Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Η Φόνη και τα παιδιά της


Το αφήγημα αυτό έρχεται ύστερα από μια επιτακτική προτροπή παλιού συνοδοιπόρου λέγοντας μου, «Ο Χριστός δίδαξε με παραβολές, για καταλαβαίνουν όλοι» και πως «-Απουσιάζουν οι ιστοριούλες από τον Πυθαγόρα, που δέχονταν πολλών ειδών προσεγγίσεις». Έτσι έκατσα σήμερα να γράψω την ιστορία της Φόνης, (Περσεφόνης), της μάνας εκείνης που δεν ήθελε παιδιά αλλά καρπερή καθώς ήταν απέκτησε τέσσερα και τώρα είναι μονάχη να αγναντεύει το πέλαγος σιωπηλή από την αυλή του σπιτιού, σε ένα χωριό στην Ικαρία.
Ο πατέρας της δημόσιος υπάλληλος υγειονομική υπηρεσία, όταν διαφώνησε σε μια επιχειρούμενη συγκάλυψη, απαιτώντας μεγαλύτερο μερίδιο από ότι του πρόσφεραν βρέθηκε με δυσμενή μετάθεση στον Δομοκό. Εκεί αγανακτισμένος βρήκε κι άλλους ομοιοπαθείς και κατηγορούσε συνέχεια αυτούς που τον έδιωξαν από την Πρωτεύουσα. Αυτή η κίνηση και μόνο ήταν αρκετή για να χαρακτηριστεί αριστερών κοινωνικών φρονημάτων και εξ ορισμού ύποπτος. Η γυναίκα του ήταν άνθρωπος της υπομονής και ζούσε σιωπηλά χωρίς ποτέ να έχει γνώμη για τίποτα, το στόμα της το άνοιγε για επαναλάβει μια φράσει επωδό, «για όλα δεν πειράζει, δόξα τω Θεώ». Τους ένωνε το μοναχοπαίδι τους η Φόνη, που γεννήθηκε στο Δομοκό μόλις έφθασαν.
Προκομμένο παιδί κατάφερε να περάσει στην Νομική στα δύσκολα χρόνια που οι κυβερνήσεις αλλάζανε κάθε τρείς και λίγο. Οργανώθηκε γρήγορα με τους Λαμπράκηδες και άρχισε να παίρνει μέρος σε πορείες και διαδηλώσεις, αδιαφορώντας για τις διαφωνίες των γονιών της. Λίγο αργότερα όταν την έδιωξαν από την φοιτητική εστία, αντί να γυρίσει σπίτι της, βρήκε κατάλυμα σε ένα σπίτι μεγάλο που ζούσαν κοινοβιακά και άλλα άτομα των ιδίων κοινωνικών φρονημάτων, αδιαφορώντας ποιος ξόδευε για να την συντήρηση τους, ήταν αγωνίστρια. Την εποχή των διαμαρτυριών και των διαδηλώσεων την έκοψε απότομα η έλευση της χούντας. Η ελευθερία του λόγου και των κινήσεων απαγορεύτηκε εντελώς. Οι παραβάτες διωκόντουσαν ανελέητα και για όσους επέμεναν υπήρχαν οι τόποι εξορίας. Σε κάποια νησιά στην αρχή και αν εξακολουθούσαν να είναι απείθαρχοι στα ξερονήσια. Η Φόνη δεν χρειάστηκε να φθάσει μέχρι εδώ, ο τόπος εξορίας της ήταν η Ικαρία.
Πρώτη φορά αποβιβάστηκε το Πάσχα του 1968 ήταν τότε 22 χρονών. Οι δυνάστες δεν μπορούσαν να αντιληφτούν πως στο μυαλό της νέας κοπέλας κυριαρχούσαν τα όνειρα για μια ελεύθερη και ανέμελη ζωή, οι ποινές για κάθε παράπτωμα της ήταν ποικίλες, από στέρηση φαγητού και νερού μέχρι ξυλοδαρμού και βιασμού.
Κάποια από της πολλές φορές η Φόνη συνέλαβε, την κατέλαβε απελπισία, όσο και αν έκλεγε δεν μπορούσε να ξεθυμάνει. Ο γιατρός του στρατοπέδου της πρότεινε ως λύση να υπογράψει το χαρτί της μεταμέλειας για να αφεθεί ελεύθερη, όταν το παιδί γεννηθεί να το αφήσει στο ίδρυμα και να πάει στην Αθήνα να ξεκινήσει καινούργια ζωή. «-Δεν  το θέλω το μπάσταρδο» φώναζε αυτή, αλλά δεν είχε άλλη λύση. Εξελισσόταν η κυοφορία ομαλά, αλλά οι λογισμοί της Φόνης ήταν σκέτη κόλαση. Τι όνομα θα του δώσω; Πως θα το μεγαλώσω; Δεν έχω εγώ να φάω αυτό πως θα ζήσει; Μια λύση μένει να το πουλήσω. Βρήκε τον γιατρό και του εκμυστηρεύτηκε τις σκέψεις της, εκείνος συμφώνησε και υποσχέθηκε να της βρει και αγοραστή. Ηρέμησε η Φόνη και περίμενε τον τοκετό, όταν έπιασε στα χέρια το νεογέννητο αγοράκι, άλλαξε αμέσως γνώμη, «-Δεν το δίνω». Την λύση στο όλο πρόβλημα την έδωσε ο ιερέας που περιοδικά περνούσε από το στρατόπεδο. Της έκανε προξενιό κάποιο παλικάρι που δεν είχε οικογένεια και εκείνες τις ημέρες απολυότανε από το στρατό, την πήρε σπίτι του με το μωρό, την έπεισε και υπέγραψε το χαρτί μεταμελείας, την πάντρεψε με τον Αγησίλαο και τους συνόδευσε μέχρι το καράβι για τον Πειραιά, ο Αγησίλαος θα έπιανε δουλειά στα ναυπηγεία στο Πέραμα.
Το μωρό που στην αρχή δεν ήθελε η Φόνη και που το αγαπούσε πολύ ο Αγησίλαος το βάπτισαν Ίκαρο. Εγκαταστάθηκαν στο Πέραμα, σε μια φτωχογειτονιά γεμάτο εργάτες και βρωμιά. Άρχισε να κάνει την νοικοκυρά και να ευχαριστεί τον Θεό που βρέθηκε ο ιερέας εκείνος που άλλαξε τη ζωή της. Στο βάθος όμως του μυαλού της, δεν είχαν σβήσει τα ιδανικά για μια καλλίτερη ζωή σε μια καλλίτερη πατρίδα. Όταν   έγινε η κατάληψη της Νομικής σχολής, θέλησε να πάει αλλά υπάκουσε στην προτροπή του Άνδρα της. «-Αν σε πιάσουν πάλι τι θα γίνει το παιδί;» Και συγκρατήθηκε. Λίγους μήνες αργότερα έμεινε έγκυος αγανάκτησε και βλαστήμησε πάλι «δεν το θέλω, τώρα που ο αγώνας ολοκληρώνεται» ο Αγησίλαος υπομονετικά την παρηγορούσε πως κάθε γέννα είναι θέλημα Θεού και σε αυτό το θέλημα δεν μπορεί κανείς να πάει κόντρα, εκείνη δεν πολυπίστευε στα λόγια του, από την άλλη όμως του χρωστούσε μεγάλη ευγνωμοσύνη και δεν ήθελε να τον πικραίνει, έτσι απουσίαζε από την εξέγερση του πολυτεχνείου. Το δεύτερο παιδί που έκανε ήρθε το Μάιο του 1974 ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, το βαπτίσανε ανήμερα της Παναγίας και το ονόμασαν Δημοκρατία.
Βρέθηκε με δύο παιδιά η Φόνη που δεν ήθελε αλλά τα υπεραγαπούσε ο Αγησίλαος. Γυρνώντας από την δουλειά του ασχολούνταν  και έπαιζε μαζί τους, ενώ η Φόνη επανήλθε στα γνωστά της επαναστατικά λημέρια. Δεν ανήκε σε κανένα κόμμα συγκεκριμένο, αλλά και σε όλα ταυτόχρονα. Τα αριστερά κόμματα ήταν αμέτρητα, κάθε βδομάδα και κάθε μήνα και ένα καινούργιο ξεπεταγόταν και η Φόνη σε όλα αυτά ήταν ιδρυτικό μέλος, αλλά σε κανένα δεν της έδιναν αξιώματα και εξουσίες, έτσι έφευγε κατηγορώντας το, και συμμετείχε στην ίδρυση καινούργιου. Μάταια ο Αγησίλαος της εφιστούσε την προσοχή, «-Όλοι ίδιοι είναι». Η Φόνη ήταν ιδεαλίστρια. Ξενυχτούσε πολλά βράδια στα κομματικά γραφεία, αλλά κάθε πρωί ήταν απαραίτητα στο σπίτι να προσέχει τα παιδιά, η Δημοκρατία ήταν μωρό ενώ ο Ίκαρος πήγαινε σχολείο. Όταν ο Αγησίλαος επέστρεφε από την δουλειά απελευθερωνόταν και ανάσαινε, είχε προορισμό στην ζωή έπρεπε να τελειώσει τον αγώνα για την Πατρίδα. Λίγο μετά τις εκλογές του 1977 έμεινε πάλι έγκυος η Φόνη, ήταν τριάντα ενός χρονών, γυναίκα με πεποίθηση και αυτοκυριαρχία. Το είπε του άνδρα της και εκείνος απόρησε. «-Είσαι σίγουρη πως είναι δικό μου παιδί;» για να εισπράξει την ανάλογη απάντηση «μήπως τα άλλα είναι δικά σου;». Το είπε και την ίδια στιγμή το μετάνιωσε. Ο Αγησίλαος έμεινε άφωνος, η Φόνη έπεσε στα γόνατα, «-Συγχώρεσε με δεν το θέλω δεν θέλω παιδιά». Εκείνος την σήκωσε την έβαλε να καθίσει στην καρέκλα και την κοίταξε στα μάτια.
-Φόνη δεν έχω οικογένεια εκτός από σας, είτε είναι δικά μου, είτε όχι τα αγαπώ γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, κάθε φορά που γεννιέται ένας άνθρωπος ο Θεός τον δημιουργεί χρησιμοποιώντας την γυναίκα, δεν έχει σημασία ποιος γεννά αλλά ποιος μεγαλώνει το παιδί, αυτός είναι ο γονιός του.
Η Φόνη τον άκουγε δακρυσμένη και δεν μίλαγε για πολύ ώρα, μετά πήρε την μεγάλη απόφαση, θα άφηνε τα κόμματα για ασχοληθεί με την οικογένεια της ουσιαστικά, το είπε και το υποσχέθηκε στον άνδρα της, ζήτησε μόνο να αλλάξουν γειτονιά και εκείνος το αποδέχθηκε ευχαρίστως, μετακόμισαν στον Ρέντη και όταν το δεύτερο κοριτσάκι ήλθε το ονόμασαν Ελευθερία. Έχοντας τρία παιδιά η Φόνη εξελισσόταν σε μια νοικοκυρά πρώτης τάξεως, φτωχικά μεν αλλά τίμια τα ανέθρεφε προσπαθώντας όσο μπορούσε να μην ανακατεύονται με τα πολιτικά δρώμενα, με τα οποία και εκείνη είχε πάψει να ασχολείται. Το καλοκαίρι του 1986 ο Αγησίλαος με την οικογένεια όλη κατάφεραν και πήγαν διακοπές στην Ικαρία, βρήκαν τον Ιερέα που τους είχε παντρέψει, εζήτησαν την ευχή του και εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους, που τους είχε φτιάξει την ζωή. Ο Γέροντας τους φιλοξένησε τους έδωσε και χρήματα παραγγέλλοντας να μην πάνε κόντρα στο θέλημα του Θεού. Όταν επέστρεψαν στον Ρέντη η Φόνη κυοφορούσε πάλι, αυτήν την φορά ήταν σίγουρα του Αγησίλαου το παιδί, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία, ούτε και αυτός. Ο Αγησίλαος πίστευε πως ήταν η ευχή του Γέροντα αυτή που τους το έστειλε. Αυτή η κυοφορία όμως έμελε να ταράξει την ησυχία  και την γαλήνη του σπιτιού. Η Φόνη ωρυόταν:
-Πως θα το μεγαλώσουμε;
-Έχει ο Θεός, απαντούσε ο Αγησίλαος
-Εγώ δεν το θέλω, μου φτάνουν όσα έχω
-Τα παιδιά τα στέλνει ο Θεός που είναι Κύριος της Ζωής και του θανάτου
-Αρλούμπες, φώναζε η Φόνη, θα το ρίξω
-Δεν πρέπει να το σκέπτεσαι καν, πάς κόντρα στο θέλημα του Θεού
-Εγώ το μεγαλώνω και εγώ ξέρω, άλλωστε είμαι και μεγάλη
-Και εγώ είμαι μεγάλος, αλλά δεν έχει σημασία
-Ο μεγάλος πάει φαντάρος όπου νάναι, τι θα του πούμε;
Και οι συζητήσεις ατέρμονες χωρίς να καταλήγουν πουθενά, ώσπου μια μέρα η Φόνη με τον πρωινό καφέ ανακοίνωσε την τελεσίδικη απόφαση:
-Εγώ θα πάω να το ρίξω, άλλωστε νομιμοποιήθηκαν οι αμβλώσεις πλέον και κάθε γυναίκα είναι κυρίαρχος του κορμιού της.
Άναυδος κοιτούσε ο Αγησίλαος, «-Κάνε ότι θέλεις θα σε περιμένω πάντα, ότι και να κάνεις, γιατί δεν έχω τίποτα άλλο στον κόσμο, εγώ κόντρα στο Θεό δεν πάω».
Έφυγε η Φόνη από το σπίτι για δέκα περίπου μέρες, πήγε στα κομματικά γραφεία βρήκε παλιές γνωριμίες και χρήματα έκανε την έκτρωση και γύρισε σπίτι. Ο Αγησίλαος την υποδέχθηκε με αγάπη, τα παιδιά το ίδιο, αλλά εκείνη δεν ήταν πια η Φόνη που ήξεραν. Θέλησε να κουβεντιάσει με τον άνδρα της τα γεγονότα της εκτρώσεως, αλλά εκείνος μονομιάς την έκοψε:
-Αυτό είναι μια παρένθεση που δεν θα συζητήσω ποτέ, και αν επιμένεις θα σηκωθώ να φύγω για πάντα από το σπίτι. Αυτό είναι ένα θέμα που δεν αφορά αυτήν την οικογένεια είναι εντελώς προσωπικό σου.
Σαράντα ετών τότε η Φόνη ένιωσε αδύναμη και μόνη, τώρα καταλάβαινε την δύναμη που αντλούσε από την αγάπη του Αγησίλαου, ένοιωθε αυτή η αγάπη να έχει αντικατασταθεί από ανοχή που πολλές φορές έφτανε στη αδιαφορία. Δεν της κακομίλησε ποτέ ούτε την κατηγόρησε για τίποτα, γυρνούσε από την δουλειά και ασχολιόταν με τα κορίτσια ενώ ο Ίκαρος που είχε εν τω μεταξύ τελειώσει μια τεχνική σχολή δούλευε σε συνεργείο αυτοκινήτων και συνεισέφερε στο εισόδημα του σπιτιού. Αισθανόταν κάπως άβολα και περιθωριοποιημένη, και σκέφτηκε να δουλέψει, όταν το είπε στον Αγησίλαο εκείνος δεν έφερε καμία αντίρρηση. Προσελήφθη με το βασικό μεροκάματο σε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε φωτιστικά και βίδωνε όλη την βάρδια της καλώδια στα Ντουί, μια μονότονη και άχαρη εργασία που δεν την ευχαριστούσε. Γυρνούσε στο σπίτι το φρόντιζε και πάλι περίσσευε χρόνος να βασανίζει το μυαλό της με σκέψεις που δεν μπορούσε να εκμυστηρευτεί σε κανέναν. Με τρία μεροκάματα να μπαίνουν στο σπιτικό ταμείο μπόρεσαν να πάρουν μηχανάκι να πηγαινοέρχεται στην δουλειά ο Αγησίλαος και τηλεόραση να περνούν ευχάριστα τα βράδια τους, ακόμα μπορούσαν και πήγαιναν τις Κυριακές εκδρομές στις κοντινές παραλίες, πάντα μετά την Εκκλησία που πήγαινε ο Αγησίλαος με τα κορίτσια, ούτε η Φόνη ούτε και Ίκαρος ακολουθούσαν και ο Αγησίλαος δεν επέμενε ούτε και εξεβίαζε κανέναν να τον ακολουθήσει, αλλά δεν έκανε και τίποτα την Κυριακή πριν απολύσει η Εκκλησία. Πεταγότανε στον ύπνο της η Φόνη, ήθελε να φωνάξει να πεί κάτι, κι ο Αγησίλαος πλάι της κοιμότανε ανέμελος, την βασάνιζαν τύψεις για την έκτρωση αλλά δεν είχε άνθρωπο να μιλήσει, μόνιμα θλιμμένη περνούσε στην κατάθλιψη και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει.
Στις αρχές του 1988 ο Ίκαρος εκκλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα. Μετά την βασική εκπαίδευση επελέγη για τους αλεξιπτωτιστές. Καμαρωτός με τη πρώτη άδεια ήρθε στο σπίτι να δείξει στους γονείς του την πουλάδα και τα διάσημα των καταδρομών, ήταν όμως και η τελευταία φορά που τους είδε, στα επόμενα γυμνάσια επιχειρώντας άλμα το αλεξίπτωτο δεν άνοιξε και έσκασε στην γη σαν σάκος αφήνοντας την τελευταία του πνοή. Τον θάψανε με στρατιωτικές τιμές, δώσανε και στον Αγησίλαο μια περγαμηνή και μια πλακέτα πως έπεσε στην εκτέλεση του καθήκοντος. Τα δύο κορίτσια η Δημοκρατία και η Ελευθερία έδειχναν να πόνεσαν περισσότερο από τους γονείς τους, αλλά παιδιά ήταν θα ξεχνούσαν.  Η Φόνη σε όλη αυτήν την διαδικασία δεν είχε πεί τίποτα, ούτε μια στάλα δάκρυ σε ύγρανε τα μάτια της, μελαγχόλησε λίγο παραπάνω από τα συνηθισμένα, το μυαλό της βασάνιζε μια σκέψη, μήπως είναι τιμωρία του Θεού, αλλά και έτσι να ήταν έφυγε το μπάσταρδο, που δεν ήξερε και ποιανού ήταν από τους τόσους που την βίαζαν στα χρόνια της εξορίας.
Εκείνη την εποχή ήρθε στην Αθήνα για προσκύνηση η Εικόνα της Παναγίας «Το Άξιον Εστί» από το Άγιον όρος και ο Αγησίλαος ανέβηκε να την προσκυνήσει. Πρώτη φορά πρότεινε στην Φόνη αν ήθελε να τον ακολουθήσει, αλλά εκείνη αρνήθηκε βυθιζόμενη στην ησυχία της. Το βράδυ ο Αγησίλαος την παρότρυνε να πάει σε γιατρό να βρούν την αιτία της απομόνωσης της και να δώσουν κάποια λύση, εκείνη αντιδρούσε λέγοντας «-δεν παλάβωσα ακόμα». Ο Αγησίλαος επέμενε πως υπάρχει κάποιο πρόβλημα που ζητά επιτακτικά λύση, ας πήγαινε επιτέλους στην Ικαρία στον γνωστό τους ιερέα, για να το κουβεντιάσει. Μετά από δυο τρείς αρνήσεις η Φόνη σκέφτηκε πως δεν είχε τίποτα να χάσει, άλλωστε ήταν και μια ευκαιρία να αλλάξει παραστάσεις. Ξεκίνησε λοιπόν για την Ικαρία.
Όταν βρήκε τον Ιερέα απογοητεύθηκε. Ήταν πια πολύ ηλικιωμένος και μόνιμα καθισμένος σε μια πολυθρόνα πάνινη αγναντεύοντας το πέλαγος. Την δέχτηκε ευχάριστα:
-Έλα ευλογημένη σε περιμένω τόσο καιρό
-Εμένα περιμένεις γέροντα; Απόρησε εκείνη
-Εσένα περιμένω και πάντα σε περίμενα κι ας μην ερχόσουνα
-Γιατί;
-Μην τα ψάχνεις, η Χάρη του Θεού σε σκεπάζει χρόνια τώρα και εσύ την αρνιέσαι αλλά μέχρι πότε;
-Εμένα; Μονολεκτικά η Φόνη ρώτησε
-Εσένα σου έστειλε στο δρόμο σου το Αγησίλαο να σε βγάλει από τον Γολγοθά σου και να σε οδηγήσει στην Ανάσταση και εσύ δεν τον αφήνεις.
-Γέροντα τι ξέρεις, σου μίλησε αυτός, τι παράπονα έχει;
-Όχι δεν μιλήσαμε από όταν ήρθατε εδώ, αλλά στο δικό σου πρόσωπο είναι ζωγραφισμένη η απογοήτευση και η απελπισία. Έλα πές μου τι έτρεξε;
-Εγώ Γέροντα, άρχισε η Φόνη και έπεσε στα γόνατα και κρατώντας ανάμεσα στα χέρια της την σκελετωμένη παλάμη του έβγαλε όλη της πίκρα, το μοναδικό παράπονο που είχε στην ζωή, παρά τα όσα είχε περάσει ήταν η συμπεριφορά του Αγησίλαου μετά την έκτρωση, η απομάκρυνση του, ενώ περίμενε ηθική συμπαράσταση δεν την βρήκε, αυτή η κατάσταση ήταν αφόρητη.
-Φόνη παιδί μου, αρκετά βασανίστηκες με τις τύψεις σου, όμως τι ήθελες να κάνει ο άνδρας σου, να κολασθεί επειδή εσύ το επέλεξες; Ο Αγησίλαος είναι άνθρωπος του Θεού, προσεύχεται συνέχεια για σένα και αυτή είναι η πραγματική αγάπη που δεν μπορείς να αντιληφθείς επειδή ζεις μακριά από τον Θεό.
Είπε κι άλλα ο Ιερέας για να καταλήξει πως Θεός δεν είναι τιμωρός αλλά φιλεύσπλαχνος και συγχωρεί όσους θέλουν να συγχωρεθούν δίνοντας έμφαση στο όσοι θέλουν να σωθούν. Γύρισε στον Ρέντη η Φόνη, αλλά ήταν ένας άλλος άνθρωπος.
Πήγαινε στην δουλειά της όπως πρώτα, ακολουθούσε κάθε Κυριακή τον Αγησίλαο στην Εκκλησία, γέμισε το σπίτι εικονίσματα και σταυρούς, λιβάνιζε πολλές φορές  κάθε μέρα, άρχισε να ζυμώνει πρόσφορα και να μην αφήνει πανηγύρι ή εσπερινό που να μην παραβρεθεί. Ο άνδρας της, την μάλωνε «-Αυτά είναι υπερβολές και θρησκοληψίες» αλλά εκείνη δεν καταλάβαινε.
Στα τρίχρονα του Ίκαρου έκλαψε πολύ, ο Αγησίλαος νόμιζε πως έφτασε η ώρα να ξεσπάσει και να επανέλθει στα συγκαλά της και χάρηκε προς στιγμή. Όταν επέστρεψαν στο σπίτι πρότεινε να πάνε στην θάλασσα, αλλά εκείνη δεν ήθελε νομίζοντας πως θα βεβήλωνε την μνήμη του παιδιού της διασκεδάζοντας. Τα κορίτσια επέμεναν και εκείνος έπρεπε να βρει την χρυσή τομή.  Αποφάσισαν να πάει με την μικρή στην θάλασσα για μπάνιο και να μείνει η Δημοκρατία με την Φόνη και το βραδάκι να μείνουν σπίτι για να πάει βόλτα η μεγάλη με τις φίλες της, ήταν πλέον δεκαοκτώ χρόνων. Καβάλησε ο Αγησίλαος το μηχανάκι και ξοπίσω του η Ελευθερία με προορισμό τον Άλιμο, δεν έφτασαν όμως ποτέ. Στην λεωφόρο βουλιαγμένης τους παρέσυρε ένα αυτοκίνητο και σκοτώθηκαν και οι δύο. Μάταια περίμεναν στο Ρέντη η Φόνη με την Δημοκρατία την επιστροφή τους, αργά το βράδυ ήρθε ένα περιπολικό να τις οδηγήσει στο νοσοκομείο για αναγνώριση των νεκρών.
Φόρεσε τα μαύρα η Φόνη και αυτό πολλαπλασίασε την θρησκοληψία της. Θεώρησε κι αυτό το γεγονός τιμωρία του Θεού, πήρε κι αυτό το μπάσταρδο δεν θα μου πάρει την Δημοκρατία. Σταμάτησε να δουλεύει, έτρεξε σε υπηρεσίες και κατάφερε να πάρει σύνταξη, ακόμα συμβουλεύτηκε δικηγόρο και έβγαλε και βοήθημα από τον Στρατό για το θάνατο του Ίκαρου. Απερίσπαστη τώρα μπορούσε να ασκεί τα θρησκευτικά της καθήκοντα όπως τα αντιλαμβανότανε. Το ίδιο νοσηρό πνεύμα προσπαθούσε να επιβάλει και στην κόρη της, εκείνη όμως με την ανεμελιά και την όρεξη για ζωή που χαρακτηρίζει τα νιάτα δεν συμμορφωνόταν. Οι καυγάδες στο σπίτι ήταν συνεχείς, το κορίτσι ήθελε ελευθερία κινήσεων η μάνα καταπιεστική και η αναπόφευκτη διάσταση δεν άργησε. Κάποια βραδιά η Δημοκρατία ανακοίνωσε στην μάνα της πως την επομένη θα φύγει για την Κόρινθο και να μην την περιμένει γιατί θα ζήσει εκεί. Μάταια έκλεγε η Φόνη, το κορίτσι έλεγε πως είναι ενήλικη και δικαιούται να ορίζει την ζωή της. Μέσα στα κλάματα της η Φόνη, θυμήθηκε πως και αυτή έτσι ακριβώς αντιδρούσε όταν έφυγε από τον Δομοκό για την Αθήνα και από τότε δεν ξαναείδε τους γονείς της, ήξερε πως ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε το παιδί της, το τελευταίο από τα τρία που είχε γεννήσει. Την άλλη μέρα το πρωί η Δημοκρατία έφυγε χωρίς καν να την χαιρετίσει. Ξανάπεσε στην κατάθλιψη η Φόνη.
Μετά την φυγή του τελευταίου της παιδιού, τα έβαλε πάλι με τον Θεό, που παρά τα όσα έκανε ακόμα την τυραννούσε, αλλά δεν σταμάτησε τις επαφές με την Εκκλησία. Παρότι δεν πολυπίστευε στην εξομολόγηση αναζήτησε Πνευματικό να ξαγορευτεί τα κρίματα της και απογοητεύτηκε μόλις εκείνος της σύστησε να επισκεφτεί έναν γιατρό  που τον είχε περισσότερη ανάγκη.
Μόνη τώρα χωρίς δικούς της ανθρώπους στο Ρέντη η Φόνη ήταν πιο ευάλωτη στη αρρώστια.  Αποφάσισε να επισκεφτεί το γιατρό, αυτός της σύστησε αλλαγή περιβάλλοντος, αλλά, που να πάει;  Στον Δομοκό δεν είχε κανένα, άλλο χωριό, δεν είχε. Μοναδικοί άνθρωποι που είχε μια στοιχειώδη επικοινωνία οι γείτονες και οι κουμπάροι των παιδιών που δεν ήταν τόσο πρόσχαροι.
Αποφάσισε να πάρει το καράβι για την Ικαρία, ίσως εκείνος ο Ιερέας που την πάντρεψε να είχε λύση, αλλά όταν έφθασε δεν ζούσε πια. Το σπίτι του ήταν άδειο, ρώτησε και έψαξε μέχρι που βρήκε την κόρη του και νοίκιασε το σπίτι και τώρα κάθετε εκεί σιωπηλή και αγναντεύει το πέλαγος.      

Δεν υπάρχουν σχόλια: