(18ος αιών, Κυριακοδρόμιον Νικηφόρου Θεοτόκη, έκδοσις Ζ', τομ. Α' σελ. 260 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 209 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
Ο κατά του Πέτρου έλεγχος, τον οποίον ηκούσαμε
σήμερα στο Ιερόν Ευαγγέλιον, μας δίδει αφορμή να ερευνήσωμε με ακρίβεια τα περί
της ολιγοπιστίας, η οποία ψυχραίνει τον πόθο της αρετής, και κατακρημνίζει
εύκολα στα βάραθρα της αμαρτίας.
Ο ολιγόπιστος διαφέρει από τον πιστό και από τον
άπιστο, όπως το χλιαρό νερό από το θερμό και το ψυχρό. Το χλιαρό νερό έχει πυρ
συσσωρευμένο μέσα του, αλλά λίγο, το θερμό έχει πολύ, το ψυχρό καθόλου. Ο
ολιγόπιστος έχει πίστη, όμως ολίγη, ο πιστός πολλή, ο άπιστος καθόλου. Το
χλιαρό νερό έχει δύναμη, όμως ολίγη, το θερμό έχει πολλή, το ψυχρό καθόλου. Ο
ολιγόπιστος έχει ζήλον, όμως πολύ ολίγον, ο πιστός έχει πολύν, ο άπιστος
καθόλου. Γι’ αυτό ο άπιστος, επειδή καθόλου δεν πιστεύει στον Θεό, χωρίς καμία
συστολή περιφρονεί τις εντολές Του. Επειδή δεν έχει κανένα ζήλο, δεν λαμβάνει
καμία φροντίδα για την κατόρθωση της αρετής, ο δε πιστός, επειδή και θερμώς
πιστεύει και πολύν ζήλον έχει, δύσκολα παραβαίνει τις εντολές του Θεού, δύσκολα
αμελεί της αρετής τα έργα. Ενώ ο ολιγόπιστος, επειδή διστάζει στα λόγια του
Θεού και έχει ολίγον ζήλον, εύκολα περιφρονεί τους θείους νόμους, εύκολα
απογυμνώνεται από το επουράνιον ένδυμα της αρετής. Αυτό μας διδάσκει ο λόγος,
αυτό μας δεικνύουν τα πράγματα.
Η πίστις κηρύττει ότι ο Θεός, ως άπειρος, είναι
πάντοτε πανταχού παρών και πληροί τα πάντα: «εάν αναβώ εις τον ουρανόν, Συ εκεί
εί. Εάν καταβώ εις τον άδην, πάρει. Εάν αναλάβομαι τας πτέρυγάς μου κατ’ όρθρον
και κατασκηνώσω εις τα έσχατα
της θαλάσσης, και γαρ εκεί η χειρ σου οδηγήσει με, και καθέξει με η δεξιά σου». Ουδείς τόπος κατ’ ουδένα καιρόν, ούτε καν εν ριπή οφθαλμού, μένει στερημένος της παρουσίας του Θεού. Ο πιστός, ο οποίος το πιστεύει αυτό αδιστάκτως, βλέπει με τα όμματα της πίστεως τον Δεσπότην Σαβαώθ ιστάμενον πάντοτε ενώπιόν του. Όθεν είναι πολύ δύσκολο να τολμήσει εμπρός στο πρόσωπο του Θεού να πράξει την αμαρτία. Ποίος, ευρισκόμενος ενώπιον επιγείου βασιλέως, πράττει, δεν λέγω καν αμαρτίαν, αλλά και μικροτάτην ακόμα αταξίαν; Ουδείς. Ο Προφήτης Δαυίδ, ο οποίος είχε τη θερμότητα της πίστεως, έλεγε: «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ίνα μη σαλευθώ». Για τον ίδιον λόγο, ο Πατριάρχης Ιωσήφ απέφυγε τη μοιχεία και εφύλαξε τη σωφροσύνη. Η ασελγής αιγυπτία τον επίεζε: «Κοιμήθητι μετ’ εμού» του έλεγε. Ο δε Ιωσήφ, πιστεύοντας αδιστάκτως ότι ο Θεός είναι ενώπιόν του, αντέκρουσε την πίεση λέγοντας: «Και πώς ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο, και αμαρτήσομαι ενώπιον του Θεού;».
της θαλάσσης, και γαρ εκεί η χειρ σου οδηγήσει με, και καθέξει με η δεξιά σου». Ουδείς τόπος κατ’ ουδένα καιρόν, ούτε καν εν ριπή οφθαλμού, μένει στερημένος της παρουσίας του Θεού. Ο πιστός, ο οποίος το πιστεύει αυτό αδιστάκτως, βλέπει με τα όμματα της πίστεως τον Δεσπότην Σαβαώθ ιστάμενον πάντοτε ενώπιόν του. Όθεν είναι πολύ δύσκολο να τολμήσει εμπρός στο πρόσωπο του Θεού να πράξει την αμαρτία. Ποίος, ευρισκόμενος ενώπιον επιγείου βασιλέως, πράττει, δεν λέγω καν αμαρτίαν, αλλά και μικροτάτην ακόμα αταξίαν; Ουδείς. Ο Προφήτης Δαυίδ, ο οποίος είχε τη θερμότητα της πίστεως, έλεγε: «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ίνα μη σαλευθώ». Για τον ίδιον λόγο, ο Πατριάρχης Ιωσήφ απέφυγε τη μοιχεία και εφύλαξε τη σωφροσύνη. Η ασελγής αιγυπτία τον επίεζε: «Κοιμήθητι μετ’ εμού» του έλεγε. Ο δε Ιωσήφ, πιστεύοντας αδιστάκτως ότι ο Θεός είναι ενώπιόν του, αντέκρουσε την πίεση λέγοντας: «Και πώς ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο, και αμαρτήσομαι ενώπιον του Θεού;».
Ο ολιγόπιστος, επειδή με τους σωματικούς μεν
οφθαλμούς δεν βλέπει ότι παρίσταται ο Θεός ενώπιόν του, οι δε οφθαλμοί της
ψυχής του μυωπάζουν και σχεδόν είναι κλεισμένοι εξ αιτίας της ολιγοπιστίας του,
γι’ αυτό εύκολα κλονίζεται και σαλεύεται από τον άνεμο των παθών, εύκολα τον
καταποντίζουν τα κύματα της αμαρτίας. Τί συλλογίζεσθε για τον Ιούδα τον Ισκαριώτη;
Αραγε αυτός δεν επίστευε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός τού Θεού; Και βέβαια
επίστευε. Διότι, εάν δεν επίστευε, δεν θα τον ακολουθούσε, ούτε θα εγίνετο
μαθητής του. Επίστευε, αλλά λίγο. Επίστευε, αλλά εδίσταζε. Γι’ αυτό την ολίγη
πίστη του την έσβησε το πάθος της φιλαργυρίας, και έτσι από μαθητής έγινε
προδότης. Είχε η Εύα πίστη στον Θεό. Αλλά η πίστη της ήταν ολίγη και χλιαρή. Ο
Θεός είπε σ’ αυτήν και στον Αδάμ: «Η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού,
αποθανείσθε». Ο όφις της είπε το αντίθετο, δηλαδή, το «ου θανάτω αποθανείσθε,
αλλά έσεσθε ως θεοί». Αυτή επίστευσε περισσότερο στα λόγια του όφεως, παρά στα
λόγια του Θεού. Κι έτσι η ολιγοπιστία την κατακρήμνισε στην αμαρτία της
παρακοής, την απογύμνωσε από τη Θεία Χάρη, και την εξώρισε σ’ αυτή την αθλία
γη.
Κατεφρονήθη παντελώς η εργασία της αρετής, ελύθη
της αμαρτίας ο χαλινός, καθένας από εμάς χωρίς καμία συστολή και φόβο αμαρτάνει
κάθε είδος αμαρτίας. «Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών αγαθόν,
ουκ έστιν έως ενός». Πού οφείλεται αυτό; Στην ολιγοπιστία. Πώς, λέγετε, είμεθα
εμείς ολιγόπιστοι; Εμείς καθημερινώς αναγινώσκουμε και κηρύττουμε το Σύμβολον
της Πίστεως. Εμείς καθημερινώς κραυγάζουμε μεγαλοφώνως «Πιστεύω εις έναν Θεόν,
Πατέρα, Παντοκράτορα, Ποιητήν ουρανού και γης», και τα υπόλοιπα όσα περιέχει το
«Πιστεύω». Είμεθα λοιπόν ολιγόπιστοι; Τα έργα, αδελφοί, και όχι τα λόγια είναι
η απόδειξη της πίστεως, καθώς θεοπνεύστως εδίδαξεν ο αδελφός του Κυρίου, ο
Ιάκωβος. «Δείξον μοι», λέγει, «την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι
εκ των έργων μου την πίστιν μου».
Ποίαν όμως πίστη δεικνύουν τα έργα μας; Αυτά
δεικνύουν φανερά ότι είμεθα υπερβολικά ολιγόπιστοι. Όχι τα λόγια, αλλά τα
πράγματα κηρύττουν ότι έχουμε πολύ ολίγη πίστη στον Θεό.
Ο Θεός προστάσσει να αγαπούμε τους εχθρούς μας:
«εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Ο Θεός προστάσσει, λέγοντας:
«ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, και
προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς». Υπόσχεται δε σε
όποιους αγαπούν τους εχθρούς των και τους ευεργετούν, μεγάλες ανταμοιβές: «και
έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί του Υψίστου». Εκτός αυτού, μας
αναγγέλλει ότι Αυτός φροντίζει για την εκδίκηση εκείνων που μας αδικούν, αυτός
υπόσχεται να τους ανταποδώσει την πρέπουσα τιμωρία. «Εμοί εκδίκησις, εγώ
ανταποδώσω, λέγει Κύριος». Ο κόσμος συμβουλεύει το αντίθετο. Κατάτρεχε, λέγει,
και βλάπτε, όσον ημπορείς τον εχθρόν σου, διότι εάν τον συγχωρήσεις χωρίς την
πρέπουσα εκδίκηση, χάνεις την αξιοπρέπειά σου, όλοι σε καταφρονούν, σου
επιτίθενται και σε βλάπτουν με κάθε τρόπο. Και εμείς πειθόμεθα περισσότερο στις
συμβουλές του κόσμου παρά στα προστάγματα του Θεού, πιστεύουμε περισσότερο στα
λόγια του κόσμου παρά στις υποσχέσεις του Θεού΄ όθεν μισούμε τους εχθρούς μας
και τους εχθρευόμεθα έως θανάτου. Και για να τους εκδικηθούμε, χρησιμοποιούμε
ύβρεις, επιβουλές, συκοφαντίες, καταδρομές, προδοσίες, πληγές, φόνους, κακά
μέγιστα και αμαρτήματα φοβερότατα.
Είναι αυτά έργα πίστεως; Όχι, αυτά είναι έργα
ολιγοπιστίας, για να μην ειπώ απιστίας. Βλέπε τι έπρατταν οι άγιοι Απόστολοι,
οι οποίοι είχαν θερμή την πίστη στον Χριστόν. Αυτοί, «υβριζόμενοι, ευλογούσαν.
Διωκόμενοι υπέμεναν, βλασφημούμενοι παρεκάλουν» τους εχθρούς των να μετανοούν.
Βλέπε από τα έργα τι πίστη είχεν ο Πρωτομάρτυς Στέφανος. Αυτός, λιθοβολούμενος,
έκλινε τα γόνατα και προσηυχήθη υπέρ εκείνων που τον λιθοβολούσαν, λέγοντας:
«Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην. Και τούτο ειπών, εκοιμήθη».
Ο Θεός προστάσσει, λέγοντας, «πλην τα ενόντα (τα
υπάρχοντα δηλαδή) δότε
ελεημοσύνην». Θρέψε, λέγει, αυτόν που πεινά,
πότισε αυτόν που διψά, ένδυσε τον γυμνόν, υποδέξου τον ξένον, επισκέφου τον
ασθενή, επιμελήσου τον φυλακισμένο». Ο πτωχός, λέγει, είναι αδελφός μου, ο
πτωχός με αντιπροσωπεύει, ό,τι κάμεις στον πτωχό, σ’ εμέ το κάμεις: «αμήν λέγω
υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί
εποιήσατε». Υπόσχεται στους ελεήμονες αμοιβές εκατονταπλάσιες στον κόσμον αυτό,
και βασιλείαν αιωνία στη μέλλουσα ζωή. «Εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν
αιώνιον κληρονομήσει». Τα πιστεύεις αυτά;
- Ναι, λέγεις, πιστεύω και ομολογώ.
- Καλώς. Αλλά έπειτα παρουσιάζεται ενώπιόν σου ο
πεινασμένος, ο διψασμένος, ο γυμνός, ο ξένος, ο ασθενής, και συ όχι μόνον
αποστρέφεις το πρόσωπο σου από αυτόν, αλλά μερικές φορές τον περιφρονείς και
τον ελέγχεις. Αυτά είναι τα έργα της πίστεώς σου; Αυτή είναι η πίστις σου; Αυτή
δεν είναι πίστις, αλλά ολιγοπιστία. Ο πεπλανημένος λογισμός της φιλαργυρίας σου
λέγει: μη δώσεις, για να μη γίνεις και συ πτωχός όπως εκείνος. Ο αψευδής Θεός
σου λέγει: εάν δώσεις ένα, λαμβάνεις εκατό. Και συ πιστεύεις περισσότερο στην
πλάνη του νοός σου παρά στον Παντοκράτορα Θεό.
Εάν είχε η καρδία μου πίστη θερμή, όσο θερμός
είναι ο κόκκος του σινάπεως, θα φοβόμουν την ημέρα της κρίσεως και την κόλαση
που περιμένει αυτούς που αμαρτάνουν, και έτσι θα συνέστελλα τα χέρια μου από
την αρπαγή και την αδικία, θα έφευγα μακριά από την ξένη κλίνη, θα εδάμαζα τα
πάθη της σαρκός μου, θα απέστρεφα τους οφθαλμούς μου από κάθε αμαρτία. Εάν είχε
η καρδία μου πίστη θερμή, όσο θερμή ήταν η πίστις των Αγίων, θα άπλωνα τα χέρια
μου σε ευεργεσίες πτωχών, θα ηγόραζα τον άγιο χιτώνα της σωφροσύνης, θα
απέφευγα τη ματαιότητα του κόσμου, θα εφύλαττα τις εντολές του Θεού, και θα
έτρεχα αόκνως τον δρόμο της αρετής.
Αλλά προς αυτό αποκρίνονται κάποιοι και λέγουν: Ο
Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είπε: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Εμείς
επιστεύσαμε και βαπτισθήκαμε, άρα είμεθα σωσμένοι. Ναι, αληθώς. Αλλά γιατί ο
ίδιος, ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήλεγξε τον Πέτρον ως ολιγόπιστον; «Ολιγόπιστε»,
είπε, «εις τι εδίστασας;». Τον ήλεγξε για να μάθωμε ότι άλλο πίστις και άλλο
ολιγοπιστία. Πίστιν ονόμασεν ο Κύριος την πίστιν την τελείαν, την μεγάλην, την
θερμήν, και η πίστις αυτή ποτέ δεν είναι χωρισμένη από τα καλά έργα. Γι’ αυτό
και ο αδελφός του Κυρίου, ο Ιάκωβος, έλεγε: «Δείξον μοι την πίστιν σου εκ των
έργων σου, καγώ δείξω σοι εκ των έργων μου την πίστιν μου». Αυτή είναι η
σωτηριώδης πίστις, για την οποίαν ο Σωτήρ είπεν: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς
σωθήσεται». Η ολιγοπιστία είναι πίστις νεκρά και πολλές φορές ξένη και εντελώς
γυμνή από τα καλά έργα. Είναι αυτή για την οποίαν ο ίδιος Ιάκωβος είπε: «Η
πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστί».
Εμείς θαυμάζουμε και απορούμε που δεν βλέπουμε
σήμερα το πλήθος των θαυμάτων, τα οποία υπεσχέθη ο Κύριος σε όσους πιστεύουν.
«Σημεία» είπε «τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει. Εν τω ονόματί μου δαιμόνια
εκβαλούσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς, όφεις αρούσι. Καν θανάσιμόν τι πίωσιν,
ου μη αυτούς βλάψει. Επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι, και καλώς έξουσιν».
Ευκολότατα όμως λύεται το θάμβος και η απορία. Διότι ο Κύριος είπεν ότι αυτά τα
σημεία θα επακολουθήσουν «τοις πιστεύουσι», όχι «τοις ολιγοπίστοις» . Όταν οι
θερμοί στην πίστη ήσαν πολλοί, την εποχή δηλαδή των Αποστόλων και στους μετά
ταύτα αιώνες, τότε εγίνοντο καθημερινώς αμέτρητα θαύματα. Σήμερα πολύ ολίγοι
είναι αυτοί που έχουν τη θερμή και φλογερή πίστη. Όλοι σχεδόν είναι
ολιγόπιστοι. Εάν όμως και σήμερα έχει κάποιος πίστη θερμή σαν τον κόκκο του
σινάπεως, «ερεί τω όρει τούτω. Μετάβηθι εντεύθεν εκεί», και μεταβήσεται. Έπαυσε
λοιπόν το πλήθος των θαυμάτων, επειδή έσβησεν η θερμότης της πίστεως. «Διατί»,
είπαν στον Κύριον οι Απόστολοι, «ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν το δαιμόνιον;»
«Δια την απιστίαν υμών», τους απεκρίθη ο Κύριος, δηλαδή, «δια την ολιγοπιστίαν
υμών». Διότι δεν ήσαν άπιστοι οι Απόστολοι, αλλά ατελείς ακόμη στην πίστη.
Βλέπετε, λοιπόν, αδελφοί, ότι η ολιγοπιστία είναι
η ρίζα όλων των κακών, η δε πίστις είναι η ρίζα κάθε αρετής και αγαθοεργίας;
Αλλά άραγε ημπορεί ο άνθρωπος να θερμάνει την ψυχράν του πίστη; Ναι, ημπορεί,
εάν θέλει. Η πίστις οδηγεί στην αρετή, και η αρετή θερμαίνει την πίστη. Γίνε
λοιπόν πράος, ταπεινός, φιλοδίκαιος, εύσπλαχνος, σώφρων, μακρόθυμος, «φρόνιμος
ως ο όφις, ακέραιος ως η περιστερά», «οικτίρμων ως ο πατήρ σου ο επουράνιος».
Αυτά ανάπτουν στην καρδιά του ανθρώπου εκείνο το πυρ, την πίστη δηλαδή, την
οποίαν ήλθε να βάλει ο Ιησούς στη γη, δηλαδή στην καρδία όσων θα πιστεύσουν σ’
Αυτόν.
Κύριε Ιησού Χριστέ, μονογενή Λόγε του Θεού, Συ
είσαι και της πίστεως χορηγός, και της αρετής δοτήρ. Εγώ πιστεύω και ομολογώ
ότι Συ είσαι αληθώς ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο οποίος ήλθες εις
τον κόσμον για να σώσεις τους αμαρτωλούς, ων πρώτος είμαι εγώ, αλλά η πίστις
μου είναι ολίγη και ψυχρά, δεν είναι τόσο θερμή όσον είναι αναγκαίο για τη
σωτηρία μου. Προς Σε, λοιπόν, πανοικτίρμων, κλίνω τα γόνατά μου και με δάκρυα,
όπως ο πατέρας του παιδιού που είχε το πνεύμα το άλαλον, κράζω και βοώ
«πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία».
(18ος αιών, Κυριακοδρόμιον Νικηφόρου Θεοτόκη,
έκδοσις Ζ', τομ. Α' σελ. 260 - Από το βιβλίο "Πατερικόν
Κυριακοδρόμιον", σελίς 209 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης
Δημουλάς)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου