Πρωί και έκατσα σε μια αυλή για έναν καφέ. Κάτω από την μουριά ο τόπος ειδυλλιακός, οι οικοδεσπότες περιποιητικοί και η θέα μπροστά μου χάρμα οφθαλμών. Δένδρα λογιών-λογιών, και λίγα ζαρζαβατικά, με μεράκι φυτεμένα. Οι γάτες του σπιτιού με τα μικρά τους αναπαύονταν και τα σπουργίτια είχαν την τιμητική τους.
Χάζευα τον αγώνα τους, όλα στο χώμα και ένα από αυτά είχε στο στόμα ένα κομμάτι ψωμί, μόλις το πλησίαζαν τα άλλα, το άρπαζε και πηδούσε λίγο παρακάτω, να το αφήσει στη γη να τσιμπήσει λιγουλάκι στα γρήγορα, διότι έρχονταν τα υπόλοιπα, να το ξαναπιάσει και να πάει λίγο παρακάτω. Αυτό γινότανε περίπου για ένα πεντάλεπτο. Μια φορά από τις πολλές, μόλις το άφησε κάτω, για να κοιτάξει γύρω του, ένα άλλο πιο έξυπνο ίσως, παραφύλαγε στο δέντρο, κατέβηκε του άρπαξε το ψωμί και έφυγε μακριά. Ο καημένος ο σπουργίτης κοίταζε γύρω-γύρω χωρίς να βλέπει το φαγητό που αρνήθηκε να μοιραστεί με τους άλλους σπουργίτες. Με σκυμμένο το κεφάλι κόλλησε στην ομάδα με τα άλλα πουλάκια ψάχνοντας κάτι να φάει.
Ο νούς μου πήγε στον Ψαλμωδό:
Ψλ48:21 ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκεν, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς.
Πόσοι άνθρωποι έχουμε αγαθά, έχομε ψωμί να φάμε, και δεν αφήνουμε κανέναν να μας πλησιάσει; Δεν δεχόμαστε να μοιραστούμε τίποτα, αλλά καχύποπτα ερευνούμε γύρω-γύρω για να εξασφαλίσουμε την αποκλειστικότητα του αγαθού, ώσπου κάποιος άλλος θα μας το αρπάξει, και μετά ταπεινωμένοι γυρίζουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου