Το φθινόπωρο δειλά-δειλά, μας ενημερώνει πως έρχεται η σειρά του. Το καλοκαίρι όμως αντιστέκεται, ποιος ξέρει για πόσο καιρό ακόμα. Έτσι η κουβεντούλα στο μπαλκονάκι του Πυθαγόρα συνεχίζεται, φορώντας τις ζακέτες.
Το θέμα αυτή την φορά, αφορά τα προσόντα για την εργαζόμενη γυναίκα. Βλέπετε ζούμε σε μια εποχή που η γυναίκα, κάνει όνειρα για καριέρα, από τα μαθητικά της χρόνια. Και αγωνίζονται τα κορίτσια να μαζέψουν χαρτιά, διπλώματα, μεταπτυχιακά διδακτορικά κ.λπ. ο στόχος είναι να έχουν πλούσιο βιογραφικό γεμάτο προσόντα για να βρουν δουλειά. Περνούν τα χρόνια με τις σπουδές, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την δημιουργία της οικογένειας. Για τα προσόντα που χρειάζεται, η γυναίκα προκειμένου να γίνει σωστή μάνα, ικανή να στηρίξει την οικογένεια λίγος λόγος γίνεται.
Όπως συνήθως, ανατρέξαμε πάλι στα περασμένα χρόνια, σκαλίζοντας την μνήμη μου έφτασα στην Φρόσω. Την γνώρισα σε προχωρημένη ηλικία σε κάποιο χωριό κοντά στην Καλαμπάκα, είχε λίγα πρόβατα και τυροκομούσε μονάχη της. Ήταν η εποχή που στην Καλαμπάκα μιλούσαν Ελληνικά, δεν είχε εξελιχθεί τόσο τουριστικά που να συναγωνίζεται την Μύκονο. Τα μοναστήρια των Μετεώρων ήτανε ακόμα τόποι προσευχής και όχι τουριστικό αξιοθέατο. Αυτά άλλαξαν με τον καιρό το παράπονο της Φρόσως ήτανε το ίδιο. Δεν την αξίωσε ο Θεός να κάμει παιδιά.
Όταν ήτανε μικρό κορίτσι, πέρα από σχολειό του χωριού, ούτε συζήτηση να πάει, και ας ήτανε η καλλίτερη μαθήτρια. Στα χωράφια και στα ζώα βγήκε για να μάθει πως να κουμαντάρει το σπιτικό που θα στήσει κάποτε. Και όταν αυτό το κάποτε έφτασε, το προξενιό δηλαδή, ήταν δεν ήταν 16 χρονών. Ο γαμπρός από χωριό του Μετσόβου με σημαντικό αριθμό αιγοπροβάτων.
Αποφάσισαν οι γονείς της, το γάμο με τους γονείς του γαμπρού, που εκείνο τον καιρό υπηρετούσε τη θητεία του. Ούτε αυτόν ούτε αυτήν ρωτήσανε. Τα παιδιά δεν είχαν δικαίωμα για άρνηση και ας μην γνωρίζονταν μεταξύ τους.
Ένα πρωινό η Φρόσω, με τα μπογαλάκια της ανηφόριζε για την στάνη των πεθερικών της. Μόλις τελείωσε το άρμεγμα ο μέλλον πεθερός της, και έπινε καφέ αμέριμνος. Κάποια στιγμή τα σκυλιά άρχισαν να αγριεύουν, τρομαγμένη η μέλλουσα πεθερά φώναξε, -Παναγία μου το κορίτσι μας-, και ο άντρα της ατάραχος -άσε να δούμε αν περάσει από τα σκυλιά, αλλιώς, δεν μας κάνει-.
Γι’ αυτόν, το προσόν που μετρούσε ήταν να περάσει τα σκυλιά, και η Φρόσω τα κατάφερε και πέρασε. Απολύθηκε και ο Τάσος, και έγινε ο γάμος, δεν είχε όμως τα προσόντα να κάνει οικογένεια.
Το παιδί που όλοι περίμεναν αργούσε και άρχισε η γκρίνια, το παράπονα του πεθερού, πως τους γελάσανε οι συμπέθεροι δίνοντας τους στέρφα νύφη. Η Φρόσω καρτερικά υπέμεινε την βάναυση πολλές φορές συμπεριφορά όλης της οικογένειας, μέχρι την ημέρα που την διώξανε να πάει στην μάνα της.
Εκεί αντί να βρει παρηγοριά αντιμετώπισε ένταση. Μη αντέχοντας άλλο, ομολόγησε στην μάνα της, την αιτία του κακού, την ανικανότητα του Τάσου. Και το άλλο πρωί μάνα και κόρη ανεβαίνανε στην στάνη, αποφασισμένες να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση.
Η πεθερά που αγαπούσε την Φρόσω, έκατσε ψύχραιμα να πληροφορηθεί, πως ο Τάσος στο στρατό αντί να γίνει άντρας, έμαθε να του αρέσουν οι άνδρες. Ο πεθερός μόλις το άκουσε τρελάθηκε, ο Τάσος ήταν μοναχοπαίδι, ντροπή μεγάλη για την οικογένεια. Θα τον -σκοτώσω- η πρώτη αντίδραση, και το ίδιο βράδυ του έδωσε ένα κομπόδεμα να φύγει μακριά, και να μην τον ξαναδεί. Αγκαλιάσανε την Φρόσω, που αποδήχθηκε πράγματι προσοντούχα, κόρη πλέον αφού τους γηροκόμησε.
Όταν πέθαναν τα πεθερικά της, γύρισε ο Τάσος διεκδικώντας την περιουσία. Μεγάλη καρδιά η Φρόσω αποφασίζει να πάει σε μοναστήρι να τελειώσει εκεί την ζωή της, ήταν γύρω στα 30 τότε, ικανή και πεπειραμένη σε κάθε είδους αγροτικές ή ποιμενικές εργασίες. Κτύπησε την πόρτα ενός Μοναστηριού, στα περίχωρα της Καλαμπάκας, ζήτησε να μιλήσει στην ηγουμένη για τα προσόντα της, και πήρε την απάντηση –εδώ είναι Παρθενώνας, -δηλαδή, ερώτησε, -εδώ βρίσκονται μοναχές που δεν γνώρισαν ποτέ άνδρα, -μα και εγώ παρθένα είμαι ακόμη, -ναι αλλά ήσουν παντρεμένη δεν μπορούμε να σε κρατήσουμε.
Με σκυμμένο κεφάλι γύρισε στο χωριό της, το πατρικό της ήταν ερείπιο, το σουλούπωσε όπως μπορούσε, και χάρη στην προσωπικότητα και την νοικοκυροσύνη της, έκαμε λίγα προβατάκια, να πουλά το γάλα να τυροκομεί και να περνά την υπόλοιπη ζωή της τίμια. Πέθανε πριν την μεταπολίτευση, με τον καημό πως δεν ολοκλήρωσε τον προορισμό της ζωής της, ποτέ δεν έγινε μάνα και ποτέ δεν είχε οικογένεια δική της.
Είχε η Φρόσω τα προσόντα να γίνει μια καλή νοικοκυρά, να κάμει σωστή οικογένεια, όμως μόνα τα προσόντα δεν είναι αρκετά, χρειάζονται και συγκυρίες να είναι ευνοϊκές, για να πραγματοποιηθούν τα όνειρα.
Πολλές κοπέλες σήμερα δύσκολα βρίσκουν την αντίστοιχη με τα προσόντα τους μεταχείριση. Παρασύρονται και αυτές από τον εγωισμό τους, να αναδειχθούν και κάνουν καριέρα και στον αγώνα αυτόν ξεχνούν τον κυρίως προορισμό της φύσεως τους που τις θέλει μανάδες και νοικοκυρές.
2 σχόλια:
Είναι σίγουρα ένα μεγάλο άλμα να γίνεις γονιός, είτε μάνα είτε πατέρας (αντίστοιχα και για τους άνδρες το μεγαλύτερο κατώρθωμα είναι να γίνουν καλοί πατεράδες και σύντροφοι), αλλά ο καλός γονιός είναι ο γονιός που αισθάνεται καταξιωμένος προσωπικά. Με το περιβάλλον που περιγράφεις και μια φορά να έκανε τη δουλειά ο Τάσος και να γεννούσε η Φρόσω, μάλλον πιο δυστυχισμένη θα ήταν!!
Η αξία του κατορθώματος αυτού που λέγεται καλός οικογενειάρχης, δεν κάνει διάκριση φύλου. Η καταξίωση η προσωπική όμως, είναι ένα θέμα που σηκώνει πολύ κουβέντα, διότι τα κριτήρια της αξιολόγησης είναι υποκειμενικά. Θα προσπαθήσω σε άλλη ανάρτηση να επεκτείνω.
Δημοσίευση σχολίου