Πέμπτη 9 Ιουλίου 2009

ΔΕΞΙΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

Στην Εκκλησία του μικρού χωριού, η κηδεία μόλις είχε τελείωσε, σηκώσανε την νεκρή και την πηγαίνουν στο κοιμητήριο να την θάψουν, και το σούσουρο εκείνων που ακολουθούν το φέρετρο θεριεύει. Μια απορία κοινή για όλους, τι θα γίνει τ’ ορφανό; Είναι δεν είναι δώδεκα χρονών, αλάνι, ανυπάκουο, ατίθασο, αλητάκι, γιατί είναι μπάσταρδο. Κανένας δεν το θέλει στο σπιτικό του μήπως χαλάσει τα δικά του παιδιά.
Μετά την ταφή αντί για λόγια παρηγοριάς εκφράζουν την συμπάθια τους προσφέροντας στο παιδί ελεημοσύνη, την οποία εκείνο δεν την αποδέχεται.
Ο Εφημέριος του χωριού εκτελώντας και αυτός το καθήκον του, το συμβουλεύει να κατέβει στην θάλασσα στο Μοναστήρι, να μένει εκεί για να βοηθά τον Γέροντα στις δουλείες και ο Γέροντας να του μάθει γράμματα. Τα μάτια του παιδιού αστράφτουν, και τι θα κερδίσω αν μάθω γράμματα αφού δούλος θα είμαι. Ο παπάς επιμένει, δεν θέλει να φορτωθεί αυτός το ορφανό, γιατί αν δεν το κάνει θα έχει την κατακραυγή των χωριανών, και του υπόσχεται πως αν μάθει να διαβάζει θα τον πάρει δεξιό ψάλτη να το σέβονται όλοι στο χωριό και να τον υπολογίζουν.
Ο μικρός τρέχει την ίδια μέρα στο Μοναστήρι. Ο Γέροντας μόλις τον αντιλαμβάνεται σταματά την δουλειά, και με αγάπη τον υποδέχεται, το κερνάει το συνηθισμένο λουκούμι, και περιμένει να αρχίσει το ορφανό να μιλά. Εκείνο όρθιο με το κεφάλι ψηλά και με δυνατή φωνή αρχίζει να κάνει την συμφωνία. Άκου Γέροντα εγώ θα έρθω να σου δουλεύω για να με μάθεις να διαβάζω και να γίνω δεξιός ψάλτης να με σέβονται όλοι στο χωριό. Και ο Γέροντας σκύβει το κεφάλι, παιδί μου Κωνσταντή, ο μικρός εκπλήσσεται που ξέρει το όνομα του, όλοι τον φωνάζανε μπάσταρδο, άκου την δική μου συμφωνία. Η ζωή όσο σκληρή και αν είναι πρέπει να την γνωρίσεις να την παλέψεις και να την κερδίσεις, θα σου δώσω ότι έχω, θα πάς στο λιμάνι, να πάρεις ένα τελάρο με κουλούρια, και πουλώντας τα, θα ζεις και γράμματα θα μάθεις μονάχος σου όσα σου χρειάζονται.
Ο Κωνσταντής με το τελάρο τα κουλούρια γρήγορα γίνεται η μασκότ του λιμανιού, κοντά στα κουλούρια μπήκε το τυρί, αργότερα το μαντολάτο και οι σοκολάτες, και οικονομούσε και έκανε γνωριμίες με ναύτες και καπεταναίους. Κάποια μέρα του κάμαμε πρόταση ένας καπετάνιος, βλέποντας την εξυπνάδα του, και την προθυμία του να τον πάρει στο καράβι καμαρότο και αυτός αμέσως δέχτηκε και μπάρκαρε.
Η πατρίδα καλεί τον Κωνσταντή να υπηρετήσει, και όταν τελειώνει η θητεία του, θέλει να πάει πίσω στο νησί του στο χωριό, να δήξει πως το μπάσταρδο δεν χάθηκε. Όταν αποβιβάστηκε όμως, δεν είχε που να πάει και έτσι τράβηξε πάλι για το Μοναστήρι. Ο Γέροντας καθόταν στην απλωταριά, με το κομποσκοίνι στο χέρι, μόλις τον είδε σηκώθηκε να τον υποδεχθεί, εκείνος με ευγνωμοσύνη του φύλησε τα χέρια. Γέροντα τώρα μπορώ και διαβάζω, θα με κάνεις δεξιό ψάλτη; Ο Γέροντας δάκρυσε, τα χρόνια ήταν περασμένα είχε ανάγκη από υποτακτικό, όμως σηκώθηκε και με φωνή που δεν σήκωνε αντίρρηση, Κωνσταντή κάτω είναι δεμένη η βάρκα μου με τα σύνεργα της ψαρικής, πάρε τα άντε να βγάλεις το μεροκάματο και έτσι θα σε σέβονται.
Παίρνει ο Κωνσταντής την βάρκα, και ο Γέροντας μονολογεί, τι να του μάθω, μήπως εγώ γνωρίζω γραφή και ανάγνωση, ας είναι καλά το κομποσκοίνι.
Ο Κωνσταντής την βάρκα σε λίγο καιρό την κάνει τρεχαντήρι, με τις γνωριμίες τις παλιές επεκτείνεται στις ψαραγορές, όπου με το φιλότιμο και την εργατικότητα του, γίνεται μεγάλος και τρανός, κάνει δικά του καράβια. Το χρήμα είναι άφθονο
Ξεκινά να επιστρέψει στο νησί, θέλει να δει τον Γέροντα προτού πεθάνει. Στο αεροδρόμιο πλήθος οι δημοσιογράφοι ντόπιοι και ξένοι, προσδοκούν κάτι να δηλώσει κάτι να τους πει. Εκείνος σιωπηλά προχωρεί και ακούει, οι ερωτήσεις πολλές, οι απορίες περισσότερες, από πού ξεφύτρωσε ο μπάσταρδος πως κατάφερε στην ζωή ο αγράμματος, αν είχε σπουδάσει άραγε τι θα ήτανε; Ο Κωνσταντής ξέρει την απάντηση, θα ήτανε δεξιός ψάλτης του χωριού, να τον σέβονται όλοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: