Πέντε μῆνες τώρα λείπει στὰ ξένα τὸ ναυτόπουλο. Σωστοὺς πέντε μῆνες! Ἄχ, πόσο ἐπεθύμησε τὴν πατρίδα του!
Τὸ καράβι, ὅπου δουλεύει, πῆγε σὲ μακρινοὺς τόπους, σταμάτησε σὲ πολλὰ λιμάνια καὶ τώρα γυρνᾶ πίσω, νύχτα καὶ μέρα ταξιδεύουν. Μόνο οὐρανὸ καὶ θάλασσα βλέπουν. Ὁ ἀέρας σφυρίζει μέσα στ’ ἄρμενα, φουσκώνει τὰ πανιά, τὰ κύματα χτυποῦν τὸ καράβι, μὰ τὸ ναυτόπουλο δὲν τρομάζει. Εἶναι γενναῖο ναυτόπουλο καί, μόλις προστάξει ὁ καπετάνιο, σκαρφαλώνει στὰ ξάρτια καὶ λύνει ἢ δένει τὰ πανιά.
Δὲν τὸ τρομάζει ἡ θάλασσα, δὲν συλλογιέται τὸν κίνδυνο. Ἕνα πράγμα μόνο σκέπτεται: πότε θὰ φτάση.
Ὅταν τελειώσει ἡ δουλειά του, στέκει ἀκουμπισμένο στὸ παραπέτο τοῦ καραβιοῦ καὶ συλλογίζεται τὴ γλυκιά του πατρίδα. Κοιτάζει μακριά, ὅσο μπορεῖ νὰ φτάσει τὸ βλέμμα του, μήπως στὴν ἄκρη τοῦ ὁρίζοντα, πίσω ἀπὸ τὰ σύννεφα, ξεχωρίσει τὸ σπιτάκι του. Ἐκεῖ ποὺ τὸν περιμένη ἡ χήρα μάνα του καὶ τὰ ὀρφανὰ ἀδέλφια του.
Πέντε μῆνες τώρα λείπει στὰ ξένα. Ἄχ, πότε τέλος θὰ φτάσει; Μὲ ποιὰ λαχτάρα θὰ ἀνεβῆ τὴ μικρὴ σκάλα καὶ θὰ τρέξει στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του καὶ τῶν ἀδελφῶν του! Καὶ ἔπειτα, τὸ βράδυ, τὸ κοντὰ στὴ γωνιά, ὅπου θὰ λάμπη ζεστὴ φωτιά, ἐνῶ θὰ εἶναι ὅλοι τριγύρω του, θὰ τοὺς διηγῆται σὲ ποιὰ μέρη ταξίδεψε καὶ τί εἶδε στοὺς ξένους τόπους. Ληταν βέβαια ὡραῖοι οἱ ξένοι τόποι, μὰ γιὰ τὸν ξενιτεμένο, ποὺ ἔχει ἀγαπημένα πρόσωπα καὶ τὸν περιμένουν, ποτὲ δὲν εἶναι ὡραῖα ἡ ξενιτιά.
Πότε θὰ φτάσει; Τὸ περισσότερο βιάζεται νὰ φτάσει, γιατί μὲ τὸ μισθὸ ποὺ πῆρα ἀγόρασε γιὰ ὅλους κάτι. Γιὰ τὸ ἕνα ἀδελφάκι ἀγόρασε ὑποδήματα, γιὰ τὸ ἄλλο καπελάκι καὶ γιὰ τὴν μητέρα μερικὰ μέτρα πανὶ γιὰ νὰ ράψη φόρεμα. Μὲ ποιὰ χαρὰ θὰ δώσει στὸν καθένα τὸ δῶρο του καὶ μὲ ποιὰ χαρὰ θὰ τὸ πάρη ὁ καθένας! Καὶ θὰ βγάλη αἴφνης ἀπὸ τὴν τσέπη τοῦ ναυτικοῦ πανταλονιοῦ, δεμένα στὸ μαντίλι του, τὰ χρήματα ποὺ τοῦ ἔμειναν. Αὐτὰ θὰ τὰ δώσει στὴν δυστυχισμένη τὴ μητέρα του, νὰ ἀγοράση σιτάρι, κρέας καὶ ὅτι ἄλλο θέλει.
Ἐνῶ σκέφτεται ὅλα αὐτά, κοιτάζει καὶ στὴν ἄκρη τῆς θάλασσας ποὺ ἁπλώνεται ἐμπρός του, καὶ τί διακρίνει; Τὴν πατρίδα του! Τὸ καράβι σχίζει γρήγορα τὰ κύματα. Ὁλοένα πλησιάζουν. Νὰ φαίνονται τὰ σπίτια. Οἱ ναῦτες καὶ αὐτὸς μαζὶ σκορπίζονται στὰ κατάρτια, μαζεύουν τὰ πανιά. Ρίχνουν ἄγκυρα. Κατεβάζουν μία βάρκα στὴ θάλασσα. Μπαίνουν μέσα ὁ καπετάνιος τρεῖς ναῦτες καὶ αὐτὸς τραβώντας τὸ κουπί. Ἡ καρδιὰ τοῦ χτυπᾶ δυνατά. Νὰ εἶναι ὅλοι καλὰ στὸ σπίτι του; Μὴν ἔπαθε κανεὶς τίποτε; Μήπως εἶναι ἄρρωστη ἡ μητέρα του, κανένα ἀδελφάκι του; Πῶς ἀνησυχεῖ! Ἀλλὰ ποιοὶ νὰ εἶναι αὐτοὶ ποῦ περιμένουν στὴν ἀκρογιαλιά; Ὢ τοὺς γνωρίζει!
Ἡ βάρκα φτάνει στὴν ξηρὰ καὶ τὸ ναυτόπουλο τρέχει καὶ χώνεται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρα του καὶ μικρῶν ἀδελφῶν του.
Ἀριστοτέλης Κουρτίδης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου