Πριν από κάμποσο καιρό είχα γράψει για μια βουτιά στο παρελθόν, που υποσχέθηκα στον εαυτό μου να την ξανακάνω. Αψήφησα την πρώτη φορά τις απαγορεύσεις της γιατρού, ενώ την δεύτερη δεν το ανέφερα καθόλου και γλύτωσα την όποια κατσάδα μου αναλογούσε.
Ανέβηκα λοιπόν στον βατήρα για την πρώτη κατάδυση στην πισίνα του χρόνου, και βούτηξα στα 40 χρόνια. Είχα εγκαίρως ειδοποιήσει, από το facebook, όποιος θέλει να απογοητευτεί ας με συναντήσει. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν απογοήτευσα πολλούς, αντίθετα απογοητεύτηκα, κάνοντας την σύγκριση, και βλέποντας τις κυρίες της παρέας, να μένουν αλώβητες από τον χρόνο, και εγώ να είμαι για τα κλάματα.
Χάρηκα πραγματικά την συντροφιά παλαιών φίλων και συμμαθητών. Θεώρησα αυτήν την συνάντηση σαν προοίμιο της μεγάλης που ελπίζω να γίνει στο τέλος του χρόνου. Ίσως θα πρέπει να αρχίσουμε από τώρα να οριστικοποιούμε για τον μήνα Νοέμβριο.
Στην δεύτερη κατάδυση, έπεσα λίγο έως πολύ στα αβαθή. Επισκέφτηκα στην Κρήτη, την ιστορική Ιερά Μονή του Επανανωσήφη, με την ευκαιρία της πανηγύρεως της. Από τις μεγαλύτερες όχι μόνο της Κρήτης αλλά και της Ελλάδος γενικά, αριθμεί πάνω από σαράντα μοναχούς.
Το πλήθος του κόσμου ξεπερνά τις πέντε χιλιάδες προσκυνητές. Πενήντα ιερείς και παραπάνω είναι οι συμμετέχοντες, και άγημα στρατού αποδίδει τιμές. Τα παλαιότερα χρόνια διανυχτέρευαν στο ύπαιθρο, ενώ σήμερα με τα αυτοκίνητα αυτό καταργήθηκε. Όπως επίσης καταργήθηκε, και το φαγητό που προσέφερε η Μονή στους επισκέπτες αυτής της ημέρας.
Ένα βόδι στιφάδο, και σαράντα αρνιά, δυο βαρέλια κρασί, είναι ενδεικτικά για το τι ακολουθούσε την περιφορά της εικόνας του Αγίου Γεωργίου που συνόδευαν καβαλάρηδες.
Και λόγο της καταργήσεως του τραπεζώματος, επισκέφτηκα το κοντινό χωριό Δαμάνια, το οποίο διακόνησα ως εφημέριος παραπάνω από επτά χρόνια. Και εκεί στήθηκε η τάβλα.
Ούτε η ποικιλία των εδεσμάτων, ούτε και η νοστιμιά των παραταθέντων, ούτε η παλαιότητα και ποσότητα του κρασιού που καταναλώθηκε, δημιούργησαν το κέφι. Αλλά η αγάπη και η νοσταλγία των συνδαιτυμόνων. Έχουν ένα μοναδικό τρόπο οι Μικρασιάτες να γλεντούν. Μπορεί τα βιολιά να εξέλειπαν από αυτήν την γενιά των Δαμανιανών, η νοσταλγία του τόπου και ο νταλκάς, δεν λείπουν. Το τραγούδι το ανατολίτικο σμίγει με το κρητικό και το ρεμπέτικο και γίνεται ένας αχταρμάς, που δεν σε αφήνει να φύγεις.
Κατέβαλα πράγματι πολύ προσπάθεια να σηκωθώ από το τραπέζι, και μου το επέτρεψαν μόνο για τον λόγο, ότι πήγαινα σε άλλο να συνεχίσω, εκεί ήταν καθαρά κρητικό.
Όπως ο φονιάς ξαναγυρνά στον τόπο του εγκλήματος, γύρισα και εγώ στην αυλή του Πυθαγόρα, και ξαναβρήκα τον καθρέφτη μου να μου υπενθυμίζει, πείρες τα χάπια, τα πρωινά τα μεσημεριανά τα βραδινά, έκανες τις εισπνοές σου, μέτρησες την πίεση το ζάχαρο και όλα εκείνα που κάνουν την ζωή να είναι . . . . . . .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου