Τετάρτη 8 Ιουλίου 2009

ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΚΡΟΝ

Νέος με όρεξη και ζήλο μόλις έχει πάρει το πτυχίο του. Σπούδασε κουράστηκε, ξενύχτισε, μελέτησε, αγωνίστηκε, εξετάστηκε, κρίθηκε και τώρα είναι επιστήμων της θεολογίας. Γνώστης τώρα των δογμάτων, των πατερικών και όχι μόνο απόψεων, δηλώνει θεολόγος.
Ξεχνά πως η εκκλησία τον τίτλο αυτόν τον έδωσε σε τρείς μονάχα αγίους, το Ιωάννη, τον Γρηγόριο και τον Συμεών τον νέο Θεολόγο. Του ξεφεύγει μία λεπτομέρεια, η θεολογία δεν είναι επιστήμη είναι εμπειρία και βίωση.
Με το ζήλο του αρχαρίου είναι έτοιμος για τους μεγάλους και δύσκολους αγώνες, να κηρύξει, να διδάξει, να διαφωτίσει, να σώσει από την πλάνη όσους μπορεί και τελικά να βρει μια θέση στον παράδεισο. Γρήγορα απογοητεύεται διότι διαπιστώνει πως την συμπάθια από τους γύρω γίνεται ανοχή και αργότερα ειρωνεία για την εμμονή του. Η σκέψη του, τον βασανίζει «μα καλά κανένας δεν θέλει να σωθεί;» και αναρωτιέται πως άραγε θα σωθώ εγώ;
Το μοναστήρι είναι η επόμενη επιλογή, εκεί θα επιδιώξει τον απώτερο σκοπό την Θέωση όπως λέει και ο Κλίμης ο Αλεξανδρεύς. Άλλη απογοήτευση εδώ, κανείς δεν του κάνει υπακοή κανείς δεν τον παραδέχεται. Αυτόν που ξέρει την φιλοκαλία και τα γεροντικά απέξω και ανακατωτά, δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά. Με αγάπη και φρόνηση οι γέροντες τον ετοιμάζουν, εκείνος δεν καταλαβαίνει και βιάζεται. Αυτός με το λογισμό του ξέχασε την Θέωση και έφτασε στην αποθέωση του εγωισμού του.
Ο καιρός περνά, το μοναστήρι δεν τον χωρά, οι Αδελφοί, του φαίνονται ράθυμοι, κάτι πρέπει να κάνει. Στη έρημο, με τους ασκητές, εκεί είναι η θέση μου, εκεί θα ρωτήσω, θα μάθω και θα εφαρμόσω. Στο δρόμο συνειδητοποιεί για πρώτη φορά πως θα ρωτήσει, άρα δεν θα είναι αυτός ο δάσκαλος, πως πρέπει να ταπεινωθεί για να μάθει.
Στην έρημο όμως οι γεροντάδες δεν παίρνουν εύκολα υποτακτικούς, ο μόνος που τον δέχεται είναι ένας γέρος ανήμπορος κοντά στον θάνατο. Εκεί υποτάσσεται και κάνει υπακοή, δεν διδάσκει πλέον, άλλωστε ποιος θα τον ακούσει; Ταπεινώνεται και ρωτά Γέροντα πως θα φθάσω στη Θέωση και η απάντηση του Γέροντα είναι δύο λέξεις, «φύλαξε το παραμικρόν». Μετά λίγες μέρες κοιμήθηκε ο Γέροντας και του έμεινε παρακαταθήκη εκείνη η ρύση «φύλαξε το παραμικρόν». Τα χρόνια πέρασαν, αυτός εκεί στο κελί συνεχίζει να ασκείται και να ρωτάει όσους γεροντάδες περνούσαν να τον δούνε, τι σημαίνει «φύλαξε το παραμικρόν».
Κάποτε απογοητεύεται και αποφασίζει να γυρίσει πίσω στον κόσμο, να ψάξει στις βιβλιοθήκες, να βρει την απάντηση, θυμάται πως είναι θεολόγος, δεν μπορεί, δεν γίνεται να μην ξέρει. Ετοίμασε τα λιγοστά πράγματα του, ήρθε ο αγωγιάτης με το μουλάρι να τα φορτώσει, και με περιέργεια τον ρωτάει που θα πάει; Ο θεολόγος απαντά, πρέπει να βρω μιαν απάντηση για το τι σημαίνει «φύλαξε το παραμικρόν».Και ο απλός ανθρωπάκος του λέει, σημαίνει τα εξής: φάγε τόσο που μην χορτάσεις, πιες τόσο που να μην ξεδιψάσεις, κοιμήσου τόσο που να μην αναπαυθείς. Και ο θεολόγος συνέχισε δεν μπορείς να φτάσεις την Θέωση, με τον εγωισμό σου, χάρη στην δίνει ο Θεός όταν Εκείνος κρίνει, και όταν φτάσεις «φύλαξε το παραμικρόν» μην τυχόν και φθάσεις την ύβρη και την οίηση, και σε καταλάβει ο διάβολος. Ξεφόρτωσε ξανά τα πράγματα, και συνέχισε με στο κελί του να φυλάει το παραμικρόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: