Θες η υπερβολική ζέστη σε συνδυασμό με την υγρασία, θες η υπερβολική γκρίνια για τα οικονομικά, θες τα όσα υπερβολικά απαισιόδοξα μηνύματα, από όλες τις μεριές που καταφθάνουν εδώ, επηρέασαν και μένα. Έτσι ο Πυθαγόρας στις τελευταίες αναρτήσεις, είχε ένα υποβόσκων ψυχοπλακωτικό υπόβαθρο, χωρίς να το πάρω χαμπάρι. Ώσπου ήρθε ο έλεγχος, ΦΤΑΝΕΙ το ψυχοπλάκωμα.
ΝΑΙ! Φτάνει,
Η ζωή τρέχει και επιφυλάσσει και καλές στιγμές και κακές στιγμές. Αλλά είναι στιγμές στην διαδρομή του χρόνου, δηλαδή, ασήμαντες ποσότητες.
Αυτό το προοίμιο είναι τελείως άσχετο με αυτό που ακολουθεί, το έγραψα μόνο για ευχαριστήσω εκείνον που με ξύπνησε. Κοιτάζοντας την θάλασσα εχθές, από τις εξαιρετικά λίγες φορές μελαγχόλησα, και σηκώθηκα να επιστρέψω μπρός στο πληκτρολόγιο, να περιγράψω μια συνοικία αθηναϊκή, του 70, αλλά μόλις μπήκα κάτω από τα κεραμίδια ξαναβγήκα αμέσως, το θερμόμετρο έδειχνε 36 βαθμούς και το υγρόμετρο 71%, δηλαδή απελπισία, μολονότι είμαι πάνω στο κύμα που λέει ο λαός.
Το θέμα μας τώρα, είναι η παλιά άλλα όχι πολύ παλιά συνοικία της Αθήνας. Κατά την δεκαετία του 60 η Αθήνα άλλαζε τρομακτικά γρήγορα για την εποχή εκείνη, αφού μετακομίζανε από την επαρχία στην πρωτεύουσα, και από εκεί στις χώρες του εξωτερικού όλο και περισσότεροι νέοι.
Αυτήν την Αθήνα δεν την έζησα, αλλά ακριβώς στην αρχή της επόμενη του 70, βρέθηκα και εγώ να ζώ σε αυτήν ακριβώς στα μεσούρανα την χούντας.
Οι αυλές υπήρχαν ακόμα, αν και η ανοικοδόμηση δούλευε αβέρτα.
Σε μια αυλή ζούσαν σε δωμάτια ξεχωριστά οικογένειες, ή μεμονωμένα επαρχιωτόπουλα, με κοινό πολλές φορές αφοδευτήριο και μαγειρείο, αν και σε κάποιες περιπτώσεις μαγειρεύανε μέσα στο ίδιο δωμάτιο που κοιμόντουσαν. Η παρουσία της αστυνομίας έκδηλη και φανερή, εμφανιζόταν συνεχώς και ξαφνικά. Κτυπούσαν την πόρτα έμπαιναν, έβγαιναν ανενόχλητα, συλλαμβάνοντας και καρπαζώνοντας όποιον τους έκανε κέφι. Λογαριασμό δεν δίνανε σε κανέναν. Φυσικό επόμενο σε εποχές που δεν υπήρχε δημοκρατία. Απορώ καμιά φορά με τους νοσταλγούς εκείνης της εποχής, είχαν ή ακόμα έχουν κατανοήσει την σημασία της λέξεως αξιοπρέπεια; Ας είναι, και σήμερα που έχουμε δημοκρατία, φτάσαμε στο άλλο άκρο, την ασυδοσία και την απαξίωση όλων εκείνων αδιακρίτως που φροντίζουν για την έννομη τάξη.
Το μπακάλικο της γειτονιάς δεν είχε καμία, μα απολύτως καμία σχέση με τα σημερινά μεγαλοκαταστήματα, κρίκους διεθνούς αλυσίδας. Ο μπακάλης ήταν ο άνθρωπος μας, ο γείτονας μας, που κρατούσε ένα μεγάλο βιβλίο με τα βερεσέδια του, και οι πελάτες είχαν ένα μικρό τεφτέρι, (Μπλοκάκι), που έγραφε αυτός μόνο, τι πήραν και τι δώσανε, περιμένοντας το απόγευμα του Σαββάτου, τότε έκανε εισπράξεις. Την Κυριακή μετά την Εκκλησία, κοίταζε ποια νοικοκυρά δεν προσήλθε στο μπακάλικο, και την Δευτέρα έστελνε το μπακαλάκι, το παιδί του μαγαζιού να μαζέψει τα υπόλοιπα βερεσέδια.
Πίσω από το μεγάλο ψυγείο, στο τοίχο στοίβα τα ράφια, γεμάτα με λογιών-λογιών καλούδια, που έπρεπε να ξέρεις τι θέλεις να πάρεις και να το ζητήσεις, αντιθέτως σήμερα, για άλλα ξεκινάς και άλλα ψωνίζεις και τα λεφτά δεν σου φτάνουν. Έξω από το μπακάλικο υπήρχαν τα μαναβικά, εκεί συνήθως το μπακαλόπαιδο εξυπηρετούσε τον κόσμο. Αντάμωναν οι νοικοκοιράδες και το κουτσομπολιό πήγαινε σύννεφο.
Εκτός από τον μπακάλη τεφτέρι διατηρούσαν και άλλα μαγαζιά, ο υαλοπώλης, ο υφασματέμπορος, ο πλανόδιος που κάθε βδομάδα περνούσε συγκεκριμένη ημέρα, έχοντας μοιράσει την εβδομάδα του, σε έξι συνοικίες. Για τα πιο ακριβά προϊόντα, το ραδιόφωνο, το ψυγείο, ή τηλεόραση, υπέγραφαν γραμμάτια, και κάθε μήνα σχηματίζανε ουρά στην τράπεζα για να τα εξοφλήσουν. Όλα τότε με δόσεις, που να βρεθεί το χρήμα; Ο κόσμος ζούσε κυριολεκτικά (μεροδούλι, μεροφάι), καμιά φορά στις συζητήσεις που γινόντουσαν στις φάμπρικες, πάντα κρυφά, για απεργία, η δικαιολογία των ασθενέστερων ή των λιγότερο τολμηρών, ήταν, «καλά η απεργία αλλά το μεροκάματο ποιος θα μου το δώσει, πρέπει να φάω και να πληρώσω τις δόσεις μου».
Τα σπίτια τα προσφυγικά, είχαν το καθένα την χαρακτηριστική του αυλή, μόλις δύο επί δύο μέτρα, και χωρισμένο στα τέσσαρα το κεραμοσκεπές διώροφο, ένα ζευγάρι σπίτια επάνω και ένα κάτω.
Τα καφενεία διαθέτανε τηλεόραση, που συνωστίζονταν το βράδυ οι θαμώνες, ειδικά Τετάρτη και Παρασκευή να δουν τον «Άγνωστο πόλεμο». Λίγα σπίτια είχαν τότε τηλεόραση. Το πρόγραμμα αυτής δε, άρχιζε από τις έξ το απόγευμα μέχρι τα μεσάνυκτα, με την ανάκρουση του Εθνικού ύμνου. Εκπέμπανε δύο κανάλια, ΕΙΡΤ και ΥΕΝΕΔ. Το 11 και το 5, ποιος τα θυμάται;
Σινεμάδες (κινηματογράφοι), άφθονοι, ξεκίναγαν στις τέσσερεις το απόγευμα, συνήθως με δύο έργα, μέχρι τα μεσάνυκτα. Η ζωή στις συνοικίες τα μεσάνυχτα σταματούσε, και η αστυνόμευση ήταν αυστηρότερη. Λίγοι τολμούσαν να κυκλοφορούν εκείνη την ώρα, διακινδυνεύοντας να διανυκτερεύσουν στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα, αφού φάνε τις σχετικές σφαλιάρες.
Χαρακτηριστικό της εποχής τα σουβλάκια. Τα σουβλατζίδικα πολλά, και όλα είχαν πελάτες. Το ντονέρ, εκείνη η ανάποδη κρεάτινη πυραμίδα, (κώνος σωστότερα) που αργογύριζε, ήταν τόσο μεγάλο, όσο το μεροκάματο που προσδοκούσε ο μαγαζάτορας. Τελειώνοντας ο γύρος, έκλεινε και το μαγαζί. Παράλληλα σερβίριζε και καλαμάκια, πάντα κιμά, ακόμα και μερίδες αν διέθετε πάγκο ή κανένα δύο τραπεζάκια στον δρόμο. 3,5 δραχμές το καλαμάκι, 3,80 η πίττα. Σινεμά και σουβλάκι ήταν αλληλένδετα. Είτε έβγαινες από το σινεμά και έμπαινες στο σουβλατζίδικο, είτε έτρωγες το σουβλάκι για να μπεις στο σινεμά.
Το χάραμα στις πέντε περνούσε το πρώτο λεωφορείο. Συνωστισμός να περάσουν όλοι μέσα, και ο εισπράκτορας στο καρεκλάκι στην πίσω πόρτα δίπλα, να φωνάζει, «προχωράτε παρακαλώ». Όλοι που ανέβαιναν τουλάχιστον στα δυο ή τρία πρώτα δρομολόγια γνωριζόντουσαν μεταξύ τους, ποτέ όμως ο ένας δεν πλήρωνε το εισιτήριο του άλλου, η φτώχια ήταν φανερή. Αμίλητοι, και αγουροξυπνημένοι η εργατιά κουβαλούσε στο χέρι το κολατσιό, για το διάλειμμα. Κατέβαινε στο κέντρο που θα έπαιρνε το άλλο λεωφορείο για να φτάσε στο εργοστάσιο. Ο ίδιος συνωστισμός και το μεσημέρι, αποκαμωμένοι αφού είχαν υποστεί σωματικό έλεγχο στην πόρτα του εργοστασίου, (ναι γινόντουσαν τέτοιοι έλεγχοι) μήπως και πάρουν τίποτα από τα υπάρχοντα επέστρεφαν σπίτια τους.
Προνομιούχοι οι οικοδόμοι. Μεροκάματο 105 δραχμές, ο μάστορας, 70 ο βοηθός. Καθόντουσαν στο καφενείο της γειτονιάς και περίμεναν ποιος θα τους προσλάβει. Στο καφενείο και οι χαμάληδες, αυτοί δεν είχαν σταθερό μεροκάματο, αλλά όταν το έβρισκαν, συνήθως μετακόμιση, ή παράδοση από τα καταστήματα που δεν διέθεταν δικό τους μέσο μεταφοράς, ήταν γενναίο, συνοδευόμενο από φιλοδώρημα πολλές φορές και φαγητό. Τα τρίκυκλα που εκτελούσαν μεταφορές κάθου είδους, ήταν επικερδής εργασία και με δυνατότητα επιλογής του πελάτη.
Το υγραέριο στις δόξες του, 95 δραχμές η φιάλη και 5 τα μεταφορικά και η τοποθέτηση της φιάλης. Αν σκεφτεί πως κάποια σπίτι ούτε τότε διέθεταν υγραέριο, θα δικαιολογήσει την ύπαρξη του καρβουνιάρικου. Εκτός από κάρβουνα διέθετε και πετρέλαιο για γκαζιέρες, αυτό δεν το πούλαγαν τα πρατήρια καυσίμων.
Τα παιδιά παίζανε στους δρόμους άφοβα. Δεν ήταν ακόμα ασφαλτοστρωμένοι όλοι. Ούτε κινδύνευαν από τα αυτοκίνητα, αυτά ήταν λιγοστά. Κυκλοφορούσαν ποδήλατα. Αγώνες ταχύτητας με τα ποδήλατα, οι σούζες ήρθαν αργότερα.
Ερχότανε η Κυριακή. Τεράστια διαφορά από σήμερα. Τα καφενεία αν δεν απόλυε η Εκκλησία δεν ανοίγανε. Οικογενειακή υπόθεση ο Εκκλησιασμός, όπου ο πατέρας θα φορούσε γραβάτα. Δείγμα της ξεχωριστής ημέρας. Νωρίς το φαγητό στα περισσότερα σπίτια, επειδή έπρεπε να πάμε στο γήπεδο. Το σλόγκαν της εποχής «κάθε πόλις και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο», και αυτό ξεχάστηκε μαζί με τον δημιουργό του τον Ασλανίδη, ο οποίος κατέφυγε στην Βραζιλία όταν επήλθε η μεταπολίτευση.
Τι να πρωτογράψει κανείς; Τι να θυμηθεί από εκείνα τα χρόνια; Τις εξορμήσεις στην θάλασσα του Αλίμου ή του Φαλήρου που θεωρούνταν κατόρθωμα να φτάσεις με το ποδήλατο; Ή τις ατελείωτες ώρες της βόλτας στα δημοπρατήρια στο μοναστηράκι. Στα υπόγεια βιβλιοπωλεία που γινόντουσαν οι κρυφές συναντήσεις, και οι ανταλλαγές μηνυμάτων και σχεδίων ενάντια στο καθεστώς; Τις κασέτες με τα τραγούδια από τα καροτσάκια, που περιείχαν οδηγίες για δράση, αλλά αν δεν ήσουν μυημένος δεν έπαιρνες χαμπάρι τίποτα.
Τα γράφω αυτά σήμερα έτσι σκόρπια και ανάλαφρα, απλά και μόνο για ξανακάνουμε κέφι, να ξεφύγουμε λίγο από την ατμόσφαιρα της αρρώστιας της κατάθλιψης που φέρνει αυτή η συνεχιζόμενη νοτιά, αυτό το χαμερπές που επιβάλει η υγρασία.
Ψιλά τα κεφάλια λοιπόν, γιατί όπως λένε οι Κρητικοί, «Εμπίκενε ο Αύγουστος, η άκρα του χειμώνα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου