Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

Τό πνεῦμα τοῦ Δασκάλου


ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ,
συγγραφέας
Εχε φτάσει ρα πού λοι ο μαθητές περιμένουν μέ γωνία. Στήν τάξη πικρατοσε ναβρασμός. Τά παιδιά, νυπόμονα γιά τίς καλοκαιρινές διακοπές πού θά ρχιζαν σέ λίγες μέρες, καναν νειρα. Μόνο δάσκαλος σώπαινε προβληματισμένος. πό ατά τά ξιολάτρευτα πλάσματα πού εχε πέναντί του, καί πού τά γαποσε λα, χωρίς καμιά διάκριση, θά πρεπε νά διαλέξει κενα πού ξιζαν νά προβιβαστον στήν πόμενη τάξη καί νά πορρίψει κενα πού δέν εχαν δουλέψει ρκετά στε νά εναι τώρα σέ θέση νά γευτον τούς καρπούς τν κόπων τους. θέση του, δέν ταν καθόλου εκολη. ξερε πώς ποτυχία πονοσε περισσότερο καί ν ατό θά βοηθοσε ληθινά τά παιδιά, θά τά πέρναγε λα, χωρίς καμία ξαίρεση. λλά ατό θά ταν καταστροφικό γιά τήν ζωή τους γιατί τσι δέν θά μάθαιναν ποτέ νά γωνίζονται. τσι, γιά τό δικό τους καλό, πρεπε νά φανε αστηρός παρά τή θλίψη πού το προξενοσε ατή δέα…
ναζητοσε μάταια να τρόπο νά τούς τό πε. Νά τούς δώσει νά καταλάβουν πώς ατή ναγκαία πράξη ταν σημαντική γιά τή ζωή τους καί φειλαν νά τή δον τσι, καί μάλιστα νά πάρουν πό ατή να μάθημα πού θά τούς ταν πολύ περισσότερο χρήσιμο πό τά μαθηματικά τή γεωγραφία. Σκέφτηκε πολύ σπου στό τέλος βρκε τόν τρόπο. Μετά τό τελευταο διάλειμμα τά κάλεσε στήν αθουσα καί τούς ζήτησε νά κλείσουν τά βιβλία καί νά τόν κούσουν προσεκτικά.
Τά παιδιά τόν κοίταξαν παραξενεμένα, μά εχαν μάθει νά κονε τόν καλό τους δάσκαλο καί νά κάνουν ,τι τούς ζητοσε χωρίς ντιρρήσεις. τσι καναν καί τώρα.
ταν τά βιβλία μπκαν στίς τσάντες καί γινε συχία, δάσκαλος κατέβηκε πό τήν δρα του, προχώρησε στό κέντρο τς αθουσας καί μέ φωνή πού τρεμε πό συγκίνηση τούς επε:
γαπητά μου παιδιά, χρόνος ατός φτάνει στό τέλος του. Περάσαμε πολλά μαζί, στιγμές μορφες καί στιγμές δύσκολες. γώ, σάν δάσκαλός σας προσπάθησα σο μποροσα μέ γάπη καί σεβασμό σέ σς, νά σς μάθω σα περισσότερα μποροσα πό κενα πού θά σς φανον χρήσιμα αριο. κανα κάθε τί γιά νά βάλω στήν ψυχή σας τό σπόρο τς Γνώσης, πως καναν καί ο δικοί μου δάσκαλοι πρίν πολλά χρόνια. «Τώρα, ρθε ρα νά κάνω κάτι κόμα. Μέ βμα σταθερό πλησίασε στήν δρα καί πρε ναν
καθρέφτη πού ταν κε. στερα, τόν σήκωσε ψηλά γιά νά τόν δον λοι, καί πρίν προφτάσουν νά ρωτήσουν τίποτα τά παιδιά πού τόν κοίταζαν κπληκτα, τόν φησε νά πέσει μέ δύναμη στό πάτωμα. καθρέφτης, μέ να δυνατό θόρυβο πεσε στό πάτωμα καί γινε θρύψαλα. Τά παιδιά βγαλαν να πιφώνημα πογοήτευσης καί στήν τάξη πικράτησε ναταραχή.
δάσκαλος μως δέν πέτρεψε νά συνεχιστε λλο θόρυβος.
συχία! Μήν βιάζεστε! Θά σς ξηγήσω μέσως! Παρακαλ σηκωθετε συχα – συχα, πάρτε καθένας πό να μόνο κομμάτι καί γυρίστε στίς θέσεις σας. Τά παιδιά καναν ,τι τούς επε.
Τώρα σηκστε καθένας τό κομμάτι πού πήρατε. Τά παιδιά σήκωσαν ψηλά τά κομμάτια τους. Τό κάθε κομμάτι ταν διαφορετικό πό τά λλα. να ταν μεγάλο, λλο πιό μικρό, λλο κόμα μικρότερο.
καθρέφτης, επε δάσκαλος, ταν γνώση πού σς πρόσφερα. ταν να καί μοναδικό κομμάτι μά καθώς πεφτε νάμεσά σας καθένας πό σς πρε να δικό του. λλος πρε μεγάλο, καί λλος μικρότερο. Ατό τό κομμάτι πάρτε το μαζί σας καί φυλάξτε το καλά. Θά εναι να νθύμιο πό τόν δάσκαλό σας καί να πολύτιμο μάθημα γιά τή ζωή σας. «Τά ποτελέσματα τν ξετάσεων δέν θά εναι καλά γιά λους. λλος πό σς θά προχωρήσει στήν πόμενη τάξη καί θά συνεχίσει τίς σπουδές του, λλος θά μείνει στάσιμος καί θά ναγκαστε νά παναλάβει τήν τάξη νά ναζητήσει λλο τήν τύχη του. Δέν πρέπει νά στεναχωρηθετε καλά μου παιδιά γιατί κανένας δέν πάει χαμένος. καθένας χει τά δικά του χαρίσματα καί τίς δικές του ξίες καί μέ ατές δηγό καί τόν Θεό προστάτη του νά βρε τόν δρόμο του. λλος θά σπουδάσει, λλος θά μάθει Τέχνη, λλος θά γίνει γρότης. λοι μως θά βρον τόν δρόμο τους. Καί σέ ατή τήν προσπάθεια κρατστε τά λόγια μου καί ατό τό κομμάτι το καθρέφτη καί δηγό.
Πέρασαν χρόνια καί χρόνια. Ποτέ δέν ξέχασα κείνη τή μέρα. μουν κι γώ νας πό κείνους τούς μαθητές πού ναγκάστηκαν νά γκαταλείψουν τό σχολεο καί νά βγον στή βιοπάλη. Μά τά λόγια το δασκάλου μου μειναν γιά πάντα χαραγμένα στή μνήμη μου. Κάποια φορ πού εχα πάει στό χωριό, εδα τόν δάσκαλό μου, γέροντα πιά, νά κάθεται στό καφενεο. Στήν ψυχή μου κάτι σκίρτησε. Κάθισα καί γραψα ατό τό γράμμα γιά κενον τόν σπουδαο νθρωπο καί το τό δωσα μία μέρα στήν πλατεία:
«γαπημένε μου Δάσκαλε
Πάει καιρός πό τότε πού φησα τά μαθητικά θρανία καί σως νά μή μέ θυμσαι πιά. Μά γώ ποτέ δέν σέ ξέχασα. Θυμμαι κόμη κείνη τήν παραβολή πού μς επες τήν τελευταία μέρα πού πέρασα στήν τάξη μας, τή μέρα πού σπασες τόν καθρέφτη. Πρόλαβα καί πρα να μικρό κομματάκι γιατί τά λλα τά μεγαλύτερα τά πραν ο συμμαθητές μου. μως ατό τό κομμάτι τό πρα μέ λατρεία καί τό βαλα πάνω στήν καρδιά. Τό σφιξα τόσο πολύ πού χούφτα μου σκίστηκε καί γέμισε αματα. πληγή δέν μέ τρόμαξε γιατί ξερα πώς τά σοφά σου λόγια ξεπερνοσαν κάθε πόνο. Προσπαθοσα νά καταλάβω τό νόημά τους, ατό τό νόημα πού προσπαθοσες νά περάσεις σέ μς τούς μαθητές σου.
Τό κομμάτι ατό τό χω πάντα μαζί μου. Τό κρατάω σάν φυλαχτό ερό. Πολλές φορές τό παίρνω στή χούφτα μου καί τό κοιτ καί εναι σάν νά βλέπω σένα καί μέσα πό ατό κούω τή φωνή σου καί τά σοφά σου λόγια πού μέ βοηθον  νά γίνω νθρωπος σωστός καί νά κάνω τό καλό στούς συνανθρώπους μου.  σουν τό δέντρο γιά μένα καί γώ τυχερός πού δοκίμασα τούς σπάνιους καρπούς τς ψυχς σου.
σύ μέ δήγησες! σύ μου στάθηκες! Τά λόγια σου μέ καναν νά σταθ στά πόδια μου κάθε φορ πού μέ χτύπαγαν ο μπόρες. ν γιά τόν Σαμψν δύναμη ταν στά μακριά του μαλλιά, δική μου δύναμη ταν ατό τό μικρό κομμάτι το σπασμένου καθρέφτη. Γι’ ατό καί δάσκαλέ μου τώρα πού σέ εδα ξαναένιωσα τήν νάγκη νά σο τά γράψω λα ατά καί νά σο π, στω καί μετά πό τόσα χρόνια να μεγάλο εχαριστ πού μο δειξες τόν δρόμο ατό, πού μέ στήριξες λα ατά τά χρόνια καί πού μέ βοήθησες νά γίνω ,τι γινα».
ση ρα κενος διάβαζε γώ μενα στό πλάι σιωπηλός. Παρακολουθοσα τά μάτια του πού τρεχαν ετυχισμένα δάκρυα. ταν τελείωσε κλαιγε πιά μέ λυγμούς. Σηκώθηκε, μέ γκάλιασε καί μέ φίλησε συγκινημένος. Τότε γώ, πού δέν μουν πιά μικρός μαθητής, γώ πού εχα δη τά δικά μου παιδιά κανα ατό πού ψυχή μου λεγε. σκυψα καί μέ συγκίνηση το φίλησα τό χέρι.
 (Περιοδικό, ‘Τό σχολεο καί τό σπίτι’, Μάρτ. 2004)

Δεν υπάρχουν σχόλια: