1863: Όταν ο λαός ξεσηκώθηκε γιατί, εν
μέσω κρίσης, οι βουλευτές πήραν αύξηση
«Θα
μας πάρουν με τις πέτρες», έχει προειδοποιήσει ο πρωθυπουργός. Και η φράση αυτή
από τότε που την είπε επαναλαμβάνεται συχνά από εκπροσώπους του πολιτικού
κόσμου. Και δεν μιλούν στον αέρα. Γιατί ξέρουν πως υπάρχουν και ιστορικά
προηγούμενα. Και όχι μόνο ένα στην ιστορία του ελεύθερου ελληνικού κράτους.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο λαϊκός ξεσηκωμός το 1863 λίγο μετά την έξωση
του βασιλιά Όθωνα και πριν έρθει στη χώρα ο Γεώργιος Α´. Τότε, εν μέσω
βαθύτατης οικονομικής κρίσης και φτώχειας των λαϊκών στρωμάτων, η Εθνική
Συνέλευση αποφάσισε την αύξηση της αποζημίωσης των πληρεξουσίων. Ένα επεισόδιο
της ελληνικής ιστορίας με στοιχεία που ομοιάζουν πολύ με αυτά που ζούμε σήμερα.
Και αν σήμερα κυριαρχούν οι λέξεις λαμόγια και λαμογιές, τότε κυριαρχούσαν οι
λέξεις λουφές (μπαχτσίσι, φιλοδώρημα, λάδωμα) και λουφέδες.
Τότε το κρατικό ταμείο ήταν άδειο αφού
οι κυβερνήσεις που διόριζε ο Όθωνας είχαν σπαταλήσει όλα τα δημόσια έσοδα σε
περιττές δαπάνες για τους ανθρώπους του Παλατιού και των μηχανισμών που είχαν
στήσει σε όλη τη χώρα για να τους διατηρούν στην εξουσία.
Έμπαινε λοιπόν επί τάπητος το ζήτημα των
οικονομιών. Από πού θα έκοβαν δαπάνες; Πρώτα από όλα από τους μισθούς των
δημόσιων υπαλλήλων καληώρα όπως γίνεται και τώρα. Έτσι στα τέλη του Φεβρουαρίου
και τις αρχές Μαρτίου 1863 άρχισε στη Συνέλευση η συζήτηση για τις περικοπές
των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και την επιβολή φόρων στους
κτηνοτρόφους. Η συζήτηση γινόταν στη σκιά των αιματηρών συγκρούσεων που είχαν
μόλις τελειώσει και έμειναν στην ιστορία ως «Φεβρουαριανά».
Οι συζητήσεις ήταν έντονες. Οι
υποστηρικτές της μείωσης των μισθών των υπαλλήλων και της φορολόγησης των
κτηνοτρόφων επέμεναν ιδιαίτερα στο επιχείρημα ότι αν δεν μειωθούν οι δημόσιες
δαπάνες, τότε δεν θα εξυπηρετηθεί και η αποπληρωμή των υπέρογκων δανείων στα
οποία είχε υποχρεωθεί να προχωρήσει η Ελλάδα ήδη από τον αγώνα της
ανεξαρτησίας. Από την άλλη πλευρά πληρεξούσιοι ζήτησαν να περικοπούν αναλογικά
και οι μισθοί άλλων κατηγοριών υψηλόμισθων όπως των αρχιερέων (κατά 50%). Όμως
οι προτάσεις αυτές δεν έγιναν δεκτές. Τελικά το νομοσχέδιο για τις περικοπές
στους μισθούς και τη φορολόγηση της κτηνοτροφίας, παρά τις αντιδράσεις,
ψηφίστηκε, αλλά το κλίμα στις λαϊκές μάζες ήταν πάρα πολύ βαρύ. Πολύ
περισσότερο που η προσωρινή κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά την έξωση του Όθωνα
είχε απονείμει σωρηδόν βαθμούς σε αξιωματικούς που πήραν μέρος στις κινήσεις
για την απομάκρυνση του έκπτωτου βασιλιά επιβαρύνοντας έτσι το δημόσιο ταμείο
και προκαλώντας τη δυσφορία της κοινής γνώμης.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες κατατέθηκε
και η πρόταση για την αύξηση της αποζημίωσης των πληρεξουσίων. Η συζήτηση
άρχισε στις 20 Μαρτίου. Το προεδρείο πρότεινε ψήφισμα που προέβλεπε τη χορήγηση
μηνιαίας αποζημίωσης στους πληρεξουσίους 400 δραχμών.
Ένα ποσό ιδιαίτερα υψηλό για τα δεδομένα
του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και την οικονομική κατάσταση της χώρας.
Ενδεικτικά αξίζει να σημειωθεί ότι γύρω στο 1880 (και με βάση το νόμο ΑΓ/1846)
ήταν 800 δραχμές το μήνα και των πρωθυπουργών 1.200. Την ίδια εποχή, όπως
σημειώνεται και στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (τ. ΙΔ, σελ 13), «το μέσο
ετήσιο εισόδημα των 10 μεγαλύτερων γαιοκτημόνων της χώρας δεν ξεπερνούσε έως
την προσάρτηση της Θεσσαλίας τις 20.000 δραχμές το χρόνο», ενώ «ελάχιστα χρόνια
πριν το 1874 δεν υπήρχαν παρά τρεις βιομηχανικές μονάδες που να παράγουν
προστιθέμενη αξία μεγαλύτερη από 100.000 δραχμές το χρόνο».
Με αυτά τα δεδομένα ήταν φυσικό ότι και
στο άκουσμα μόνο της πρότασης θα ξεσηκώνονταν θυελλώδεις αντιδράσεις. Ο Γ.
Κορδάτος γράφει στη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» (τ. 12ος, σελ.167):
«Μόλις
διαβάστηκε η πρόταση αυτή, το ακροατήριο άρχισε τα ποδοκροτήματα και τα
γιουχαΐσματα:
-Αίσχος! Ντροπή!
-Ο λαός πεινά και σεις μας φορολογείτε
για να σιτίζεσθε από το δημόσιο Ταμείο.
Το λόγο παίρνει ο πληρεξούσιος Άχολος ο
οποίος απευθύνεται στο ακροατήριο για να τον διακόψει ο πρόεδρος της Συνέλευσης
Μωραϊτίνης ο οποίος του λέει πως δεν έχει δικαίωμα να απευθύνεται στους
ευρισκόμενους στα θεωρεία αλλά μόνο στη Συνέλευση. Στα πρακτικά του Σώματος
αναφέρονται τα εξής:
«Άχολος:
Δεν το ήξερα, με συμπάθιο, Κύριοι, είμαι ο φτωχότερος απάντων, δεν απαιτώ
τίποτε και το λέγω, πρώτος, και με συγχωρείτε, διότι θα λάβω μεγάλην τόλμην,
δεν το λέγω ούτε να προσβάλω, ούτε να επαινέσω κανένα, σας λέγω ότι μέγα μέρος
των Πληρεξουσίων ίσως το 1/3, οι οποίοι δεν μισθοδοτούνται, είναι φίλοι μου,
συμπατριώται μου, έχουν 4 μήνας εδώ, αφήκαν τας γυναίκας των, αφήκαν τα παιδιά
των (γέλωτες και θόρυβος), μη κρύβεσθε εις το δάκτυλόν σας, όλοι θέλετε μισθόν,
ειπέτε το λοιπόν, ο ένας θέλει να το ειπή προ δύο μηνών, ο άλλος ζητεί πέντε
τάλληρα και δεν το ευρίσκει, ο άλλος λέγει, ο αγρός είναι άσκαφτος (θόρυβος).
Τέλος πάντων προτείνω και πιστεύω ότι η Συνέλέυσις παμψηφεί θα το δεχθή να
δοθούν 200 δραχμαί εις καθένα-πολλοί κάθηνται έξ μήνας εδώ και δεν έχουν ψωμί,
δεν έχουν παπούτσια (γέλως), είμαι ο χειρότερος και ζητώ συγγνώμην, να ερωτηθή
η Συνέλευσις.
Ο Βάσος εν μέσω αντεγκλήσεων κηρύσσεται
κατά πάσης αποζημιώσεως και προτείνει και όσοι παίρνουν μισθόν από άλλας αιτίας
να τον αφήσουν, διότι δεν έχει το Ταμείον χρήματα.
Ο Διομήδης Κυριακού τονίζει ότι πρέπει
όλοι να παραιτηθώμεν παντός μισθού, εν ανάγκη δε διά τους τελείως απόρους να
θεσπισθή μικρά τις αποζημίωσις. Ας πωλήσωμεν, λέγει, ό,τι έχομεν ο καθένας δια
να συντηρηθώμεν παρά να δώσωμεν αφορμήν κατακρίσεως.
Ο Ζέρβας κηρύσσεται υπέρ της χορηγήσεως
αποζημιώσεως ως αναγκαίας.
Ο Μπουντούρης προτείνει να δοθή δι’
έκαστον πίστωσις 200 δρχ. κατά μήνα και όστις θέλει ας τα λάβη.
Ο Βαλτινός προτείνει 300δραχμον μηνιαίαν
αποζημίωσιν.
Ο Ζαΐμης κηρύσσεται υπέρ της χορηγήσεως
αποζημιώσεως τινός διότι η άμισθος παροχή υπηρεσιών είνε αρχή πλουτοκρατική και
την απεδέχθησαν μόνον αι αριστοκρατικαί κοινωνίαι. Ουδαμού, λέγει, υπάρχει
παράδειγμα αμίσθου εκπληρώσεως των καθηκόντων του πληρεξουσίου ή βουλευτού. Τας
πλουτοκρατικάς και αριστοκρατικάς αρχάς τας απέκρουα πάντοτε, διότι δεν
δύνανται να εμφυτευθούν εις έδαφος καθαρώς δημοκρατικόν, όπως το Ελληνικόν».
Ακολούθησε μέσα σε σφυρίγματα και
γιουχαΐσματα η ψηφοφορία. Η πρόταση ψηφίσματος εγκρίθηκε με μια μικρή
τροποποίηση όπως γράφει ο Κορδάτος: «Όσοι από τους πληρεξουσίους είναι
υπάλληλοι και έχουν μισθό μικρό θα παίρνουν μηνιάτικη αποζημίωση τόση ώστε να
φτάνουν τις 300 δραχμές. Όσοι πάλι δεν έχουν κανέναν μισθό θα παίρνουν και
αυτοί από το Δημόσιο Ταμείο 300 δραχμές. Θα εξαιρούνται μόνο όσοι δεν
παρακολουθούν τις συνεδριάσεις της Συνέλευσης ή απουσιάζουν στις επαρχίες τους.
Αυτοί δεν θα παίρνουν πεντάρα».
«Γιούχα
παραδόπιστοι, γιούχα εκμεταλλευτές»
Μόλις έγινε γνωστή η είδηση της έγκρισης
του ψηφίσματος η Αθήνα ξεσηκώθηκε και την άλλη μέρα έγιναν μεγάλες ταραχές που
οδήγησαν στην πρόσκαιρη μη εφαρμογή του, όχι όμως και στη ρητή κατάργησή του.
Να τι γράφει ο Κορδάτος:
«Ο
λαός ξεχύθηκε στους δρόμους και με γιουχαΐσματα υποδέχτηκε το ψήφισμα για τη
βουλευτική αποζημίωση.
Από νωρίς χιλιάδες κόσμου μαζεύτηκαν
μπροστά στη Βουλή και έβριζαν τους πληρεξούσιους που έβγαιναν:
-Γιούχα, παραδόπιστοι.
-Γιούχα, εκμεταλλευτές.
Γιούχα…
Ύστερα σχηματίστηκε μεγάλη διαδήλωση.
Μαζί με το λαό ήταν και πολλοί εθνοφύλακες και στρατιώτες. Όλοι τους φώναζαν:
Γιούχα-Κάτω ο Λουφές!
-Πάμε στο σπίτι του Μωραϊτίνη, είπε
κάποιος, πάμε να του πούμε να καλέσει τη Συνέλευση, τώρα αμέσως για να ακυρώσει
το ψήφισμα-Λουφε.
-Πάμε, φώναζαν όλοι.
Σε λίγο βρέθηκαν χιλιάδες λαού μπροστά
στο σπίτι του Μωραιτίνη, που τους υποσχέθηκε ότι ‘στην προσεχή συνεδρίασιν θα
ενεργήση τα δέοντα’.
Ύστερα ο λαός και ο στρατός πήγε στο
σπίτι του Ζαΐμη και όχι μόνο έβριζε αλλά και πετροβολούσε. Δεν έμεινε τζάμι για
τζάμι. Έσπασαν ακόμα και τα παραθυρόφυλλα. Παραλίγο να βάλουν και φωτιά. Τα
ίδια έγιναν και στο σπίτι του Βαλτινού. Απεκεί πήγαν στο σπίτι του
Κουμουνδούρου γιατί διαδόθηκε ότι εκεί συνεδρίαζαν πολλοί πληρεξούσιοι.
Μόλις έφτασαν εκεί άρχισαν τα γιούχα και
οι βρισιές και απειλές. Από το σπίτι όμως του Κουμουνδούρου άρχισαν
πυροβολισμοί στον αέρα.
Τότε το πλήθος μάνιασε και ακούστηκε
μυριόστομη η φωνή:
-Στα όπλα!
Μέσα σε λίγη ώρα το σπίτι του
Κουμουνδούρου έγινε γυαλιά καρφιά. Καταστράφηκε. Το πλήθος με ρόπαλα, με
πέτρες, με τσαπιά και μπαλτάδες ρίχτηκε καταπάνω.
-Ακούς εκεί οι λουφέδες να θέλουν να μας
σκοτώσουν!
-Βαράτε τους!
-Οι άτιμοι μας φορολογούν και, ενώ εμείς
δεν έχουμε να φάμε, αυτοί θα τσεπώνουν 300 δραχμές το μήνα!
Αν δεν έφτανε η Χωροφυλακή, το σπίτι του
Κουμουνδούρου θα ξεθεμελιωνόταν.
Την άλλη μέρα (22 Μάρτη) έγινε μυστική
συνεδρίαση και αποφασίστηκε να μην ανακληθεί μεν το ψήφισμα για την αποζημίωση
των πληρεξουσίων, αλλά να μείνει ανεκτέλεστο ως το τέλος των εργασιών της
Συνέλευσης».
«Κάτω
ο λουφές!»
Η ανάμνηση του ξεσηκωμού των Αθηναίων
για την αύξηση του μισθού των πληρεξουσίων ήταν έντονη για πάρα πολλά χρόνια.
Γράφτηκαν μάλιστα και πολλά τραγούδια για το ζήτημα αυτό, που εξέφραζαν τη
λαϊκή οργή. Ένα από αυτά δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παλιγγενεσία» και οι
πρώτοι στίχοι του άρχιζαν ως εξής:
«Ανοίξετε
τα μάτια σας
πατέρες προκομένοι
καλός, καλός είν’ ο λαός
αλλ’ όταν χάνει τη μικρή
υπομονή που μένει
δεν ξεμπερδεύετε καλώς!
Κάτω! Κάτω ο λουφές!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου