Δυο κούτες τσιγάρα Β΄.
Τα χρόνια αυτά που οι παρέα βρισκόταν στον στρατό, η Ελλάδα άλλαζε όψη, εκδημοκρατιζότανε. Βγήκαμε από το ΝΑΤΟ, γίνανε εκλογές, συνδεθήκαμε με την ΕΟΚ, αποφασίσαμε να ζούμε χωρίς Βασιλιά. Καταργήθηκε το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, κλείσανε τα ξερονήσια, νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ, άρχισαν ξανά οι διαδηλώσεις και οι διεκδικήσεις και γενικά άλλαξε ο τρόπος συμπεριφοράς του Έλληνα.
Τελευταίος από όλους, απολύθηκε ο Δημήτρης, επειδή είχε τρείς μήνες φυλάκιση, ποινή που του επεβλήθη όταν το έσκασε για να παντρευτεί με την καλή του, την Μαρία. Οκτώβριος τότε του 1976, φρόντισε να βρει αμέσως δουλειά, για να μην τον ζούνε τα πεθερικά του, στο σπίτι των οποίων διαβιούσε. Μετά από δυο μηνών ταχύρυθμα σεμινάρια, ήτανε έτοιμος να πουλάει ασφάλειες. Μετά τον οικογενειακό κύκλο, έπρεπε να διευρύνει το πελατολόγιο του, και άρχισε την αναζήτηση από του φίλους του στρατού. Εκείνη την εποχή ο Δάκης τραγουδούσε το σουξέ του «παλιέ μου φίλε απ’το στρατό», αυτό έκανε σημαία Δημήτρης, και άνοιξε την ατζέντα. Ο πρώτος που συνάντησε ήταν ο Σταμάτης. Αυτός συνέχιζε τις σπουδές του που διέκοψε με την υποχρεωτική στράτευση του, αλλά είχε επαφές με τον Παρασκευά, με τον οποίο αντάμωναν συχνά. Ο Παρασκευάς είχε ξεκινήσει ένα δισκάδικο, ενώ παράλληλα έκανε και τον πλασιέ, στα άλλα δισκάδικα και προσπαθούσε να εισχωρήσει σε αυτό το κύκλωμα. Κανόνισε την συνάντηση ο Σταμάτης, άρχισε το ψυστήρι ο Δημήτρης, αντιδρούσε ο Παρασκευάς, δεν περίσσευαν τα λεφτά. Δεν έγινε η ασφάλεια αλλά ξανάσμιξαν οι τρείς, από τους πέντε της παρέας. Αποφασίσανε να βρουν και τους άλλους.
Ήταν όμως δύσκολο, σε μια Αθήνα που ζούσε μεταβατική περίοδο, είχαν κομματικοποιηθεί τα πάντα. Ήταν τόσο παράξενη η εποχή εκείνη, η Ελλάδα γέμισε αντιστασιακούς. Οι ίδιοι άνθρωποι, που ζητωκραύγαζαν την στρατιωτική κυβέρνηση, διατυμπάνισαν πως αυτοί την έριξαν. Και ο λαός ο φτωχός και συνηθισμένος κυνηγούσε το μεροκάματο. Λίγα πράγματα αλλάξανε, τα εμβατήρια τα αντικατάστησαν του Θεοδωράκη οι μελωδίες. Το σύνθημα αλλαγή, και η αριστερά της αριστεράς φανατίζανε τον κόσμο., Χιλιάδες γραφεία πολιτικά ξεφύτρωσαν, οι πολιτιστικοί σύλλογοι ήρθαν να αντικαταστήσουν τα εφεδροπολεμικά σωματεία. Οι πορείες και διαδηλώσεις ξανάρχισαν.
Ο Σταμάτης, ο ποιο αισιόδοξος της παρέας, ήταν σίγουρος για την εύρεση των άλλων τριών. Είχε άκρες έλεγε προς την τροχαία, και θα έβρισκαν τον Γάκη. Πράγματι μετά από δυο εβδομάδες, τον αντάμωσαν, εκτελούσε υπηρεσία τροχονόμου στην Κηφισιά. Πως τον βρήκε; Και απάντηση <απλά με δυο κούτες τσιγάρα>. Αυτό δεν είχε αλλάξει στην νοοτροπία του έλληνα. Το μπαξίσι, αυτή η ανατολίτικη συνήθεια είναι μέσα στο πετσί του, διότι ο ρωμιός είναι ανατολίτης, και ας λέγανε τότε, πως ανήκουμε στην Δύση.
Κάποιο απόγευμα αποφάσισαν να πάνε να τον δουν. Με το αμάξι του Παρασκευά φτάσανε στην Κηφισιά, το αφήσανε σε μια άκρη και χαζεύανε το Γάκη, με την σφυρίχτρα στο στόμα, να προσπαθεί να βάλει τάξη. Τα φάσκελα και οι βρισιές από τους οδηγούς δεν ήταν λίγα, αυτός όμως ατάραχος συνέχιζε να σφυρίζει, ώσπου το μάτι του, πήρε χαμπάρι τους φίλους του. Αμέσως παράτησε το πόστο του, και πήγε προς το μέρος τους, αγγελιαστήκανε και φιληθήκαν. Ο Δημήτρης ανησύχησε, <ρε συ Γάκη, γύρνα στο πόστο σου> και ο Γάκης ανέμελα, <μην σε νοιάζει τώρα έχουμε δημοκρατία >.
Από τηλεφωνικό θάλαμο που βρισκόταν δίπλα, πήρε τηλέφωνο στην υπηρεσία, δηλώνοντας ασθένεια, και ζητώντας αντικατάσταση, και η απάντηση απλή <φύγε και μη σε νοιάζει>. Μπήκαν ξανά στο αμάξι με προορισμό αυτήν την φορά την Νέα Φιλαδέλφεια, ο Γάκης ήξερε που θα έβρισκαν το Παναγιώτη, έκανε το σερβιτόρο σε μια ταβέρνα. Προσωρινά όπως ισχυρίστηκε, γιατί η «αλλαγή», ερχόταν, και αυτός ήταν ο λόγος που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Έτσι ξανάσμιξαν οι παλαιοί συνάδελφοι στον στρατό, και στο πνεύμα της εποχής άρχισαν να μιλούν για τα πολιτικά. Ο Σταμάτης φρόντιζε να γεφυρώνει τις απόψεις και κατευνάζει τα πνεύματα, δεν το κατόρθωνε πάντα. Ο Παρασκευάς ισχυριζόταν πως πολέμησε στο πολυτεχνείο, ενώ ο Γάκης πως στην ίδια μάχη πολέμησε τους κουμουνιστές, ο Παναγιώτης πηγαινοερχότανε για να σερβίρει τα άλλα τραπέζια, και ο Δημήτρης στεναχωριότανε που δεν θα έκανε καμία ασφάλεια. Σε αυτό το κλήμα πέρασε η βραδιά εκείνη, και αποφάσισαν τώρα που ξαναντάμωσαν να βλέπονται, το δισκάδικο του Παρασκευά θα ήταν το στέκι τους, βόλευε και εκείνον να έχει κόσμο στο μαγαζί του.
Πλησιάζανε οι εκλογές του 1977, οι συζητήσεις και τα προγνωστικά ήταν στην ημερήσια διάταξη. Κάθε κουβέντα εκεί θα κατέληγε. Ο Γάκης με το Παρασκευά ήταν σε μόνιμη αντιπαράθεση, τα δύο άκρα, ενώ ο Παναγιώτης είχε την πεποίθηση πως η επερχόμενη αλλαγή, θα σώσει τον τόπο, γι’αυτό κα συνετάχθη με κίνημα, ο Σταμάτης πάντα μεσάζων, πάντα φρόντιζε να συμβιβάζει τα διαιστώτα, και ο φουκαράς ο Δημήτρης αγωνιούσε να βγάλει το μεροκάματο με τις ασφάλειες.
Οι εκλογές έγιναν, το ΠΑΣΟΚ διπλασίασε τις δυνάμεις του, ο Παναγιώτης πετούσε στα σύννεφα, <την επόμενη θα είμαστε Κυβέρνηση>, έλεγε με απόλυτη βεβαιότητα, παράτησε την δουλειά του σερβιτόρου και απασχολούτανε με το κίνημα, κάνοντας την περίφημη, δουλειά καφενείου, γύρναγε δηλαδή στην διάρκεια της ημέρας τα καφενεία, κουβεντιάζοντας και πολιτικολογώντας για την επερχόμενη αλλαγή.
Πριν κλείσει ο χρόνος, η παρέα είχε την πρώτη απώλεια, ένα Σαββατόβραδο αντί να έρθει ο Δημήτρης, ήλθε η Μαρία. Δεν ήταν κάτι που γινότανε συχνά, αλλά όλα τα μέλη της παρέας την γνωρίζανε.
-Καλώς την Μαρία, με μια φωνή και οι τέσσερεις την καλωσόρισαν.
-για σας παιδιά,
-που είναι ο Δημήτρης; Ρώτησε ο Παρασκευάς
-δεν νομίζω να ξαναέρθει, είπε και βούρκωσε
-τι έγινε; Ο Παρασκευάς πάλι απορημένος, έπαθε κάτι;
-όχι αυτός εγώ έπαθα, η ατμόσφαιρα είχε παγώσει
- τι συνέβη Μαρία; Όλα διορθώνονται, επενέβη ο Σταμάτης
-όχι αυτό, είπε και ξέσπασε σε λυγμούς, με κεράτωσε.
Αμηχανία και παγωμάρα για λίγα δευτερόλεπτα, την σιωπή, την έσπασε ο Σταμάτης,
-ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία περίπτωση, που συμβαίνει κάτι τέτοιο Μαρία, άρχισε να λέει για να καταπραΰνει τον καημό της, μπορεί να παρασύρθηκε από κάποια άλλη γυναίκα και θα ξαναγυρίσει.
-μακάρι να ήταν έτσι, να έμπλεκε με άλλη γυναίκα, δεν θα με ένοιαζε τόσο, με άντρα έμπλεξε,
Ο Γάκης που εκείνη την ώρα δεν είχε βγάλει μηλιά, αγριεμένα απεφάνθη, <θέλει κρέμασμα>.
Της είπανε παρήγορα λόγια, πόσο τόπο να πιάσουν αυτά; μόνο λόγια είναι, την έβαλαν σε ένα ταξί και έφυγε η Μαρία, δεν την ξαναείδαν από τότε. Με τον Δημήτρη όμως απογοητεύτηκαν, ιδιαίτερα ο Γάκης, δεν μπορούσε να καταλάβει αυτού του είδους τις σχέσεις. Θα τον <σκοτώσω> έλεγε και ξαναέλεγε. <να μην βρεθεί μπροστά μου>. Ο Παναγιώτης έλεγε πως πρέπει να είμαστε ανεκτικοί με τους άλλους, αλλά ήταν ο μόνος με αυτήν την άποψη.
Μέχρι να έρθουν εκείνες οι εκλογές του 1981, που ήρθε «η αλλαγή», οι τέσσερεις εξακολουθούσαν να βλέπονται, αλλά αραιότερα, ο Παρασκευάς είχε ερωτευτεί και κυνηγούσε κάποια Σοφία, ο Σταμάτης είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο και διορίστηκε αμέσως στο υπουργείο των οικονομικών (πως; μα με δυο κούτες τσιγάρα! κατά την προσφιλή του έκφραση), και όποτε αντάμωναν ο Γάκης και Παναγιώτης θα τσακωνόντουσαν για τα πολιτικά, ήτανε η εποχή του φανατισμού και του διαχωρισμού ακόμη και των καφενείων σε μπλέ και πράσινα.
Αμέσως μετά από εκείνον το Οκτώβρη, τα πνεύματα οξυνθήκαν ακόμα περισσότερο στην παρέα, με τον Παναγιώτη να θριαμβολογεί σε κάθε κουβέντα, και τον Γάκη να οργανώνεται στην περίφημη «Γαλάζια γενιά», που είχε για χαιρετισμό «καλή λευτεριά». Σε έναν από αυτούς τους τσακωμούς, ανάψανε τα αίματα τόσο, που ο Παναγιώτης απείλησε τον Γάκη πως θα τον διώξει από το σώμα. Μάταια ανάμεσα του ο Σταμάτης προσπαθούσε να κατευνάσει τα πνεύματα, και όταν ο Παρασκευάς επέμβει, <δεν μπορείτε να τσακώνεστε στο μαγαζί, χάνω πελάτες>, ήρθε η ρήξη. Ο Γάκης έφυγε για να μην ξαναγυρίσει στην συντροφιά, ήταν η δεύτερη αποχώρηση. Δεν σταμάτησε όμως το θέμα εκεί, ο Παναγιώτης κομματικό στέλεχος με επιρροή, επεδίωξε και κατόρθωσε τελικά να τον απομακρύνει, από την τροχαία. Ο Γάκης είχε την επιλογή ή στις Μ.Α.Τ. να υπηρετήσει, ή να αποχωρίσει από το σώμα. Προτίμησε το δεύτερο, με την βοήθεια του Σταμάτη και (με δυο κούτες τσιγάρα), προσελήφθη στις φυλακές, ως σωφρονιστικός υπάλληλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου