Σελ Σιλβεστράιν
Το δέντρο που έδινε
Μετάφραση Χ Σκαπεντζή.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα πέρασαν τα χρόνια. Και το αγόρι μεγάλωσε. Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή. Τότε μια μέρα το αγόρι πήγε στη μηλιά κι η μηλιά είπε «Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου, να φας τα μήλα μου και να παίξεις στο ίσκιο μου αποκάτω και να’ σαι ευτυχισμένο»
«είμαι μεγάλος πια για να σκαρφαλώνω και να παίζω», είπε το αγόρι, «θέλω ν’ αγοράσω πράματα και να καλοπεράσω. Θέλω λεφτά. Μπορείς να μου δώσεις λεφτά;»
«λυπάμαι», είπε η μηλιά, «μα δεν έχω λεφτά, έχω μοναχά φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και πούλησε τα στην πόλη. Έτσι θα’ χεις λεφτά και θα’ σαι ευτυχισμένο.
Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στην μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρα μαζί του.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. . . και η μηλιά ήταν λυπημένη. Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε και η μηλιά τρεμούλιασε απ’ τη χαρά της κι είπε: «Έλα, Αγόρι, να σκαρφαλώσεις στοκ κορμό μου, να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου κα να’ σαι ευτυχισμένο»
«Δεν έχω καιρό για να σκαρφαλώνω σε δέντρα», είπε το αγόρι. «Θέλω ένα σπίτι που να μου δίνει ζεστασιά», είπε. «Θέλω γυναίκα και παιδιά, και γι’ αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;»
«Εγώ Σπίτι δεν έχω», είπε η μηλιά. «Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να κτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα’ σαι ευτυχισμένο».
Και το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να κτίσει το σπίτι του.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν ξαναγύρισε, η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά-καλά δεν μπορούσε. «Έλα, Αγόρι» ψιθύρισε, «έλα να παίξεις».
«Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίξω», ε’ιπε το αγόρι. «Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;»
«Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα» είπε η μηλιά. «Έτσι θα μπορέσεις να φύγεις μακριά. . . και να’ σαι ευτυχισμένο».
Και τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό της έφτιαξε μια βάρκα κι έφυγε μακριά.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη. . . μα όχι πραγματικά.
Κι ύστερα από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε. «Λυπάμαι, Αγόρι», είπε η μηλιά, «μα δε μου απόμεινε τίποτα πια να σου δώσω. . . δεν έχω μήλα».
«τα δόντια μου δεν είναι πια για μήλα», είπε το αγόρι.
«Δεν έχω κλαδιά» είπε η μηλιά. «δεν μπορείς να κάνεις κούνια.. . .»
«Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια» είπε το αγόρι.
«Δεν έχω κορμό», είπε η μηλιά «Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις…»
«Είμαι πολύ κουρασμένος για να σκαρφαλώνω» είπε το αγόρι.
«Λυπάμαι» αναστέναξε η μηλιά. «Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω κάτι. . . μα δεν μου απόμεινε τίποτα πια. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι. . .»
«Δεν θέλω και πολλά τώρα πια», είπε το αγόρι, ένα ήσυχο μέρος να κάτσω και να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος».
«Τότε», είπε η μηλιά, κι ίσιωσε όσο μπορούσε τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ότι πρέπει για να κάτσεις και να ξαποστάσεις. Έλα, Αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου».
Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου