Νεαρός σαν ήμουν, μετά το ναυάγιο της μεταναστεύσεως μου, στην μακρινή Αυστραλία, σχεδίαζα όταν αρθεί ο περιορισμός εξόδου από την χώρα να γίνω ναυτικός, κα να γυρνώ τον κόσμο. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν επετεύχθη ο σχεδιασμός αυτός, διότι στο μεταξύ ήρθε η μεταπολίτευση που άλλαξε κάποια δεδομένα.
Παρά ταύτα, η αγάπη για την θάλασσα παρέμεινε ισχυρή. Αργότερα κάθε βράδυ τα καλοκαίρια, βρισκόμουν στην θάλασσα, πότε για κολύμπι και πότε για ψάρεμα. Το ψάρεμα ήταν πρόφαση, γιατί στην ουσία είναι θέμα αν έπιασα καμιά δεκαριά σπάρους σε όλες τις εξορμήσεις. Ήταν όμως το άλλοθι για να βρεθούμε οι (ψαράδες) στην Κινέττα, και να καταλήξουμε σε κάποιο γνωστό ταβερνάκι, τραγουδώντας και πίνοντας τις μπίρες μας μέχρι πρωίας.
Τα τελευταία χρόνια που εγκαταστάθηκα σε νησί, και με το κατάλυμα μου να είναι κυριολεκτικά πάνω στο κύμα, μου δόθηκε η ευκαιρία να παρατηρήσω πιο επισταμένα την θάλασσα, και να γνωριστούμε καλλίτερα. Λένε πως είναι η θάλασσα κακός γείτονας, και δεν έχουν άδικο όσοι το υποστηρίζουν, το λέω και εγώ, ο νησιώτης τάχα.
Αυτήν την χρονιά που διανύουμε, παρόλο που η θάλασσα είναι πιο ζεστή από άλλα χρόνια, δεν είχαμε προσέλευση παραθεριστών, της οικονομικής κρίσεως βοηθούσης. Μετά την εορτή της Παναγίας στις δεκαπέντε Αυγούστου, άρχισε άλλα χρόνια η επιστροφή των παραθεριστών, και η θάλασσα γινόταν κτήμα και πάλι των εντοπίων. Αυτήν την χρονιά λοιπόν χωρίς να φύγουν οι παραθεριστές, αφού δεν ήλθαν, και συγκεκριμένα αυτήν την εβδομάδα, άρχισε η κάθοδος των εντοπίων, που φορτωμένοι τα καλάμια και τα ψαροντούφεκα, ορμούν στα νερά για να ικανοποιήσουν το μεράκι τους.
Τι πιάνουν; Εξαρτάτε από το πόσα μεγάλα ψέματα λέει ο καθένας. Έχω υπ’ όψιν μου, ένα ευμεγέθη ροφό, με το οποίον φωτογραφήθηκαν τουλάχιστον δέκα (ψαράδες). Οι επαγγελματίες τώρα, όταν τους τύχει κανένα μεγάλο κομμάτι, δεν το πουλούν αμέσως, περιμένοντας εκείνους τους ματαιόδοξους καυχησιάρηδες που με την καταβολή τιμήματος θα φωτογραφηθούν κρατώντας το ως τρόπαιο. Το αστείο του πράγματος είναι, πως οι φωτογραφίες αυτές κυκλοφορούν μεταξύ τους, κα ο ένας κοροϊδεύει τον άλλο. Αλλά είπαμε ο ψαράς και κυνηγός είναι καθ’ έξιν ψεύτες, ως προς τις επιδόσεις τους.
Κάθε απόγευμα, παίρνω το σκυλάκι μου και πάμε στην θάλασσα για αναπνεύσω το ιώδιο της, να θαυμάσω την απεραντοσύνη της και να δοξάσω τον Θεώ για όσα μας έδωσε, και εμείς τα καταστρέφουμε. Αντί λογικά να χρησιμοποιούμε την φύση, την βιάζομε με τα γνωστά αποτελέσματα. Γύρω-γύρω στα βραχάκια, κρύβουν οι ψαράδες (αυτοί με τα καλάμια) σακούλες με δολώματα, με σκοπό όταν ξαναέρθουν, να είναι εξοπλισμένοι. Ο ρόκυ, υποδυόμενος το λαγωνικό, τα ξετρυπώνει και αφού ανοίξει τις σακούλες, συνήθως πλαστικές, σκορπάει το περιεχόμενο, το οποίο έρχονται τα κοράκια και το καταναλώνουν, ο φυσικός κύκλος της ζωής.
Περιμένω τώρα, να περάσει ο Αύγουστος, να αρχίσουν τα μελτέμια να φύγουν οι ψαράδες και να έρθουν οι γλάροι με τα γλαρόπουλα για εκπαίδευση, όπως κάνανε και πέρσι και πρόπερσι, και θα κάνουν του χρόνου και τον επόμενο χρόνο και πάει λέγοντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου