Επικράτησε σιωπή για μεγάλο χρονικό διάστημα, την οποία έσπασε πρώτος ο Θεοδόσης, εγώ θα δοκιμάσω, δεν έχω να χάσω τίποτα, αντί να κάνω θελήματα εδώ και εκεί θα αράξω. Ο Γιάννης συμφώνησε αμέσως, ενδόμυχα σκεπτόταν πως μπορεί στον κήπο να βάλει και λίγα δενδρύλλια να ικανοποιεί το πάθος του και ο Σπύρος φαντάζονταν κιόλας το εαυτό του αρχηγό της συνοδείας, και πρότεινε να κάτσουν εκεί όσο τους επιτρέπει το διαμονητήριο, περιμένοντας τον παπά Ισίδωρο να γυρίσει για να κάνουν συμφωνία για τις λεπτομέρειες.
Μετά από τέσσαρες ημέρες ο Γέροντας επέστρεψε και κατέβηκαν να τον βρουν. Εκείνος αφού τους άκουσε υπομονετικά, με πολύ αγάπη τους επανέφερε στην πραγματικότητα. Αυτά που λέτε δεν είναι σοβαρή απόφαση, σας κυβερνά ο ενθουσιασμός, δεν κάνουν όλοι για Μοναχοί, η κλήση εάν δεν είναι από τον Θεό θα ματαιοπονείτε, και στο τέλος θα χάσετε και αυτήν την ζωή και την άλλη, το ναυάγιο εάν συμβεί στο πέλαγος μπορεί να δικαιολογηθεί, αν όμως γίνει μέσα στο λιμάνι δεν υπάρχει καμία δικαιολογία. Καλλίτερα να γυρίστε πίσω και να αφήσετε τον Βαγγέλη να χαράξει την πορεία του και αυτός θα εύχεται για σας.
Ο Σπύρος θύμωσε, γιατί παπά; Ότι μπορεί ο ένας το μπορούν και οι άλλοι, ίσες ευκαιρίες για όλους ζητάμε, και άρχισε να αγορεύει όπως έκανε στα καφενεία. Ο Γέροντας άκουγε αμίλητος και ανέκφραστος μέχρι να σιωπήσει ο Σπύρος, και με τρείς λέξεις τερμάτισε την συζήτηση, «κάντε ότι καταλαβαίνετε». Οι φίλοι το θεώρησαν κατάφαση και ξαναπήραν τον ανήφορο να βρουν τον Βαγγέλη, να οργανώσουν την εγκατάσταση τους στο κελί του π Στέφανου. Σε δεκαπέντε ημέρες είχαν κουβαλήσει λίγα πράγματα, κυρίως ρούχα και τσιγάρα και εγκατασταθήκαν στο κελί του π Στεφάνου. Εκείνος τους δέχθηκε χωρίς αντίρρηση, τους είπε όμως σε τόνο που δεν σήκωνε αντίλογο να σέβονται απόλυτα την αλαλία της Πέμπτης, αν θέλουν να μην ερημώσει το κελί, μια παράδοση πολλών δεκαετιών δεν πρέπει να σταματήσει. Δεν τον άκουσαν όμως, από τον πρώτο μήνα κιόλας έσπασε αυτή η παράδοση. Άρχισαν να ανοικοδομούν το κελί, μεγάλωσαν το κήπο, επέκτειναν το εργόχειρο εκτός από τις καντηλήθρες σε σταυρουδάκια πρεσαριστά, ακόμα σε κομποσκοίνια και αναζητούσαν τρόπο να μάθουν να κάμουν και λιβάνι, επειδή απόφερε καλό κέρδος. Παράλληλα ριχτήκανε στην μελέτη με το ζήλο του αρχαρίου. Ο π Στέφανος έκανε αλαλία πέντε ημέρες την εβδομάδα, για να αναπληρώσει τον κανόνα των υποτακτικών του.
Ο Σπύρος φυσικός αρχηγός, γύριζε σε όλο το Άγιον όρος, έκανε γνωριμίες, καλλιεργούσε δημόσιες σχέσεις για λογαριασμό της παρέας του. Μόλις πέρασαν έξι μήνες, θεώρησε ότι είναι έτοιμοι να καρούν Μοναχοί. Αφελώς νόμιζε ότι μπορεί αυτός να αποφασίζει χωρίς την γνώμη του πνευματικού. Δυστυχώς γι’ αυτούς δεν είχαν πνευματικό, τους αρκούσε μόνο που μένανε μαζί με τον π Στέφανο, τον αποκαλούσαν Γέροντα και ήσαν ικανοποιημένοι. Μαζί και οι τέσσερεις κατέβηκαν ένα πρωινό στον παπά Ισίδωρο να ζητήσουν να γίνουν οι κουρές, διότι ο π Στέφανος βαραίνει και αν πεθάνει και αυτοί είναι ακόμα λαϊκοί δεν μπορούν να οριστούν ως κληρονόμοι του κελιού. Εκείνος τους παρέπεμψε στον ηγούμενο της Λαύρας, της κυριάρχου Μονής.
Ο Σπύρος το θεώρησε υπεκφυγή, έβαλε τις φωνές, παπά εγώ καλά σε κατάλαβα από την αρχή, δεν με θέλεις εδώ, γιατί είναι καλύτερος και οργανωτικότερος από σένα, ζηλεύεις και δεν αφήνεις τους νέους να εξελιχθούν, είπε και άλλα πολλά, από κείνα που είχε μάθει στα κομματικά γραφεία να ξεστομίζει σε κάθε ευκαιρία. Μόλις σταμάτησε, ο Γέροντας ρώτησε φάγατε; Θέλετε να σας φιλέψω ή θα φύγετε; όχι θα φύγουμε, στο καλό να πάτε.
Το άλλο πρωί βρήκε την παρέα των τεσσάρων φίλων να παίρνει το μοτόρι για την Λαύρα. Βρήκαν το ηγούμενο, του είπαν αυτά που νόμιζαν σωστά, και εκείνος τους απέπεμψε λέγοντας θα κουβεντιάσουμε για κουρές αφού περάσουν τουλάχιστον τρία χρόνια, και δεν έρθετε μόνοι σας αλλά σας φέρει ο Γέροντας που θα αναλάβει να σας μάθει τι είναι η καλογερική ζωή, και πως είναι η συμπεριφορά στον αγιασμένο τούτο τόπο. Με σκυμμένα τα κεφάλια γύρισαν στον Γέροντα και του ζήτησαν να αναλάβει να τους διδάξει. Αυτός αρνήθηκε λέγοντας, δεν έχετε από Θεού κλήση, αλλά δικό σας θέλημα και ο μεν Βαγγέλης δεν έχει άλλη λύση και να μείνει οι υπόλοιποι, πρέπει να δαμάσετε την σκέψη σας, να κλειδώσετε την γλώσσα σας, να ανοίξετε τα αυτιά σας να μάθετε να υπακούετε και να έχετε εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού και την κρίση των Γεροντότερων.
Λυπημένοι ανηφόρησαν για το κελί του π Στεφάνου, και ο Σπύρος προτού φτάσουν είχε βρει την λύση. Αδελφοί ακούστε με, γνώρισα κάποιους άλλους καλογέρους που τους αποκαλούν ζηλωτές, θα πάω να δω τι μπορούμε να κάνουμε, δεν θα έχουμε ανάγκη ούτε το Ισίδωρο ούτε κανέναν άλλον.
Ο Βαγγέλη δαγκώθηκε, είσαι σίγουρος; ναι, άμα σου λέω εγώ, δεν χωρά αμφιβολία, έχω κάνει και προκαταρτικές επαφές, μας θέλουν και θα μας δώσουν και κελί να εγκατασταθούμε αμέσως, και βοήθεια όση χρειαστούμε αρκεί να φύγουμε από τους πλανεμένους και να πάμε μαζί τους. Το άλλο πρωί ο Σπύρος έφυγε μόνος του, βρήκε αυτούς που έλεγε, τα συμφώνησε όλα και σε δέκα ημέρες μετακόμιζε η παρέα από το κελί του π Στεφάνου, για το δικό της κελί, το ίδιο βράδυ τέλεσαν τις κουρές, ονομάστηκε ο Γιάννης Ιωάσαφ, ο Θεοδόσης, Θεόδουλος, ο Βαγγέλης ονομάστηκε Εζεκίας και ο Σπύρος, Σαμψών και ανέλαβε γέροντας της συνοδείας. Όλους μαζί τους λέγανε, οι Βυρωνιώτες ζηλωτές και τους απέφευγαν οι υπόλοιποι πατέρες του Αγίου Όρους. Μόνο με τους ομοϊδεάτες ζηλωτές συγχρωτίζονταν.
Λυπήθηκε πολύ ο π Στέφανος και έβαλε κανόνα να μην ξαναμιλήσει μέχρι να κοιμηθεί, άδικα κουραζότανε ο Γέροντας παπά Ισίδωρος να τον μεταπείσει λέγοντας, πως αυτοί από μόνοι τους διαλέξανε, να είναι στην ζωή αυτή για πάντα ναυάγια
Ο Σπύρος ή Γέροντας Σαμψών, πλέον έβγαινε και στον κόσμο, και έκανε κηρύγματα και μάζευε και χρήματα από ένα μεγάλο αριθμό παλαιοημερολογιτών. Τον αντάμωσα τελευταία φορά στην ταβέρνα του Πέτρου να τον παρηγορεί, μετά την κηδεία της Πέτρενας, στα 1989 ήταν και η τελευταία συνάντηση των φίλων του Πέτρου, διότι έδωσε το μαγαζί αντιπαροχή και έγινε πολυκατοικία με ένα μικρό καφενεδάκι στο ισόγειο ίσα ίσα να χωρά πέντε έξι φίλους, μέχρι να πεθάνει και ο Πέτρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου