Κλείδωσε την πόρτα του σπιτιού, και αργά αργά παίρνει το δρομάκι που οδηγεί στην πλατεία του χωριού, στο καφενείο. Περπατώντας ψάχνει τις τσέπες του, έχει τα τσιγάρα του; το πορτοφόλι είναι στη θέση του; ο αναπτήρας; Κάθεται στο γωνιακό, το μοναχικό τραπεζάκι και περιμένει, ξέρει πως θα ο καφετζής θα του φέρει τον καφέ όταν ευκαιρήσει, δεν βιάζεται. Έμαθε να μην βιάζεται.
Ξένος είναι εδώ ο Ξενοφών και είναι συνταξιούχος. Ζει με αναμνήσεις και θυμάται πως πάντα ξένος ήταν. Γόνος προσφυγικής οικογένειας, που μετά την καταστροφή αναζήτησε αλλού καλλίτερη μοίρα και όχι στην πατρίδα. Μετά από περιπέτειες κατάληξε η οικογένεια κάπου στην Μέση Ανατολή, και ήρθε ο άλλος πόλεμος, και όταν τέλειωσε, πάλι εμείνανε μακριά από την πατρίδα, γιατί η Ελλάδα ήτανε φτωχή και δεν έδινε ευκαιρίες.
Νεαρός ο Ξενοφών έμαθε ξένες γλώσσες, και όταν διαλύονταν οι αποικίες, κάπου στην δεκαετία του 1960, και βρέθηκε στην Αθήνα πρόσφυγας και μόνος.
Στην Αθήνα τότε υπήρχαν ακόμα αυλές, νοίκιασε μια κάμαρα σε μια συνοικιακή αυλή, και άρχισε να δουλεύει εδώ και εκεί τίμια πάντα. Έκανε αιτήσεις σε πολλές υπηρεσίες, και περίμενε πως θα ερχόταν το καλλίτερο αύριο. Κάποια μέρα προσελήφθηκε στο κάποιο υπουργείο να κάνει μεταφράσεις. Η διαγωγή του στην υπηρεσία υπήρξε υποδειγματική, δεν παραπονέθηκε ποτέ για τον φόρτο της εργασίας, ούτε για τον πενιχρό μισθό του, του αρκούσε που ήταν δημόσιος υπάλληλος με εξασφαλισμένο μέλλον. Για συνδικαλισμό ποτέ δεν έκαμε την παραμικρά νύξη, μην τυχόν και το φακελώσουν. Του άρεσε η μελέτη και όποτε μπορούσε πήγαινε στην δημόσια βιβλιοθήκη. Δεν ξόδευε παρά μόνο για τα απαραίτητα.
Κλειστός τύπος, χωρίς παρέες, όταν η νοικοκυρά του έκανε κάνα δυο φορές προξενιά, τα απέρριψε ασυζήτητη, περίμενε τον μεγάλο έρωτα που δεν ήρθε ποτέ. Η διασκέδαση άγνωστη κατάσταση γι’ αυτόν, τα χρήματα που θα κόστιζε αποταμιευόντουσαν, για την μεγάλη επένδυση, που δεν έγινε ποτέ. Περνώντας τα χρόνια η Αθήνα γεμίζει πολυκατοικίες, και ο Ξενοφών βολεύεται σε ένα ημιυπόγειο, μέχρι να αποκτήσει το ανάκτορο που δεν επήρε ποτέ.
Έφτασε η σύνταξη, επήρε το εφ’ άπαξ, και τότε συνειδητοποίησε πως η ζωή του πέρασε χωρίς να κάνει τίποτα. Απλά ήτανε ένας καλός υπάλληλος και νομοταγής πολίτης.
Κάπου διάβασε πως ποτέ δεν είναι αργά και αποφάσισε να γίνει αγρότης. Όχι για να ζήσει, έχει την σύνταξη του, απλά, για να μην τεμπελιάζει όλη μέρα, για να μαγειρεύει με αγνά χωριάτικα προϊόντα. Έκανε το μεγάλο άλμα,, και ξόδεψε το εφ’ άπαξ και όλες τις οικονομίες του, για να πάρει ένα σπίτι στο χωριό με αυλή, και έβαλε ντομάτες και κολοκύθια και άλλα ζαρζαβατικά. Έτσι βρέθηκε στο καφενείο σήμερα, που θα φέρει τις συντάξεις ο ταχυδρόμος, να πληρωθεί και να πάρει καφέ να ψήνει, μέχρι τον άλλο μήνα πάλι, που θα του τον φτιάξει πάλι ο καφετζής.
1 σχόλιο:
'Ορθιοι και μόνοι μεσα στην φοβερή ερημία του πλήθους.
Δημοσίευση σχολίου