Το ξύδι και γλυκάδι που το λέμε, πάλι ξινό είναι. Έτσι και ο πολιτισμένος άνθρωπος σήμερα, δημιούργησε τους «οίκους ευγηρίας», στην ουσία όμως είναι και λέγονται γεροκομεία. Μια ανθρώπινη ανάγκη, για περίθαλψη εκείνων των ηλικιωμένων που ο πόλεμος τους στέρησε την οικογένεια, κατέληξε να είναι ο κανόνας και προορισμός των περισσοτέρων στον πολιτισμένο κόσμο.
Λογικό φαίνεται σε τόπους που επικρατούν πόλεμοι και ακαταστασίες να υπάρχουν εγκαταλειμμένοι συνάνθρωποι μας που χρειάζονται περίθαλψη. Όσο λογικός φαίνεται να είναι και ο πόλεμος. Στην πατρίδα μας, να δοξάζουμε τον Θεό, παρά τις προκλήσεις, ζούμε ειρηνικά πολλά χρόνια τώρα.
Ειρηνικά και πολιτισμένα, και αυτό το πολιτισμένα το παρεξηγήσαμε. Διαλύσαμε το κύτταρο της κοινωνίας, την οικογένεια.
Αυτό που αλλού το κάμει ο πόλεμος, εμείς το κάνουμε μόνοι μας και καμαρώνουμε γι αυτό.
Η υπογεννητικότητα ο μεγάλος εχθρός, πιο δύσκολος από τα πλέον επιμελημένα ναρκοπέδια. Η φροντίδα να εφοδιαστούν με χαρτιά και διπλώματα τα παιδιά μας, για να έχουν πλούσιο βιογραφικό, μας οδηγεί σε ατέλειωτες ώρες εργασίας. Το αποτέλεσμα, αυτά τα παιδιά να μην βλέπουν γονείς, σαν τα ορφανά, οι γονείς να τρώνε μονάχοι, πολλές φορές και χώρια.
Μια τέτοια κοινωνία που επικρατεί το άγχος και η ανασφάλεια, σε τι διαφέρει από την κοινωνία που πολεμά; Θα έλεγε κανείς πως εκεί, υπάρχουν οι νάρκες, οι οβίδες και τα βλήματα, που δεν ξέρεις πότε και που θα σε βρουν. Εδώ υπάρχουν τα αυτοκίνητα, τα μηχανάκια, τα ναρκωτικά και άλλα επικίνδυνα ναρκοπέδια που πάμε να βρούμε τον θάνατο τρέχοντας και ευχαριστημένοι.
Σε αυτήν την κοινωνία του παραλογισμού χάθηκε η αγάπη, η άδολη και ειλικρινής αγάπη. Είναι παράλογο η νέα μητέρα, να τρέχει στην δουλειά, να κερδίσει τόσα χρήματα, όσα φτάνουν για την παιδοκομία και την δόση του αυτοκινήτου που χρειάζεται για να πηγαίνει στην δουλειά. Αν έμενε στο σπίτι και δίπλα στο παιδί, δεν θα χρειάζονταν ούτε το ένα ούτε το άλλο, αντιθέτως θα ενεργοποιούνταν το μητρικό φίλτρο, και θα καλλιεργούσε τον φυσικό σύνδεσμο της αγάπης.
Αποξενωμένοι μεταξύ μας, κατοικούμε στο ίδιο σπίτι, είμαστε όμως οικογένεια; Και τα χρόνια περνάνε, χωρίς να το καταλάβουμε. Κάποτε φαίνεται η έλλειψη του δεσμού μεταξύ των μελών της, όμως τότε είναι αργά.
Σε μια τέτοια οικογένεια, σε μια τέτοια κοινωνία, έχουν θέση οι γέροι; Ναι! Όσο είναι χρήσιμοι, τους θέλουμε να φυλάνε τα παιδιά, να τα πηγαίνουν στο φροντιστήριο, να μαγειρεύουν να συντηρούν το σπίτι, να στέκονται στην ουρά για να πληρώσουν τους λογαριασμούς και για πολλές άλλες δευτερεύουσες δουλειές. Έτσι κερδίζουμε χρόνο.
Όταν αρχίσουν οι αρρώστιες, φυσικό επακόλουθο της ηλικίας, τότε αρχίζει και το πρόβλημα. Με την θεαματική άνοδο του μέσου όρου ζωής σήμερα, όταν αρχίζουν αυτές οι καταστάσεις είμαστε ήδη εμείς γέροι. Είμαστε εμείς αυτοί που πρέπει να κάνουμε όσα κάνανε εκείνοι και δεν το αντέχουμε. Η πιο εύκολη δικαιολογία (τόσα χρόνια δουλειάς, τώρα με την σύνταξη μου θα ζήσω την ζωή μου). Μαζί με τα υπόλοιπα έχω και τους γέρους, είναι το μόνιμο παράπονο στα χείλη.
Η αλήθεια κρύβεται πίσω από την έλλειψη της αγάπης. Η παλαιά οικογένεια με τα πολλά παιδιά, φρόντιζε να μοιράζεται η διακονία αυτή ανάλογα. Σήμερα η λύση είναι ο οίκος ευγηρίας. Με την δικαιολογία πως υπάρχουν γιατροί και νοσοκόμοι, εκεί μέσα, αποποιούμαστε το καθήκον προς τους γονείς μας. Τους παραδίδουμε στους επαγγελματίες του είδους. Στην αρχή κάθε εβδομάδα τους επισκεπτόμαστε, μετά κάθε μήνα και αργότερα περιμένουμε, να μας ειδοποιήσουν για την κηδεία.
Εμείς όμως δεν θα θέλουμε να μας πάνε ποτέ στον οίκο της ευγηρίας. Θα πεθάνουμε στα πόδια μας. Αλλοίμονο μας.
Σαν επίμετρο, αναλογίζομαι, μήπως τελικά τα γεροκομεία δεν είναι παρά μια άλλη όψη των βρεφονηπιακών σταθμών; Και εκεί δεν δίνουμε τους δικούς ανθρώπους σε ειδικούς, τάχα, γιατί δεν προλαβαίνουμε; Αν αγαπούσαμε τα παιδιά μας πραγματικά, όσο ισχυριζόμαστε θα τα δίναμε σε ξένες αγκαλιές; Μήπως αυτό που κάνομε στα παιδιά μας, έρχεται η στιγμή της ανταπόδοσης, με το εγκλεισμό μας στο γεροκομείο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου