Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Αιτία Διαζυγίου


Στα χρόνια που ζούμε έχουν αυξηθεί υπερβολικά τα διαζύγια όχι μόνο στις πολιτείες αλλά και στα χωριά. Ήταν κάποτε σπάνιο φαινόμενο να υπάρχει ζωντοχήρα στο χωριό, σήμερα έχουμε παραπάνω από μια και θεωρείται φυσιολογικό. Φταίνε άραγε για την αποτυχία μόνο το ζευγάρι που χωρίζει ή και ο περίγυρος του; Φταίει άραγε η χειραφέτηση της γυναίκας; Μήπως αντιστραφήκαν οι όροι  και το ασθενές φύλο είναι το αρσενικό; Φταίει που καταργηθήκαν σχεδόν τα προξενιά; Θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε σωρό εικασιών χωρίς να βγάλουμε συμπέρασμα, επειδή ακριβώς και οι εικασίας είναι ανεύθυνες. Στην προκειμένη όμως ιστορία υπήρχε λόγος διαζυγίου και μάλιστα τόσο σοβαρός που έπρεπε να υποστηριχτεί με το δίκαννο.

Σε ένα χωριό, ας το ονομάσουμε Σκορποχώρι, στην δεκαετία του 60 ζούσε ο Μαθιός, χήρος με δυο κορίτσια μικρά, την Κλειώ και την Φιλιώ. Ζούσε ακόμα η μάνα του, ήταν ηλικιωμένη και δεν μπορούσε να κάνει καλά τα κορίτσια που πήγαιναν στο σχολειό. Ο Μαθιός δουλευταράς και προκομμένος αγωνιούσε για τα κορίτσια του. Ήταν εποχή που ακόμα λογαριάζανε την τιμή και αυτός είχε το κούτελο του καθαρό. Μετά το σχολείο τα κορίτσια από μικρά πήγαιναν στο χωράφι κοντά στον πατέρα τους, εκείνος φρόντιζε πάντα να έχουν δουλειά. Εύρισκε τον τρόπο πάντα να απασχολούνται και όταν δεν υπήρχε δουλειά συγκεκριμένη τις έβαζε να μαζεύουν τις πέτρες από το χωράφι για να είναι καθαρό. Τα κορίτσια μαζεύανε τις πέτρες και σχημάτιζαν έναν σωρό που όσο περνούσαν τα χρόνια μεγάλωνε. Όσο μεγάλωνε ο σωρός τόσο πιο αφράτο γινόταν το χωράφι και απέδιδε περισσότερα. Οι συγχωριανοί πειράζανε τον Μαθιό για τον σωρό αλλά εκείνος με αυτόν τον τρόπο είχε υπό πλήρη έλεγχο τα κορίτσια του. Ακούγονταν διάφορα για άλλα κορίτσια για τα δικά του λέγανε πως ήταν κελεπούρια για όποιον τις έπαιρνε.
Μαζί με τον σωρό των πετρών μεγάλωναν και τα κορίτσια, και έφτασαν σε ηλικία γάμου. Αυτό το θέμα απασχολούσε πολύ τον Μαθιό, έπρεπε να φροντίσει για την αποκατάσταση τους, τα παλικάρια του χωριού δεν τα ενέκρινε επειδή γνώριζε πράγματα για την κάθε οικογένεια και καμιά δεν ήταν σαν την δική του άμεμπτη. Αυτά συμβαίνουν στις μικρές κοινωνίες. Τον πλησίασε η προξενήτρα (γνωστό φαινόμενο της εποχής) και του πρότεινε για γαμπρό τον Νώντα, έναν Σαμιώτη ναυτικό που θέλει να αράξει στην στεριά και να νοικοκυρευτεί. Τον γνώρισε ο Μαθιός, του έκανε καλή εντύπωση και δώσανε τα χέρια. Ποιο κορίτσι θα έπαιρνε δεν είπαν, είχε δικαίωμα επιλογής ήταν δύο, όποια του έκανε καλλίτερα αυτήν θα παντρευόταν, θα ερχότανε στο χωριό σώγαμπρος, θα έκτιζε σπίτι και  επένδυε όσα είχε μαζεμένα από τα ταξίδια. Έτσι και έγινε, πήρε την Φιλιώ, πείσμωσε η Κλειώ που ήταν μεγαλύτερη και δήλωσε πως δεν θα παντρευτεί ποτέ.
Πράγματι έτσι έγινε, εγκαταστάθηκε ο Νώντας στο Σκορποχώρι, όσες οικονομίες είχε τις επένδυσε στο χωριό. Έκτισε ένα μεγάλο σπίτι, άνοιξε μαγαζί παντοπωλείο-καφενείο και τα έγραψε στο όνομα της γυναίκας του. Οι χωριανοί τον πείραζαν γι αυτήν την κίνηση, κι αυτός ανταποδίδοντας τα πειράγματα έλεγε πως είναι σώγαμπρος και άρα ξένος με τις νοοτροπίες τους. Όταν γέννησε η Φιλιώ το πρώτο παιδί τους, ήταν κορίτσι το βάπτισαν Κλειώ, αφορμή ήταν για να εγκατασταθεί στο σπίτι τους να βοηθάει, ήταν μεγάλο και χωρούσαν. Όταν γεννήθηκε το αγόρι το ονόμασαν Μαθιό. Ο παππούς Μαθιός πλέον είχε ολοκληρώσει το καθήκον του όπως έλεγε και δεν άργησε να φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο.
Ο Νώντας αφεντικό και νοικοκύρης στο χωριό ήταν ευτυχισμένος. Είχε μια γυναίκα υπάκουη και την αδελφή της βοηθό σε όλα. Απέκτησε πέντε παιδιά, αλλά ήταν πάντα ο σώγαμπρος του χωριού. Φιλοπρόοδος έφερε στο χωριό σκαφτική μηχανή λαστίχωσε  τα χωράφια του, πράγματα πρωτόγνωρα για το χωριό. Σκεφτότανε να αγοράσει και τρακτέρ, είχε κάνει και τα προκαταρτικά παζάρια.
Έφερε έναν γεωπόνο να συμβουλευτεί τι είδους καλλιέργεια θα του απέφερε περισσότερα κέρδη, εκείνος τον συμβούλευσε να βάλει αμπέλια αμερικανικά, που δεν χαλούν εύκολα αλλά πρωτίστως θα έπρεπε να πάρει εκείνον τον σωρό από τις πέτρες που έστεκε ακριβώς μέσ’ την μέση του χωραφιού. Το σκέφτηκε ο Νώντας και το απεφάσισε. Έπρεπε να βρει φορτηγό και φορτωτή, το συζήτησε με την γυναίκα του, και ήταν η πρώτη φορά που καυγάδισαν με από πολλά χρόνια γάμου. Διαφωνούσε η Φιλιώ, «-Ξέρει πόσο κόπο κάναμε για να γίνει ο σωρός αυτός;». «-Μα είναι άχρηστος, είναι πέτρες» αντέτεινε αυτός αλλά άδικα. Για πρώτη φορά ακούστηκαν στο χωριό οι φωνές τους. Σχολιάζανε στο καφενείο πως έφτανε το τέλος του σώγαμπρου. Ο Νώντας θεωρούσε δεδομένο πως ό,τι και έκανε είχε την σύμφωνη γνώμη της γυναίκας του, επειδή ποτέ δεν του έφερε αντίρρηση και τώρα του κακοφαινότανε. Την αγνόησε και βρήκε φορτηγό και της το ανακοίνωσε, «-Αύριο θα έρθει το φορτηγό να πάρει τις πέτρες». Εκείνη του είπε πως «-Αν τολμήσεις και τις αγγίξεις θα φύγεις από το χωριό, μην ξεχνάς ποτέ πως είσαι σώγαμπρος»  δεν είπε τίποτα άλλο σηκώθηκε και έφυγε.
Το άλλο πρωί όταν το φορτηγό με τον φορτωτή έκαναν την εμφάνιση τους στο χωράφι αντίκρισαν ένα ανθρώπινο φράγμα έχοντας επικεφαλή την Κλειώ και την Φιλιώ με τις καραμπίνες στα χέρια. Μάταια ο Νώντας προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα. Έφυγε μαζί με το φορτηγό. Το βράδυ που γύρισε σπίτι του τον περίμεναν πάλι δυο καραμπίνες στην πόρτα, «-Δεν έχεις λόγο πια να βρίσκεσαι εδώ». Του υπέδειξαν να φύγει από το χωριό και να μην ξαναέρθει γιατί την επόμενη θα τον σκοτώνανε «-Η μια στην φυλακή και η άλλη στα παιδιά» του ξεκαθάρισαν. Έκπληκτος, απογοητευμένος, απορημένος και θυμωμένος ρώτησε «-Μα για τις πέτρες;» «-Ξέρεις με τι κόπο τις μαζέψαμε;» είπαν και οι δύο με μια φωνή.
Το διαζύγιο βγήκε ο Νώντας δεν ξαναφάνηκε στο χωριό, άρχισε να ταξιδεύει πάλι. Στο χωριό σχολιάζανε πολλές φορές, ακόμα και στο καφενείο που το δούλευε η Ζωντοχήρα Φιλιώ για να μεγαλώσει τα πέντε παιδιά της «αιτία διαζυγίου, ο σωρός από πέτρες»

Δεν υπάρχουν σχόλια: