Τον πρώτο καλόγερο που ρώτησαν για τον παπά Ισίδωρο, του έδειξε ένα σπίτι από τα πρώτα στην δυτική μεριά και αυτοί προχώρησαν. Η έκπληξη που τους περίμενε ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Κτυπώντας την πόρτα τους άνοιξε ο ηλικιωμένος μοναχός που αντάμωσαν στην Ουρανούπολη, ελάτε περάστε, καλόκαρδα τους υποδέχθηκε, λες και προχθές δεν συνέβη τίποτα. Σαστισμένοι προχώρησαν στο εσωτερικό του κελιού. Ο Σπύρος πιο θαρραλέος ψέλλισε –Τον παπά Ισίδωρο ψάχνουμε, και ο γέροντας απλά –εγώ είμαι, και ξέρω τι ψάχνετε και γιατί είστε εδώ. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, (μας δουλεύει σίγουρα αυτός) σκεφτήκανε και οι τρείς. Ο Γέροντας όμως συνέχισε απτόητος, το φίλο σας τον Βαγγέλη αναζητάτε, σωστά; Κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια και οι τρείς. Θα μείνετε εδώ απόψε, να ξεκουραστείτε και αύριο θα τον δείτε. Ο Σπύρος που είχε εξελιχθεί όπως έδειχναν τα πράγματα σε αρχηγό της παρέας, σηκώθηκε όρθιος, αν ξέρεις που είναι πες μας αμέσως και εμείς θα πάμε να τον βρούμε. Με ένα μειδίαμα στα χείλια, αφού επιμένετε, προχωρήστε στα κατουνάκια στο κελί του πατρός Στεφάνου, και εγώ θα σας περιμένω να γυρίστε πριν νυχτώσει, να διανυχτερεύσετε εδώ.
Χωρίς να λογαριάσουν καθόλου κούραση και απόσταση ξεκίνησαν αμέσως για το καλύβι του π Στέφανου, σύμφωνα με το δρομολόγιο που τους έδωσε ο Γέροντας. Κοπιαστική και ανηφορική η πορεία. Μια ώρα και μισή περπάταγαν, ώσπου αντίκρισαν το κελί που έψαχναν. Μια φιγούρα γνώριμη στο δούλευε στον κήπο, Βαγγέλη Βαγγέλη φωνάξανε όλοι μαζί, και έκπληκτοι είδαν το φίλο τους, να το βάζει στα πόδια, Βαγγέλη Βαγγέλη, ξαναφώναξαν, αλλά αυτός επιτάχυνε το τροχάδην του μέχρι που χάθηκε από τα μάτια τους.
Απορημένοι μπήκανε μέσα στο κελί, αντίκρισαν ένα γέρο σκελετωμένο καλόγερο, που ούτε μια ματιά δεν τους έριξε, συνέχισε με ένα μαχαιράκι να κόβει ροδέλες φελλούς, το εργόχειρο του ήταν η κατασκευή καντηλήθρων. Εδώ είναι ο π Στέφανος; Καμία απάντηση. Βρε βρε τι κόσμος είναι τούτος, που έμπλεξε ο Βαγγέλης. Ας γυρίσουμε πίσω στο παπά Ισίδωρο να δούμε τι θα κάνουμε. Ο Γέροντας τους περίμενε, έστρωσε την τράπεζα με τα βρισκόμενα, τους έδωσε και από ένα ποτήρι κρασί και ώσπου να φάνε ετοίμασε το δωμάτιο που θα διανυχτέρευαν. Αμίλητοι και γεμάτοι απορίες τελείωσαν το φαγητό, όταν ήρθε ο γέροντας λέγοντας, πάμε έξω στην απλωταριά να κάνετε τσιγάρο, να σας λύσω και λίγες απορίες. Και άρχισε ο Γέροντας, όπως καταλάβατε είμαι παπάς, βγαίνω κάποιες φορές στον κόσμο και εξομολογώ κόσμο. Οι φυλακές είναι μέρος που επισκέπτομαι συχνά, διότι άλλος είναι ο νόμος των ανθρώπων, και άλλα η χάρη του Θεού προστάζει. Εκεί γνώρισα και τον φίλο σας τον Βαγγέλη, έτσι ξέρω πως ο Σπύρος είναι ο πολυλογάς, Θεοδόσης είναι ο ανάπηρος, άρα ο Γιάννης είναι ο τελευταίος ο ναρκομανής. Σας γνώρισα και στην Ουρανούπολη, κοιμήθηκα όλη την νύχτα στην καρέκλα, επειδή δεν κάματε την αγάπη να με ελεήσετε. Ο Θεός σχωρέσει. Σας περίμενα εδώ σήμερα, γι αυτό και μαγείρεψα, και σας απέτρεψα να πάτε στον π Στέφανο, γιατί σήμερα Πέμπτη και κάθε Πέμπτη, σε αυτό κελί από πολλά χρόνια ασκούν την σιωπή. Επιβάλετε αλαλία και κανείς δεν τόλμησε ποτέ να την χαλάσει. Δεν θα σας μιλούσε ο φίλος σας σε καμία περίπτωση, και για να μην πέσει στο παράπτωμα προτίμησε να φύγει μακριά. Και συνέχισε, αν και εσείς κάνατε λίγο αγάπη προχθές προσφέροντας μου ένα δωμάτιο να κοιμηθώ, δεν θα είχατε ανάγκη τα διαμονητήρια, που στοίχισαν ένα κάρο λεφτά, δεν θα περνούσατε τόση αγωνία, και επί πλέον θα είχατε δει τον Βαγγέλη από χθες. Αλλά δεν έχετε εμπιστοσύνη στον Θεό, εμπιστευόμενοι την δική σας κρίση, έχετε ανάγκη όχι από προστάτη όπως με αποκαλέσατε, αλλά από οδηγό, να σας βοηθήσει να βρείτε τον δρόμο σας, ας είναι αύριο τα πάντα θα είναι τελείως διαφορετικά, ξημερώνει άλλη μέρα.
Τους μιλούσε και αυτοί αποσβολωμένοι τον άκουγαν χωρίς να μπορούν να αρθρώσουν λέξη, δεν κατάλαβαν πως πέρασαν οι ώρες. Σηκώθηκε κάποια στιγμή ο Γέροντας, άντε λοιπόν πέρασε η ώρα, πάμε να διαβάσουμε το μεσονυκτικό και τον όρθρο και μετά να ξεκουραστείτε λιγάκι. Αργά αργά προχώρησε στο εσωτερικό του κελιού, στο μικρό του εκκλησάκι, έβαλε το πετραχήλι του και άρχισε την ακολουθία, σαν σκιές μέσα στο σκοτάδι προβάλανε δύο μοναχοί ακόμα που τον συνέδραμαν. Όταν απόλυσε ο Γέροντας τους έστειλε για ύπνο, και εκείνοι αμίλητοι υπάκουσαν, τότε ένοιωσαν τον κόπο τόσων ημερών.
Το άλλο πρωί ξεκούραστοι αναζήτησαν τον Γέροντα, αλλά όπως τους πληροφόρησαν, οι μοναχοί που έψαλαν την νύχτα, πως ο Γέροντας έφυγε, και θα γύριζε σε λίγες μέρες πάλι, και πως εφ’ όσον θέλουν είναι ευπρόσδεκτοι να διαμένουν όσο καιρό νομίζουν στο καλύβι τους.
Ο Σπύρος, άτυπος πλέον αρχηγός, απεφάσισε να πάνε να δουν τον Βαγγέλη και μετά να βγάλουν απόφαση, έτσι ξαναπήραν τον ανήφορο. Αυτήν την φορά ο Βαγγέλης όχι μόνο δεν έφυγε τρέχοντας, αλλά τους περίμενε με λαχτάρα. Μετά την συγκινητική αντάμωση, κάτσανε να πιούνε καφέ στο μπαλκονάκι του κελιού και άρχισαν να απαιτούν εξηγήσεις. Ο Βαγγέλης πρόθυμα εξήγησε πως γνώρισε τον παπά Ισίδωρο στη φυλακή, εντυπωσιάστηκε από την ηρεμία του τον πλησίασε και εξομολογήθηκε σε αυτόν τα κρίματα του. Του έμαθε δε, ο Γέροντας πως άλλα είναι τα ανθρώπινα δικαστήρια και άλλη η κρίση του Θεού, αρκεί να υπάρχει διάθεση μεταμέλειας και έμπρακτη μετάνοια. Όταν δραπέτευσε δεν είχε που να πάει, έτσι αποφάσισε να’ έρθει εδώ στο Άγιον όρος να τον βρει, να τον συμβουλευτεί πώς να πορευτεί από εδώ και ύστερα. Και ο Γέροντας τον έστειλε υποτακτικό του π Στεφάνου, να τον βοηθάει στην ακολουθία, να μάθει το εργόχειρο του καντηληθρά και όταν φύγει από αυτή την ζωή να του μείνει το κελί κληρονομιά. Και κατέληξε φυλακή εκεί, φυλακή και εδώ, μόνο που εδώ η κράτηση και ο εγκλεισμός είναι εθελούσια κατάσταση και προσωπική επιλογή.
Απορημένοι τον κοίταζαν αμίλητοι, εκείνος συνέχισε, γιατί δεν έρχεστε και εσείς εδώ; Έτσι κι αλλιώς ναυάγια της ζωής είμαστε, εάν χάσαμε αυτήν την ζωή μπορούμε να κερδίσουμε την μέλλουσα. Ο Σπύρος αντέδρασε –γιατί ναυάγια; Έχουμε ιδέες, έχουμε γνωριμίες, έχουμε ικανότητες, τον διέκοψε ο Βαγγέλης ήρεμα, για σκέψου λίγο την παρέα μας, ένας δραπέτης, ένας χασικλής, ένας χρεοκοπημένος και ένας ανάπηρος τι μπορούμε να πετύχουμε; Εδώ αντιθέτως θα υποταχθούμε στον π Στέφανο για όσο ζει, είναι ήδη αρκετά γέρος και άμα πεθάνει, μας μένει το κελί, το εργόχειρο και η πελατεία που θα απορροφά την παραγωγή. Αν ζήσουμε κοινοβιακά, θα βάλει και ο Θεοδόσης την σύνταξη του στο ταμείο, θα περάσουμε καλά τα υπόλοιπα χρόνια μας, ήρεμα και γαληνεμένα, θα έχουμε και πνευματικό τον Γέροντα, να μεσιτεύει για μας στον Θεό. Μα μπορούμε; Ρώτησε ο Γιάννης, Όλοι χωράμε εδώ, σκεφτείτε το λίγο, μείνετε μερικές ημέρες εδώ ή στου Γέροντα και αποφασίστε, για μένα είναι μονόδρομος, αν βγω από το Άγιον όρος θα με κλείσουν ποιος ξέρει σε ποια φυλακή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου