Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Γιάννης Καραγιάννης του Ιωάννου

Το ξυπνητήρι κτυπούσε παρατεταμένα πάνω στο κομοδίνο ώσπου να το ακούσει ο Γιάννης και να σηκωθεί από το κρεβάτι του, να πάει αργά αργά να βουρτσίσει τα δόντια του, όσα  απομείνανε γιατί δεν είναι νέος πλέον, ξεπέρασε τα 78 χρόνια ζωής. Με τον ίδιο αργό ρυθμό άναψε το καμινέτο και έψησε τον καφέ του το ήπιε με ένα κουλουράκι που έβγαλε από την χάρτινη συσκευασία και με μεγάλη προσοχή ξανασυσκεύασε τα υπόλοιπα. Έπειτα ντύθηκε, έβαλε το καλό κουστούμι αυτό που το πήγαινε στο καθαριστήριο δυο φορές το χρόνο, για να είναι πάντα καθαρό και σιδερωμένο, είχε και άλλα, αλλά αυτό είναι το καλό, το επισημότερο. Μένει ο Γιάννης σε μια υπόγεια γκαρσονιέρα στα άνω Πατήσια, μένει μονάχος είναι πολλά χρόνια που μένει μονάχος. Τώρα είναι συνταξιούχος έμπορος, και η σύνταξη του δεν επαρκεί για καλλίτερο διαμέρισμα από αυτό που βρίσκεται σήμερα. Πριν βγει από το σπίτι βλέπει στον καθρέπτη αν είναι το καπέλο σωστά στην θέση του παίρνει το μπαστούνι του, κοιτά την φωτογραφία του πατέρα του, που βρίσκεται κορνιζωμένη και κρεμασμένη στην μέση του δωματίου, κάμει τον σταυρό του και ξεκινά, σήμερα είναι μεγάλη μέρα. Έχει ραντεβού στην Κηφισιά σε κάποιον οίκο ευγηρίας.
Είναι καιρός που ψάχνει να βρει ένα τέτοιου είδους ίδρυμα να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, αλλά δεν το δέχονται εύκολα, έχει υποβάλει πολλές φορές αιτήματα είναι υγιής άλλα η σύνταξη είναι μικρή και δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία, έτσι περιμένει την ποθούμενη καταφατική απάντηση η οποία δεν έρχεται. Σήμερα όμως κατευθύνεται προς την Κηφισιά τον οίκο ευγηρίας «Καρτζών» που δεν τον γνωρίζει, είχε κληθεί τηλεφωνικά από την κυρία Μαίρη την πρόεδρο να περάσει να εξετάσουν τη περίπτωση του.
Πήρε τον ηλεκτρικό και κατέβηκε στην Κηφισιά, μετά από μια στιγμή δισταγμού άπλωσε το χέρι να σταματήσει ένα ταξί. Δεν τον βαστάγανε τα πόδια να πάει μέχρι εκεί, από την άλλη όμως το κόμιστρο θα του στοίχιζε ένα ή δύο γεύματα, αυτό ήταν το δίλλημα του, τελικά μπήκε στο ταξί και έφτασε στο ίδρυμα που είχε το ραντεβού. Σε ένα μεγάλο κτήμα ένα παλιό αρχοντικό είχε μετατραπεί σε οίκο ευγηρίας. Το ταξί τον άφησε στην είσοδο. Πέρασε την είσοδο με την μεγάλη επιγραφή «οίκος ευγηρίας η ευγνωμοσύνη» στο θυρωρείο σταμάτησε, είπε στον θυρωρό το όνομα του και πως έχει ραντεβού με την κυρία Μαίρη, του έδειξε ο θυρωρός ποιόν διάδρομο να ακολουθήσει για περάσει αμέσως στα γραφεία. Περπατώντας ο Γιάννης έβλεπε τον περιποιημένο κήπο με το κουρεμένο γκαζόν πάνω στο οποίο υπήρχαν διάδρομοι που οδηγούσαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις προς όλο το συγκρότημα.  Στην από πίσω πλευρά του αρχοντικού είχε ανεγερθεί ένα τριώροφο κτήριο που χαλούσε την αρμονία αλλά αυτός δεν πήγαινε εκεί, πήγαινε στο κέντρο στο γραφείο της προέδρου. Όσο έβλεπε τόση πολυτέλεια απογοητευότανε. Είχε στο μυαλό του τόσες απορρίψεις που είχε κι όλας στα αυτιά του τα όμορφα παρηγορητικά λόγια που θα τον συνόδευαν μέχρι την έξοδο. Όταν έφθασε στην μεγάλη τζαμένια πόρτα δίστασε να μπει, έπιασε το πόμολο για λίγο και αμέσως μετά έκανε μεταβολή να φύγει. Δεν πρόλαβε να κατέβει τα σκαλοπάτια και βγήκε μια νεαρά νοσοκόμα να τον προλάβει, «-Κύριε Γιάννη, κύριε Γιάννη μην φεύγετε, σας περιμένει η κυρία Μαίρη» τον έπιασε από τον αγκώνα για να προλάβει την αντίδραση του και τον γύρισε προς την είσοδο του αρχοντικού, εκείνος πειθήνια την ακολούθησε μέχρι την είσοδο, μπαίνοντας μέσα αντίκρισε στον τοίχο ένα τεράστιο πορτραίτο, το κοίταξε προσεκτικότερα και αμέσως λιποθύμησε.
Όταν άνοιξε τα μάτια του, βρισκόταν ξαπλωμένος σε ένα μαλακό κρεβάτι. Φορούσε πιτζάμα, απέναντι από το κρεβάτι μια ντουλάπα μεγάλη μαρτυρούσε πως τα ρούχα του ήταν εκεί, κολλητά ήταν η πόρτα του λουτρού ενώ παραδίπλα μια πόρτα έβγαζε στο μπαλκόνι με θέα στον τεράστιο κήπο και λίγο παραπέρα ένα τραπέζι είχε μια φρουτιέρα γεμάτη, και δυο καρέκλες στο πλάι, και ακριβώς από πάνω μια φωτογραφία του πορτραίτου που υπήρχε στην είσοδο, εκεί εστίασε το βλέμμα του ο Γιάννης και μουρμούρισε «-πατέρα». Σηκώθηκε αργά και με δυσκολία, ανάμικτα συναισθήματα τον διακατείχαν, προσπάθησε να ντυθεί αλλά δυσκολευότανε «-ρεζίλη θα γίνω» σκέφτηκε, τότε ακούστηκε κτύπος στην πόρτα.
-Εμπρός, είπε απορημένος ποιος είναι;
Άνοιξε η πόρτα και πέρασε μια κοπέλα ντυμένη με θαλασσιά φόρμα.
-Εγώ είμαι η Χαρά, θα σας βοηθάω σε ότι χρειάζεται, τις νύχτες θα είναι η Ελπίδα, μαζί με την Αγάπη έχουμε αναλάβει αυτήν την πτέρυγα,
-Ποια πτέρυγα παιδάκι μου; Εγώ δεν μένω εδώ, ένα ραντεβού έχω.
-Ναι ξέρω, σας περιμένει η κυρία Μαίρη.
-Ποια είναι αυτή; Που θα την βρω; Πως με αναζήτησε; Μισό λεπτό να ντυθώ μονάχα.
-Να σας βοηθήσω;
-Όχι-όχι μπορώ αντέδρασε ο Γιάννης και πήγε να πάρει το παντελόνι αλλά δεν είχε κουράγιο, «-Συγχώρεσε με παιδάκι μου ο εγωισμός μου φταίει, βοήθησε με»
-Και με την ρόμπα να πάτε δεν θα την πειράξει,
-Μα ποια είναι αυτή τέλος πάντων η κυρία Μαίρη;
-Είναι η χήρα του ιδρυτή μας του Πωλ Καρτζών.
-Δώσε μου το μπαστούνι και πάμε να την γνωρίσω.
-Να φέρω καροτσάκι;
-Όχι-όχι είμαι καλά πάμε σιγά-σιγά.
Ακολουθώντας και σε κάποιες στιγμές υποβασταζόμενος ο Γιάννης κατέβηκε τις σκάλες και έφθασε μπροστά σε μια μεγάλη δίφυλλη πόρτα, η Χαρά κτύπησε και χωρίς να περιμένει απόκριση άνοιξε λέγοντας «-Ο κύριος Γιάννης», η κυρία Μαίρη που ήταν σκυμμένη στο γραφείο διαβάζοντας κάποια χαρτιά, σηκώθηκε και πήγε μέχρι την πόρτα να τον υποδεχθεί:
-Καλώς όρισες στο σπίτι Σου.
Χαμογέλασε πικραμένα ο Γιάννης και κοίταξε τον χώρο του γραφείου, ένα μεγάλο δρύινο γραφείο και πιο εκεί ένα πέτσινο σαλόνι φανερώνανε αρχοντιά και πλούτο.
-Κάθισε Γιάννη, κάθισε συνέχισε με τον ίδιο φιλικό τρόπο η κυρία Μαίρη.
Εκείνος προχώρησε προς τον μεγάλο καναπέ και έκατσε σε μια άκρη, κοίταξε προς το γραφείο και είδε πάλι την φωτογραφία του πατέρα του. Η κυρία Μαίρη αφού έδιωξε την Χαρά σίμωσε να κάτσει δίπλα στον Γιάννη. Ο Γιάννης την παρατηρούσε με προσοχή σαν να την εξέταζε, ήταν καλοστεκούμενη είχε περάσει τα 60 διακριτικά μακιγιαρισμένη με τον αέρα των αφεντικών. Όταν έκατσε άρχισε να μιλά:
-Βλέπω την απορία ζωγραφισμένη στα μάτια σου, θα σου λύσω όλες τις απορίες τώρα που μείναμε μόνοι, σε αποκαλώ απλά Γιάννη και σου κάνει εντύπωση, θα έπρεπε να σε λέω κύριο Καραγιάννη Γιάννη του Ιωάννου μήπως; Βλέπεις την φωτογραφία στο τοίχο απορημένος και αναρωτιέσαι τι γυρεύει η φωτογραφία του πατέρα σου σε όλο το κτήριο; Θα με φωνάζεις Μαίρη, εγώ είμαι η χήρα του Παύλου του αδελφού σου.
-Πως; Μονολεκτικά εξέφρασε την απορία του, «-Πως;» Ξανάπε και χώθηκε βαθύτερα στον καναπέ και ξαναρώτησε «-Πως;» Σαν να μην υπήρχαν άλλες λέξεις.
-Ο αδελφός σου ο Παύλος όταν ήρθε στην Καλιφόρνια έκοψε το όνομα του κράτησε την αρχή και το τέλος και έγινε το Καρτζών, το Πωλ το καταλαβαίνεις υποθέτω.
-Ναι, το καταλαβαίνω απήντησε ξεψυχισμένα.
-Η φωτογραφία που υπάρχει παντού στο κτήριο αναρτημένη είναι του πατέρα σας, του Γιάννη Καραγιάννη, ήρωα και τραυματία δυο πολέμων. Δεν τον γνώρισα, αλλά ούτε και τον δικό μου, είμαι αγνώστου πατρός, χρειαζόμουν έναν και έλαχε να είναι ο δικός σου αφού παντρεύτηκα τον Πωλ.
Ο Γιάννης ακούμπησε το κεφάλι πίσω και πριν λιποθυμήσει για δεύτερη φορά την ίδια μέρα ψιθύρισε «-Ψέματα-ψέματα».

Όταν ξύπνησε ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά, στην πόρτα στεκόταν η κυρία Μαίρη και τον κοιτούσε, μπορούσε να διακρίνει στο βλέμμα της αγάπη μα και απορία, αυτός έκανε να σηκωθεί μα δυσκολευόταν.
-Μην σηκώνεσαι ακόμα, θα σου πεί ο γιατρός.
-Εγώ είμαι υγιής, αντέδρασε αυτός.
-Σε πιστεύω μα θα χρειαστείς λίγες ημέρες ανάπαυση, θα στα πεί ο γιατρός επέμενε η κυρία Μαίρη. Αυτός όροφος έχει τρία δωμάτια και το δικό μου, μην ανησυχείς είναι η Χαρά εδώ να σε φροντίζει, πάω στο γραφείο γιατί έχω δουλειά και θα ξανάρθω.
Προσπάθησε ο Γιάννης να σηκωθεί μα πάλι δεν μπορούσε το κεφάλι του ήταν βαρύ, κοίταξε γύρω απελπισμένα, όταν είδε την Χαρά χαμογέλασε,
-Μπορείς παιδί μου να με βοηθήσεις να σηκωθώ; Πρέπει να πάω στην . . .  
Δεν χρειάστηκε να ολοκληρώσει την κουβέντα και η Χαρά το βοήθησε να πάει μέχρι το λουτρό, τον ρώτησε αν θέλει να τον βοηθήσει κι άλλο, δεν χρειάζονταν. Όταν βγήκε έκατσε στην πολυθρόνα απέναντι από την φωτογραφία του πατέρα του και αναστέναξε, «-Πατέρα», και γύρισε ο νους του πολλά χρόνια πίσω να θυμηθεί τα κατορθώματα του ήρωα δύο πολέμων Γιάννη Καραγιάννη του Λάζου.

Γιάννης Καρατζάς του Λάζου
Ο πρώτος πόλεμος ήταν ο Μικρασιατικός, τότε ο Γιάννης δεν λεγόταν Καραγιάννης ακόμα, αλλά Καρατζάογλου επειδή ήταν ο γιός του Καρατζά. Ο πατέρας του μαζί με τον αδελφό του διατηρούσαν στην Σμύρνη μεγάλο εμπορικό κατάστημα, ήταν από τους προύχοντες που υποδέχθηκαν τους συμμάχους όταν επιβιβάστηκαν στην Σμύρνη. Εκείνη ακριβώς την περίοδο θεώρησε καταλληλότερη ο Γιάννης Καρατζάογλου, παλικαράκι γύρω στα 20 να φύγει κρυφά από τους γονείς του και το θείο του, παίρνοντας μαζί του όλες τις λίρες που αποταμίευαν οι Αφοί Καρατζά και δεν ήταν λίγες, μαζί με αυτές και ομόλογα και διάφορα άλλα χρεόγραφα που δεν ήξερε τι θα τα κάνει αλλά ήξερε πως είχαν αξία. Φθάνοντας στο Πειραιά άλλαξε το όνομα του συμπτύσσοντας Καρατζάς Ιωάννης σε Καραγιάννης, έτσι όμως, του ήταν άχρηστα όλα τα έγγραφα που είχε κλέψει και τα έκαψε. Τίποτα πλέον δεν μαρτυρούσε πως ήταν απόγονος της φημισμένης οικογένειας Καρατζά.
Οι παρέες που βρήκε στον Πειραιά δεν ήταν από τις καλλίτερες ή τις ηθικότερες, είχε όμως χρήματα και ξόδευε. Έβλεπε πως αυτά δεν είναι ανεξάντλητα και άνοιξε ένα εμπορικό κατάστημα Δραπετσώνα αλλά αμέσως το γύρισε σε οικιακά και είδη μπακαλικής επειδή είχε αρχίσει η καταστροφή και ερχόντουσαν καραβιές οι πρόσφυγες. Βερεσέ και βιβλιαράκι ήταν σχεδόν υποχρεωτικά για όλους τους πρόσφυγες και αυτός πουλούσε τρείς και τέσσαρες φορές πάνω στους άλλοτε συμπατριώτες του. Παράλληλα έκανε τον τοκογλύφο δανείζοντας και θησαυρίζοντας, αν κανένας δεν ήταν συνεπείς στο χρέος τους οι μπράβοι του την πρώτη φορά τον δέρνανε και την δεύτερη το σκότωναν. Δωροδοκούσε τους αστυνομικούς και αυτοί κάνανε τα στραβά μάτια σε επιλεγμένα μαγαζιά που είχε συμφέροντα, ενώ σε άλλα αντίθετα εξαντλούσαν το γράμμα του νόμου. Κάποτε νόμισε πως ο Πειραιάς δεν τον χωρούσε και άνοιξε στην πλατεία του Ψειρή δεύτερο μαγαζί με σκοπό να επεκταθεί στην πρωτεύουσα. Ήταν ο Καραγιάννης τόσο ευέλικτος που είχε υποστήριξη από όλες τις μεριές και μεγάλωνε και πλούταινε. Παντρεύτηκε το 1930 την Φωφώ και σε δυο χρόνια ήρθε και το πρώτο του παιδί, τον ονόμασε αυτάρεσκα Γιάννη, έτσι, για επιβάλει το όνομα του είς διπλούν όπως έλεγε, ακολούθησαν το επόμενο χρόνο η Δούκισα και το 1936 μαζί με την δικτατορία του Μεταξά τα δίδυμα  ο Πέτρος και ο Παύλος. Το όχι και η επιστράτευση τον βρήκαν νοικοκύρη με τρία μαγαζιά νόμιμα και πολλά κέρδη παράνομα, έπαιζε πάντα σε δύο ταμπλό. Έκρυψε πολλές λίρες σε τόπο που δεν είπε σε κανέναν και αφού φίλησε τα παιδιά του και την γυναίκα του έφυγε για το μέτωπο.
Σε όλη την διαδρομή από την Αθήνα μέχρι την Δοϊράνη σκεφτόταν τον τρόπο να γυρίσει πίσω, δεν ήταν γι αυτόν ο πόλεμος, γλύτωσε από τον προηγούμενο για να σκοτωθεί τώρα; Όταν αποβιβαστήκαν από το τραίνο είχε πάρει την απόφαση του. Θα γύριζε τραυματίας πολέμου, είχε σκεφτεί τον τρόπο και είχε βρει λύση. Ίσως και να ήταν ο πρώτος τραυματίας πολέμου που επέστρεψε στην Αθήνα. Στην πορεία προς το μέτωπο η μονάδα του έπεσε σε ναρκοπέδιο, χωρίς καθόλου δισταγμό όπλισε και πυροβόλησε το αριστερό πόδι στην φτέρνα. Ούρλιαξε από τους πόνους αλλά επέτυχε το σκοπό του, γύριζε ήρωας τραυματίας πολέμου, ίσως κουτσός αλλά μπορεί και να γιατρευότανε, πάντως θα ήταν σε κάθε περίπτωση δίπλα στα παιδιά του την γυναίκα του και τα μαγαζιά του, που σε καιρό πολέμου άμα είσαι επιτήδειος οικονομάς περισσότερα. Επέστρεψε στο σπίτι του, και μετακόμισε πάλι στον Πειραιά, ένοιωθε ασφάλεια κοντά στην θάλασσα. Η αλήθεια είναι πως είχε κρύψει τις λίρες στην Δραπετσώνα και ήθελε να είναι κοντά. Εκεί άρχισε τις παλιές δοσοληψίες, είχε χάσει πολλά από τους βερεσέδες και έπρεπε να τα πάρει πίσω, ένας τρόπος υπήρχε και τον εφάρμοσε, έγινε μαυραγορίτης. Χρηματοδοτούσε την  αντίσταση και παράλληλα πρόδινε στους Γερμανούς, αντί όπως οι πολλοί να τρώει από τα έτοιμα, αυτός τα πολλαπλασίαζε. Στο σπίτι τα παιδιά του δεν γνώρισαν στέρηση, τους είχε και δάσκαλο για να μην πηγαίνουν σχολείο. Τα δύο μεγάλα ο Γιάννης και η Δούκισα παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τα μαθήματα, ενώ οι δίδυμοι συνέχεια μάλωναν, εύρισκα πάντα μια αφορμή για να εναντιωθούν ο ένας στον άλλο, μάταια η μάνα τους έλεγε, πως πρέπει να είναι μονιασμένοι σαν τον Πέτρο με τον Παύλο.
Τελείωνε η γερμανική κατοχή και φυσούσε ο αέρας της ελευθερίας, οι Γερμανοί πριν φύγουν καθαρίζανε τους καταδότες, ο Καραγιάννης το αντιλήφτηκε εγκαίρως και φρόντισε να κρυφτεί στους αντιστασιακούς, όταν τελείωσε ο πόλεμος θεώρησε πως πρέπει να επιστρέψει στην πρωτεύουσα, κάτι όμως τον κρατούσε, εμπιστεύτηκε το ένστικτο του που δεν τον γέλασε. Το Δεκέμβριο του 44 έγινε στην Αθήνα χαμός, άρχισε ο αδελφοκτόνος πόλεμος. Μόλις διώξανε τους αριστερούς από την Αθήνα πήρε απόφαση να μετακομίσει. «-Τώρα αρχίζει η ανοικοδόμηση τώρα υπάρχουν κέρδη». Λογάριαζε χωρίς να λάβει υπ’ όψιν του το αντάρτικο του Πειραιά, τον θεώρησαν προδότη και δοσίλογο, θυμηθήκαν πως και με τους Γερμανούς τα πήγαινε καλά, τον πέρασαν από το δικαστήριο του λαού και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Βρέθηκε ο εκτελεστής, κάποιος από τους πολλούς που του χρωστούσε χρήματα και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία. Παραφύλαξε έξω από σπίτι του Καραγιάννη πολλές φορές και κάποτε βρήκε την ευκαιρία να πυροβολήσει, αλλά αντί να πετύχει τον στόχο του πέτυχε την γυναίκα του και το κορίτσι, έτσι ο Καραγιάννης όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα στην πλατεία του Ψειρή, ήταν με τα τρία αγόρια 13 χρονών ο μεγάλος και 9 χρονών τα δίδυμα και μια παραδουλεύτρα για να τα φροντίζει.
Δικτυώθηκε γρήγορα στην Αθήνα. Σαν θύμα των άναρχοκουμουνιστών είχε υπόληψη και συμπάθειες, χάρη στις γνωριμίες που έκαμε του απονεμήθηκε και μετάλλιο ανδρείας για το τραύμα στον πόλεμο. Ήταν πλέον αναμφισβήτητα ήρωας. Έστησε μαγαζιά στην Ερμού και στην Αθηνάς στο κέντρο της πρωτεύουσας, αλλά δεν άφησε τον Πειραιά παραπονεμένο, είχε κύκλωμα από το οποίο δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να ξεκολλήσει, χρηματοδότησε και εκεί ένα κουτούκι που περνούσε πολλά βράδια και συναλλαζότανε με τον υπόκοσμο. Ο χαρακτήρας του δεν άλλαξε, πάντα σε δύο ταμπλό έπαιξε, το αγαπημένο του σλόγκαν ήταν «-Το νόμισμα έχει δυο πλευρές, αλλά μια αξία».
Όταν ο Γιάννης Καργαγιάννης του Ιωάννου ο γιός του δηλαδή απολύθηκε από τον στρατό, στα μέσα του 1955, η Αθήνα άλλαζε όψη. Η οικοδομή δούλευε ασταμάτητα, πολυκατοικίες και διαμερίσματα έπαιρναν τον χώρο των προσφυγικών μονοκατοικιών. Από όλα τα μέρη της Ελλάδας κατέφθαναν με κάθε τρόπο στην Αθήνα οι επαρχιώτες. Έξυπνος ο Καραγιάννης είδε πως εδώ υπάρχει ένας ακόμη τρόπος πλουτισμού. Πήρε τον μεγάλο του γιό σε συμβολαιογράφο και μετάφερε όλες τις εμπορικές επιχειρήσεις της Αθήνας στο όνομα του, ο Γιάννης υπέγραφε μάλλον απρόθυμα, επειδή του φαινότανε το βάρος δυσβάστακτο αλλά και στον πατέρα του δεν άρεσαν καθόλου οι αντιρρήσεις. Η προτροπή του συμβολαιογράφου ήταν εξαιρετικά σαφής «-Θα υπογράφεις πάντα ως Γιάννης Καραγιάννης του Ιωάννου». Ο δε πατέρας του είχε μόνο μια απαίτηση να μην ξεκρεμαστούν οι επιγραφές να μην αλλάξει το όνομα το συγκρότημα να μείνει δηλαδή (Γιάννης Καραγιάννης), αυτό άλλωστε θα ήταν και το όνομα του νέου αφεντικού, με αυτήν την σκέψη τον βάπτισε και Γιάννη.
Τα άλλα παιδιά του τα δίδυμα αντέδρασαν σε αυτήν την κίνηση, ήταν φοιτητές  και σε λίγο καιρό θα στρατευόντουσαν. Ήταν η πρώτη φορά που ομονοούσαν. Έκανε μια σύναξη ο Καραγιάννης με τα παιδιά του και εξήγησε πως ήταν πολύ πικραμένος από το Πέτρο και το Παύλο επειδή μονίμως διαφωνούσαν, είχαν την απαίτηση να σπουδάσουν, δεν πήγαιναν ποτέ σε κανένα μαγαζί να βοηθήσουν, ενώ ο Γιάννης πάντα ήταν πρόθυμος. Πέρα από αυτό ήταν νέοι ακόμα για τους δώσει να διαχειριστούν, μετά την στρατιωτική θητεία τους, θα λυνότανε το θέμα και κατέληξε
-Μη προβληματίζεστε και εγώ να σας αδικήσω ο Γιάννης θα επανορθώσει, είναι ο μόνος που έχει ακέραιο χαρακτήρα εδώ μέσα, έμοιασε της μάνα σας, μην μαραζώνετε υπάρχουν και άλλα χρήματα τόσες οικοδομές σηκώνονται και άλλα έσοδα έρχονται κάντε υπομονή μέχρι να απολυθείτε από τον στρατό.
-Δηλαδή, ρώτησε ο Παύλος θα ασχοληθείς με τις αντιπαροχές
-Είδες ανόητε, τον έκοψε ο πατέρας του, θα ασχοληθώ με τις παροχές μόνο, όλοι αυτοί οι οικοδόμοι που δουλεύουν θέλουν κάπου να ξοδέψουν όσα βγάζουν και εγώ θα τους βοηθάω.

Όταν τα παιδιά του Καραγιάννη απολυθήκαν δεν προέβηκε στην ίδια χειρονομία με τον μεγαλύτερο, τα θεωρούσε ανώριμα. Είχαν οργανωθεί σε πολιτικά κόμματα, ο ένας στα δεξιά και ο άλλος αριστερά. Στο σπίτι απαγορεύονταν οι πολιτικές συζητήσεις, μόλις όμως βγαίνανε από την εξώπορτα άρχισαν τον διαπληκτισμό και πολλές φορές κατάληγαν και σε γρονθοκοπήματα. Ο Καραγιάννης στενοχωριόταν με αυτήν την κατάσταση αλλά δεν μπορούσε να βρει λύση. Κάποιες φορές ένιωθε τύψεις και αναλογιζότανε πως πληρώνει τα κρίματα της νιότη του. έλεγε με το μυαλό του «‑Εγώ βασάνιζα δύο και τώρα με βασανίζουν εμένα δύο».
Ένα απόγευμα τον καλέσανε στο Αστυνομικό τμήμα να εξακριβώσουν αν ο νεαρός που συνέλαβαν ήταν όντως γιός του ευυπόληπτου έμπορα και ήρωα του αλβανικού μετώπου Γιάννη Καραγιάννη και χάρη σε αυτήν την ιδιότητα αφήσανε ελεύθερο το παιδί του.
Εκείνο το βράδυ γυρνώντας στο σπίτι του μαζί με τον Παύλο ήταν πολύ σκεφτικός, ζήτησε να έρθει ο μεγάλος του ο γιός και μαζί αποτραβήχτηκαν σε μια άκρη του σαλονιού να κουβεντιάσουν. Έδιωξε τους δίδυμους και παρήγγειλε στην παραδουλεύτρα να μην τους ενοχλήσει κανείς και για κανένα λόγο. Άναψε τσιγάρο και πρόσφερε και στον γιό του επέμενε μάλιστα να το καπνίσει παροτρύνοντας τον πως είναι πλέον το αφεντικό και δεν πρέπει να ντρέπεται κανέναν ούτε και αυτόν ακόμα. Μίλησαν πολλές ώρες. Στην ουσία μίλαγε ο πατέρας Γιάννης Καραγιάννης και άκουγε ο γιός Γιάννης Καραγιάννης, του εξήγησε πως δεν πιστεύει στον Θεό και στους παπάδες αλλά φτάνει κάποια στιγμή που ο κάθε άνθρωπος θέλει να ξαγορευτεί τα κρίματα του, και αυτός έκρινε το παιδί του και ως διάδοχο του καταλληλότερο για αυτήν την εξομολόγηση. Είπε τόσα για την ζωή του που ο Γιάννης ένοιωθε τον κόσμο να χάνεται, πουθενά μα πουθενά δεν υπήρχε κάτι ηθικό, κάτι τίμιο ακόμα και την γυναίκα που παντρεύτηκε την πήρε επειδή του χρωστούσε ο πατέρας της χρήματα και δεν είχε τρόπο να ξεχρεώσει. Έμαθε για τα πορνόσπιτα του Πειραιά, τις συναλλαγές με τον υπόκοσμο, άκουσε λέξεις που δεν τις είχε καθόλου στο λεξιλόγιο του. Κόντεψε να ξημερώσει και στο σαλόνι υπήρχε τόσος καπνός που δύσκολα έβλεπες και ο Γιάννης Καραγιάννης του Λάζου αποφάσισε να αποσυρθεί,  είχε πεί όλα όσα τον βάραιναν, ήταν ανακουφισμένος, είχε αποκαλύψει στον γιό του πως ο συμβολαιογράφος ήξερε τα πάντα επειδή ήταν συνεταίροι από την εποχή της γερμανικής κατοχής.
Ο Γιάννης Καραγιάννης του Ιωάννου σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο να αεριστεί το δωμάτιο, κοίταξε το μεγάλο εκκρεμές στον τοίχο, έδειχνε έξι παρά δέκα λεπτά, λυπήθηκε να ξυπνήσει την παραδουλεύτρα να του ετοιμάσει τον καφέ πριν ξεκινήσει για την δουλειά και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, να τον φτιάξει μονάχος, τότε ακούστηκε ένας πυροβολισμός, προερχότανε από το δωμάτιο του πατέρα του έτρεξε και ανοίγοντας την πόρτα τον είδε ξαπλωμένο στο κρεβάτι ανάσκελα και στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα πιστόλι με την κάνη στραμμένη στο στόμα του και το προσκεφάλι γεμάτο αίματα. Έμεινε ακίνητος στην πόρτα και ψιθύρισε «-Πατέρα».

Μετά την κηδεία άρχισαν ουσιαστικά οι ευθύνες του Γιάννη Καραγιάννη του Ιωάννου. Ο πρώτος του και ο μεγαλύτερος μπελάς ήταν η φαγωμάρα των αδελφών του. δεν υπήρχε κανένα απολύτως θέμα που να μην διαφωνήσουν. Μοναχική εξαίρεση ήταν τα οικονομικά που στρέφονταν εναντίον του, θεωρώντας τον προνομιούχο. Καημός μεγάλος και σαράκι που τον κατέτρωγε το ερώτημα να πεί στους δίδυμους την αλήθεια για τον πατέρα τους ή να την φυλάξει για τον εαυτό του και όλο ανέβαλε την απόφαση για αργότερα. Ο συμβολαιογράφος γνώστης όλων των οικονομικών υποθέσεων του πατέρα του τον κάλεσε στο γραφείο του, με την παράκληση να πάει μονάχος και εκείνος δέχθηκε αμέσως. Όταν αντάμωσαν του σύστησε τον γαμπρό του, έναν Κεφαλλονίτη με σπινθηροβόλα μάτια.
-Γιάννη ο γαμπρός μου ο Γεράσιμος θα είναι η διάδοχος κατάσταση σε αυτό το γραφείο και θεωρώ επιβεβλημένο να είναι παρόν, επειδή και εσύ διάδοχος είσαι του Καραγιάννη, οι δουλειές που είχα εγώ με τον πατέρα σου θα περάσουν τώρα στα χέρια τα δικά σου και του Γερασίμου.
-Ποιες δουλειές; Εγώ γνωρίζω πως τα μαγαζιά είναι τακτοποιημένα από καιρό.
-Ναι τα μαγαζιά είναι απόλυτα δικά σου, εσύ θα έχεις τον πλήρη έλεγχο, αυτά είναι τα νόμιμα και η βιτρίνα, εκεί δεν ανακατευόμαστε εμείς. Υπάρχουν όμως και άλλες δουλειές.
-Δηλαδή; Ρώτησε γεμάτος απορία ο Γιάννης
-Υπάρχουν τα σπίτια στον Πειραιά, το κουτούκι, η παρατράπεζα και ο τεκές της λαχαναγοράς
-Τα ξέρετε λοιπόν όλα; Αυτά μου τα είπε ο πατέρας το τελευταίο βράδυ και του εξέφρασα τις αντιρρήσεις μου
-Αυτό δεν έχει σημασία, μιλάμε σε σένα ως αρχηγό της οικογένειας, αν δεν θέλεις είναι και τα δίδυμα.
-Δώστε μου λίγες ημέρες προθεσμία.
-Εντάξει Γιάννη, θα ανταμώσουμε πάλι σε μια εβδομάδα.
Όταν γύρισε σπίτι τον περίμεναν τα αδέλφια του. με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις τους είπε να περάσουν στο σαλόνι για να κουβεντιάσουν. Άναψε τσιγάρο και προσφέροντας  στους δίδυμους είδε στον καθρέπτη πάνω από τον μπουφέ το είδωλο του, να κάνει τις ίδιες ακριβώς κινήσεις που έκανε και ο πατέρας του την μοιραία βραδιά στον ίδιο χώρο και έσβησε αμέσως το τσιγάρο.
-Ακούστε με και ξεχάστε για λίγο τους καυγάδες σας, ξέρω πως τα έχετε και οι δυό μαζί μου επειδή είναι τα μαγαζιά δικά μου. Εάν τα θέλετε τόσο πολύ ευχαρίστως αύριο το πρωί σας τα μεταβιβάζω όπως εσείς συμφωνήσετε και εγώ δεν θέλω τίποτα.
-Πως αυτή η μεγαλοσύνη εκ μέρους σου; Ρώτησε ο Πέτρος
-Κάτι πονηρό κρύβεται, συμπλήρωσε ο Παύλος.
-Έχει δίκιο ο Παύλος, κάτι πονηρό κρύβεται, ο πατέρας μας εκτός από τα μαγαζιά αυτά που έχω την κυριότητα έχει και άλλες επιχειρήσεις με πολύ περισσότερα κέρδη, εκείνα τα προόριζε για σας.
-Τι δουλειές; Είπαν με ένα στόμα
-Πολλές και κερδοφόρες, αλλά όχι απόλυτα νόμιμες
-Τι μας λές; Ο πατέρας μας ήταν ήρωας δύο πολέμων και θα έκανε παρανομίες; Φώναξε ο Παύλος και σηκώθηκε.
-Κάτσε κάτω δεν τελειώσαμε, θα πάρουμε αποφάσεις και μετά θα φύγεις.
Ο τόνος της φωνής ήταν τέτοιος που δεν επιδεχότανε αντίρρηση, έκατσε πάλι κάτω ο Παύλος.
-Μεθαύριο το πρωί, συνέχισε ο Γιάννης θα ανταμώσουμε με τον συμβολαιογράφο και τον γαμπρό του, μέχρι τότε να έχετε αποφασίσει τι ζητάει ο καθένας σας και ό,τι ζητήσετε να είστε σίγουροι πως δεν θα φέρω καμία αντίρρηση, αρκεί, και αυτός είναι ο μόνος όρος που βάζω να μην δείχνουμε προς τα έξω φαγωμένοι μεταξύ μας, δεν με ενδιαφέρει τίποτα υλικό και δεν μπορώ να ανεχθώ αυτήν την φαγωμάρα ανάμεσα σας από μικρά παιδιά, πρέπει κάποτε να τελειώσει με όποιο τίμημα.
Βγήκε από το δωμάτιο και κατέβηκε στον κήπο, του χρειαζότανε αέρας. Οι δύο μικρότεροι αδελφοί βγήκαν από σπίτι και προχώρησαν για πρώτη φορά στον δρόμο χωρίς να βρίζονται.

Δυο ημέρες αργότερα ανταμώσανε με τον συμβολαιογράφο και γαμπρό του, όχι στο γραφείο αλλά σε μια μονοκατοικία απόμακρη στα κάτω Πετράλωνα. Ο διάκοσμος του σπιτιού σκονισμένος και βρώμικος μαρτυρούσε πως δεν ήταν σε χρήση. Όταν έκατσαν ο Συμβολαιογράφος πήρε πρώτος τον λόγο:
-Ακούστε Καραγιάννηδες, θα σας είπε ο Γιάννης τι συμβαίνει.
-Όχι δεν μας είπε, θέλω να τα ακούσω από σένα, μίλησε αυθάδικα ο Πέτρος.
-Νεαρέ μου, αν δεν έχεις τρόπους, έχω εγώ τον τρόπο να σου μάθω
Ο Πέτρος σηκώθηκε θυμωμένα από την καρέκλα του και την ίδια στιγμή άνοιξαν δυο πόρτες και φανήκαν έξι νταήδες με τα μαχαίρια στα χέρια. Ο Πέτρος χλόμιασε και έκατσε πάλι.
-Αυτός είναι ο τρόπος, αν σε ενδιαφέρει ή αν θέλεις να σηκωθείς θα το κάνεις με ευγένεια. Έγνεψε στους μπράβους ο συμβολαιογράφος και εξαφανιστήκαν.
-Λοιπόν συνέχισε ο πατέρας σας και εγώ είχαμε δουλειές εκτός από τα μαγαζιά του Γιάννη, αν θέλετε συνεχίζουμε αν θέλετε αγοράζω το μερίδιο σας, εσείς αποφασίζετε.
-Για τι ποσά μιλάμε; Ρώτησε ο Γιάννης διστακτικά
-Αν τα αγοράσω σας δίνω τέσσερεις χιλιάδες λίρες και αποσύρεστε σαν να μην υπάρχετε και δεν διεκδικείτε τίποτα, αλλιώς ένας από εσάς θα αναλάβει το πόστο του Καραγιάννη.
-Αν δεν τα αγοράσετε όλα, τι παζάρι μπορούμε να κάνουμε; Ρώτησε ο Παύλος
-Σας δίνω δύο χιλιάδες και παίρνω τα σπίτια, σας μένει ο τεκές και το κουτούκι, ή αντίστροφα κρατώ το τεκέ και το κουτούκι και κρατάτε τα σπίτια.
Τα αδέλφια κοιτιόντουσαν μεταξύ τους απορημένα, τελικά ο Γιάννης σηκώθηκε ήρεμα και πλησίασε τον συμβολαιογράφο, δώσε μας λίγες ημέρες καιρό μια βδομάδα. Αυτός συμφώνησε για το επόμενο ραντεβού χωρίς να καθορίσει τον τόπο.
Οι αδελφοί Καραγιάννη επέστρεψαν στο σπίτι τους αμίλητοι. Πέρασαν στο σαλόνι μέχρι να σερβιριστεί το βραδινό φαγητό και άρχισαν να συνδιαλέγονται.
-Εγώ, άρχισε να λέει ο Γιάννης πρώτος δεν θέλω τίποτα προτιμώ να αποσυρθώ από όλα, να πάω να δουλέψω κάπου και πορευτώ
-Εσύ πάντα ηθικός μα η ηθική δεν τρώγεται, τον αποστόμωσε ο Πέτρος, εδώ είναι η ευκαιρία να γίνουμε αφεντικά του Πειραιά να επεκταθούμε . . .
-Κάνε ότι νομίζεις εγώ δεν σε εμποδίζω, εμένα όμως να με έχεις ξεγραμμένο πλέον
-Γιατί ρε αδελφέ, επέμβηκε στον διάλογο ο Παύλος, χρήμα υπάρχει άφθονο γιατί να μην το χαρούμε να κάνουμε την ζωή μας. Κράτα εσύ τα νόμιμα μαγαζιά, έτσι θα ήθελε και ο πατέρας μας, γι’ αυτό και σου τα μεταβίβασε και άσε εμάς να κανονίσουμε τα υπόλοιπα.

Το επόμενο ραντεβού με τον συμβολαιογράφο έγινε στα κάτω Πατήσια σε μια μονοκατοικία πάλι. Τα τρία αδέλφια αυτή την φορά ήρθαν ενωρίτερα και περίμεναν στον δρόμο να φανούν ο συμβολαιογράφος με την παρέα του, που κατέφθασαν με δύο αυτοκίνητα. Το σπίτι αυτό ήταν πιο νοικοκυρεμένο από των Πετραλώνων. Όταν πέρασαν μέσα χωρίς περιστροφές και προλόγους και χωρίς καν να καθίσουν ο συμβολαιογράφος ρώτησε:
-Τι αποφασίσατε
Πήρε τον λόγο ο Γιάννης –Τα αδέλφια μου θα σας που τις δικές τους αποφάσεις και μετά εγώ, μίλα Παύλο.
-Εγώ ξεκίνησε ο Παύλος συμβιβάζομαι να μου δώσεις δύο χιλιάδες λίρες και θα φύγω από το Πειραιά σαν να μην υπήρξα ποτέ, μένει στον Πέτρο να διαλέξει τι θα κρατήσει, τα σπίτια ή τους τεκέδες.
-Αυτοί που βλέπεις είναι φοβητσιάρηδες, εγώ δεν είμαι θέλω στην πάρτι μου τα σπίτια.
-Σειρά σου Γιάννη, είπε ο συμβολαιογράφος
-Εγώ θέλω την ησυχία μου, ποιος μπορεί να μου την εξασφαλίσει; Ρώτησε και τον κοίταξε στα μάτια.
-Εγώ θα στην εξασφαλίσω, δώσε μου το χέρι σου γιατί εσύ είσαι ο πραγματικός άνδρας, εσύ πείρες από την μάνα σου, το έλεγε συχνά ο μακαρίτης. Κράτα τα μαγαζιά είναι απόλυτα νόμιμα, στο γραφείο θα είμαι για ότι χρειαστείς και μην ξεχνάς να υπογράφεις πάντα Γιάννης Καραγιάννης του Ιωάννου, οτιδήποτε προκύψει με το Γιάννης Καραγιάνννης  του Λάζου να μου το στέλνεις εμένα. Ο Γεράσιμος θα συνεχίσει με τα αδέλφια σου πάμε εμείς τώρα.
 Φύγανε μαζί ο Γιάννης και συμβολαιογράφος καταλήξανε σε μια ταβέρνα να πιούν ένα κρασί στην καινούργια εποχή που άρχιζε. Ο Γιάννης έμοιαζε να διέγραψε από το νού του τα γεγονότα των τελευταίων ημερών στο πρώτο ποτήρι κρασί. Θεώρησε οικείο πρόσωπο το συμβολαιογράφο και του ζήτησε υποστήριξη και βοήθεια και συμβουλές ώστε να μην παρανομήσει. Εκείνος υποσχέθηκε να του βρει δύο καλούς και τίμιους συμβούλους, αλλά τόνισε πολλές φορές πως οι αποφάσεις θα είναι αποκλειστικά δικές του, το ίδιο και η ευθύνη για τα αποτελέσματα. Το βράδυ εκείνο ήταν το τελευταίο που είδε ο Γιάννης τα αδέλφια του. Ο Πέτρος έφυγε για να εγκατασταθεί στον Πειραιά, να ελέγχει τα σπίτια του και πριν περάσουν τρείς μήνες βρέθηκε μαχαιρωμένος στην Δραπετσώνα, έξω από το σπίτι που πρωτοκατοίκησε ο Καραγιάννης όταν ήρθε από την Σμύρνη. Ο Παύλος πήρε τα χρήματα και εξαφανίστηκε, δήλωσε στον Γεράσιμο πως θα ζήσει άναρχα και ελεύθερα σαν χίπις, κατευθύνεται προς Μάταλλα της Κρήτης για αρχή και μετά όπου τον βγάλει ο άνεμος.

Συνετός και φρόνιμος ο Γιάννης Καραγιάννης του Ιωάννου, πρόσεχε να μην αδικήσει κανέναν άνθρωπο και σε τίποτα. Άκουγε με προσοχή τις συμβουλές εκείνων που του έστειλε ο Συμβολαιογράφος, αλλά ποτέ δεν ενεργούσε παρορμητικά. Σκεφτότανε την κάθε του κίνηση και φρόντιζε να είναι απόλυτα εντάξει με το γράμμα του νόμου. Παρά τις αναταραχές που γνώριζε η Αθήνα τα μαγαζιά του πρόκοβαν και μεγάλωναν. Είχε φτάσει να έχει σαράντα δύο άτομα υπαλλήλους, με τους οποίους είχε σχέση οικογενειακή. Πήγαινε στα σπίτια τους και έτρωγε μαζί τους. δεν χρειάστηκε ποτέ να του ζητήσουν αύξηση επειδή αυτός προλάβαινε πάντα τις ανάγκες τους. Στο σπίτι στην πλατεία Ψειρή είχε εγκατασταθεί μια οικογένεια όταν πέθανε η παραδουλεύτρα και το φρόντιζε σε ότι χρειάζονταν. Δεν παντρεύτηκε επειδή όπως έλεγε δεν προλάβαινε να κάνει οικογένεια, γιατί άνηκε σε μια τόσο μεγάλη με όλους τους υπαλλήλους του. Τον φωνάζανε όλοι ανεξαιρέτως Γιάννη, έλεγε πως μόνο ο πατέρας του ήταν ο κύριος Γιάννης. Τον πρώτο καιρό είχε λίγες δυσκολίες με συναλλαγματικές και επιταγές του πατέρα του αλλά τις έστελνε στον συμβολαιογράφο και εκεί τελείωνε το θέμα.
Όταν η χούντα κατέλαβε την Ελλάδα, του πρότεινε να τον διορίσει δήμαρχο, εκείνος ευγενικά αρνήθηκε. Οι στρατιωτικοί επέμεναν πως τιμούσαν στο πρόσωπο του τον ήρωα του αλβανικού μετώπου, τον πατέρα του, γι αυτό δεν μπόρεσε να αρνηθεί θέση συμβούλου στην (Συμβουλευτική επιτροπή) την μικρή βουλή όπως την ονόμαζε το καθεστώς ως εκπρόσωπος των εμπόρων. Όταν ήρθε η μεταπολίτευση ο Γιάννης Καραγιάννης του Ιωάννου είχε περάσει τα σαράντα του χρόνια, ώριμος κατασταλαγμένος επαγγελματικά επιτυχημένος κοινωνικά καταξιωμένος και είχε όλα τα εχέγγυα για να ασχοληθεί με την πολιτική. Ευγενικά αρνήθηκε στις προτάσεις που του έγιναν και από τότε άλλαξε η τύχη του. εκείνοι που θεωρούσαν τιμή να τον περιλάβουν στα ψηφοδέλτια τους, ανακάλυπταν πως ήταν καταπιεστής του λαού χουντικός συνεργάτης και φίλος των Απριλιανών, του σπάσανε τα μαγαζιά δυο φορές, δεν αντέδρασε και το θέμα έληξε.
Τα επόμενα χρόνια ο Γιάννης είχε μια σταθερότητα εκνευριστική, το προσωπικό ποτέ δεν έκανε απεργίες επειδή δεν είχε λόγους. Επέτρεπε σε διαφόρους κατά καιρούς συνδικαλιστές να κάνουν ομιλίες στα μαγαζιά και στους υπαλλήλους του χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό. Είχε απόλυτη εμπιστοσύνη για την σχέση τους με την εργοδοσία τους. Δεν έκανε προσλήψεις με αγγελίες αλλά κάθε ένας που έπαιρνε σύνταξη έφερνε ή ακόμα έφερνε τον αντικαταστάτη του. Μια αναλαμπή γνώρισε μετά την Αλλαγή, αυτή ήταν και η τελευταία πριν αρχίσει η τελική κατάρρευση. Οι δουλειές λιγόστεψαν, το κέντρο της Αθήνας άλλαζε, δεν προσλάβαινε πλέον προσωπικό στην θέση εκείνων που συνταξιοδοτούνταν. Μάζεψε τους υπαλλήλους και τους εξήγησε πως η επιχείρηση δεν πάει καλά, αν θέλουν κάποιοι να την αναλάβουν για λογαριασμό όλων δεν θα είχε αντίρρηση, αρκεί να τον προσλαβαίνανε και αυτόν υπάλληλο, κανείς δεν ήθελε να το ακούσει, του δήλωσαν την πλήρη υποστήριξη τους όλοι. Αυτό με καινούργιο κουράγιο άρχισε να διαχειρίζεται το τελείωμα των μαγαζιών χωρίς να αδικήσει κανέναν. Όσοι δήλωναν πως θέλουν να φύγουν τους αποζημίωνε και ας μην είχε υποχρέωση. Τα εμπορεύματα λιγόστευαν μαζί με τους υπαλλήλους. Έκλισε το μαγαζί της Αθηνάς και συγχωνεύτηκε στην Ερμού, πουλήθηκε το σπίτι στην πλατεία του Ψειρί, νοίκιασε μια γκαρσονιέρα στα κάτω Πατήσια ο Γιάννης.
Περνώντας τα χρόνια το τετραώροφο μαγαζί κατέληξε να είναι μόνο το ισόγειο, το κρατούσε με πολύ κόπο επειδή χρειάζονταν δύο χρόνια για να συνταξιοδοτηθεί και έκανε κάνει το πωλητή. Το προσωπικό του όλο είχε απολυθεί, είχε αποζημιωθεί χωρίς κανένας να έχει παράπονο, χωρίς κανένας να έχει αδικηθεί. Κάθε μέρα εναλλάξ ερχόντουσαν οι παλιοί του υπάλληλοι και τον βοηθούσαν να κρατήσει το κατάστημα ανοικτό μέχρι να πάρει την σύνταξη του. Εκείνος τους ευγνωμονούσε γι αυτό, του φέρνανε και φαγητό μαγειρεμένο και έκανε κολατσιό. Στο σπίτι του δεν μαγείρευε, δεν ήξερε. Το τελευταίο περιουσιακό στοιχείο ήταν το μισό από το ισόγειο κατάστημα, το πούλησε κι αυτό όταν μια πολυεθνική αγόρασε το όλο το κτήριο. Με τα χρήματα που πήρε εξαγόρασε τα ελλείποντα ένσημα και πήρε την πολυπόθητη σύνταξη. Δεν φανταζότανε πως τότε θα αρχίζανε τα μεγαλύτερα προβλήματα.
Στα 1995 ήταν συνταξιούχος και υγιής, δεν είχε πάει ποτέ σε γιατρό, δεν φορούσε ούτε γυαλιά, ήταν όμως κουρασμένος και μόνος. Οι παλιοί του υπάλληλοι το δεχόντουσαν στα σπίτια τους συγκαταβατικά και αυτός δεν πήγαινε ποτέ με αδειανά τα χέρια, αλλά η σύνταξη δεν επαρκούσε και σιγά-σιγά μα σταθερά άρχισε να περιορίζει τις επαφές του. Άρχισε να πηγαίνει στην Εκκλησία της γειτονιάς του αλλά πολύ σύντομα σταμάτησε, δεν μπορούσε να προσαρμοστεί και δεν καταλάβαινε τι γινόταν, δικαιολογιόταν. Η αλήθεια είναι πως δεν του περίσσευε χαρτονόμισμα να ρίξει στον δίσκο και τα κέρματα του φαινόντουσαν λίγα. Πήρε την απόφαση να βρει ένα γηροκομείο να τελειώσει εκεί την ζωή του, σκεφτότανε πως έχει την σύνταξη του και την υγεία του άρα μένει μόνο η επιλογή, νόμιζε πως είναι εύκολη υπόθεση.
Πάντα αξιοπρεπής ο Γιάννης επέλεξε ένα ίδρυμα φροντίδας και βοηθείας ηλικιωμένων που είδε να διαφημίζεται και πήγε να ρωτήσει την διαδικασία. Ήταν το πρώτο από πολλά που ακολούθησαν. Έπαιρνε από παντού τις ίδιες ευγενικές απαντήσεις χωρίς να γίνεται δεκτός. Είχε μόνο την σύνταξη του και αυτή δεν ήταν αρκετή για να τον φροντίσουν, στις ενστάσεις του πως είχε πλήρη διαύγεια σκέψεως και υγείας του απαντούσαν, πως είναι προσωρινή και οι γεροί οργανισμοί όταν αρρωστήσουν κάνουν πολύ στο καιρό στο κρεβάτι. Τα έξοδα της κηδείας ήταν ένας άλλος αρνητικός παράγοντας, δεν υπήρχαν συγγενείς ποιός αναλάμβανε μετά τον θάνατο όλες τις διαδικασίες.  Όλα αυτά μέχρι εκείνο το πρωινό που τηλεφώνησαν από το οίκο που βρισκόταν τώρα, χωρίς να τον γνωρίζει και χωρίς να το ζητήσει.
Ήρθε και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν η φωτογραφία του πατέρα του, την οποία και τώρα έβλεπε απέναντι του απορημένος.
Με αυτές τις αναμνήσεις στο μυαλό του σηκώθηκε και αργά άρχισε να ντύνεται, είχε έρθει το μεσημέρι και το στομάχι του διαμαρτυρόταν. Μόλις φόρεσε και το σακάκι κτύπησε την πόρτα Χαρά να του αναγγείλει πως το φαγητό είναι σερβιρισμένο και τον περιμένει η κυρία Μαίρη να φάνε, την ακολούθησε. Στον ίδιο όροφο ήταν μια τραπεζαρία, ένα μεγάλο οβάλ τραπέζι και στην μια άκρη είχε τρία σερβίτσια. Τον υποδέχθηκε η κυρία Μαίρη και τον οδήγησε στην καρέκλα στην κορυφή του τραπεζιού. Πριν καθίσουν έκανε του σύστησε τον Μάρκο «-Είναι ο γιατρός μας, με αυτόν θα πούμε λίγα πράγματα». Κατά την διάρκεια του φαγητού ο γιατρός εξήγησε πως και λόγω ηλικίας ήταν επιβεβλημένες κάποιες εξετάσεις να γίνουν και να φτιαχτεί ο ιατρικός φάκελος του Γιάννη, εκείνος ισχυρίστηκε πως δεν είχε πάει ποτέ σε γιατρό επειδή δεν χρειάζονταν, και ο Μάρκος τον διαβεβαίωσε πως ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να φτιαχτεί αυτός ο φάκελος. Μετά το γεύμα ο γιατρός έφυγε λέγοντας πως την επομένη θα ξεκινούσαν, μείνανε ο Γιάννης με την κυρία Μαίρη να κοιτιούνται ερευνητικά. Πρώτη εκείνη έσπασε την σιωπή
-Γιάννη είμαι πολύ ευτυχισμένη που σε βρήκα, είσαι ο μόνος μου συγγενής και τελείως αναπάντεχα έμαθα για σένα.
-Πως με βρήκες και γιατί με αναζήτησες, το Παύλο έχω να τον δώ πολλά χρόνια. Πως τον γνώρισες; Τι έκανε στη ζωή του;
-Σε μια συνέλευση πριν από λίγες ημέρες έμαθα πως ψάχνεις χρόνια έναν οίκο ευγηρίας και δεν σε δέχονται επειδή είσαι ασύμφορος. Όταν έμαθα πως είσαι ο αδελφός του μακαρίτη του άνδρα μου, δεν δίστασα στιγμή να σε καλέσω, εδώ θα ζήσης όσα χρόνια σου απομένουν χωρίς κανένα πρόβλημα χωρίς καμία ανησυχία, πρέπει να θεωρείς όλο το συγκρότημα δικό σου.
-Μα πως; Την διέκοψε ο Γιάννης
-Δεν έχεις κανέναν δικό σου, δεν έχω και εγώ κανέναν δικό μου, γιατί να μην ζούμε εδώ; Θα σου πω και για τον Παύλο αλλά πάμε να κάτσουμε στο σαλόνι. Αφού έφτασαν στο σαλόνι και κάθισαν η κυρία Μαίρη παρακάλεσε τον Γιάννη να της διηγηθεί μερικά από τα κατορθώματα του πατέρα του στον πόλεμο, εκείνος δάκρυσε από ντροπή, εκείνη το εξέλαβε σαν δάκρυ συγκινήσεως. Ο Γιάννης σκούπισε τα μάτια του και παρακάλεσε την κυρία Μαίρη να αφήσουν για την επομένη το θέμα αυτό και να του πει τι ξέρει για το Παύλο και εκείνη άρχισε να αφηγείται.
-Όταν ο Παύλος πήρε τις λίρες που του άφησε κληρονομιά ο πατέρας σας, ξεκίνησε για την Κρήτη, με προορισμό τα Μάταλλα, δεν έφτασε ποτέ όμως επειδή στο καράβι γνώρισε τον αδελφό μου. Εκείνος ήταν χίπις και τον πλησίασε ο Παύλος για να τον ρωτήσει πως θα ενταχθεί στην κοινότητα των παιδιών των λουλουδιών. Κουβέντα στην κουβέντα έμαθε για τις λίρες ο αδελφός μου και αντί για να ζήσουν ανέμελη ζωή κατέληξαν στο συμπέρασμα να κάνουν Μπίζνες. Με το ίδιο καράβι γύρισαν στον Πειραιά το άλλο πρωί και από εκεί πέρασα μέσω Πάτρας στη Ιταλία, όταν προσπάθησαν να εξαργυρώσουν τις λίρες, ανακάλυψαν πως παραπάνω από τις μισές ήταν κάλπικες. Τους κατεδίωξε η ιταλική αστυνομία και από τότε άρχισαν οι περιπέτειες τους, ο Μάικ ο αδελφός μου και ο Πώλ ο αδελφός σου εξελίχθησαν σε μαφίες. Κονγκό, Μοζαμβίκη, Νότια Αφρική ήταν οι χώρες που πέρασαν πριν έρθουν στην Καλιφόρνια καταζητούμενοι για λαθρεμπόριο διαμαντιών, εκεί άλλαξε το όνομα του κα το έκανε Καρτζών.
Στο σπίτι μας το δέχθηκε η μάνα μου, ο πατέρας μου μας είχε εγκαταλείψει όταν ήμασταν μωρά, έλεγε η μάνα μου, εγώ δεν την πίστευα επειδή συχνά πυκνά κυκλοφορούσε με διαφορετικούς άνδρες. Δεν μου άρεσαν οι δουλειές που σκαρώνανε με το αδελφό μου, μου άρεσε όμως ο Πωλ και γρήγορα έμεινα έγκυος με αυτόν. Χωρίς δισταγμό έκανα έκτρωση σκεπτόμενη πως ήμουν πολύ νέα για να σκλαβωθώ στα καθήκοντα της μάνας. Το μετάνιωσα πολλές φορές αργότερα, όταν μετά τον γάμο με τον Πώλ, είχα τέσσαρες αποβολές.
Πολλές βρωμοδουλειές είχανε ο Μάικ και ο Πώλ, εγώ έπαιρνα λεφτά και τα αποταμίευα κρυφά από αυτούς, ήμουν πεισμένη πως κάποτε θα είχαν δυσκολίες με κακά ξεμπερδέματα. Μια από τις δουλειές του Πώλ εκτός από την διακίνηση χόρτου, ήταν να στήνει και αγώνες πυγμαχίας. Κάποτε τον ανακάλυψαν και το τέλος ήρθε με αυτοκινητικό δυστύχημα. Κυνηγούσαν και μένα κα κατέφυγα στην Ελλάδα και έφτιαξα αυτόν το μαγαζί σκεφτόμενη περισσότερο τα γεράματα μου, εδώ μέσα θεωρώ πως θα είναι αξιοπρεπή και εξασφαλισμένα.
Μιλούσε ο κυρία Μαίρη και δάκρυζε, απέφευγε να δει τον Γιάννη στα μάτια, εκείνος ακουμπισμένος στο μπαστούνι του άκουγε σιωπηλός. Εκείνη συνέχισε:
-Θα θέλεις άραγε να μείνεις εδώ μετά από όσα άκουσες; Εγώ θέλω δεν έχω άλλο άνθρωπο στον κόσμο, μείνε σε παρακαλώ.
-Μαίρη, είπε και σηκώθηκε, -Είμαι κουρασμένος και πολύ συγκινημένος μου χρειάζεται λίγο ανάπαυση να συνεχίσουμε το βραδάκι σε παρακαλώ;
-Ναι Γιάννη θα συνεχίσουμε, θα συνεχίσουμε χαμογέλασε πικρά εκείνη.
Ο Γιάννης κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του, το είχε επισημάνει βγαίνοντας, η Χαρά πάλι παρουσιάστηκε μπροστά του «-Να βοηθήσω σε κάτι;» «-Όχι παιδάκι μου, πως ξεφυτρώνεις όμως παντού; Μπράβο σου». Φόρεσε την πιζάμα του και ξάπλωσε στο κρεβάτι, ένοιωθε κουρασμένος, απογοητευμένος και μετά από όσα άκουσε αηδιασμένος, η φωτογραφία του πατέρα του φαινότανε πάνω από το τραπέζι. Αναστέναξε «-Αχ, τι σπορά έκανες καημένε πατέρα» τον πήρε ο ύπνος.

Έφθασε η ώρα του βραδινού, άλλαξε η βάρδια έφυγε η Χαρά ανέλαβε η Αγάπη, και ο Γιάννης δεν είχε φανεί ακόμα. Διστακτικά κτύπησε την πόρτα η Αγάπη και είδε τον Γιάννη να κοιμάται γαλήνια, πλησίασε να τον ξυπνήσει αλλά αυτός δεν ξυπνούσε, είχε κοιμηθεί για πάντα, άφησε την τελευταία του πνοή στο κρεβάτι χωρίς να ταλαιπωρήσει κανέναν, όπως σε όλη του την ζωή δεν είχε αδικήσει κανέναν.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: