Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Ο δυνατός

Μια φιλία από εκείνες που δημιουργεί η κοινή υπηρεσία στον στρατό, έδεσε τα δύο παλικαράκια, που εκλήθησαν μαζί να κάνουν θητεία. Ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά διέθεταν, παρά ταύτα υπηρέτησαν μαζί από το κέντρο νεοσυλλέκτων μέχρι την απόλυση τους, τριάντα μήνες εκ των οποίων τους εννέα μοιραζόντουσαν το ίδιο αντίσκηνο, ήταν η εποχή της επιστράτευσης.
Ο Θανάσης, νησιώτης, ζωηρός έξυπνος και εφευρετικός, παίνευε συνέχεια το νησί του στον Μιχάλη, ο οποίος ήταν Αθηναίος, από την Καισαριανή και αριστερών κοινωνικών φρονημάτων, όπως τους χαρακτήρισαν τους κουμουνιστές τότε, με προϊστορία σε κρατητήρια και φυλακές, αλλά και αμετανόητος.
Ατέλειωτες οι συζητήσεις που κάνανε, αφορούσαν την ύπαρξη ή μη του Θεού, και ο Θανάσης καμάρωνε που στο νησί του υπήρχαν 36 μοναστήρια και 700 εκκλησίες, για να τσιγκλάει τον Μιχάλη που δεν ήθελε να ακούει τέτοιες κουβέντες.
Ήρθε η απόλυση και χωριστήκαν, αλλάξανε διευθύνσεις, για να ανταμώσουν όποτε μπορέσουν, αλλά πριν περάσει ένας χρόνος ξεχαστήκαν.
Ο Θανάσης ήταν μοναχοπαίδι, ήρθε αμέσως στο νησί του, βρήκε την κοπελιά του, την Ερατώ, την ζήτησε από τον πατέρα της, που είχε άλλες πέντε θυγατέρες, και με την ευχή του παντρευτήκανε πριν κλείσει ο χρόνος. Όταν η Ερατώ προσελήφθη από την Εθνική, μετακόμισαν στην Αθήνα, και εκεί κατέθεσε χαρτιά να προσληφτεί και αυτός. Δυναμικός ο Θανάσης δεν καθόταν λεπτό, το κυνήγι του μεροκάματου, δεν τον τρόμαζε. Έτσι ανακάλυψε στα επαγγέλματα που άλλαζε πως είχε ταλέντο στα σουβλάκια, ψήσιμο και σερβίρισμα, και με το χαμόγελο που ποτέ δεν έλειπε από τα χείλη του, έγινε απαραίτητος στ’ αφεντικό του.
Όταν ήρθε ο διορισμός στην τράπεζα, δεν σκέφτηκε στιγμή να σταματήσει τα σουβλάκια. Ο μισθός της τράπεζας ήταν 3500 δραχμές, και το μεροκάματο στα σουβλάκια 600, τεράστια η διαφορά, αλλά διορατικός έβλεπε πως τα σουβλάκια δεν θα ήταν για πάντα. Με οικονομία ζούσε το ζευγάρι που στο μεταξύ είχε αποκτήσει τρία αγόρια, στέλνοντας χρήματα και αγοράζοντας κτήματα στο νησί. Το όνειρο κα των δύο ήταν να γυρίσουν πίσω, η Αθήνα δεν τους άρεσε. Μαθημένοι να βλέπουν από όποιο σημείο του νησιού θάλασσα, πνιγόντουσαν στην πολύβουη πολιτεία.
Τα σουβλάκια με την πάροδο του χρόνου παραχωρούσαν την θέση του στα Τοστ, και τα Χάμπουργκερ, οι πιτσαρίες πλήθαιναν, και ο Θανάσης σκέφτηκε πως ήταν ώρα να γυρίσουν στο νησί. Αποδοτικοί και οι δύο ως υπάλληλοι, δεν βρήκαν δυσκολίες και αντιρρήσεις από τους αρμοδίους της τράπεζας όταν ζήτησαν να μετατεθούν στο νησί τους, όπου η Εθνική είχε τρία υποκαταστήματα. Και μετατέθηκαν.
Ο ρυθμός της ζωής τους, δεν άλλαξε καθόλου. Τώρα ήταν τα κτήματα που τους απορροφούσαν το όποιο ελεύθερο χρόνο διέθεταν. Πουλάγανε κρασί, και λάδι και αποταμίευαν χρήματα, φτιάξανε σπίτι και εξοχικό, τα αγόρια τους ευτυχισμένα και χαρούμενα μεγάλωναν συναγωνίζονταν τους γονείς τους στην εργατικότητα. Ήταν μια υγιής οικογένεια, από αυτές που σπάνια υπάρχουν στην εποχή μας, φρόντιζαν τους παππούδες που ανήμποροι για εργασία και η σύνταξη τους λιγοστή, και είχαν παντού τις καλλίτερες κριτικές.
Στην τράπεζα ο Θανάσης εργαζότανε στο ταμείο, ενώ η Ερατώ ασχολιόταν με την διεκπεραίωση των δανείων.
Κάποιο πρωί από τα πολλά στο ταμείο του Θανάση, στάθηκε για συναλλαγή, ένας καλόγερος. Είδε το επώνυμο στο χαρτί ο Θανάσης, αλλά το όνομα Ιλαρίων τον μπέρδεψε. Σήκωσε το κεφάλι του να δει καλλίτερα, και ο καλόγερος του είπε, «ναι Θανάση εγώ είμαι, όσο και αν σου φαίνεται περίεργο»,
-Μιχάλη που βρίσκεσαι;
-Όπως βλέπεις στο νησί σου, εξυπηρέτησε με όμως διότι οι άνθρωποι στην ουρά περιμένουν,
-ναι στο νησί μα πού;
-σε κάποιο από τα πολλά μοναστήρια, αν ψάξεις θα με βρεις.
Τον εξυπηρέτησε, και ο Ιλαρίων έφυγε χωρίς να χρονοτριβεί. Διέθετε ένα παλιό αυτοκίνητο μπήκε μέσα και γύρισε στο ησυχαστήριο του. Ένα μικρό παλιό μοναστήρι στην δυτική μεριά του νησιού, αρκετά απομονωμένο, σε ένα βράχο χτισμένο, από κάτω φαινότανε η θάλασσα να χτυπά τα βράχια αδιάκοπα, και να παίζει εκείνη την μονότονη μουσική, που μόνο οι μοναχικοί άνθρωποι καταλαβαίνουν τις νότες της. Ο δρόμος βατός μεν, αλλά και σε πολλά σημεία επικίνδυνος, τόσο, όσο, για να γκρεμοτσακιστεί στα βράχια ο απρόσεκτος οδηγός.
Σε αυτό το μοναστήρι είχε αράξει ο Μιχάλης, ο μετονομασθείς Ιλαρίων, αφού γρήγορα σιχάθηκε τα κομματικά και άλλα πολιτικά παιχνίδια, που τον θέλανε πάντα υποχείριο κάποιων αφεντικών, οι οποίοι απλά κάθε φορά αλλάζανε όνομα.
Μετά από ένα ταξίδι αναζήτησης στο Άγιο Όρος, ήρθε συστημένος σε αυτόν τον τόπο να ασκητέψει και να βοηθήσει τον γέροντα που ζούσε μονάχος εκεί. Με την προτροπή του γέροντα του, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, και διακονούσε το μοναστήρι αυτό. Φρόντιζε τους κήπους και τα περβόλια, μαγείρευε έκτιζε άσπριζε και γενικά έκανε όλες τις δουλειές που απαιτούνται για να συντηρείται το ησυχαστήριο αυτό. Οι προσκυνητές ελάχιστοι, και όσοι ερχόντουσαν, πάντα ήταν προβληματισμένοι και αναζητούσαν λύση και καταφύγιο στην Εκκλησία.
Μια Δευτέρα απόγευμα, μετά τον εσπερινό, και ενώ κουβέντιαζε ο Ιλαρίων με τον Γέροντα, ακούστηκε στον δρόμο να ανεβαίνει αυτοκίνητο. Σηκώθηκε για την υποδοχή ο Ιλαρίων, αλλά ο Γέροντας του είπε να κάτσει κάτω.
-αυτός που ήρθε διψάει, και πάει στην πηγή, δεν αλλάζει η πηγή ροή να βρει τον διψασμένο.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από την πύλη, κατέβηκαν ο Θανάσης με την Ερατώ, και προχώρησαν μέσα. Κοιτώντας ερευνητικά, έψαχναν να βρουν τον ναό ή ανθρώπους. Και όταν εντόπισαν τους δυο Μοναχούς, ετάχυναν το βήμα τους προς τα εκεί.
-καλησπέρα σας
-καλώς ορίσατε, μίλησε σιγανά ο Γέροντας, -ο Θεός Μαζί σας.
-καλώς κακώς σας βρήκαμε, είπε ο Θανάσης, και στρεφόμενος στον Ιλαρίωνα συνέχισε –Μιχάλη να σου γνωρίσω την γυναίκα μου, την Ερατώ.
-άκου Παλικάρι μου, είναι αγένεια να βρίσκεσαι εδώ και να απευθύνεις τον λόγο στον Ιλαρίωνα, όταν παραβρίσκομαι εγώ. Συστήθηκες; Ποιος είσαι; Τι θέλεις; Που νομίζεις ότι βρίσκεσαι; Είσαι πολύ υψηλόφρων και το τέλος σου δεν θα είναι καλό!
Άναυδος έμεινε ο Μιχάλης, είχε ψάξει πολύ, είχε ρωτήσει πολλούς για να μάθει που κρύβεται ο παλιός του φίλος, και ήρθε εδώ με λαχτάρα να τον δει, να το σφίξει στην αγκαλιά του, να τον ρωτήσει πως κατέληξε στη καλογερική, αυτός ο κουμουνιστής. Η υποδοχή τον απογοήτευσε, του έκοψε τα πόδια, κοίταξε την γυναίκα του, και εκείνη ψιθύρισε, «πάμε να φύγουμε». Αλλά αυτός ήταν από εκείνους που δεν το βάζουν κάτω.
-άκου Παπά, εγώ είμαι στην τράπεζα και ήρθα να σου προσφέρω τον τρόπο να φτιάξεις το ρημάδι που μένετε, χάρη στον φίλο μου τον Μιχάλη, θα σας εντάξω σε πρόγραμμα και θα τα φροντίσω όλα, και τότε θα καταλάβεις ποιος είμαι.
-ο Μιχάλης που ξέρεις πέθανε εδώ και πολλά χρόνια, τώρα είναι ο πατήρ Ιλαρίων, και μόνο έτσι σου επιτρέπεται να μιλάς σε αυτόν, σήκω και φύγε και όταν συνετισθείς και ταπεινώσεις λίγο το φρόνημα σου, πριν στο ταπεινώσει ο Θεός έλα πάλι, και αν ζω θα τα ξαναπούμε. Η τράπεζα σου δεν μας ενδιαφέρει καθόλου, επειδή έχουμε την Δική μας Τράπεζα που είναι Αγία, άντε στην ευχή του Θεού.
Αφού τον τράβαγε η Ερατώ από το χέρι, έκανε προς τα πίσω ο Θανάσης, που ένιωθε εξαιρετικά προσβεβλημένος. Μπήκε στο αμάξι μουρμουρίζοντας
-ποιός θαρρεί πως είναι; Δεν βλέπει τα τρύπια του παπούτσια; Δεν βλέπει τα ερείπια γύρω του; Εγώ να βοηθήσω θέλω!
Δεν ξανανέβηκε στο ησυχαστήριο ο Θανάση από τότε, και ο Ιλαρίων προτιμούσε άλλο υποκατάστημα για να μην ανταμώσουν. Ο Γέροντας κοιμήθηκε και έμεινε το μοναστηράκι στα χέρια του Ιλαρίωνα. Εν τω μεταξύ ο Θανάσης πρόκοβε συνέχεια, πάντα νόμιμα, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Έφτασε ο καιρός που μπορούσε να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα, με την προϋπόθεση πως ένα μέλος της οικογενείας θα προσλαμβανότανε στην θέση του. Αυτό ήταν πάγια τακτική σε όλες σχεδόν τις τράπεζες.
Αφού το σκέφτηκαν καλά με την Ερατώ, αποφασίσανε να πάρουν αυτήν την πρόωρη σύνταξη που δεν είναι ευκαταφρόνητη, να ζήσουν την ζωή τους που στα νιάτα τους οι πολλές ασχολίες και η φροντίδα να δημιουργήσουν περιουσία δεν χαρήκαν. Να παίξουν με τα εγγόνια τους, να ταξιδέψουν σε μέρη άγνωστα, να φάνε να πιούν και χορέψουν.
Δεν αργούν οι διαδικασίες στις τράπεζες, έτσι γρήγορα βρεθήκαν να είναι συνταξιούχοι, αν και σχετικά νέοι, μόλις περνούσαν τα πενήντα. Και ο Θανάση ο δυνατός, έβλεπε τον κόσμο και την ζωή να του γελά πλουσιοπάροχα. Είχε δύο παιδιά παντρεμένα, πέντε εγγόνια, αλλά και την φροντίδα των γονέων του και των πεθερικών του, που με πολύ στοργή και αγάπη φρόντιζε, όλοι ή σχεδόν όλοι, φίλοι και γνωστοί στον Θανάση προσέτρεχαν.
Η πρώτη αναποδιά ήρθε όταν ανακοινώθηκε από την τράπεζα πως το προνόμιο της αντικατάστασης από την ίδια οικογένεια του προσωπικού καταργείται. Ενώ λογάριαζε πως θα βολευότανε το τρίτο του αγόρι, δεν έγινε.
Δυνατός ο Θανάσης, είχε την λύση
-δεν πειράζει θα πάρεις τα κτήματα να γίνει παραγωγός κηπευτικών.
Και ξέχασε την σύνταξη για λίγο να οργανώσει μαζί με τον μικρό τις καλλιέργειες. Άρχισε η ετοιμασία του χωραφιού, σκάφτηκε, οργώθηκε αρδεύτηκε και σπάρθηκε καλαμπόκι. Όταν τα πρώτα φυντάνια φύτρωσαν, ήρθε η δεύτερη αναποδιά. Ένα πρωινό οι μπουλντόζες και τα σκαφτικά της νομαρχίας συνεχίζοντας την διάνοιξη του επαρχιακού δρόμου, περνούσαν μέσα από τα χωράφια του. Δυνατός ο Θανάσης, διαμαρτυρήθηκε έτρεξε φώναξε, αλλά η υπόθεση είχε τελειώσει.
Είχαν γίνει ενστάσεις είχαν εκδικαστεί, είχαν τελεσιδικίσει και είχαν καταβληθεί οι αποζημιώσεις από τις απαλλοτριώσεις. Αυτός παρότι είχε πάρει χαμπάρι τι γίνεται, αμελούσε σκόπιμα για να μη νομιμοποιήσει την υπόθεση, η νομαρχία όμως κατάθεσε στο παρακαταθηκών και δανείων την αποζημίωση. Αυτήν φορά κλονίστηκε λίγο ο δυνατός Θανάσης.
Στεναχωρήθηκε αλλά τι μπορούσε να κάνει, δεν ήθελε να δείξει πως δεν μπορεί να νικήσει την κάθε δυσκολία. Έπρεπε να διατηρήσει την φήμη του ως δυνατού. Αλλά όλα τα πράγματα και οι καταστάσεις έχουν σκαμπανεβάσματα. Ο Θανάσης μέχρι τώρα μόνο νικούσε, και νόμιζε και διαλαλούσε πως είναι γεννημένος για νικητής. Ο μόνος άνθρωπος που καταλάβαινε το δράμα του, ήταν η Ερατώ.
-Θανάση έλεγε, να φέρουμε ένα Παπά να μας κάνει αγιασμό,
-παράταμε με τους παπάδες σου, θυμάσαι τον γέρο πως μας μίλησε.
Σχεδιάζανε ένα ταξίδι το ζευγάρι, να πάνε σε εξωτικό τόπο να ξεχαστούν για λίγο, όταν μια αδιαθεσία της Ερατώς, του οδήγησε στο νοσοκομείο, και η διάγνωση τρομαχτική «λευχαιμία». Ήρθανε τα πάνω κάτω.
Συναγερμός σε όλη την οικογένεια, και ο Θανάσης δυνατός και μπροστάρης και αυτήν την φορά, αλλά η καρδιά του το ήξερε. Και αρχίσανε τα ταξίδια, στην Αθήνα και τα ραντεβού με τους γιατρούς, οι χημειοθεραπείες υποχρεωτικές. Η αγωνία μεγάλη. Η μεταστροφή στην εκκλησία και 180 μοιρών. Οι προσευχές και οι παρακλήσεις συνεχείς.
Κάποια από τις φορές που γυρίζανε στο νησί, μέχρι την επόμενη αναχώρηση για να συνεχίσει η θεραπεία, ο Θανάσης, πήρε το αυτοκίνητο και ανέβηκε στο ησυχαστήριο του Ιλαρίωνα. Εκείνος όταν άκουσε το ήχο του αμαξιού σταμάτησε το σκάψιμο, και βγήκε να υποδεχθεί το επισκέπτη του.
-καλώς τον ε καλώς τον!
-καλημέρα Μιχάλη, συγνώμη παπά αλλά Μιχάλη σε ξέρω
-όπως και να με ξέρεις, λίγη σημασία έχει, αυτό που με ενδιαφέρει είναι ο λόγος που βρίσκεσαι εδώ
-ξέρεις η Ερατώ. . .
-ξέρω, ξέρω αλλά άργησες να έρθεις, πάμε μέσα
Πέρασαν στο Ναό και ο Ιλαρίων μπαίνοντας στο Άγιο Βήμα έφερε μαζί του μια εικόνα μικρή, του Προφήτη Ηλία.
-αυτήν την άφησε ο Γέροντας πριν κοιμηθεί, για σένα, είπε να την βάλεις κάτω από το μαξιλάρι της γυναίκας σου, γι’ αυτό σε περίμενα, ήξερα πως θα έρθεις.
Γονάτισε τότε ο Μιχάλης και ξέσπασε σε λυγμούς, ο δυνατός, έκλεγε σαν μικρό παιδί, ο Ιλαρίων τότε είπε
-κάνε προσευχή, εγώ πάω έξω γιατί κάποιο μηχανάκι ανεβαίνει, να δω τι είναι, κάνε προσευχή και κλάψε, κανένας δεν είναι τόσο δυνατός όσο νομίζει.
Ένας νεαρός κατάφερε και ανέβηκε μέχρι εδώ οδηγώντας ένα μηχανάκι, το δέχθηκε ο Ιλαρίων όπως συνήθιζε.
-έλα καλώς τον ε έλα,
-πάτερ, είπε ο νεαρός, -είναι εδώ ο πατέρας μου;
Πριν προλάβει να απαντήσει βγήκε από το ναό ο Θανάσης, με τα μάτια πρησμένα, και μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα του.
Ο Ιλαρίων με ήρεμη φωνή, αλλά σε τόνο που δεν σήκωνε καμία αντίρρηση, στράφηκε στον νεαρό.
-βάλε παιδάκι μου το μοτοσακό σου, στο υπόστεγο από κάτω, και πάρε τον πατέρα σου σπίτι, και μην πεις πουθενά πως τον είδες κλαμένο, έπειτα στρεφόμενος στο Θανάση, -την άλλη φορά να έρθεις με την Ερατώ μαζί.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο, και οδηγώντας ο νεαρός φτάσανε σπίτι τους. σε λίγες ημέρες, έφυγαν για την Αθήνα που περίμεναν οι γιατροί για μια ακόμα σειρά από χημειοθεραπείες. Έβαλε κάτω από το μαξιλάρι την εικόνα ο Θανάσης, αφού είχε αφηγηθεί στη Ερατώ, τα διατρέξαντα στο Ησυχαστήριο του Ιλαρίωνα. Η ανταπόκριση αυτή την φορά του οργανισμού ήταν απρόσμενα θετική, η διάθεση και των δύο πολύ αισιόδοξη. Αποφασίσανε μόλις γυρίσουν να ανέβουν αμέσως στο μοναστήρι, να ευχαριστήσουν τον Ιλαρίωνα.
Πράγματι μόλις επέστρεψαν στο νησί, φόρτωσαν το αυτοκίνητο ένα σωρό προμήθειες που τις νόμιζαν χρήσιμες για τον καλόγερο. Πήραν και το παιδί μαζί τους, για να κατεβάσει το μοτοσακό που ήταν ακόμα στο ησυχαστήριο.
Ακούγοντας ο Ιλαρίων τον θόρυβο του αυτοκινήτου, σταμάτησε το πότισμα, και κοίταξε στην πόρτα. Ο Θανάσης με τον γιό του, άνοιξαν το πορτμπαγκάζ και άρχισαν να ξεφορτώνουν τις τσάντες.
-σταματήστε, τι κουβαλάτε; Τι είναι αυτά; Φώναξε ο Ιλαρίων θυμωμένα
-παπά, είναι για σένα προμήθειες, είπε ο Θανάσης
-δεν παρήγγειλα τίποτα, ότι θέλω το έχω, πάρετε τα πίσω.
-και εσύ στριμμένος σαν το γέρο, εγώ δεν τα παίρνω πίσω και ότι θέλεις κάντα
-πάρτα γιατί θα τα πετάξω στην θάλασσα
-πέτα τα, εγώ πίσω δεν τα παίρνω. Και άφησε τις τσάντες με τις προμήθειες στον τοίχο δίπλα από την πόρτα.
Μπήκε δειλά το παιδί μέσα, -πάτερ να πάρω το μηχανάκι μου;
-πάρετο παιδί μου θα το χρειαστείς.
Ο Θανάσης με αυτήν την κίνηση, ένιωσε πάλι δυνατός, έκανε επιτόπου στροφή, χωρίς καθόλου η Ερατώ να κατέβει από το αμάξι, και πείρε την κατηφόρα, από πίσω ο γιός τους με το μοτοσακό του. Ο δρόμος κακός και ο Θανάσης νευριασμένος, δεν οδηγούσε ήρεμα. Σε κάποια από τις στροφές βλέπει να πέφτουν από το ησυχαστήριο στην θάλασσα οι τσάντες, νευριασμένος άρχισε να βλαστημά τον καλόγερο και την ξεροκεφαλιά του, όταν έχασε το έλεγχο του αμαξιού, και βρέθηκε να παίρνει τούμπες στο γκρεμό δίπλα στις σακούλες.
Το παιδί σοκαρισμένο κατέβηκε κάτω στην πόλη, ειδοποίησε το λιμενικό την αστυνομία, αλλά ήταν πλέον αργά, είχαν σκοτωθεί και οι δύο γονείς του μπροστά στα μάτια του.
Στην κηδεία του, ήρθαν πολλοί άνθρωποι, από όλο το νησί και οι αρχές του τόπου, διότι ήταν εξαιρετικά αγαπητός ο Θανάσης , αναρωτιόντουσαν όμως, πως και άφησε ο Ησυχαστής το μοναστήρι του, για να συμμετέχει στην κηδεία. Εκείνος όμως είχε μέσα του την αμφιβολία, ήτανε ατύχημα ή αυτοκτονία;

Δεν υπάρχουν σχόλια: