Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

ΑΝΗΘΙΚΟΤΗΤΑ


Σπυρίδωνος K. Τσιτσίγκου
 Δρ. Θεολογίας & Δρ. Ψυχολογίας
 Ανηθικότητα καλείται η έλλειψη, παρέκκλιση η παράβαση μίας συγκεκριμένης Ηθικής, δηλ. ορισμένων ηθικών αρχών· συνεκδοχικά δε, η ανηθικότητα δηλώνει την οποιαδήποτε ανήθικη πράξη.
Ο βαθμός της προσωπικής η κοινωνικής ανηθικότητας εξαρτάται από τα κριτήρια ορισμού της. Πάντως, κάθε αξιολογική κρίση για την επινόηση η εφαρμογή κάποιων ιδιωτικών η παγκόσμιων αξιών οφείλει να λαμβάνει υπόψη της πολλούς επιμέρους παράγοντες (π.χ. τον πνευματικό αγώνα και τη «στενή οδό» της αρετής, τη θεοδικία, την εκκοσμίκευση, τον Διαφωτισμό, τον Επιστημονισμό, τον Ιστορικισμό, τον Κοινωνισμό, Ανθρωπισμό η Χριστιανισμό, τον Καταναλωτισμό, την Τεχνολογία, τον Μεταμοντερνισμό, την παγκοσμιοποίηση και την πολυπολιτισμικότητα κ.λπ.), μεταξύ των οποίων κυρίως τις πολιτισμικές ιστορικά, εθνικά και κοινωνικά προσμίξεις και επιρροές, τη συγχρονικότητα και τη διαχρονικότητα….
Παρόμοια, ο Ανηθικισμός πρεσβεύει την κατάργηση των ηθικών αξιών και την αντικατάστασή τους με αντιηθικές αξίες, που θα βασίζονται πάνω σε
πραγματικές κρίσεις.
Η Φιλοσοφία διακρίνει α) μεταξύ ηθικής γυμνότητας/ελευθεριότητας και ηθικής αδιαφορίας, Αριβισμού η Μακιαβελισμού, β)μεταξύ ηθικής ευαισθησίας και ηθικής αναισθησίας, και γ) μεταξύ ηθικής ελαστικότητας και ηθικής σταθερότητας.
Η ανηθικότητα διαφέρει από τον Αηθικισμό ως προς το ότι δεν εξαρτάται πάντοτε από τη συνειδητή απόρριψη των κανόνων μίας Ηθικής, ούτε υπονοεί πλήρη κατάργησή τους. Ο ανήθικος συνήθως έχει γνώση της ασυμφωνίας που συνιστά ο βίος του έναντι του ηθικού νόμου, αλλ’ είτε δεν θέλει, είτε δεν μπορεί να εναρμονίσει τη συμπεριφορά του με το ηθικά αυτό δέον.
Ακόμα και στην κατάσταση της ηθικής πώρωσης το άτομο διαθέτει μεν μέγιστη βουλητική άμβλυνση, αλλ’ όχι και έναν πλήρη διανοητικό σκοτασμο. Η αλήθεια αυτή, με την οποία συμφωνούν η χριστιανική Θεολογία, η επιστήμη της Ψυχολογίας, αλλά και η ιστορική και καθημερινή εμπειρία, πιστοποιείται, εκτός όλων των άλλων ενδείξεων, από το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν διαπράττουν μία ανήθικη πράξη, επιδιώκουν ―ασυνείδητα ορμώμενοι από απωθημένα και θραυσμένα στοιχειώδη κατάλοιπα είτε της ηθικής τους συνείδησης, είτε της θρησκευτικότητας τους― την απαγόρευση του οποιουδήποτε κοινωνικού στιγματισμού τους και, κατά συνέπεια, την αποενοχοποίησή της, αιτιολογώντας τη λογικά, ηθικά, ψυχολογικά, κοινωνικά, αισθητικά, πολιτικά, οικονομικά κ.ο.κ. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, που ερμηνεύονται από την Ψυχολογία της Θρησκείας, η ανηθικότητα συνοδεύεται από έντονο θρησκευτικό συναισθηματισμό.
Κατά τη χριστιανική Ηθική, η ανηθικότητα ταυτίζεται με την αμαρτία, η οποία έχει ποικίλες μορφές και επισύρει την οργή του Θεού. Βασικά, τα αμαρτήματα ως πάθη, που υποδουλώνουν τον άνθρωπο, διακρίνονται σε ψυχικά και σαρκικά.
Βέβαια, η «αμαρτία» άλλη έννοια είχε στον παλαιοδιαθηκικό Ιουδαϊσμό, άλλη κατά την Ελληνορωμαϊκή εποχή και άλλη στον Χριστιανισμό. Στον παγανιστικό κόσμο, πέρα από τα φιλοσοφικά ιδεώδη του Ευδαιμονισμού, Ηδονισμού κ.λπ., κάποιες πράξεις είχαν περιβληθεί τον μανδύα του Θειου, παρά το ότι ορισμένοι Έλληνες φιλόσοφοι και νομοθέτες (Σωκράτης, Πλάτων, Λυκούργος, Πλούταρχος, Επίκτητος, Κυνικοί, Στωικοί κ.α.) της εποχής, όπως και ολόκληρες πόλεις-κράτη, τις στηλίτευαν. Αντίθετα, η χριστιανική Εκκλησία, ήδη από τους πρώτους αιώνες, έδινε και δίνει προτεραιότητα στην εκούσια αγαθότητα, ηθική άσκηση, λιτότητα, εγκράτεια, ολιγάρκεια, καθαρότητα και αγνότητα των μελών της, για να ξεχωρίζει έτσι στην ορθοπραξία από τις ανάλογες συμπεριφορές των πιστών των διαφόρων φυσικών θρησκειών: «Ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη Βασιλεία των Ουρανών». Εντούτοις, η χριστιανική έννοια της αγιότητας δεν εξαντλείται μόνο στο βιοηθικό μέρος.
Εξάλλου, η ανήθικη διαγωγή, ορθοδόξως χριστιανικά, δεν νοείται ψυχαναγκαστικά η δικανικά ως αθέτηση η παράβαση μίας εντολής, ενός νόμου η ενός άρθρου κάποιου ηθικού κώδικα αλλ’ ως πνευματική ασθένεια, που θα βλάψει τον ίδιο, τον κοινωνικό του περίγυρο και το φυσικό του περιβάλλον· και αυτό, γιατί, κατά τη χριστιανική Αποκάλυψη, ο άνθρωπος δεν «σώζεται» τηρώντας από μόνος του κάποιες αρετές, αλλ’ «εκκλησιαστικά» χάρη στον Σταυρό και την Ανάσταση του σαρκωμένου Θεού, ανατρέποντας έτσι κάθε συμβατική Αξιολογία του ειδωλοποιημένου κτιστού. Πράγματι, όταν ένα κτιστό μέγεθος απολυτοποιηθεί μέσα μας, τότε λαμβάνει χώρα μία αντιστροφή της ιεράρχησης των αξιών, η οποία χαλάει την ισορροπία και υπερβαίνει το μέτρο, δηλ., με άλλα λόγια, εμπίπτουμε στην πλεονεξία, που, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, αποτελεί την κύρια αιτία αποποίησης του χριστιανικού ήθους.
Από την άλλη μεριά, η Ορθόδοξη Χριστιανική Παράδοση δεν γνωρίζει κα-νένα «σύστημα» Ηθικής και κανένα ηθικό συνταγολόγιο, αλλ’ ένα «κατά Χριστόν» ολικό ήθος, το οποίο δεν προσδιορίζεται ενδοκοσμικά, αλλά μόνο, βιούμενο, «αναφέρει» το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο στο Θείο του Αρχέτυπο (τον Θ. Λόγο).



Δεν υπάρχουν σχόλια: