζης και άλλες που
έκανε ο Μάκης εξέπληξαν τον Χρόνη, τελικά από τους επτά προκρίθηκαν οι δύο και
τους ζητήθηκε να επικοινωνήσουν την άλλη εβδομάδα, στην νεαρά προτάθηκε αν
θέλει να εργαστεί στην γραμματεία και την κράτησαν. Την επομένη ήρθαν κι άλλοι
υποψήφιοι καθώς και την Τρίτη ημέρα, για να προκριθούν τελικά εξ άτομα, δύο για
την επαρχία και τέσσερεις για το Λεκανοπέδιο. Ο Μάκης είπε πως πρέπει να
φτιαχτεί ένα ακόμη χώρισμα που θα γίνει το γραφείο των πωλητών, σε δυο μέρες ήταν έτοιμο και εκεί έγινε η
ενημέρωση χωριστά των πωλητών της επαρχίας και χωριστά της Αθήνας. Ο Χρόνης
είχε καταλάβει πλέον τι είδους συμπεριφορά απαιτούσε η περίσταση και όταν
μαζεύτηκαν μιλούσε από θέση ισχύος. Τους άφησε να διαλέξουν αυτοί ποιο από τα
τέσσερα μέρη που ήταν χωρισμένος ο χάρτης ήθελε να αναλάβει ο καθένας, για να
διαπιστώσει εάν είχαν πνεύμα συνεργασίας και δεν έπεσε έξω, όλοι θέλανε το
κέντρο. Επειδή δεν καταλήγανε αποφάσισε να γίνει κλήρωση και δύο φορές το χρόνο
θα αλλάζουν οι τομείς με την φορά του ρολογιού, έτσι θα περνάνε όλοι από όλους
τους πελάτες στο γύρισμα της διετίας. Έπαιρναν όλοι από ένα αριθμό πελατών και
είχαν υποχρέωση τον πρώτο χρόνο, κάθε μήνα να προσθέτουν πέντε καινούργιους,
είχαν και δέσμευση να μην πουλούν άλλα αντικείμενα εκτός από ότι διέθετε η
εταιρία. Τώρα είναι η «Μαργαρίτα» η πολυδιαφημισμένη σειρά σκευών και θα
ακολουθούσαν και άλλα. Στους πωλητές της επαρχίας μίλησε με άλλο πνεύμα,
απαίτησε οπωσδήποτε εγγυητική τραπέζης, επειδή θα κάνανε εισπράξεις στο όνομα
της εταιρίας και ήθελε να είναι εξασφαλισμένος πως θα έφερναν τα χρήματα. Ό ένας ανέλαβε Πελοπόννησο Κρήτη και ο άλλος
την υπόλοιπη Ελλάδα. Όταν ο Μάκης έμαθε τις λεπτομέρειες τον πένεσαι (Εσύ είσαι
ταλέντο, έχει δίκιο ο πατέρας μου).
Ο Μάκης φρόντιζε ταυτόχρονα και την οργάνωση του super market έβαλε απάνω στην
ταράτσα μια μεγάλη επιγραφή, super market Νέα Εποχή και με
μικρά γράμματα Γιαουρτάς-Κώνος, όταν το είδε ο Μπάμπης του κακοφάνηκε και
ζήτησε εξηγήσεις γιατί το μέγεθος των ονομάτων ήταν ασήμαντο μπρος την φίρμα, ο Μάκης μάταια
προσπάθησε να του εξηγήσει πως η φίρμα χρειάζεται για να θυμάται εύκολα ο
κόσμος το μαγαζί και εκείνος επέμενε το αντίθετο για να καταλήξουν στην απόφαση
να γράφει η πινακίδα super
market Γιαουρτάς, όπως Σκλαβενίτης και έγινε, αναρωτιόταν όμως γιατί
τόση βιασύνη για την πινακίδα αφού ακόμα βρισκόντουσαν στην φάση του εξοπλισμού
σε ράφια ψυγεία πάγκους και λοιπά. Υπομονετικά του εξήγησε ο Μάκης πως έτσι θα
ερχόντουσαν οι τσαντάκηδες να προτείνουν τις συνεργασίες που είχαν ανάγκη και
από αυτές τις συνεργασίες μπορεί να κέρδιζαν ψυγεία ή σταντ που χρειάζονταν για
την έκθεση των προϊόντων ακόμα θα άρχιζε ο συναγωνισμός μεταξύ των προμηθευτών για
την καλλίτερη διαφήμιση μέσα στο μαγαζί. Άκουγε ο Μπάμπης και καταλάβαινε λίγα
περίμενε πότε θα έρθει η μέρα να κάνει εγκαίνια. Αγνοούσε ακόμα τι προσωπικό θα
χρειαζότανε, νόμιζε πως με την γυναίκα του θα τα βόλευε.
Ένα απόγευμα ο Μάκης είπε του Μπάμπη να πάρει την Ευγενία
και να πάνε όλοι μαζί στου Σκλαβενίτη και έγινε. Φθάνοντας στο χώρο σταθμεύσεως
υπολογίσανε με το μάτι πάνω από 60 με 70 αυτοκίνητα, μπαίνοντας στο μαγαζί
άφησαν την Ευγενία να ψωνίζει και περιηγηθήκαν σχολιάζοντας τον τρόπο που είναι
εκτεθειμένα τα προϊόντα στα ράφια, το προσωπικό που απασχολούταν, οι
συσκευασίες και οι προσφορές πως συσταινόντουσαν. Όταν τελείωσε τα ψώνια η
Ευγενία και μπήκαν στο αμάξι για την επιστροφή, ο Μάκης άνοιξε την κουβέντα.
-Χρειαζόμαστε έναν άνθρωπο στα ψυγεία, έναν άνθρωπο στα
ράφια, έναν άνθρωπο στην παραλαβή, έναν άνθρωπο στην αποθήκη, έναν άνθρωπο στο
ταμείο συνολικά δέκα άτομα, για αρχή.
-Τι λές; Ψυγεία, ράφια, παραλαβή, αποθήκη είναι τέσσερα
άτομα στο ταμείο θα κάτσει η Ευγενία, για να είμαστε σίγουροι.
-Αυτοί θα είναι η μία βάρδια, η άλλη δεν χρειάζονται άλλο
τόσοι, έπειτα εσύ θα είσαι το αφεντικό δεν μπορείς να είσαι σε κανένα πόστο και
ταυτόχρονα θα είσαι σε όλα. Ακόμα χρειαζόμαστε έναν λογιστή με βοηθό.
-Πολλοί είναι Μάκη.
-Μπάμπη αυτοί είναι οι λιγότεροι που μπορεί να ξεκινήσει η
δουλειά, βάλε αγγελία και από όσους παρουσιαστούν επέλεξε εσύ για είσαι
σίγουρος. Εγώ δεν θα ανακατευτώ σε αυτήν τη φάση, μετά θα τους οργανώσω. Αυτό
είναι δική μου δουλειά, έχε μου εμπιστοσύνη όση σου έχω και γώ.
Με την κουβέντα έφτασαν στα Πετράλωνα στο σπίτι του Μπάμπη,
ανέβηκαν για φαγητό να συνεχίσουν την συζήτηση. Εξήγησε ο Μάκης πως πρέπει να
φερθεί στους υποψηφίους υπαλλήλους του, να μην είναι υπερόπτης αλλά ταυτόχρονα
να τους δείξει από την πρώτη στιγμή ποιος είναι το αφεντικό. Να είναι ιδιαίτερα
προσεκτικός με τις γυναίκες υπαλλήλους αν προσλάβει γιατί ο κίνδυνος ελλοχεύει,
εδώ επέμβει η γυναίκα του «-Αν θέλει να του βγάλω τα μάτια;» και άλλα πολλά που
πρώτη φορά ο Μπάμπης δεν έφερνε αντιρρήσεις. Κάποια στιγμή που έπρεπε να φύγει
προσφέρθηκε να τον πάει μέχρι το σπίτι του αλλά αρνήθηκε και έφυγε με ταξί.
Ήταν ευχαριστημένος ο Μάκης που δρομολογούσε και αυτήν την εταιρία, όταν θα
άρχιζε η δουλειά θα είχε χρόνο ελεύθερο για άλλα πράγματα τώρα πνιγότανε.
Στην SUPER
TEAM ο Χρόνης είχε δρομολογήσει τους πωλητές του, ιεραρχούσε τις
παραγγελίες και διεύθυνε την αποθήκη ικανοποιητικά ψάχνοντας και ρωτώντας που
μπορεί να επενδύσει. Πέρασαν δυο εβδομάδες από τότε που πήγε στην «Φαιστός» και
σχεδόν είχε ξεχάσει το επεισόδιο, όταν του είπαν από την γραμματεία πως ο
Λιαπάκης ζητάει ραντεβού, στην αρχή δεν ήθελε να του απαντήσει αλλά μετάνιωσε
και του έκλεισε ραντεβού σε δυο μέρες, έτσι όπως είχε μάθει από τον Μάκη, για
να ξέρει ποίος είναι το αφεντικό.
Οι δυο μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα και ο Λιαπάκης φάνηκε στην
αποθήκη της Αχαρνών, πέρασε στις τζαμαρίες και μόλις τον είδε ο Χρόνης σήκωσε
το τηλέφωνο και έκανε πως μιλούσε, για να καταλάβει ξανά ποιος είναι το
αφεντικό, θυμότανε την προτροπή του Μάριου να τον ξεβρακώσει και το είχε βάλει σκοπό.
Μετά από δέκα λεπτά άνοιξε την πόρτα και του είπε να περάσει, εκείνος έκατσε
στη καρέκλα απέναντι από το γραφείο και έκανε να ανάψει το πούρο του, ο Χρόνης
τον πρόλαβε
-Ξέρετε εδώ δεν καπνίζουμε, κάνει κακό στα πνευμόνια μας
-Συγνώμη δεν ήξερα.
-Τι μπορώ να κάνω για σας;
-Ξέρετε πριν από λίγες ημέρες ήρθατε και αφήσαμε μια
κουβέντα στην μέση, ήρθα να δούμε τι είδους συνεργασία μπορούμε να κάνουμε.
-Αφού θα μιλήσουμε για δουλειές πειράζει να αφήσουμε τα σας
και τα μας και να μιλήσουμε απλά
-Δεν έχω αντίρρηση κύριε Χρόνη και μένα οι ευγένειες δεν μου
πάνε.
-Άκου Λιαπάκη, υπάρχουν 500 χιλιάρικα ρευστό τα θέλεις;
-Βεβαίως
-Τι προσφέρεις;
-Έκπτωση στα ποτήρια μου ίσαμε 60%
-Δεν μου αρκεί.
-Μέχρι 70%
-Πάλι δεν μου αρκεί
-Καλά πλάκα μου κάνεις;
-Άκου Λιαπάκη τι θέλω, απαιτώ δικό μου καλούπι σε πέντε
μεγέθη, νερού, κρασιού, ουίσκι, ούζου και ρακοπότητρο, μπορείς;
-Πέντε καλούπια αποκλειστικά πρέπει να το σκεφτώ.
-500 χιλιάρικα μετρητά με την παράδοση και άλλα τόσα μέχρι
τέλος του χρόνου, πάλι μετρητά με την παράδοση. Με τόσα βρίσκω κι αλλού και
ετοιμοπαράδοτα.
-Πρέπει να κάνω τσιγάρο.
-Άντε μια βόλτα στην αποθήκη κάνε τσιγάρο και έλα σε
περιμένω.
Ο Λιαπάκης βγήκε από την τζαμαρία, κοίταξε τα ράφια με τα
σκεύη και άναψε τσιγάρο, εκείνη την ώρα μπήκε το αυτοκίνητο που επέστρεφε από
την διανομή και άρχισε να φορτώνει για τα πρακτορεία, φαντάστηκε πως μπορεί να
γινότανε και τα ποτήρια του το ίδιο και έσβησε επί τόπου το τσιγάρο, πέρασε
μέσα στη τζαμαρία πάλι.
-Εντάξει κύριε Χρόνη, σύμφωνοι
-Όχι ακόμα, να δώ το σχέδιο πρώτα, και να συμφωνήσουμε στις
συσκευασίες.
-Σε δυο μέρες θα έχω έτοιμα δείγματα.
-Να τα φέρεις εδώ Λιαπάκη θα είναι και ο Μάκης εδώ.
-Θα τα φέρω αλλά χρειάζεται αρραβώνας.
-Αλλού αυτά, Μην ξεχνάς 500 με την παράδοση και άλλα τόσα
μέσα στο χρόνο, δεν θα ξαναβρείς τόσα λεφτά. Άντε τώρα ώρα σου καλή και σε περιμένω μεθαύριο με τα δείγματα,
και κοίτα να έρθεις μεσημεράκι μετά τις δύο.
Όταν έφυγε ο Λιαπάκης ο Χρόνης μπήκε στο WC και κοιτάχτηκε στον καθρέπτη, «-Πως
φέρθηκα έτσι προσβλητικά χωρίς προσπάθεια;» Μονολόγησε και έριξε νερό στο
πρόσωπο του.
Το μεθαύριο ήρθε πολύ γρήγορα και ο Λιαπάκης το μεσημέρι
βρισκόταν στην Αχαρνών με τα σχέδια πάνω στο γραφείο του Χρόνη, έβλεπε ο Χρόνης
μια τα σχέδια και μια τον Μάκη που αμίλητος από το διπλανό γραφείο
παρακολουθούσε.
-Κύριε Χρόνη, είναι μπομπέ αλλά θα μπορούσε να είναι και
κοίλο αν θέλεις.
-Δεν θα το πάρει κανείς άλλο το καλούπι αυτό, αν θές να
έχεις κατανάλωση από μας.
-Κανείς και άμα θέλετε κάνουμε και συμβόλαια
-Λιαπάκη, για μένα τα συμβόλαια είναι περιττά, έχω λόγο Εσύ
έχεις;
-Με προσβάλεις, αλλά με βρίσκεις σε ανάγκη και δεν μιλώ
-Σε τι συσκευασία και πότε παραδίδεις;
-Οι κούτες θα έχουν 48 τεμάχια παράδοση σε δεκαπέντε μέρες
από σήμερα.
-Η παράδοση εδώ με δικούς σου εργάτες, σύμφωνοι
-Είσαι σκληρός, έστω, με δικούς μου εργάτες, σύμφωνοι.
-Ωραία πάρε τώρα για αρραβώνα εκατό και αυτά επειδή επέμενε
ο Μάκης και θα σε περιμένω σε δύο εβδομάδες.
Ευχαριστώντας τους συνεταίρους και πελάτες του από σήμερα
αποχώρησε ο Λιαπάκης, ο Χρόνης γύρισε στον Μάκη
-Εσύ δεν μιλάς;
-Εσύ είσαι το αφεντικό, εγώ το οργανώνω δεν το έχουμε
ξεκαθαρίσει αυτό;
-Ναι σωστά, Εσύ οργανώνεις αλλά είσαι και Εσύ το άλλο
αφεντικό, συνεταίροι είμαστε.
-Με χωριστές αρμοδιότητες, και αν έχω κάτι να σου πω ή
διαφωνώ μαζί σου δεν θα το πώ ποτέ μπροστά σε τρίτους, όπως και Εσύ όταν εγώ
οργανώνω δεν μπορείς να με διορθώσεις μπροστά σε τρίτους. Με αυτόν τον τρόπο
κρατάμε το κύρος της εταιρίας ψηλά.
Ο Μάκης αποδεικνυόταν όσο περνούσαν οι μέρες σε ένα νηφάλιο
και ψύχραιμο επαγγελματία, χωρίς να παρασύρεται από συναισθηματισμούς και
μεγαλομανίες. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν η επιτυχία της συνεργασίας και
δευτερεύοντος το κέρδος που προέκυπτε από αυτή. Θεωρούσε όπως και ο πατέρας του,
πρακτική εξάσκηση των όσων έμαθε στο πανεπιστήμιο του εξωτερικού, η προοπτική
του ήταν οι επιχειρήσεις του πατέρα του και εκείνες πήγαιναν καλά. Χαιρόταν που
είχε για συνεταίρους δυο διαφορετικές προσωπικότητες επειδή αυτό τον έκανε
περισσότερο ευέλικτο. Έξω από την δουλειά όμως ήταν ο ανέμελος νέος που η ζωή
του χαμογελούσε και τον καλούσε να την χαρεί, παρασύροντας και τον Χρόνη, γνώριζαν
κορίτσια για εφήμερες περιπέτειες την διασκέδαζαν, άλλες φορές παρασυρόμενος
από τον Μάριο. Ο Μπάμπης δεν ακολουθούσε ποτέ στις εξόδους της παρέας επειδή
ήταν παντρεμένος και δεν ήθελε να αφήνει την γυναίκα του μονάχη.
Ο καιρός περνούσε το Super market οργανώνονταν, είχε προσληφθεί προσωπικό, οι πρώτες
παραλαβές άρχισαν να έρχονται και σύμφωνα με το πρόγραμμα πριν το Πάσχα θα
δεχότανε τους πρώτους πελάτες. Είχαν τυπωθεί και μοιραστεί διαφημιστικά
φυλλάδια στις κοντινές γειτονιές. Το μόνο που καθυστερούσε ακόμα ήταν να
περάσει το υγειονομικό, χρειάζονταν λάδωμα και δεν είχε βρει ακόμα τον τρόπο ο
Μάκης αλλά έψαχνε, σε αυτό είχε ζητήσει και την βοήθεια του Μάριου.
Στην SUPER
TEAM η αποθήκη είχε γεμίσει με ποτήρια και σκεύη, ο Χρόνης κατεύθυνε τις
πωλήσεις με μεγάλη μαεστρία, αυτό που δεν υπολόγισε ήταν οι ζημιές στα ποτήρια.
Ενώ τα σκεύη όντας μεταλλικά δεν έσπαγαν τα γυάλινα ποτήρια είχαν τακτικά
απώλειες. Συνεπής προς τους πελάτες αντικαθιστούσε τα σπασμένα χωρίς δεύτερη
κουβέντα. Όταν το κουβέντιασε με τον Μάκη θαύμασε την προνοητικότητα του.
-Κοίτα Χρόνη, έχουμε ένα καλούπι δικό μας, πως το
εξασφαλίζουμε; Με το λόγο τιμής του Λιαπάκη; Αυτός είναι ανεύθυνο άτομο. Έχουμε
απώλειες υπολογίσιμες, γι αυτόν δεν
είναι απώλειες επειδή το σπασμένο το ξαναχύνει για μας είναι. Λίγα είναι τα
κιβώτια που δεν έχουν τουλάχιστον ένα σπασμένο.
-Καλά μωρέ Μάκη αυτά τα ξέρω, τι κάνουμε;
-Όταν δίνεις στο μαγαζί την κούτα με τα 48 κομμάτια, του
επιτρέπεις να τα πουλά ένα ένα, αφού ένα ένα τα βρίσκει στην συσκευασία, θα τα
συσκευάζουμε και εμείς εξι έξι για να πουλάει εξάδες, η κάθε κούτα θα έχει 8
εξάδες, υποχρεωτικά θα αγοράζει 48 και υποχρεωτικά πάλι θα πουλά έξι και δεν θα
έχει απώλειες αφού θα είναι συσκευασμένα έτσι.
-Ποιος θα τα συσκευάζει εμείς;
-Όχι ο Λιαπάκης, εμείς θα του προμηθεύσουμε την συσκευασία,
αυτός θα έχει κέρδος την κόστος της δικής του συσκευασίας και πιστεύω δεν θα
φέρει αντίρρηση κι ας χάσει από την φθορά που θα εξαλειφτεί.
-Καλό ακούγεται, αλλά που θα βρούμε αυτήν την συσκευασία;
-Θα βρούμε, θα ρωτήσουμε και θα μάθουμε, αν θές ρωτάω και
τον πατέρα μου, εκεί που συσκευάζει τις χύτρες θα βοηθήσουν.
-Πάλι μωρέ ο πατέρας Σου, από αυτόν θα κρεμόμαστε συνέχεια;
-Δουλειά κάνουμε, πάρε τον Εσύ, θα ευχαριστηθεί, να ξέρεις
σε υπολογίζει, λέει πως είσαι αετός.
-Και βέβαια είμαι, τι νόμιζε πως θα μείνω κότα.
Έβγαλε το μπλοκάκι και έβαλε το δάκτυλο στο καντράν του
τηλεφώνου σχηματίζοντας τον αριθμό του Κώνου, μετά τυπικά του είπε τι τον
ήθελε, και ο Ηλίας Κώνος γέλασε:
-Δεν μου λές δικής σου ιδέα ήταν ή του γιού μου
-Ήταν ιδέα της SUPER TEAM αυτό σε απασχολεί;
Ή, ότι θα σου έχουν υποχρέωση αυτοί που θα μας στείλεις;
-Εσύ έπρεπε να δουλεύεις για μένα, αλλά. . . έκοψε την φράση
εκεί και του εξήγησε που θα βρει αυτό που ζητούσε και την επομένη το πρωί ο
Χρόνης έφευγε για την Πάτρα, εκεί ήταν μια χαρτοβιομηχανία που βρήκε ακριβώς
αυτό που έψαχνε, ανθρώπους να τον εξυπηρετήσουν. Παρήγγειλε τις συσκευασίες
όπως τις ήθελε και επιπλέον θα υπήρχε τυπωμένη η φίρμα SUPER TEAM τόσο στις εξάδες όσο και στην
κούτα. Το βράδυ γυρνώντας στην Αθήνα και αναφέροντας το γεγονός στον Μάκη,
αντιμετώπισε την γκρίνια του, αλλά για λίγο, «-Δεν είπαμε πως η οργάνωση είναι
τα δικά μου χωράφια, γιατί μπλέκεσαι με την διαφήμιση». Δεν ήταν επίπληξη, ήταν
μια επισήμανση από πλευράς του Μάκη τελείως φιλική χωρίς καθόλου ίχνος
εμπάθειας, ήθελε όμως να διαχωρίσει τα καθήκοντα επειδή γι αυτόν ήταν
μέρος της εκπαιδεύσεως του. Με αυτό τον τρόπο η εταιρία τους αποκτούσε το πρώτο
επώνυμο της προϊόν.
Όταν το Σεπτέμβριο του 1978 γινότανε η διεθνής έκθεση της
Θεσσαλονίκης ο Χρόνης δεν είχε καμία όρεξη να πάει, είχε πολλά πράγματα να
φροντίσει στην Αχαρνών, επέμενε όμως ο Μάκης και επέμενε επιτακτικά πως πρέπει
να κάνουν βόλτα τουλάχιστον για ενημέρωση και υποχώρησε. Ο Μπάμπης δεν θα τους
ακολουθούσε επειδή οι υποχρεώσεις στο Super market ήταν πολλές, ήθελε ό Μάριος να ταξιδέψει μαζί τους,
τον δέχθηκαν με κρύα καρδιά, αυτός είχε στο νου του μόνο την διασκέδαση και η
εποχή ήταν κατάλληλη. Αυτήν την φορά δεν χρειάστηκε να ψάξει για ξενοδοχείο ο
Χρόνης Φιλοξενήθηκε στο πατρικό του συνεταίρου του. Είχε την ευκαιρία να
γνωριστεί καλλίτερα με τον Ηλία Κώνο και εκείνος να εκτιμήσει τις ικανότητες
του. συμφώνησαν η «Μαργαρίτα» να διατίθεται αποκλειστικά από την SUPER TEAM και να υπάρχει και
αυτοκόλλητη μεγάλη ετικέτα στην συσκευασία της, σε αντάλλαγμα θα προωθούσε στην
αγορά έναν καθορισμένο ελάχιστο τζίρο τον χρόνο. Ο Ηλίας Κώνος όταν έκανε την
συμφωνία αυτή κατέληξε με την εξής προτροπή προς τον Χρόνη
-Εγώ σου δίνω το χέρι και έχω μπέσα επειδή αφορά τον γιό μου
η υπόθεση, μην δεχθείς από κανέναν άλλο συμφωνία με το λόγο τιμής, στο εμπόρια
δεν υπάρχει μπέσα, αυτό μην το ξεχνάς ποτέ, να κάνεις πάντα κοντράτα.
(συμβόλαια).
Γυρίσανε την έκθεση με τον Μάκη πολλές φορές και εντοπίσανε
τρείς μικρές επιχειρήσεις με ενδιαφέρον. Ήταν μικρές βιοτεχνίες, η μια παρήγαγε
σεσουάρ, η δεύτερη ηλεκτρικά σίδερα και τοστιέρες, (νέο είδος τότε) και η τρίτη βαλίτζες, κοινό χαρακτηριστικό η
έδρα τους, ήταν στην Αθήνα. Δώσανε στοιχεία και θα περίμεναν στην Αχαρνών για
κλείσουν συμφωνίες. Μέχρι τα Χριστούγεννα εκείνου του χρόνου κυκλοφορούσαν στην
αγορά σεσουάρ τοστιέρες και σίδερα ηλεκτρικά με την φίρμα, SUPER TEAM. Με συμβόλαια και ποινικές
ρήτρες υπήρχε συμφωνημένη παραγωγή και
απαγόρευση να διαθέτουν αυτά τα προϊόντα στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών. Με
αυτά τα δεδομένα ισχυροποιούταν η θέση της εταιρίας στην πιάτσα.
Με τις βαλίτζες δεν επετεύχθη συμφωνία, αλλά άρχισαν να
προστρέχουν στην εταιρία μικροί παραγωγοί προτείνοντας συνεργασία. Ο Χρόνης
είχε έμφυτο ταλέντο και ό,τι είχε επιλέξει μέχρι στιγμής, πουλιόταν και
κέρδιζαν όλοι, μέχρι που έγινε η δουλειά με τα πιάτα, ήταν η πρώτη αναποδιά.
Μια πολύ μεγάλη παρτίδα πιάτων έσκαγε μόλις βρεχόταν. Τα παράπονα από τους
πελάτες ήταν πολλά. Υποχρεώθηκε η SUPER TEAM να τα πάρει όλα πίσω για να μην χαλάσει την φήμη της
ως η συνεπέστερη νέα εταιρία και να τα στοιβάξει σε μια γωνιά στην αποθήκη.
Ο Λυκούδης έβλεπε την πρόοδο και χαιρότανε, ήταν η τελευταία
χρονιά πριν πάρει σύνταξη και δεν είχε αποφασίσει τι είδους λύση να δώσει στο
γιαλάδικο του. Ο Χρόνης του πρότεινε να το αγοράσει αυτός και αρνήθηκε,
λέγοντας πως είναι κρίμα να δεσμεύσει χρήματα εκεί που δεν θα μπορούσε να
κουμαντάρει και στο τέλος θα είχε χασούρα.
Φιλάνθρωπος ο Λυκούδης έχοντας λύσει το οικονομικό του
πρόβλημα, πούλησε το μαγαζί στον υπάλληλο του παρουσία και του Χρόνη ζητώντας
50 χιλιάδες δραχμές σε γραμμάτια για δέκα χρόνια. Ελεύθερος τώρα θα μπορούσε,
αν δεν είχε αντίρρηση ο Μάκης να τριγυρνά στην αποθήκη της Αχαρνών, και δεν
βρήκε καμία αντίδραση.
Όποτε βρισκόταν στην αποθήκη στεκότανε μπροστά στα πιάτα, τα
έβλεπε σωρό και λυπόταν. Τον έβλεπε και Χρόνης και λυπόταν τον Λυκούδη που
λυπόταν τα πιάτα.
-Ε κυρ Ανδρέα, δεν έχουν μόνο κέρδος οι δουλειές, έχουν και
ζημιές
-Όχι Χρόνη, και αυτό κεφάλαιο είναι που θα αξιοποιηθεί στην
κατάλληλη ευκαιρία, γυαλί, μαλλί, σίδερο, δεν χαλάνε το ξέχασες;
-Όχι δεν το ξέχασα, αλλά τι να κάνω;
-Θα βοηθήσω, θέλεις ή όχι;
-Ασφαλώς και θέλω, τι να κάνω; Ξαναρώτησε ο Χρόνης.
-Θα πάω να βρώ τον Λιούτα στον Υμηττό.
-Ποιος είναι αυτός;
-Καροτσάκιας, μαμά καροτσάκιας.
-Μα κυρ Ανδρέα στα καροτσάκια θα πέσουμε, θα χάσουμε την
υπόληψη μας.
-Το εμπόριο δεν έχει υπόληψη παιδί μου έχει μόνο κέρδος,
άφησε το σε μένα το θέμα και πούσαι χωρίς προμήθεια.
Βρήκε τον Λιούτα στον Υμηττό και συμφώνησε να πάρει όλο το
στοκ των πιάτων και να το διαθέσει στα πανηγύρια του καλοκαιριού, ο Λιούτας
είχε ολόκληρο στρατό με καροτσάκια, τριάντα συνολικά, τα φόρτωνε και ότι
πουλάγανε πληρώνανε οι καροτσάκιδες, έψαχνε τέτοιου είδους εμπορεύματα και η
συμφωνία έκλεισε. Ήρθε στην Αχαρνών φόρτωσε τα πιάτα ελευθερώθηκε η γωνιά και
ανάσανε ο Λυκούδης. Ο Μάκης βλέποντας την κίνηση αυτή αισθάνθηκε μεγάλη
ευγνωμοσύνη στο πρόσωπο του και του πρότεινε να έχει μόνιμο θέση μέσα στην
αποθήκη απλά για παρατηρεί και να προτείνει ότι νομίζει.
Είχε βάλει στόχο ο Μάκης την επόμενη έκθεση να έχει και η SUPER TEAM δικό
της περίπτερο. Όλα ήταν ευοίωνα, η συνεργασία άριστη και οι προοπτικές πολλές.
Ο Χρόνης διαφωνούσε λέγοντας πως τίποτα από όσα πουλάγανε δεν ήταν δικό τους,
άρα ήταν ατιμία να προβάλλονται είς βάρος των κατασκευαστών τους και ο Μάκης
του εξηγούσε πως το αφεντικό είναι αυτός που φαίνετε πάντα, σαν τον στρατηγό
στην μάχη, αυτός παίρνει το παράσημο άσχετα αν οι φαντάροι σκοτώνονται. Τον
έπεισε λέγοντας, πως προσδοκά από αυτήν την κίνηση να διπλασιαστεί ο τζίρος
τους και έτσι άρχισε να οργανώνει την έκθεση της επόμενης περιόδου.
Στην έκθεση του 1979 πλάι στο περίπτερο της «Κώνος» υπήρχε
το περίπτερο της SUPER TEAM, εκεί
εκτίθεντο τα προϊόντα που εμπορευόντουσαν. Από τις πολλές γνωριμίες που έκανε ο
Μάκης, μια του κέντρισε το ενδιαφέρον, ένας Ιταλός του πρότεινε συνεργασία με
μικροηλεκτρονικές και ηλεκτρικές συσκευές που παρήγαγε. Είχε την έδρα του στο
Μιλάνο, η έκθεση του Μιλάνου γινόταν τον Νοέμβριο. Όταν το συζήτησε με τον
Χρόνη, αντιμετώπισε δυσπιστία:
-Αν είναι σαν και μας τι κάνουμε;
-Τίποτα κάνουμε ένα ταξίδι για ολιγοήμερες διακοπές και
γυρνάμε.
Πήγανε τελικά και τους ξενάγησαν σε ένα εργοστάσιο, είδαν
πως γίνεται η παραγωγή των συσκευών και κλείσανε συμφωνίες και λανσάρανε τις
πρώτες ηλεκτρονικές αριθμομηχανές που εκτελούσαν τέσσερες πράξεις μόνο, αλλά
ήταν πρωτόγνωρο είδος στην Ελλάδα, λανσάρανε τα τηλέφωνα με το ηλεκτρονικό
καντράν, δεν χρειάζονταν πλέον να γυρνάς με το δάκτυλο το νούμερα απλά πατούσες
πλήκτρα, ακόμα ρολόγια χωρίς δείκτες ψηφιακά και μια ολόκληρη σειρά από τέτοια
είδη. Απόκτησε την φήμη της πρωτοποριακής η Εταιρία SUPER TEAM και εδραιωνόταν.
Παράλληλα και η άλλη εταιρία του Μάκη με τον Μπάμπη πρόκοβε,
αλλά σε τελείως διαφορετικό στιλ και ρυθμό. Κάθε βράδυ ο Μπάμπης έκανε ταμείο
και χαιρότανε με τόσα μετρητά που είχε στο χέρι του και το άλλο πρωί τα
ακουμπούσε στην τράπεζα να καλύψει τις υποχρεώσεις του. Κουραζότανε σωματικά
αφού δεν ήθελε να κάνει βάρδια, δεν εμπιστευότανε κανέναν εκτός τη γυναίκα του,
η Ευγενία δούλευε την πρωινή βάρδια και ερχότανε το απόγευμα για να
αποτελειώσει και την βραδινή. Όταν μεγάλωσαν οι απαιτήσεις και χρειάστηκε και
δεύτερο ταμείο, μελαγχόλησε ο Μπάμπης, σκεπτόταν ποια θα έβαζε στο ταμείο.
Μάταια του εξηγούσε ο Μάκης πως η ταμιακή μηχανή είναι και τρόπος ελέγχου του
χρήστη της, εκείνος δεν το κατανοούσε και έμενε με ένα ταμείο, και όποτε
χρειάζονταν καθόταν αυτός στο δεύτερο ταμείο.
Τα Χριστούγεννα του 1982 βρήκε τις δύο εταιρίες σε ακμή και
τον Ηλία Κώνο να απαιτεί να έρθουν οι συνέταιροι στην Θεσσαλονίκη να γιορτάσουν
μαζί την πρώτη φάση της αποδέσμευσης τους. Ο Μπάμπης δεν υπέκυψε στην πίεση του
και έμεινε στο μαγαζί να μαζέψει τα μετρητά των εορτών, αντιθέτως ο Μάκης πήγε
ευχαρίστως, είχε μάθει να ταξιδεύει συχνά σε όλη την Ελλάδα να βλέπει τους
πελάτες της εταιρίας τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο, για να διατηρείτε η σχέση
ζωντανή, αλλά και στο εξωτερικό με παρέα τον Μάκη επειδή δεν ήξερε ξένες
γλώσσες, αλλά προσπαθούσε και είχε μάθει τις χρησιμότερες λέξεις για τις
συνεργασίες. Παραμονές των εορτών αρχίζοντας η απογραφή, φύγανε για την
Θεσσαλονίκη παίρνοντας και τον Λυκούδη μαζί τους. Χάρηκε και ο Κώνος βλέποντας
να αποδίδει το ρίσκο που είχε πάρει. Από αυτήν την στιγμή θα άρχιζαν οι νέοι
επιχειρηματίες να είναι πιο υπεύθυνοι, αφού θα ρισκάρανε πλέον δικά τους
κεφάλαια. Η δουλειά έπεφτε κυρίως στους ώμους του Χρόνη, αφού από τώρα, κάθε
χρόνος που θα περνούσε θα ανέβαινε το ποσοστό του και θα φαινόταν η εντιμότητα
του Μάκη, αν μπορούσε να αντέξει σε μια εταιρία που ανεξάρτητα από την πορεία
της θα έπρεπε να την παραδώσει στον Χρόνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου