Όταν συνήθως μιλάμε για την μικρασιατική καταστροφή, αναφερόμαστε κυρίως στην καταστροφή της Σμύρνης. Εστιάζουμε το θέμα στο μεγάλο αριθμό προσφύγων που δημιούργησε. Αυτό είναι λάθος, υπάρχουν και άλλες πολλές πολιτείες που καταστραφήκανε τότε και ένας ατελείωτος αριθμός προσφύγων. Αυτοί οι άνθρωποι κυνηγημένοι ταλαιπωρημένοι, αλλά κυρίως στιγματισμένοι αναζήτησαν καλλίτερη τύχη εκτός από την πατρίδα και σε άλλους τόπους, Αμερική, Καναδά, Αίγυπτο, Αυστραλία κλπ.
Προτού όμως φτάσουμε στην κορύφωση του διωγμού από τις πατρογονικές εστίες, υπήρξαν και επιμέρους πόλεμοι, μετατοπίσεις πληθυσμών, υποχρεωτικές μετακινήσεις, φτώχια και προσφυγιά. Η Πόλη, (Κωνσταντινούπολη), γέμισε, όχι μόνο από ταλαίπωρους κυνηγημένους, αλλά και από λογίς λογίς στρατεύματα. Διάβασα σε ένα βιβλίο που αναφέρεται «στην Παλιννόστηση στις γλυκές πατρίδες), του Άρη Κυριαζή, πως στα 1918 στην πόλη των 1.200.000 ψυχών υπήρχαν 4.500 ιερόδουλες, προκειμένου να εξυπηρετούν τις ανάγκες τόσων στρατιωτών. Ακόμα για τα τάγματα αγγαρείας, από όπου οι έλληνες δραπέτευαν και περνώντας από την Πόλη, προσπαθούσαν να φτάσουν στην Ελλάδα.Τέτοιος φυγάς ήταν και Λάζος, που κατάφερε αφού κρύφτηκε λίγο καιρό ανάμεσα στις πόρνες, να έρθει στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκε στον Βύρωνα που τότε δημιουργούτανε, ήταν ακόμα χωράφια.
Το κάθε κορίτσι που έφτανε να πουλά το κορμί του για να ζήσει, είχε και μια θλιβερή ιστορία. Συνηθισμένα πράγματα στον πόλεμο. Κι όμως πολλές φορές αυτά τα πλάσματα που δεν διαλέξανε ή που δεν μπορούσαν να διαλέξουν τρόπο ζωής είναι πολύ πιο ηθικά στοιχεία από τους άλλους τους καθώς πρέπει. Μια τέτοια ψυχούλα ήτανε και η Χαρά, που η μόνη της χαρά ήταν το όνομα της. Έκανε το σταυρό της και υπέμενε την μοίρα της, μέχρι που κάποια από τις πολλές φορές γκαστρώθηκε. Και τότε από την απελπισία της θέλησε να σκοτωθεί. Οι άλλες γυναίκες μέσα στο «σπίτι» την συμπονούσαν, την συμβούλευαν να το ρίξει, εκείνη ούτε να το ακούσει, έλεγε τι ένα φονικό, τι δύο; Θα σταματήσω την δουλειά να το μεγαλώσω.
Πράγματι σταμάτησε να εκδίδεται, δεν έφυγε όμως ποτέ από αυτό το κύκλωμα. Άρχισε να κάμει την παραδουλεύτρα στις πρώην συναδέλφους της, να πλένει ρούχα και να κάμει θελήματα. Έπρεπε να βρει πόρους να μεγαλώσει το μπάσταρδο. Γεννήθηκε μέσα στο πορνείο ο Πέτρος. Από τις κοινές γυναίκες ήτανε τα πρώτα χάδια, φωνές μεθυσμένων τα πρώτα νανουρίσματα. Πήγε η μάνα του στις επιτροπές, το δήλωσε γιό του στρατιώτη Λάζου, για να έχει κάποιο όνομα.
Παρά το γεγονός πως μπορούσε να το δώσει στο ορφανοτροφείο, δε συμφώνησε ποτέ, θέλοντας να του δώσει σωστή ανατροφή. Πίστευε πως θα το πουλούσαν και δεν θα το ξανάβλεπε, λέγοντας πως τάχα πέθανε από αρρώστια.
Ο Πέτρος διακρινότανε από τα πρώτα του κιόλας χρόνια για την αντίληψη και την ευφυΐα του. Ο πόλεμος τέλειωσε, τα στρατεύματα άρχισαν να αποχωρούν από την Πόλη και τα σπίτια σιγά σιγά να κλείνουν. Οι επιτροπές στα ορφανοτροφεία διοχέτευαν τα παιδιά με την βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού στην Αθήνα. Σκέφτηκε η Χαρά να στείλει τον Πέτρο και αυτόν στην πατρίδα, και να πάει από εκεί να το πάρει. Του είπε λοιπόν για τον Λάζο Μπαλτά, ότι τάχα θα τον βρει, γιατί είναι ο πατέρας του, και αργότερα θα ερχότανε και εκείνη να είναι όλοι μαζί.
Το παιδί έμεινε στο ίδρυμα που διέθετε και σχολείο, ήτανε περίπου 6 με 7 χρονών, πανέξυπνο σαν όλα τα μπάσταρδα, καταλάβαινε τα πάντα με την πρώτη. Συντάξανε οι αρμόδιοι την πρώτη λίστα με τα παιδιά που θα πήγαιναν στην Ελλάδα, και του Πέτρου ήταν καταχωρημένο. Μετά την ενημέρωση των παιδιών για να ετοιμαστούν ο Πέτρος εξαφανίστηκε. Άδικα το γυρεύανε οι παιδονόμοι και οι δασκάλες. Μόλις έφυγε η ομάδα για το λιμάνι, γύρισε αυτός στον κοιτώνα του. Σε δύο μήνες που έγινε νέα αποστολή, αυτός πάλι κρύφτηκε μέχρι να φύγουν τα υπόλοιπα παιδιά.
Τον παρουσιάσανε στην επιτροπή, για να βγάλουν απόφαση τι να κάνουν, με τον απείθαρχο. Ένας από τα μέλη της επιτροπής, προσπάθησε να του μιλήσει –στον Πειραιά θα σε περιμένει η μάνα σου, δεν θέλεις να πάς να την βρεις; Αντέδρασε ο Πέτρος, εδώ είναι ο τόπος μου. Έκπληκτος ξαναρωτά, μήπως θέλεις να έρθεις στο δικό μου σπίτι; Το ίδρυμα θα κλίσει, που θα πάς; είσαι πολύ μικρός ακόμα; Βουρκωμένος ο μικρός κατέβασε το κεφάλι του. Και τον επήρε μαζί του. Ήτανε ο Ίσαρης, από τα μεγάλα ονόματα της εποχής. Μόλις φθάσανε στην έπαυλη του, τον παρέδωσε στην οικονόμο του σπιτιού, την Μαριώ, πρόσεξε τον, την ειδοποίησε γιατί είναι αντάρτης. Η Μαριώ μεγαλοκοπέλα ήταν, υπεύθυνη για την εύρυθμη λειτουργία όλου του σπιτιού, τον αγκάλιασε με πολύ στοργή, θα πάει σχολείο; Ρώτησε, Όχι θα μένει με το προσωπικό μέχρι να δούμε τι κατάληξη θα έχει.
Ο Ίσαρης παντρεμένος με την Αγγελική, είχε έξι παιδιά, τα οποία με συνοδεία κάθε πρωί πηγαίνανε στο σχολείο. Δεν άφηνε όμως και την Μαριώ παραπονεμένη, όταν αδιαθετούσε η Αγγελική.
Από τους προμηθευτές του αρχοντικού, που συχνά περνούσαν την πίσω πόρτα ήταν και ο Θανάσης. Έβλεπε στο βλέμμα του παιδιού το παράπονο, αλλά διέκρινε και την εξυπνάδα του. Ζήτησε από τον Ίσαρη να υιοθετήσει το ορφανό, μια και η γυναίκα του δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει. Και ο Ίσαρης συμφώνησε εφ’ όσον το παιδί δεν θα είχε αντιδράσεις άσχημες. Ο Πέτρος το χάρηκε, αγκάλιασε το Θανάση, και έκαμε συμφωνία, δεν θα σε λέω πατέρα, ο δικός μου λεγότανε Λάζος. Ο Θανάσης χαμογέλασε, δεν με νοιάζει, αρκεί να είσαι ευτυχισμένος και να με αγαπάς. Και μετακόμισε ο Πέτρος στου Θανάση το σπίτι. Η Θανάσενα το έσφιξε στην αγκαλιά της με δύναμη, Θεέ μου σε ευχαριστώ, ψέλλισε, η αντίδραση του μικρού ήταν άμεση και αφοπλιστική –άσε το Θεό να κάνει την δουλειά του, και μείς την δική μας.
Το μαγαζί του Θανάση ήτανε μπακάλικο στην ρωμαίικη γειτονιά, εκεί μεγάλωνε ο Πέτρος βοηθώντας τον ευεργέτη του. Τον αποκαλούσε θείο, και ήταν ευχαριστημένος, που όποτε είχαν καιρό προσπαθούσε να του μάθει γραφή και ανάγνωση. Απέναντι ακριβώς υπήρχε ελληνικό εστιατόριο του Αποστόλη. Οι φιλίες που έπιασε στην γειτονιά, είχανε ένα κοινό χαρακτηριστικό, όλα τα παιδιά της παρέας ήταν εμπερίστατα.
Ο Αποστόλης βλέποντας τις ικανότητες του Πέτρου, πρότεινε στο Θανάση, να τον πάρει στο εστιατόριο, να βγάζει μεροκάματο. Ο Θανάσης αντιδρούσε, φοβότανε μήπως του φύγει το παιδί που ζωντάνεψε το σπιτικό του, από την άλλη όμως, ο πόλεμος ερχότανε, οι δουλειές λιγόστευαν, οι προύχοντες φεύγανε, και το παιδί χωρίς τέχνη πως θα επιβιώσει. Αύγουστος του 1936 ήτανε, όταν κάτσανε να κάνουν συμφωνία οι τρείς τους, ο Θανάσης, ο Αποστόλης και ο Πέτρος σε ηλικία μόλις 15 χρόνων, εγώ γκαρσόνι δεν γίνομαι, αγαπώ τον άνθρωπο που με ανέθρεψε και δεν τον εγκαταλείπω. Δεν σε θέλω γκαρσόνι, μάγειρα σε χρειάζομαι, η θέση του Θανάση στην καρδιά σου είναι μοναδική, δεν την ζηλεύω, απεναντίας βοηθάω και εκείνον που δεν πάει καλά, βοηθάω και σένα να μάθεις μια τέχνη να μην πεινάσεις ποτέ, και κάνω και εγώ την δουλειά μου. Ρωμιοί είμαστε και ό ένας έχει υποχρέωση να στηρίξει τον άλλον. Είπανε και άλλα πολλά, για την αρρώστια την Θανάσενας που δεν γιατρεύεται, για τα χρέη που μαγαζιού που άρχισαν να μαζεύονται και ο Πέτρος έσκυψε το κεφάλι, άλλαξε πόστο δουλειάς, και κάθε βράδυ γυρνούσε στο σπίτι του Θανάση που το θεωρούσε δικό του.
Η Θανάσενα λίγο καιρό έζησε ακόμα, την ακολούθησε ο Θανάσης σε λίγες εβδομάδες, μην αντέχοντας το καημό της, και ο Πέτρος μετακόμισε από το σπίτι, στο καμαράκι πίσω από το εστιατόριο του Αποστόλη. Εκτιμώντας την εργατικότητα την τιμιότητα και το φιλότιμο του Πέτρου, πρότεινε να εγκατασταθεί σπίτι του, άλλωστε δεν είχε οικογένεια ο Αποστόλης, εκείνος αποδέχτηκε την πρόταση.
Και πέρασαν τα χρόνια, ήρθε ο πόλεμος, τέλειωσε ο πόλεμος, στην Ελλάδα άρχισε ο αλληλοσπαραγμός, στην Πόλη το κλίμα για τους ξένους άρχισε να γίνεται δυσμενές. Στο σπίτι του Αποστόλη ένα μόνο πρόβλημα υπήρχε, η γκρίνια του να παντρευτεί ο Πέτρος να δει και αυτός εγγόνια, όπως έλεγε. Και ο Πέτρος απόλυτος, εγώ από προξενιό δεν παντρεύομαι, θα την βρω και θα με βρει.
Την πρωτοχρονιά του 1955 ο Αποστόλης είχε πληροφορίες για τα επερχόμενα και έβγαλε την μεγάλη απόφαση. Πέτρο εγώ θα πάω στην Ελλάδα, ο εμφύλιος τελείωσε, τα πράγματα ηρέμησαν, εδώ έρχεται αναταραχή και δεν ξέρω που θα καταλήξει. Ο Πέτρος αντιδρούσε, εδώ είναι ο τόπος μου, έλεγε και ξανάλεγε. Ο Αποστόλης ανυποχώρητος, θα φύγω ή μαζί σου ή μόνος μου, αν θέλεις να πάμε στην Αθήνα να ανοίξουμε εκεί ένα εστιατόριο, έλα, εάν πάλι δεν θέλεις κράτα αυτό. Λύγησε ο Πέτρος, έσκυψε το κεφάλι, πως θα το κάνουμε;
Ήτανε τότε άνδρας 34 χρόνων. Χρειάστηκαν αρκετές εβδομάδες, να μαζέψουν όσα χρήματα μπορούσαν, να τα μετατρέψουνε σε λίρες, να μαζέψουν και πληροφορίες για την Αθήνα. Μάθανε πως στην Κοκκινιά στην Νίκαια στην Καισαριανή και στον Βύρωνα υπήρχαν πολλοί πατριώτες, εκεί θα βρίσκανε βοήθεια. Στις 29 Ιουνίου έγινε το καθιερωμένο από χρόνια γλέντι, για την εορτή του Πέτρου και την επομένη ξεκίνησε για το ταξίδι στην Πατρίδα.
Έφτασε στο Πειραιά με το καράβι, βολεύτηκε σε ένα ξενοδοχείο, και βγήκε στο δρόμο να μάθει που είναι αυτές οι γειτονιές. Η Νίκαια και η Κοκκινιά κοντά στο Πειραιά ήτανε, αλλά δεν βρήκε κανέναν γνώριμο, ζούσαν εκεί πατριώτες από τα παράλια.
Ρωτόντας έφθασε και στον Βύρωνα, κοίταζε τις ταμπέλες στους δρόμους, οδός Κωνσταντινουπόλεως, οδός Βοσπόρου, Τατατούλων, αγίας Σοφίας Καλλιπόλεως, εδώ είμαστε σκέφτηκε και προχώρησε. Χάζευε τα μαγαζιά που σε πολλά του θυμίζανε τα Πολίτικα.
Περνώντας έξω από ένα καφενέ, άκουσε μια φωνή να τον καλεί, πατριώτη έλα μέσα, και μπήκε. –πόσες ώρες γυρνά με το μπογαλάκι στον ώμο, κάτσε να σε κεράσω ένα καφεδάκι, έφαγες τίποτα; Έχεις χρήματα; Που μένεις; Βροχή οι ερωτήσεις με έκδηλο ενδιαφέρον από τον καφετζή. Ο Πέτρος είπε πεινάω, και ο καφετζής φώναξε –Μωρή Ελένη, φτιάξε τίποτα να φάει ο μουσαφίρης μας, σε λίγο φτάσανε αυγά τηγανιτά με παστουρμά, ντομάτα με ρίγανη, λίγο τυρί ψωμί και μια κούπα κρασί. Ένα χαμόγελο που έσκασε, μαζί με την καλημέρα, η Ελένη, ήταν αρκετό για τον Πέτρο για να νοιώσει αμήχανα, ο καφετζής το κατάλαβε αμέσως. –Κόρη μου είναι είπε και καμάρωσε.
Αφού έφαγε ο Πέτρος πήρε θάρρος από την καλοσύνη που βρήκε και άρχισε να ρωτά για διάφορα πρόσωπα, αν δηλαδή είχαν κοινούς γνωστούς, εξήγησε τον λόγο που ήρθε μέχρι τον Βύρωνα ψάχνοντας το κατάλληλο μέρος για να ανοίξει το εστιατόριο μαζί με τον Αποστόλη που θα ερχότανε σε λίγο καιρό. Και με την κουβέντα και αναμοχλεύοντας τα περασμένα, αποκάλυψε και ο Καφετζής το όνομα του, Λάζος Μπαλτάς.
Κυνηγημένος στο διωγμό έφτασε εδώ και έστησε αυτόν τον καφενέ, παντρεύτηκε αλλά δεν το χάρηκε, διότι η γυναίκα του πέθανε στην γέννα, και με την βοήθεια της γειτονιάς μεγάλωσε η Ελένη, αναλαμβάνοντας από πολύ μικρή καθήκοντα νοικοκυράς. Νταμπλάς του ήρθε, του Πέτρου, ζήτησε λεπτομέρειες για την εποχή που πέρασε από την Πόλη, του είπε ότι η μάνα ισχυριζόταν πως ήταν δικό του παιδί, και πως από χρόνια τον έψαχνε, δεν αποκάλεσε κανέναν πατέρα, συγκινήθηκε ο Λάζος, παρότι φέρεις το όνομα μου, δεν είσαι παιδί μου, γνώρισα την μάνα σου, αλλά δεν πλάγιαζε με τον καθένα έτσι εύκολα όσο νομίζεις, το έκανε από ανάγκη γιατί ήταν τελείως απελπισμένη, ο πόλεμος βλέπεις μόνο δυστυχίες γεννά, ας είναι όμως, αν θέλεις κάτσε εδώ να κάνεις το εστιατόριο, υπάρχουν γύρω γύρω πολλοί πατριώτες και θα σας στηρίξουν.
Την επόμενη μέρα βρήκε ένα σπίτι το νοίκιασε, και άρχισε να ψάχνει το κατάλληλο σημείο, βρήκε στον Κοπανά, μαγαζί που το θεώρησε πρόσφορο για την περίπτωση, και έγραψε γράμμα στο Αποστόλη. Περιμένοντας την απάντηση, ξημεροβραδιαζότανε στον καφενέ του Λάζου, η απάντηση δεν ήρθε ποτέ, μεσολάβησαν τα Σεπτεμβριανά, γέμισε ο Βύρωνας με νέους πρόσφυγες, αυτοί την φορά Πολίτες. Μάταια έψαχνε ανάμεσα σε αυτούς τον Αποστόλη, δεν έμαθε τίποτα γι αυτόν, όπως δεν ήξερε τίποτα για την μάνα του, μόνο για τον Ίσαρη έμαθε πως είχε προλάβει εγκαίρως να φύγει, και είχε εργοστάσιο στο Ρέντη.
Ο Λάζος τον συμπόνεσε, άκου παιδί μου, έλα να μείνεις μαζί μας, βλέπω πως καλοβλέπεις την Ελένη και εκείνη σε θέλει, θα στην δώσω, να κάνεις το καφενέ μαγέρικο λαϊκό, να τρώνε οι πατριώτες ένα πιάτο φαΐ, να πίνουν ένα ποτήρι κρασί και να λένε το πόνο τους, όλοι οι άνθρωποι έχουν καημούς και κάπου πρέπει να ξεθυμαίνουν, ας είσαι εσύ αυτός, θα τους καταλαβαίνεις γιατί και συ είσαι πονεμένος. Ο Πέτρος έσκυψε το κεφάλι, συμφώνησε, ξόδεψε τα χρήματα που είχε φέρει, και μετέτρεψε τον καφενέ του Λάζου, σε ταβέρνα, «οινομαγειρείον ο Πέτρος» με απαίτηση του Πεθερού του έγραφε στην ταμπέλα απέξω. Η Ελένη έγινε Πέτρενα, στάθηκε βράχος δίπλα του τα επόμενα χρόνια, γνώρισαν οικογένεια και αυτός και εκείνη που του χάρισε επτά κόρες, οι πρώτες δύο δίδυμες. Μαγείρευε ο Πέτρος και σερβίριζε ο Λάζος, σε κάθε τραπέζι ένα ποτήρι παραπάνω πήγαινε πάντα, παράδοση που συνεχίστηκε ακόμα και όταν πέθανε, το ποτήρι τώρα ήτανε του Πέτρου. Άκουγε τι του λέγανε, και έκανε τέτοια ερωτήματα που να ξαλαφρώνει τους συνομιλητές του.
Υπήρξε μπεσαλής, και εχέμυθος, δεν είχε πελάτες, είχε μόνο φίλους και συντρόφους όπως έλεγε, κι ας του στοίχισε κάποιες φυλακίσεις. Βοήθησε όσο κόσμο μπορούσε με τον δικό του τρόπο, μια ψωμιέρα πάνω στο ψυγείο ήταν για όσους είχαν ανάγκη, κάθε φορά είχε και την αιτία γραμμένη σε χαρτί. Όταν κανείς δεν είχε χρήματα να πληρώσει, του έλεγε όταν θα έχεις να τα βάλεις στη ψωμιέρα. Το σημαντικότερο είναι ότι κανείς δεν τον εκμεταλλεύτηκε ποτέ, η ψωμιέρα πάντα κάτι περιείχε. Οι πελάτες είχαν γνωριστεί μεταξύ τους, μια παρέα γινότανε όλο το μαγαζί, ιδικά στις 29 Ιουνίου που γιόρταζε ο Πέτρος.
Δεν είναι δυνατόν να απαριθμήσουμε όλα τα γεγονότα στην ταβέρνα του Πέτρου, ούτε να δούμε όλους τους θαμώνες της, ο κάθε ένας είναι και μια ιστορία, πάντα πικραμένη, το γέλιο είναι σπάνιο φαινόμενο σε αυτό το περιβάλλον. Γεγονός είναι πάντως, πως τα χρόνια πέρασαν, παντρευτήκαν οι έξι από τις κόρες του, η τελευταία έμεινε για να τον γηροκομήσει. Το 1989 πέθανε η Πέτρενα, και τότε συγκατένευσε να δώσουν την ταβέρνα αντιπαροχή, με την συμφωνία να έχει ένα μικρό καφενεδάκι στην είσοδο, να περνούν οι φίλοι να πίνουν τον καφέ τους, κανένα ούζο και να συζητάνε. Η κόρη πήρε μια γκαρσονιέρα μένει και ένα διαμέρισμα να το νοικιάζει, να έχει έσοδο.
Αναταραχή επεκράτησε στο Βύρωνα, από την έλλειψη της ταβέρνας του Πέτρου, ώσπου να σηκωθεί η πολυκατοικία σκόρπισε η πελατεία. Όταν άνοιξε το καφενεδάκι είχαν απομείνει λιγοστοί φανατικοί του Πέτρου, πήγαιναν και τον βρίσκανε, να σέρνει τα πόδια από τα γεράματα, αλλά με διάθεση εφήβου. Παρά τις συστάσεις του γιατρού αυτός δεν έλεγε να κάτσει, σύνταξη είχε αλλά θεωρούσε χρέος προς τον Πεθερό του, να ανακουφίζει του πελάτες κουβεντιάζοντας μαζί τους. Ένα πρωινό και στη κουβέντα απάνω συγκινήθηκε τόσο, που έπαθε έμφραγμα και προτού έλθει το ασθενοφόρο ξεψύχησε μέσα στο καφενεδάκι. Στην κηδεία του κουβεντιάζανε για το πλήθος που τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία. Ξένος μέσα στους ξένους, και όμως με όλους αυτούς κάτι διαφορετικό τον έδενε με τον καθένα χώρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου