Με δύο μηνύματα που χρήζουν απαντήσεως ασχολούμαι σήμερα. Το πρώτο αφορά ένα σχόλιο, στον Παπαγιάννη, που ήρθε ολιγόλογο και λιγάκι περιπαιχτικό, αλλά σίγουρα καλοπροαίρετο, αφού ο αποστολέας του είναι πολλά χρόνια συνοδοιπόρος. Γνωρίζοντας την αίσθηση του χιούμορ που τον διακρίνει, ήθελε να με πειράξει. Γράφει λοιπόν, «Καημένε, ξέχασες τα δικά σου;». Αυτό είναι το δεύτερο θέμα για απόψε, (Ξέχασες τα δικά σου;). και να θέλω μπορώ να ξεχάσω;. Επειδή αναφέρεται στο θέμα Παπαγιάννης, θέλει να μου θυμίσει την πλημύρα την δικιά μου. Εκτός από το περιστατικό που αναφέρω στην ανάρτηση ο σκύλος, http://pythagorass151.blogspot.com/2009/10/blog-post_6067.html
έχω άλλες δυο φορές έρθει αντιμέτωπος με την κακοκαιρία.
Η μία στην Κρήτη, που είχα ορμητήριο όταν έκανα ιεραποστολικά ταξίδια, με κορυφαίο της Τεχεράνης, έστω και αν δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, κλείδωνα το κατάλυμα μου και έφευγα.
Το κατάλυμα αυτό ήταν δυο δωμάτια, σκεπασμένα με ταράτσα και μια επέκταση με κεραμίδια. Ο κάθε χώρος από αυτούς ήταν σε διαφορετικό ύψος, έτσι που περπατώντας έπρεπε να ανεβοκατεβαίνεις σκαλοπάτια. Η ταράτσα έσταζε πάντα, λόγο κακής κατασκευής, ενώ τα κεραμίδια ήτανε στεγανά.
1998 χειμώνας, και βρισκόμουν στην Σουηδία να βοηθήσω την κατάσταση. Ταξιδεύοντας συνέχεια σε αυτήν την αχανή χώρα, αλλά τόσο οργανωμένη, εκτελούσα τα καθήκοντα μου. Σε ένα ταξίδι με λεωφορείο, επέστρεφα από Κάλμαρ προς Στοκχόλμη, έβρεχε. Είχαν ανοίξει για τα καλά οι ουρανοί και λέγανε να σταματήσουν. Καθισμένος στην θέση μου στο κάτω διάζωμα, κουρασμένος προσπαθούσα να μην κοιμηθώ, δεν τολμούσα να σηκωθώ να ξεμουδιάσω, διότι το λεωφορείο ήταν γεμάτο όρθιους επιβάτες, και φοβόμουν μην συνεχίσω όρθιος. Το ταξίδι διαρκούσε έξ ώρες και είκοσι λεπτά, ήταν μεγάλο. Η σκέψη μου ήταν τότε, ευτυχώς στην Ελλάδα δεν έχουμε τέτοιου καιρούς. Με αυτόν το συλλογισμό έφτασα κάποια στιγμή στην Βάση μου.
Πρώτη μου κίνηση ήταν να πάρω τηλέφωνο στην Κρήτη, για να ξεσκάσω αλλά και για να πώ τι εντύπωση μου έκανε αυτή κακοκαιρία. Στην άλλη άκρη της γραμμής, με περίμενε η έκπληξη, <Καημένε και εδώ τα ίδια είναι>. Εγώ επέμενα με την πεποίθηση του ταξιδεμένου,
-δεν μπορεί να είναι το ίδιο,
-και χειρότερο> εκεί σταμάτησε,
-τι είναι το χειρότερο;
-έκανε και ζημιά
-τι ζημιά; Ρώτησα και άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια που λέει ο λόγος
-το κατάλυμα σου πλημύρισε
-τι έγινε; Προσπάθησα να μάθω
- μην στενοχωριέσαι, άνοιξα την πόρτα και φύγανε τα νερά, άμα γυρίσεις θα καταλάβεις.
Μετά από είκοσι μέρες επέστρεψα σύμφωνα με το πρόγραμμα, και τι με περίμενε; Ένα τράγος είχε παγιδευτεί, ανάμεσα στις μάνδρες και πηδούσε στις ταράτσες για να ξεφύγει, έτσι έφτασε και στη δικιά μου, στην άκρη με τα κεραμίδια και εκεί πατώντας τα κομμάτιασε.
Όταν ο συνοδοιπόρος μου, αντιλήφτηκε την ζημιά το νερό είχε φτάσει τριάντα πόντους, άνοιξε την πόρτα να φεύγει το νερό, αλλά έφτανε αυτό; Είχε γίνει βραχυκύκλωμα, το ρεύμα κόπηκε, τα έπιπλα που επιπλέανε, είχανε ποτιστεί με τόσο νερό που ήταν άχρηστα. Επί πλέον με την πόρτα ανοικτή είκοσι μέρες, έγινε καταφύγιο για τις γάτες, που δεν ήταν και λίγες. Με μια βαλίτσα στο χέρι, που περιείχε τα απολύτως αναγκαία, απόρησα <τι γίνεται τώρα;>
-Έλα καημένε, σήκωσε τα μανίκια και δώστου.
Να είσαι καλά φίλε μου που μου το θύμησες.
Υπάρχει και άλλη μια περιπέτεια με τα στοιχεία της φύσεως, την παραλείπω όμως επειδή είναι σχετικά πρόσφατη. Θα έρθει όμως η ώρα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου