Συνήθως όταν κάθομαι μπροστά στο πληκτρολόγιο, το ραδιόφωνο αναλαμβάνει καθήκοντα. Με κάποιο θέμα που απασχολούσε, και απλά έβλεπα την οθόνη, άκουσα ένα παλιό τραγούδι από τον Στράτο Διονυσίου, «το μπουζούκι του Νικόλα του το σπάσανε», και αμέσως άλλαξα θέμα και τίτλο.
Το μπουζούκι κάποτε ήτανε παρεξηγημένο όργανο, και ας τραγουδήθηκαν με την συνοδεία του χιλιάδες τραγούδια. Ταβέρνα και κουτούκι δεν υπήρχε που να μην είχε κρεμασμένο στον τοίχο ένα Μπουζούκι, για όποιον μερακλή ήθελε να ρίξει δυό πενιές. Ένα τέτοιο καπηλειό, ήτανε τ’ Αποστόλη στην Ν Φιλαδέλφεια. Υπόγεια ταβέρνα, κατέβαινες δέκα επτά σκαλιά, για να αντικρίσεις έναν τεράστιο μαλλιαρό σκύλο κουλουριασμένο στην μέση του μαγαζιού, σήκωνε το κεφάλι σε έβλεπε και ξανακοιμότανε, σαν να γνώριζε ή να αναγνώριζε τους θαμώνες. Αργά το βράδυ και όταν ο Αποστόλης τον διέταζε ανέβαινε την σκάλα και κανείς δεν τολμούσε να κατέβει.
Γύρω γύρω υπήρχε μια σιδεροκατασκευή που άντεχε το βάρος 10 μεγάλων βαρελιών, που το καθένα είχε μια ξεχωριστή επιγραφή.
Το πρώτο φέρνει την χαρά,
Το δεύτερο ευτυχία
Το τρίτο την απόλαυση
Το τέταρτο ευθυμία
Το πέμπτο την συζήτηση
Το έκτο διαφωνία
Το έβδομο την διαφορά
Το όγδοο φασαρία
Το ένατο την συμπλοκή
Το δέκατο την αστυνομία.
Το μαγαζί δεν σερβίριζε μπίρα ή ούζο ή οποιοδήποτε άλλο οινοπνευματώδη εκτός από κρασί. Ο Αποστόλης, ήταν απόλυτος σε αυτό το θέμα, «αυτό είναι το αίμα του Χριστού», το έλεγε και το πίστευε και ας μην ήξερε που πέφτει η εκκλησία. Αυτός ήταν μάγειρας, σερβιτόρος και λαντζέρης. Δεν υπήρχε δεύτερο άτομο σε αυτήν την δουλειά, γι αυτό στην πινακίδα απέξω έγραφε απλά, Αποστόλης.
Ακριβώς απέναντι από την σκάλα, εκατέρωθεν του Βενιζέλου, υπήρχαν κρεμασμένα δύο μπουζούκια και από κάτω ένας μπαγλαμάς, και όταν τον πείραζε κανείς γιατί δεν είχε άλλα όργανα, κορδωνότανε, εδώ είναι αντρικό το μαγαζί, λιμοκοντόροι δεν φτουράνε. Πράγματι μόνο άνδρες κατεβαίνανε, οι περισσότεροι ρεμπέτες, μεροκαματιάρηδες μικρέμποροι περιπλανώμενοι, μικροπωλητές, λαχειοπώληδες, κάτι κρατούσαν στο χέρι όταν έρχονταν, και αυτό το μοιράζονταν. Ήταν μια ιδιόρρυθμη οικογένεια θα έλεγα. Κάθε αργά ανέβαινε ο σκύλος απάνω και τότε άναβε ο ναργιλές.
Κάποιοι από αυτούς παίρνανε το μπουζούκι στο χέρι, και γρατζουνούσαν τραγουδώντας παράφωνα, νταλκάδες και καημούς, κυρίως μικρασιάτικους.
Ο χώρος ήταν πηγή εμπνεύσεως, και δεν ήταν λίγες οι φορές που αντάμωναν σημαντικοί μουσικοί.
Το γνωστότερο τραγούδι ήταν «στ’Αποστόλη το κουτούκι μπήκα και άκουσα μπουζούκι». Γράφτηκε αφού έφυγε από την τούτη ζωή ο Αποστόλης, η κηδεία έγινε ρεφενέ όλων των μερακλήδων φίλων του, και ο σκύλος, εγκαταστάθηκε στο κοιμητήριο, δίπλα στον τάφο του χωρίς να τρώει και να πίνει μέχρι που ψόφησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου